Η μάχη του Γηροκομείου διεξήχθη στις 2 Μαρτίου1822 (9 Μαρτίου 1822 σύμφωνα με τον Στέφανο Θωμόπουλο[1]) και αποτελεί μια σημαντική μάχη, μεταξύ Ελλήνων επαναστατών και Τούρκων, στις αρχές του δεύτερου έτους της Επανάστασης του '21. Η μάχη δόθηκε κοντά στη Μονή ΓηροκομείουΑχαΐας, εξ ου και η ονομασία της. Εκεί οι Έλληνες υπό τη γενική αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, και με άλλους οπλαρχηγούς όπως οι Δημήτρης Πλαπούτας, Γενναίος Κολοκοτρώνης και Κωνσταντίνος Πετιμεζάς, αμύνθηκαν εναντίον συνολικής δύναμης 8.000 Τούρκων[2] . Οι Τούρκοι πολέμησαν υπό τις διαταγές των πασάδων Μεχμέτ Σαλίχ που ήταν ο αρχηγός των Τούρκων της Πάτρας και του Γιουσούφ Σέρεζλη, που «βρισκόταν στην Ναύπακτο και έσπευσε για βοήθεια, μαζί με τις φρουρές του Ρίου και Αντιρρίου».[2]
Η μάχη εντάσσεται στην προσπάθεια των Τούρκων να λύσουν τον ασφυκτικό κλοιό των Ελλήνων γύρω από την Πάτρα. Όμως, παρά το ότι οι Έλληνες νίκησαν και έτρεψαν σε φυγή τους Τούρκους, η πολιορκία τελικά λύθηκε στις 23 Ιουνίου του ίδιου έτους, λόγω διαμαχών ανάμεσα στους Έλληνες.[3]
Τα γεγονότα
Η Μονή Γηροκομείου Πατρών, η οποία βρίσκεται σε ύψωμα των Πατρών, υπήρξε πεδίο σκληρών συγκρούσεων μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και των Τούρκων, κατά τα έτη 1821-1822, στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν τον έλεγχο της περιοχής, αφού απέχει μόνο δύο χιλιόμετρα από το Φρούριο Πατρών και όποιος ήλεγχε τη Μονή Γηροκομείου το απειλούσε άμεσα. Η πιο σημαντική από αυτές τις μάχες έγινε στις 9 Μαρτίου 1822. Ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος είχε οριστεί από την Διοίκηση αρχηγός της πολιορκίας των Πατρών, κατέφθασε στην περιοχή αρχές Μαρτίου του 1822 με περίπου 6500 άνδρες και απέκλεισε όλους τους δρόμους προς την πόλη. Εγκατέστησε «το στρατηγείο του και το φροντιστήριο»[4]στο χωριό Σαραβάλι, αφού από εκεί μπορούσε να εποπτεύει όλη την περιοχή. Η τουρκική φρουρά της Πάτρας που ήταν οχυρωμένη στο φρούριο, αριθμούσε περίπου 12000 πεζούς και ιππείς και είχε αρχηγό τον Γιουσούφ πασά . Τα ξημερώματα της Πέμπτης 9 Μαρτίου οι τουρκικές δυνάμεις εξορμούν από το φρούριο και προελαύνουν ταχύτατα, σαρώνοντας κάθε αντίσταση, σε όλη την πεδινή περιοχή των Πατρών, «κοντά στον ποταμό Λεύκα»[4] φτάνοντας μέχρι και τους πρόποδες του Παναχαϊκού όρους. Οι μόνες νησίδες αντίστασης που είχαν απομείνει ήταν η μονή Γηροκομείου και ο ληνός του Σαΐτ Αγά. Ο Κολοκοτρώνης, αφού είδε, ότι με τις ενισχύσεις που είχε στείλει, δεν είχαν νικηθεί οι επιτιθέμενοι, έσπευσε προς το Σαραβάλι, κατάφερε να αναχαιτίσουν τους αντιπάλους και διέταξε αντεπίθεση από την περιοχή του Ρωμανός προς το Γηροκομείο, η οποία όχι μόνο πέτυχε, αλλά οδήγησε και τα άλλα σώματα σε γενική αντεπίθεση. Οι μέχρι εκείνη τη στιγμή προελαύνοντες Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή, είτε προς το φρούριο των Πατρών είτε προς το κάστρο του Ρίου. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν πολλές εκατοντάδες, ενώ των Ελλήνων υπολογίζονται σε μερικές δεκάδες.
Οι φάσεις της μάχης του Γηροκομείου
Φάση 1: Έξοδος των Τούρκων από το φρούριο, προέλαση και εξάπλωσή τους στην κοιλάδα του Γλαύκου, με ταυτόχρονη αποχώρηση των δυνάμεων των Ελλήνων και σύμπτυξη τους στα γύρω υψώματα.
Φάση 2: Αντεπίθεση των Ελλήνων, αναδίπλωση των Τούρκων και άτακτη φυγή τους.
Η πρώτη φάση ξεκίνησε τα ξημερώματα της 9ης Μαρτίου με έξοδο και προέλαση της Τουρκικής φρουράς από το Φρούριο Πατρών. Οι Τούρκοι είχαν διπλάσιες δυνάμεις από εκείνες των πολιορκητών Ελλήνων και διέθεταν ιππικό, που ήταν ο εφιάλτης των Ελλήνων, ενώ υποστηρίζονταν και από πυροβολικό. Παρόλα αυτά, αν και οι Τούρκοι ανατρέπουν τις αντιστάσεις που συναντούν, δεν καταφέρνουν να εξοντώσουν τους επαναστάτες οι οποίοι καταφεύγουν στα γύρω υψώματα που δεσπόζουν στη κοιλάδα του Γλαύκου. Δείγμα της διστακτικότητας που επικρατεί στο τουρκικό στρατόπεδο είναι το επεισόδιο που αναφέρει ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη: «Τούρκοι πολλοί τινες συνήχθησαν όπου το ιππικόν, και ιστάμενοι εφαίνοντο ωσεί σκεπτόμενοι τι πρακτέον….».[5] Είναι η ώρα που ο Παρασκευάς Πλαπούτας, με διαταγή του Κολοκοτρώνη, είχε καταλάβει το απόγευμα με λίγους στρατιώτες το Χορηγοκάμινο και αναχαίτιζε με τα πυρά του τις ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Εκτιμάται ότι ο κακός σχεδιασμός και η ατολμία της τουρκικής διοίκησης φαίνεται από την προσπάθεια εκπορθήσεως του Γηροκομείου και του Ληνού του Σαΐτ αγά με όλες τους τις δυνάμεις, σημεία για τα οποία αρκούσε μια μικρή δύναμη πολιορκίας, αντί να κινηθούν κατά των βάσεων των επαναστατών στο Πουρναρόκαστρο, Σαραβάλι και Ομπλό.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η παρουσία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη ήταν καθοριστική τόσο στην πρώτη φάση της μάχης όσο και κυρίως στην δεύτερη. Ο Κολοκοτρώνης μετά το μεσημέρι, όταν αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη, προσπαθεί να πετύχει την αναχαίτιση της προέλασης των Τούρκων, κινείται από το Σαραβάλι προς βορειοανατολικά και εμψυχώνοντας τα σώματα που συναντά, συμπληρώνει την αναχαίτιση που είχαν αρχίσει ο Δημήτρης Πλαπούτας και οι άλλοι. Ο αρχηγός όμως παρατήρησε ότι, από το Χορηγοκάμινο που βρίσκεται- κέντρο της τουρκικής παράταξης-, η αντεπίθεση δεν θα είχε επιτυχία: «Επαρατήρησα τον πόλεμο και από το κέντρο δεν ημπορούσαμε να τους τσακίσουμε τους Τούρκους, όμως αν τους χαλάσωμε, θα τους χαλάσωμε από τας πτέρυγας».[6] Χωρίς ο Κολοκοτρώνης να έχει σπουδάσει σε πολεμική ακαδημία, γνώριζε από την μακροχρόνια κλέφτικη εμπειρία του και το έμφυτο στρατιωτικό αισθητήριο, ό,τι η αντεπίθεση πρέπει να εκτοξεύεται κατά των πλευρών της εχθρικής εισχώρησης. Ο Κολοκοτρώνης, συνοδευόμενος μόνο από τον υπασπιστή του Φωτάκο και το σημαιοφόρο του Καραχάλιο, προχωρεί και φτάνει στα υψώματα του Ρωμανός, Νερομάνα - Πύργο Χουσεϊν Αγά στο αριστερό πλευρό των Τούρκων , όπου παρακινεί με την βροντερή φωνή του όσους βρίσκονταν γύρω του: «Που είστε μωρέ Έλληνες; Κάτω κάτω….. Ετσάκισαν οι Τούρκοι».[4]Οι διαταγές του ηλεκτρίζουν τους μέχρι τότε φυγάδες που ορμούν ακάθεκτοι. «Το σκοτάδι υπήρξε σύμμαχος του Κολοκοτρώνη»[4] και οι Τούρκοι αιφνιδιάζονται, αναδιπλώνονται και «φεύγουν πανικόβλητοι, ενώ οι Έλληνες τους καταδίωκαν εγκαρδιωμένοι».[4]Η επιτυχία των Ελλήνων είναι πλήρης, οφειλόμενη κατά μέγα μέρος στον αρχηγό τους».[7]
Σπουδαιότητα της μάχης
Μετά την μεγάλη ελληνική νίκη της 9ης Μαρτίου η επιθετικότητα των τούρκων είχε καμφθεί, διότι πλέον λάμβαναν σοβαρά υπόψη τους την δύναμη των επαναστατών και αντιλαμβάνονταν την κρισιμότητα της δικής τους θέσης. Δεν απομακρύνονταν από το φρούριο, ούτε από τις οχυρώσεις τους πολύ και «όλη η πεδιάς των Πατρών έμεινεν εις την εξουσία των Ελλήνων».[4]Τότε ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για να ενισχυθούν από την ελληνική διοίκηση τα στρατεύματα πολιορκίας και ο Κολοκοτρώνης, ώστε να είναι μεγαλύτερη πίεση και να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την άλωση του φρουρίου της Πάτρας και όλο αυτό θα είχε σοβαρότατες επιπτώσεις στην μετέπειτα πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων. Θα απαλλασσόταν η βορειοδυτική Πελοπόννησος από την απειλή των Τούρκων του φρουρίου και οι δυνάμεις των Ελλήνων της περιοχής θα χρησιμοποιούνταν σε άλλα μέτωπα. Επιπλέον η κατάληψη της πόλης και του πολύ σημαντικού λιμανιού της Πάτρας θα είχε ισχυρό ηθικό αντίκτυπο στους επαναστάτες, αλλά και στους ευρωπαίους που παρακολουθούσαν τις εξελίξεις του αγώνα και τις επιτυχίες ή αποτυχίες των Ελλήνων. Η επικοινωνία με το δυτικό κόσμο και εφοδιασμός των επαναστατών θα διεξαγόταν άνετα, μέσω του ελεύθερου πλέον σημαντικού λιμανιού της Πάτρας.
Γενικότερα, η επιτυχία της μάχης του Γηροκομείου θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μεγάλη στρατηγική επιτυχία, καθοριστική για την περαιτέρω πορεία της επανάστασης. Οι αντιζηλίες όμως ανάμεσα στους προκρίτους και στρατιωτικούς καθώς και η καχυποψία της διοίκησης προς τον Κολοκοτρώνη δεν επέτρεψαν να πραγματοποιηθεί τίποτα από τα παραπάνω. Έτσι η πολιορκία των Πατρών εξασθένησε σιγά-σιγά και διαλύθηκε τυπικά την 25η Ιουνίου 1822 με την αποχώρηση του αρχηγού της. Αναφορές στη μάχη του Γηροκομείου που τονίζουν τη σπουδαιότητά της, βρίσκουμε στα απομνημονεύματα τόσο του ίδιου του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όσο και στου Φωτίου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου, που ήταν ο υπασπιστής του, στου Μιχαήλ Οικονόμου που ήταν ο γραμματικός του και στους Γενναίο Θ. Κολοκοτρώνη και Κανέλλο Δεληγιάννη. Η σπουδαία νίκη κατά την οποία οι Έλληνες, υπό την ηγεσία του Κολοκοτρώνη, κατατρόπωσαν τις υπερδιπλάσιες τουρκικές δυνάμεις έμεινε ανεκμετάλλευτη. Αλλά και στην ιστορία της επανάστασης η μάχη έχει καταχωρηθεί ως δευτερεύουσας σημασίας επεισόδιο.
Παραπομπές
↑Ιστορία της Πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821, Τόμος Β', σελ. 469 (έκδοση επιμέλειας Β. Λάζαρη, 1999). Ο Β. Λάζαρης παραπέμπει με την εκεί 11η υποσημείωσή του (βλ. σελ. 481) στον Σπυρίδωνα Τρικούπη, δηλ. στο έργο "Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως" (Αθήνα: 1968), τόμος Β', σελ. 163-166.
Βασίλης Κ. Λάζαρης (επιμ.), Στέφανου Ν. Θωμόπουλου "Ιστορία της Πόλεως Πατρών από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι του 1821". Έκδοση τέταρτη στη δημοτική γλώσσα και με βάση τα χειρόγραφα του συγγραφέα, Τόμος Β', Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα 1999. ISBN 960-7960-09-2.
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ', 1975. ISBN 960-213-095-4
Πηγές και εξωτερικοί σύνδεσμοι
Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ', 1975.