Το Μοναστήρι[4] αναφερόμενο επίσημα ως το Μοναστήριον και παλαιότερα ως η Βαρυμπόπη ή η Αριά, είναι ορεινός οικισμός κοντά στον Αετό και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Τριφυλίας, του Νομού Μεσσηνίας.
Τοποθεσία
Το Μοναστήρι βρίσκεται περίπου 30 χιλιόμετρα προς τα ανατολικά της Κυπαρισσίας και περίπου 3 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά από τον Αετό. Έχει υψόμετρο 570[1] μέτρα και απέχει 30 περίπου χιλιόμετρα από τις ακτές του Ιονίου Πελάγους.
Ιστορία
Το χωριό, έχει μακρόχρονη ιστορία που ακολουθεί την ιστορία της Τριφυλίας και της ευρύτερης περιοχής του Αετού.
Ενετοκρατία
Την εποχή της Ενετοκρατίας αναφερόταν ως Βαρυμπόμπη ή Βαριμπόμπι (Varibobi). Ο οικισμός αναφέρεται επίσης σε διάφορες απογραφές των Βενετών Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, οι οποίες έγιναν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόννησο. Το χωριό Βαριμπόμπι (Varibobi), ανήκε, το 1689, στην επαρχία της Αρκαδίας (ή Αρκαδιάς, δηλαδή την περιοχή της σημερινής Κυπαρισσίας), η οποία ήταν μια από τις 4 επαρχίες, στις οποίες χωριζόταν τότε το διαμέρισμα της Μεθώνης (επαρχία Φαναριού, επαρχία Αρκαδιάς, επαρχία Ναβαρίνου και επαρχία Μεθώνης).[5] Αναφερόταν επίσης ως Varibombi, στην απογραφή Grimani του 1700 και ως Varilambi στην απογραφή Pacifico/Alberghetti του 1704.[6]
Νεότερη ιστορία
Επίσης το χωριό αναφερόταν τον 19ο αιώνα ως Varibopi σύμφωνα με τον Pouqueville το 1815 και ως Varybopi σύμφωνα με την απογραφή του 1829, που έγινε από την «επιστημονική αποστολή του Μοριά» (Mission scientifique de Morée), η οποία ήταν τμήμα της γαλλικής αποστολής με την ονομασία Εκστρατεία του Μοριά (Expédition de Morée), η οποία ήταν αποστολή εκστρατευτικού σώματος 13.000-15.000 ανδρών, υπό την αρχηγία του Νικολάου - Ιωσήφ Μαιζώνος στην Πελοπόννησο, μεταξύ των ετών 1828 και 1833.[6] Υπάρχουν επίσης αναφορές του χωριού και ως Βαριμπόπη η Βαριπόμπη ή Βαρυμπόηι ή Βαρυμπόπι. Η Βαρυμπόπη προσαρτήθηκε στον παλαιό Δήμο Αετού το 1835.[7][8] Το 1840[9] το Βαρυμπόμπι αποσπάται από τον Δήμο Αετού[10] και προσαρτάται στον παλαιό Δήμο Τριπύλης,[11] στον οποίο, ως έδρα ορίζεται τον ίδιο χρόνο το Σελά (σήμερα ο Σελλάς). Το Βαρυμπόπι παρέμεινε ως οικισμός του Δήμου Τριπύλης ως και το 1876[12] που επανήλθε στον παλαιό Δήμο Αετού. Το χωριό αναφέρεται, το 1853 επίσης σαν Βαριμπόπι στον β΄ τόμο των «Ελληνικών» του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή και ως χωριό του Δήμου Τριπύλης της Επαρχίας Τριφυλίας με πληθυσμό 466 κατοίκων, με βάση την απογραφή του 1851.[13] Ως έδρα του δήμου Τριπύλης τότε αναφερόταν η Σαρακινάδα. Σύμφωνα με την απογραφή του 1861 το Σελά ήταν τότε έδρα του δήμου με 279 κατοίκους. Λίγο αργότερα η έδρα του δήμου μεταφέρεται και πάλι στην Σαρακινάδα, ενώ το 1876 η έδρα μεταφέρεται από αυτήν στον οικισμό Ραυτόπουλον,[12] όπως επιβεβαιώνεται και από την απογραφή του 1879. Ταυτόχρονα, το 1876, το Βαρυμπόπι επανήλθε στον παλαιό Δήμο Αετού με έδρα τον Αετό. Το 1899 το χωριό μεταφέρεται από το Νομό Μεσσηνίας και υπάγεται στον Νομό Τριφυλίας,[14] για μια περίπου δεκαετία, ως το 1909, που επανέρχεται ξανά στον Νομό Μεσσηνίας,[15] ως οικισμός της Επαρχίας Τριφυλίας. Από το 1907 το χωριό αναφέρεται επίσημα ως η Βαρυμπόπη, ονομασία που θα παραμείνει ως το 1927. Το 1912 η Βαρυμπόπη προσαρτάται και γίνεται έδρα στην Κοινότητα Βαρυμπόπης,[16][17] στην οποία προσαρτάται και ο οικισμός Μαλίκι (σήμερα η Πολυθέα), ο οποίος λίγο αργότερα, το 1919,[18] μεταφέρεται και ορίζεται ως έδρα στην Κοινότητα Μαλικίου.[19] Το 1927[20] η Βαρυμπόπη και η ομώνυμη κοινότητά της μετονομάζονται το χωριό ως η Αριά και η κοινότητα ως Κοινότητα Αριάς αντίστοιχα. Η ονομασία αυτή θα παραμείνει λιγότερο από χρόνο, καθώς ένα οκτάμηνο μετά, τον Αύγουστο του 1928,[21] ο οικισμός Αριά μετονομάζεται σε Μοναστήρι (από το 1940 αναφερόταν επίσημα ως Μοναστήριον) και η κοινότητα σε Κοινότητα Μοναστηρίου. Το χωριό παρέμεινε έδρα της ομώνυμης κοινότητας (με τις αλλεπάλληλες αλλαγές στην ονομασία του χωριού και της κοινότητας), από το 1912 ως το 1997, όταν τότε, στα πλαίσια των αλλαγών που επήλθαν στη τοπική αυτοδιοίκηση, μέσω του σχεδίου «Καποδίστριας», το Μοναστήριον υπήχθη στον κατηργημένο Δήμο Αετού Μεσσηνίας,[22][23] ως το 2010. Από το 2011, μετά τις νέες αλλαγές του σχεδίου «Καλλικράτης» το Μοναστήριον ανήκει πλέον στον νέο Δήμο Τριφυλίας.[4][24] Ο δήμος αυτός, συστάθηκε με το Πρόγραμμα Καλλικράτης με την συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Αετού, Αυλώνος, Γαργαλιάνων, Κυπαρισσίας, Φιλιατρών και την κοινότητα Τριπύλας. Το Μοναστήριον σήμερα είναι η έδρα και ο μοναδικός οικισμός της Τοπικής Κοινότητας του Μοναστηρίου του Δήμου Τριφυλίας.[4]
Κάτοικοι
Ο οικισμός, με βάση την απογραφή του 2011, έχει 25 μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι απασχολούνται κυρίως σε διάφορες αγροτικές εργασίες.
Εκτός από τα παραδοσιακά σπίτια υπάρχει το παλαιό Δημοτικό Σχολείο και Σχολαρχείο.[4] Αναφέρονται ως διατελέσαντες εκπαιδευτικοί, ο Σχολάρχης Νίκος Κοτζιάς και οι Ελληνοδιδάσκαλοι Δ. Θεοδωρόπουλος και Ι. Ρουσσάκης. Εκτός από το Σχολαρχείο (Ελληνικό Σχολείο Βαρυμπόπης) υπήρχε και το Δημοτικό Σχολείο Αρρένων.[4] Στο χωριό υπήρχε παλαιότερα έδρα του Μονοπωλείου με διαχειριστή τον Κ. Τσιμίδη και λειτουργούσαν επίσης 3 υδρόμυλοι, παντοπωλείο, λιοτρίβι, γραφείο δικολάβου και αμπαδορραφείο.[4] Στην περιοχή του χωριού υπάρχουν οι εκκλησίες του Αγίου Πέτρου (ενοριακός ναός)[40] και του Αγίου Γεωργίου (κοιμητηριακός ναός).[41] Πάνω από το χωριό, στη δυτική πλευρά του βουνού Κιάφα και σε υψόμετρο 960 μέτρα, βρίσκεται επίσης ένα από τα πιο σημαντικά αξιοθέατα του χωριού, η παλαιά πετρόκτιστη Μονή της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος.[4][42]
↑Ι.Ν. Αγίου Πέτρου[νεκρός σύνδεσμος], ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Φ30/Β1/21415/435/26-5-1994 - ΦΕΚ 471/Β/23-6-1994[νεκρός σύνδεσμος], [...] "Αποφασίζουμε το χαρακτηρισμό του Ι. Ν. Αγίου Πέτρου Κοινότητας Μοναστηρίου της Επαρχίας Τριφυλίας του Νομού Μεσσηνίας, ως οικοδομήματος που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία, με ζώνη προστασίας 10μ. γύρω του. Ο ανωτέρω ναός είναι ο ενοριακός της Κοινότητας. Είναι σύνθετος τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με τρούλο, με τριμερές Ιερό Βήμα και ημικυκλικές εξωτερικά κόγχες, νάρθηκα και γυναικωνίτη. Στη ΒΔ γωνία είναι προσαρτημένο πυργοειδές κωδωνοστάσιο. Η κύρια είσοδος έχει μνημειακό περιθύρωμα με χρονολογία 1875. Στον τρούλο και τα σφαιρικά τρίγωνα σώζονται τοιχογραφίες του 19ου αιώνα. Ο ναός εντάσσεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα." [...], σύμφωνα με το Διαρκή Κατάλογο των Κηρυγμένων Αρχαιολογικών χώρων και Μνημείων της ΕλλάδοςΑρχειοθετήθηκε 2018-04-01 στο Wayback Machine., της Διεύθυνσης Εθνικού Αρχείου Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού.
↑Ι. Μονή Σωτήρος[νεκρός σύνδεσμος], ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/13277/340/3-7-1997 - ΦΕΚ 711/Β/19-8-1997[νεκρός σύνδεσμος], [...] "Χαρακτηρίζεται η Ιερά Μονή Σωτήρος Κοινότητας Αητού, επαρχίας Τριφυλίας, Νομού Μεσσηνίας, ως οικοδόμημα που χρειάζεται ειδική κρατική προστασία, με ζώνη προστασίας 25 μέτρα γύρω του. Το καθολικό της Μονής είναι μεγάλων διαστάσεων λιθόκτιστος μονόχωρος, δρομικός ναός με οκτάπλευρο τρούλο. Στην ανατολική πλευρά ο ναός απολήγει σε τρεις ισοϋψείς ημιεξαγωνικές εξωτερικές κόγχες. Τρεις θύρες εισόδου, στη βόρεια, στη νότια και στη δυτική όψη οδηγούν στο εσωτερικό του μνημείου, στο οποίο διατηρείται δάπεδο λίθινο με γεωμετρικές παραστάσεις και αστερόσχημο έμβλημα στο μέσον και κτιστό τέμπλο με νεοκλασικίζουσες επιδράσεις. Ο ναός χρονολογείται από τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα". [...] σύμφωνα με το Διαρκή Κατάλογο των Κηρυγμένων Αρχαιολογικών χώρων και Μνημείων της ΕλλάδοςΑρχειοθετήθηκε 2018-04-01 στο Wayback Machine., της Διεύθυνσης Εθνικού Αρχείου Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού.
Πηγές
Οι απογραφές των Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, Corner (1689), Grimani (1700) Angelo Emo (ίσως το 1708), η αχρονολόγητη απογραφή που αναφέρεται στο χειρόγραφο Querini-Stampalia (ίσως το 1711), είναι τέσσερις από τις διάφορες βενετσιάνικες απογραφές, οι οποίες επιχειρήθηκαν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόννησο. Μέχρι σήμερα πλήρως έχει δημοσιευθεί μόνο η απογραφή Grimani, από τον ιστορικό και ομότιμο διευθυντή ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) Βασίλη Παναγιωτόπουλο, στο έργο του "Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος - 18ος αιώνας", (1985).
Αναστάσιος Αθ. Παναγιωτόπουλος, Μεσαιωνικής Μεσσηνίας ιστορικογεωγραφικά και Κοντοβουνίων οικιστικά, Αναστατικές Εκδόσεις Δ. Ν. Καραβία, Αθήνα 2007, ISBN 978-960-258-103-2. Η εργασία αυτή πρωτοπαρουσιάστηκε περιληπτικά, υπό μορφή διάλεξης, στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. στις 10 Ιουλίου 2003, με επιβλέπουσα καθηγήτρια την Αικατερίνη Δημητσάντου-Κρεμέζη. Στην έντυπη μορφή της, προδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ιστορικογεωγραφικά», τόμος 10ος, Αθήνα 2004, σελ. 9-105. Η έκδοση του 2007 αποτελεί ανεξάρτητη αναδημοσίευση της αρχικής έκδοσης. Αναδημοσίευση σε ιστοσελίδα: Αναστάσιος Αθ. Παναγιωτόπουλος, Μεσαιωνική Μεσσηνία: Ιστορικογεωγραφικά και Κοντοβουνίων οικιστικά, Πύργος Τριφυλίας, 14/03/2007, από την παλαιά-αρχειακή ιστοσελίδα: www.dimos-pylou-nestoros.gr