Ο Αυλώνας,[4] αναφερόμενος επίσημα ως ο Αυλών και παλαιότερα ως το Καραμουσταφά ή ο Καραμουσταφάς, είναι ορεινός οικισμός κοντά στο Σιδηρόκαστρο και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Τριφυλίας, του Νομού Μεσσηνίας.
Τοποθεσία
Ο Αυλώνας βρίσκεται περίπου 24 χιλιόμετρα προς τα βορειοανατολικά της Κυπαρισσίας και περίπου 5,5 χιλιόμετρα βορειοανατολικά από το Σιδηρόκαστρο. Έχει υψόμετρο 589[1] μέτρα και απέχει 15 περίπου χιλιόμετρα από τις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Κοντά στον Αυλώνα, προς τα βορειοανατολικά του, βρίσκεται επίσης η Καλίτσαινα σε απόσταση 2,5 περίπου χιλιομέτρων.
Ιστορία
Αρχαίος Αυλών
Ο Αυλών, ήταν αρχαία μεσσηνιακήπόλη την οποία αναφέρουν οι Παυσανίας,[5]Στράβων και Ξενοφών. Κανείς όμως, παλαιότερα, δεν είχε εξακριβώσει επακριβώς αν ήταν η σχετική τοποθεσία της πόλης αυτής κοντά στο χωριό,[6] στο οποίο δόθηκε παρόλα αυτά, το 1922, η ονομασία της, προς τιμήν, της αρχαίας πόλης. Σύμφωνα με νεότερες έρευνες η τοποθεσία του Αρχαίου Αυλώνα, τοποθετείται σήμερα, κατά πολύ δυτικότερα του χωριού, κοντά στους οικισμούς Βουνάκι, Αγιαννάκη και Άνω Καλό Νερό. Ο αρχαίος Αυλών, τοποθετείται συνεπώς δυτικότερα από το σημερινό χωριό, στο σημείο που έχει χαρακτηριστεί ως ο Αρχαιολογικός χώρος στο Βουνάκι, μαζί με την παράκτια και τη θαλάσσια περιοχή.[7][8] Έκεί υπάρχουν ευρήματα λειψάνων αρχαίας οχύρωσης και αρχαία οικοδομικά κατάλοιπα.[9][10]
Ονομασία
Το χωριό, το οποίο είναι χτισμένο ανάμεσα σε δυο λόφους των Νομίων Ορέων, έχει μακρόχρονη ιστορία που ακολουθεί την γενικότερη ιστορία της Τριφυλίας. Η ίδρυσή του χρονολογείται μεταξύ του 16ου και 17ου αιώνα και το χωριό αρχικά είχε το όνομα ο Καραμουσταφάς, ονομασία που προέρχεται από τον Τούρκο αγά της περιοχής Καρά-Μουσταφά.[4]
Η νεότερη ονομασία του χωριού ως ο Αυλών (αρσενικό γένος), προέρχεται από την παλαιότερη ιστορικά υπόθεση ότι στην ευρύτερη περιοχή του χωριού, πιθανώς βρισκόταν η αρχαία μεσσηνιακή πόλη γνωστή ως ο Αυλών. Κατά καιρούς, ανεπίσημα, το χωριό αναφέρεται εσφαλμένα σε διάφορες πηγές-αναφορές και ως η Αυλώνα (θηλυκό γένος).
Ενετοκρατία
Την εποχή της Ενετοκρατίας αναφερόταν ως Καρά Μουσταφά (Carà Mustafà). Ο οικισμός αναφέρεται επίσης σε διάφορες απογραφές των Βενετών Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, οι οποίες έγιναν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόννησο.[11] Το χωριό Καρά Μουσταφά (Carà Mustafà), ανήκε, το 1689, στην επαρχία της Αρκαδίας (ή Αρκαδιάς, δηλαδή την περιοχή της σημερινής Κυπαρισσίας), η οποία ήταν μια από τις 4 επαρχίες, στις οποίες χωριζόταν τότε το διαμέρισμα της Μεθώνης (επαρχία Φαναριού, επαρχία Αρκαδιάς, επαρχία Ναβαρίνου και επαρχία Μεθώνης). Αναφερόταν επίσης σε διάφορες αναφορές με τις ονομασίες το Καρα-μουσταφά ή το Καραμουσταφά ή το Καραμούσταφα ή ο Καραμουσταφάς.
Νεότερη ιστορία
Το Καρα-μουσταφά προσαρτήθηκε αρχικά στον παλαιό Δήμο Αυλώνος το 1835[12][13][14] και παρέμεινε σε αυτόν ως το 1912 που ο δήμος καταργήθηκε. Το χωριό αναφέρεται, το 1853, επίσης σαν Καραμουσταφά στον β΄ τόμο των «Ελληνικών» του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή, ως χωριό του Δήμου Αυλώνος της Επαρχίας Τριφυλίας με πληθυσμό 315 κατοίκων, με βάση την απογραφή του 1851.[15] Έδρα του Δήμου Αυλώνος τότε, βάση της ίδιας πηγής, ήταν το χωριό Σιδηρόκαστρον. Το 1899 το χωριό μεταφέρεται από το Νομό Μεσσηνίας και υπάγεται στον Νομό Τριφυλίας,[16] για μια περίπου δεκαετία, ως το 1909, που επανέρχεται ξανά στον Νομό Μεσσηνίας,[17] ως οικισμός της Επαρχίας Τριφυλίας. Το 1912 ο Καραμουσταφάς προσαρτάται και γίνεται έδρα στην Κοινότητα Καραμουσταφά,[18][19] στην οποία εντάσσονται και οι οικισμοί Καλλίσταινα (Καλίτσαινα) και Σκλαβέϊκα (Πτέρη). Το 1916 προσαρτάται στην κοινότητα αυτή και το Τρουκάκι (Πανόραμα), ενώ το 1922 ο Καραμουσταφάς και η κοινότητά του μετονομάζονται σε Αυλών και Κοινότητα Αυλώνος αντίστοιχα. Το χωριό παρέμεινε έδρα της ομώνυμης κοινότητας (με τις αλλαγές στην ονομασία του χωριού και της κοινότητας), από το 1912 ως το 1997, όταν τότε, στα πλαίσια των αλλαγών που επήλθαν στη τοπική αυτοδιοίκηση, μέσω του σχεδίου «Καποδίστριας», ο Αυλών υπήχθη στον κατηργημένο Δήμο Αυλώνα Μεσσηνίας,[20][21] ως το 2010. Από το 2011, μετά τις νέες αλλαγές του σχεδίου «Καλλικράτης» ο Αυλών ανήκει πλέον στον νέο Δήμο Τριφυλίας.[4][22] Ο δήμος αυτός, συστάθηκε με το Πρόγραμμα Καλλικράτης με την συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Αετού, Αυλώνος, Γαργαλιάνων, Κυπαρισσίας, Φιλιατρών και την κοινότητα Τριπύλας. Ο Αυλών σήμερα είναι η έδρα της Τοπικής Κοινότητας του Αυλώνος του Δήμου Τριφυλίας,[4] στην οποία υπάγονται επίσης οι οικισμοί Πανόραμα και Πτέρη.
Κάτοικοι
Ο οικισμός, με βάση την απογραφή του 2011, έχει 125 μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι απασχολούνται κυρίως σε διάφορες αγροτικές εργασίες.
Εκτός από τα παραδοσιακά σπίτια, την πλατεία με τον αιωνόβιο πλάτανο,[38] στο νοτιοδυτικό μέρος της οποίας βρίσκεται το Μνημείο των πεσόντων υπέρ πατρίδος και η προτομή του γιατρού και αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Παναγιώτη Θ. Κανελλόπουλου (1906–1979),[39] το παλαιό Δημοτικό Σχολείο και το Πολιτιστικό Λαογραφικό Κέντρο Αυλώνος, υπάρχει η εκκλησία του χωριού, ο Ιερός Ναός του Αγίου Γεωργίου, ο οποίος χτίστηκε το 1831[38][40] και υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Τριφυλίας και Ολυμπίας. Υπάρχει επίσης το εκκλησάκι της Παναγίας, στην Λώζενα. Στην είσοδο του χωριού βρίσκεται επίσης η προτομή του ιδρυτή των πολυκαταστημάτων "ΜΙΝΙΟΝ"Γιάννη Δ. Γεωργακά (1913–2002), ο οποίος καταγόταν από τον Αυλώνα και διετέλεσε επίσης πρώτος πρόεδρος του Δ.Σ. του "Συλλόγου Αυλωνιτών της Αθήνας".[41] Στο χωριό πραγματοποιούν διάφορα πολιτιστικά δρώμενα ο "Σύλλογος Αυλωνιτών Τριφυλίας" και ο "Πολιτιστικός Λαογραφικός Σύλλογος Αυλώνος".
Οι απογραφές των Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, Corner (1689), Grimani (1700) Angelo Emo (ίσως το 1708), η αχρονολόγητη απογραφή που αναφέρεται στο χειρόγραφο Querini-Stampalia (ίσως το 1711), είναι τέσσερις από τις διάφορες βενετσιάνικες απογραφές, οι οποίες επιχειρήθηκαν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόννησο. Μέχρι σήμερα πλήρως έχει δημοσιευθεί μόνο η απογραφή Grimani, από τον ιστορικό και ομότιμο διευθυντή ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) Βασίλη Παναγιωτόπουλο, στο έργο του "Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος - 18ος αιώνας", (1985).