Η Μάχη του Αναλάτου ήταν πολεμική εμπλοκή κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 με ολέθρια ήττα για τους Έλληνες στην οποία και σκοτώθηκε ο Καραϊσκάκης. Έλαβε χώρα στις 24 Απριλίου 1827, στη θέση Ανάλατος, σημερινή περιοχή του Νέου Κόσμου, στην Αθήνα. Στόχος της μάχης ήταν η διάσπαση της πολιορκίας της Ακρόπολης και η απελευθέρωση των πολιορκημένων Ελλήνων.
Εισβολή του Κιουταχή στην Αττική και πολιορκία της Ακρόπολης
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, ο Κιουταχής εισέβαλε στην Αττική, την 28η Μαΐου 1826.[1] Στις 3 Ιουλίου, άρχισε τον αποκλεισμό της Αθήνας και την 3η Αυγούστου, ένα μήνα μετά, οι Τούρκοι ανάγκασαν τους υπερασπιστές της Αθήνας να αποσυρθούν στην Ακρόπολη[2] την οποία πολιόρκησαν με πείσμα, καθώς ο Κιουταχής είχε δώσει πολύ μεγάλη σημασία στον ψυχολογικό αντίκτυπο που θα είχε στην Ευρώπη η πτώση της.[3] Αλλά και οι Έλληνες, από την πλευρά τους, προσπάθησαν να ενισχύσουν με κάθε τρόπο τους πολιορκημένους, ενώ ο πρόεδρος της επαναστατικής Κυβέρνησης, Ανδρέας Ζαΐμης, παραμερίζοντας τις μνήμες από την εισβολή των ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο κατά τον Εμφύλιο πόλεμο (1823-1825), ανέθεσε στον Γεώργιο Καραϊσκάκη την αρχιστρατηγία της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο Κιουταχής.[2]
Κατά τους υπόλοιπους μήνες του 1826, οι Έλληνες δημιούργησαν στρατόπεδο στην Ελευσίνα και ενίσχυσαν δύο φορές τους πολιορκημένους, με άνδρες υπό τους Κριεζώτη και Φαβιέρο, καθώς και πολεμοφόδια[4]. Ακολούθησε σειρά άκαρπων αλλά αιματηρών μαχών μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων, καθώς και εκστρατεία του Καραϊσκάκη στην Ανατολική Στερεά, όπου σημείωσε μεγάλη νίκη στην Αράχωβα και εξανάγκασε τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας, που κατευθυνόταν προς τα Σάλωνα, να αποχωρήσει άπρακτος.
Στις 27 Ιανουαρίου 1827, οι Έλληνες υπέστησαν δεινή ήττα στο Καματερό αλλά νίκησαν στη μάχη της Καστέλλας και στους Τρεις Πύργους. Όμως, παρά τις νίκες τους αυτές, δεν κατάφεραν να ανακουφίσουν τους πολιορκημένους της Ακρόπολης. Έτσι η κυβέρνηση διέταξε τον Καραϊσκάκη να επιστρέψει στην Αττική, προκειμένου να σώσει την Ακρόπολη.[5]
Σε διαδοχικές συσκέψεις των Ελλήνων αρχηγών, στην Ελευσίνα, ο Καραϊσκάκης επέμενε στο σχέδιό του να αποκόψει τον από την ξηρά τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή, ο οποίος γινόταν μέσω της Εύβοιας. Τελικά όμως επικράτησε το σχέδιο του Χάιντεκ (Έϋδεκ), το οποίο υποστήριζε και η κυβέρνηση, δηλαδή να καταληφθεί από ναυτικές δυνάμεις ο Ωρωπός, ενώ ο Καραϊσκάκης θα επιτιθόταν από τον Πειραιά. Επίσης, ο Κωλέττης θα επιχειρούσε να καταλάβει τις Θερμοπύλες.[6] Όμως, οι επιχειρήσεις του Χάιντεκ και του Κωλέττη κατέληξαν σε πλήρη αποτυχία.[7]
Με βάση την Ελευσίνα, ο Καραϊσκάκης κατέλαβε, στις 2 Μαρτίου 1827, το Κερατσίνι. Από εκεί, έχοντας δυνατότητα εφοδιασμού από τα πλοία, θα μπορούσε να φτάσει με μεγαλύτερη ασφάλεια στην Ακρόπολη, μέσα από τον Ελαιώνα, όπου δεν θα τον προσέβαλλε το εχθρικό ιππικό.[7] Στις 3 Μαρτίου 1827, πέτυχε μεγάλη νίκη στο Κερατσίνι, ενώ η μάχη στο Δαφνί, στις 21 Μαρτίου, ήταν αμφίρροπη. Τότε ο Καραϊσκάκης σχεδίασε να καταλάβει τα χωριά των Μεσογείων, στα νώτα του Κιουταχή, τα οποία ως τότε ήταν υποταγμένα. Οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί ενέκριναν αυτό το σχέδιο, όμως η Κυβέρνηση δεν συμφώνησε, καθώς στο μεταξύ είχε αναθέσει την αρχηγία του στρατού στον Τσωρτς και του στόλου στον Κόχραν. Αυτοί είχαν άλλα σχέδια, θέλοντας να επιτεθούν αμέσως στον Κιουταχή. Ο Καραϊσκάκης διαφώνησε έντονα με το σχέδιο των Άγγλων, καθώς γνώριζε την υπεροχή των Τούρκων σε ιππικό, και επέμενε στον αποκλεισμό του Κιουταχή από στεριά και θάλασσα. Ωστόσο, η επιμονή των Άγγλων τον έφερε στα πρόθυρα της παραίτησης.[8]
Ακολούθησε, στις 13 Απριλίου 1827, η κατάληψη της μονής του Αγίου Σπυρίδωνα στον Πειραιά, από τους Έλληνες. Με αυτόν τον τρόπο πέτυχε το σχέδιο του Καραϊσκάκη να ενωθούν τα στρατόπεδα του Κερατσινίου και της Καστέλλας. Ο ίδιος μάλιστα μετέφερε το αρχηγείο του στον Πειραιά.[8] Όμως, η σφαγή των Τούρκων του Αγίου Σπυρίδωνα, οι οποίοι είχαν παραδοθεί με την υπόσχεση να μείνουν ασφαλείς, με την εγγύηση του Καραϊσκάκη και των Σουλιωτών, προκάλεσε μεγάλη ψυχρότητα μεταξύ του Καραϊσκάκη και των δύο Βρετανών αρχηγών.[9] Υπό την κρισιμότητα των περιστάσεων, όμως, ο Καραϊσκάκης επέλεξε τελικά να συμφιλιωθεί μαζί τους.[10]
Στις 17 Απριλίου, σε σύσκεψη των αρχηγών, οι Τσωρτς και Κόχραν επέμεναν στην επίθεση κατά μέτωπο, παρά τις έντονες αντιρρήσεις του Καραϊσκάκη, ο οποίος προσπαθούσε να τους πείσει για τον μεγάλο κίνδυνο από το τουρκικό πυροβολικό και, κυρίως, το ιππικό, στον κάμπο μεταξύ Φαλήρου και Αθήνας. Έτσι, απορρίφθηκε η πρότασή του να μεταφερθεί το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών δυνάμεων στον Ωρωπό από όπου θα απέκοπτε τον ανεφοδιασμό του Κιουταχή.[10]
Στο τέλος της σύσκεψης, αποφασίστηκε να μεταφερθούν οι ελληνικές δυνάμεις με πλοία στους Τρεις Πύργους (Λιμάνι Φαλήρου) και κάποια στρατεύματα να προελάσουν μέχρι την Ακρόπολη, ενώ μερικοί να μείνουν (υπό τον Καραϊσκάκη) μεταξύ Κερατσινίου-Πειραιά-Φαλήρου, όπου θα προετοιμάζονταν για επίθεση στους Τρεις Πύργους, όταν θα έδινε την ευκαιρία η ομάδα που πήγε εκεί.
Η συμπλοκή πριν τη μάχη και ο θάνατος του Καραϊσκάκη
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
(Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 28/02/2021)
Στις 21 Απριλίου και ενώ ο Καραϊσκάκης πήγαινε να φτιάξει οχυρό κοντά στο Δαφνί, λόγω της μορφολογίας του εδάφους, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει εκείνο το μέρος. Στις 23 του μήνα θα γινόταν μάχη, όπως είχε οριστεί εξ αρχής. Έτσι οι Έλληνες ξεκουράστηκαν στις 22 Απριλίου και δόθηκαν εντολές να είναι όλοι ήσυχοι.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας, μια αψιμαχία στο Φάληρο στην οποία ενεπλάκησαν με τους Τούρκους, νησιώτες και Κρητικοί, οδήγησε τον Καραϊσκάκη, αν και άρρωστο,[11] στο πεδίο τής μάχης. Ο Καραϊσκάκης πήγε στο σημείο με σκοπό να ηρεμήσει τα πνεύματα και να δώσει τέλος στη μάχη. Ο Μακρυγιάννης τού ζήτησε να αποχωρήσει από τη συμπλοκή και αυτός απάντησε ότι θα το έκανε μόνο αν εκείνος έπαιρνε τη θέση του.[11]
Σ’ αυτήν τη μάχη οι Τούρκοι βρίσκονταν πίσω από μια μάντρα. Έχοντας πλεονέκτημα, κατάφεραν να αποκρούσουν τους Έλληνες. Κάποιοι απ’ αυτούς, όμως, που είχαν οχυρωθεί σε αμμώδη έκταση, άρχισαν να οπισθοχωρούν. Αυτούς είδε κάποιος και φώναξε «Βγαίνουν οι Τούρκοι».[12] Οι Έλληνες που πολεμούσαν, όμως, νόμισαν πως έρχονταν ενισχύσεις για τους Τούρκους, οπότε άρχισαν να φεύγουν προς τα πίσω, επειδή φοβόντουσαν ότι οι Τούρκοι γίνονταν περισσότεροι. Την ίδια στιγμή, όντως έφτασαν κάποιοι Τούρκοι (πεζοί και ιππείς) με συνοδεία πυροβολικού.
Ο Καραϊσκάκης, αν και αρχικά είχε μεταβεί εκεί για να σταματήσει τους πυροβολισμούς, αναγκάστηκε τελικά να συμμετάσχει στη μάχη. Επειδή, όμως, ήταν έφιππος, είχε ευδιάκριτα ρούχα και συνοδευόταν πάντα, έγινε αντιληπτός από τους Τούρκους, οι οποίοι τον πυροβόλησαν. Έτσι, αναγκάστηκε να αποχωρήσει, γεγονός που δημιούργησε πανικό στο υπόλοιπο στράτευμα. Ξαφνικά, μέσα στον πανικό, δέχτηκε πυροβολισμό στο υπογάστριο. Αυτός έβαλε όλες του τις δυνάμεις, έμεινε πάνω στο άλογο και δεν προκάλεσε αναστάτωση και φόβο στο στράτευμα. Στο τέλος, οι Έλληνες είχαν πάρα πολλές απώλειες, αλλά και οι Τούρκοι είχαν πολλούς νεκρούς. Η μεγαλύτερη ζημιά, όμως, είχε γίνει στους Έλληνες, αφού είχε χτυπηθεί ο αρχηγός τους και άλλοι οπλαρχηγοί.
Αυτοί που ήταν γύρω από τον Καραϊσκάκη κατάλαβαν πως είχε τραυματιστεί. Έτσι, τον μετέφεραν στη σκηνή του στο Φάληρο και τον ξάπλωσαν, καθώς αιμορραγούσε και ήταν πολύ εξαντλημένος. Ο χειρουργός που είδε το τραύμα του, ανακοίνωσε με θλιμμένο ύφος ότι ήταν θανάσιμο. Προσπάθησαν να του το κρύψουν αλλά εκείνος το κατάλαβε και κάλεσε τους οπλαρχηγούς στη σκηνή του. Τους είπε να συνεχίσουν να αντιστέκονται στους Τούρκους και να μην πέσει το ηθικό τους, επειδή εκείνος δεν θα υπήρχε. Τελικώς, πέθανε στις 22 ή κατ’ άλλες αναφορές στις 23 Απριλίου τού 1827.
Η μάχη στον Ανάλατο
Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
(Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 28/02/2021)
Ο Καραϊσκάκης μπορούσε να επιβληθεί σε αρκετούς Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς και κρατούσε σε κάποια ύφεση τις εκδηλώσεις ζηλοφθονίας πολλών καπετάνιων, που τώρα πια ήρθαν σε επαφή με τον αρχιστράτηγο. Έτσι, με το θάνατο του Καραϊσκάκη η αταξία που επικρατούσε μέσα στον ελληνικό στρατό μεγάλωσε.[13]
Την ίδια μέρα έγινε σύσκεψη των οπλαρχηγών υπό την αρχηγία του Κόχραν. Επισημάνθηκε ότι στην μάχη της επόμενης μέρας θα έπρεπε όλοι να πολεμήσουν σαν να ήταν μαζί τους ο Καραϊσκάκης. Ο Κόχραν, όμως, δεν είχε καταλάβει την πτώση τού ηθικού στον στρατό. Επίσης, δεν είχαν πάει όλοι οι οπλαρχηγοί στη σύσκεψη και από τους ήδη προσελθόντες, κανείς δεν ήταν έτοιμος για μάχη. Τότε ο Κόχραν θύμωσε και είπε πως θα έφευγε από την Ελλάδα, επειδή δεν ήταν πρόθυμοι να πολεμήσουν, όπως είχε αποφασιστεί.
Στις 24 Απριλίου έγινε η μάχη. Οι Τούρκοι είχαν μέσα στο ελληνικό στρατόπεδο δικό τους πληροφοριοδότη, έναν Αιγύπτιο τακτικό, ιπποκόμο Σουλιώτη αξιωματικού.[14] Έτσι η είδηση, μαθεύτηκε ταχύτατα και στους αντιπάλους. Στην διάρκεια της μάχης οι Τούρκοι προσπαθούσαν να ρίξουν και άλλο το ηθικό των Ελλήνων, υπενθυμίζοντάς τους τον θάνατο του Καραϊσκάκη με τη φράση «Δεν υπάρχει πλέον ο Καραϊσκάκης - πρέπει να ενδυθήτε τα μαύρα» (Αινιάν, Απομνημονεύματα, 126) και, ως αποτέλεσμα, το ηθικό των Τούρκων ήταν ακμαιότατο. Τελικά χρησιμοποιήθηκε το σχέδιο του Καραϊσκάκη και κατέβηκαν όλοι οι στρατιώτες στην παραθαλάσσια περιοχή. Ο Μακρυγιάννης προχώρησε προς το φρούριο μαζί με το σώμα του ιππικού. Παρατάχθηκαν το σώμα των Σουλιωτών, των Κρητών, των Αθηναίων και των τακτικών. Είτε λόγω αδιαφορίας, είτε λόγω λάθους, είτε λόγω περιφρόνησης, δεν τοποθετήθηκε ιππικό σε θέση που είχε υποδείξει ο Καραϊσκάκης, με δυσμενή αποτελέσματα στην έκβαση της μάχης (Αινιάν, 127).
Στις 23 Απριλίου, μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, ο Τσωρτς αποφασίζει να μεταφέρει τη βάση από τον Πειραιά στο ακρωτήριο του ανατολικού άκρου του Φαληρικού όρμου.[15] Αυτοί οι οποίοι βρίσκονταν από την αρχή στους Τρεις Πύργους και οι υπόλοιποι σχημάτισαν δύο φάλαγγες. Έτσι διαμορφώθηκαν δύο ομάδες: Η 1η στους Τρεις Πύργους (Τσώρτς) και η 2η του Κερατσινίου-Πειραιώς (άλλοι οπλαρχηγοί).
Στις 23 με 24 Απριλίου μπήκαν τα σώματα στα πλοία και αποβιβάστηκαν τα ξημερώματα στους Τρεις Πύργους. Τα πρώτα ταμπούρια τα είχαν πιάσει οι Σουλιώτες και πιο πίσω ο τακτικός στρατός με δύο κανόνια και μερικούς Αθηναίους. Πίσω από αυτούς τοποθετήθηκε ο Βάσσος και σε μία μάντρα ο Κώστας Μπότσαρης. Πίσω από την μάντρα και σε έκταση ενός αμπελώνα, ενός λόφου και μιας εκκλησίας, κοντά στη θάλασσα, τοποθετήθηκαν ο Χριστόδουλος Μέξης με Ποριώτες και Κρανιδιώτες. Μεγάλο σφάλμα τού Τσωρτς και τού Κόχραν, αποτέλεσε το γεγονός ότι είχαν μεταφέρει επειγόντως τις δυνάμεις από τα πλοία προς την Ακρόπολη και άρχισαν να κατασκευάζουν ταμπούρια μπροστά στα μάτια των Τούρκων. Ακόμη, δεν υπήρχαν πολλά φτυάρια και τσαπιά, με αποτέλεσμα τα ταμπούρια που δημιουργήθηκαν να είναι αρκετά πρόχειρα.
Οι Τούρκοι είδαν τους Έλληνες από τον λόφο του Φιλοπάππου και έτρεξαν να ειδοποιήσουν τον Κιουταχή, ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στα Πατήσια και είχε στη διάθεσή του 4.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Ο Κιουταχής έδρασε άμεσα, απορημένος με την κινητοποίηση τόσο μικρού σώματος, στέλνοντας 2.000 πεζικό, 600 ιππείς και το πυροβολικό, για να απωθήσει τυχόν προσπάθειες των Ελλήνων να φέρουν ενισχύσεις.[16]
Οι πολιορκημένοι δεν έφυγαν από την Ακρόπολη, καθώς τους είχε αποκλείσει ο Κιουταχής, θέλοντας να καλύψει τα νώτα του. Έτσι, δεν στάθηκε δυνατό να εφαρμοσθεί το αρχικό ελληνικό σχέδιο για ταυτόχρονη προσβολή των Τούρκων από δυο κατευθύνσεις. Ως αποτέλεσμα, το μεσημέρι, αφού το πυροβολικό του Κιουταχή είχε κανονιοβολίσει καταιγιστικώς τις ελληνικές θέσεις στον Ανάλατο, διέταξε το πεζικό και το ιππικό να καταλάβει το πρώτο ελληνικό οχύρωμα. Το οχύρωμα αυτό ήταν πρόχειρο, χαμηλό και σε μειονεκτική θέση, καθώς μπροστά του είχε λόφο πίσω από τον οποίο βρίσκονταν 2.000 Τούρκοι.
Έτσι, με την έναρξη της μάχης, οι Έλληνες απώθησαν το πεζικό αλλά μετά από λίγο σαρώθηκαν από το ιππικό του Κιουταχή. Οι Τούρκοι αιχμαλώτισαν Σουλιώτες και Ρουμελιώτες (μεταξύ των οποίων τον Δράκο και τον Καλλέργη). Μόνο 28 σώθηκαν από τους 280. Μετά από αυτό, ο Κιουταχής συγκέντρωσε το σύνολο του στρατού και έτσι σύντομα και οι άλλες τρεις θέσεις των Ελλήνων καταλήφθηκαν μετά από άνιση μάχη.[17]
Ο Ιγγλέσης απομάκρυνε τους εχθρούς αλλά στο τέλος υπέκυψε. Από τους 180 τακτικούς του Ιγγλέση, οι 156 σκοτώθηκαν και τους υπόλοιπους τους καταδίωξε το ιππικό μέχρι τη θάλασσα, όπου δεν μπόρεσε να πλησιάσει, καθώς τα πυροβόλα των ελληνικών πλοίων το κράτησαν μακριά από την ακτή, όπου έφταναν οι επιζώντες ζητώντας βοήθεια. Τέλος, 800 από αυτούς κατόρθωσαν να επιβιβαστούν, ενώ 150 πνίγηκαν. Αυτοί επιβιβάστηκαν σε λέμβους και σώθηκαν κωπηλατώντας προς τα μεγάλα πλοία. Συνολικά σκοτώθηκαν περίπου 1.000 Έλληνες.[18]
Ο Δράκος πήγε στη Χαλκίδα όπου φονεύθηκε και ο Καλλέργης ελευθερώθηκε αφού του έκοψαν τα αυτιά και πήραν 70.000 γρόσια λύτρα. Ακόμη 150 άτομα θανατώθηκαν με απόφαση του Κιουταχή και τα κεφάλια τους στάλθηκαν στην Πόλη ως τεκμηρίωση της νίκης των Τούρκων. Ωστόσο και οι απώλειες των Τούρκων ήταν πολλές. Ο αρχηγός του ιππικού σκοτώθηκε και ο Κιουταχής τραυματίστηκε.
Συνολικά, από τους 10.000 Έλληνες, γλίτωσαν μόνο οι 3.500 οι οποίοι πήγαν στον Πειραιά.[19] Έως την 17η Μαΐου όλα τα διασωθέντα ελληνικά τμήματα είχαν μεταφερθεί στη Σαλαμίνα.
Συνέπειες
Η μεγάλη ήττα του Αναλάτου και ο θάνατος του Καραϊσκάκη δεν καθόρισαν μόνο την τύχη των πολιορκημένων στην Ακρόπολη, οι οποίοι παραδόθηκαν στις 25 Μαΐου 1827,[20] αλλά οδήγησε στην ουσιαστική καταστολή της Επανάστασης στη Στερεά Ελλάδα, καθώς οι φρουρές που είχε εγκαταστήσει ο Καραϊσκάκης εγκατέλειψαν τις θέσεις τους, μπροστά στις πολυαριθμότερες εχθρικές δυνάμεις και κατέφυγαν στα βουνά. Αρκετοί οπλαρχηγοί συνθηκολόγησαν («έκαναν καπάκια») με τον Κιουταχή.[21]