Το Καλογερέσι[4] ή Καλογερέσιο, αναφερόμενο επίσημα ως Καλογερέσιον και παλαιότερα ως Καλογερέου, είναι ορεινός οικισμός κοντά στο Ραπτόπουλο και υπάγεται διοικητικά στον Δήμο Τριφυλίας, του Νομού Μεσσηνίας.
Τοποθεσία
Το Καλογερέσι βρίσκεται περίπου 26,5 χιλιόμετρα προς τα νοτιοανατολικά της Κυπαρισσίας στη διαδρομή που ξεκινά από αυτήν και συνεχίζει προς το χωριό του Καλογερεσίου, μέσω των χωριών Μπλεμενιάνων, Βρυσών, Καρβουνίου, Μουριατάδας και τον λόφο «Ελληνικό», όπου είναι ο Αρχαιολογικός χώρος της Μουριατάδας. Κατόπιν ο ταξιδιώτης–επισκέπτης εισέρχεται στο λεκανοπέδιο της περιοχής της Τριπύλης, ακολουθεί τον δρόμο που ανηφορίζει από το Σελλά, περνάει από το Άνυδρον (Λεσοβίτι) και καταλήγει στο Καλογερέσι. Ο ίδιος δρόμος στη συνέχειά του από το χωριό του Καλογερεσίου, περνάει από τα χωριά Χρυσότοπος (Χρύσοβα), Ρευματιά (Λούμι), Κεφαλινό, Ζερμπίσια και καταλήγει στο κεφαλοχώρι του Μελιγαλά κι από εκεί στην Καλαμάτα.[4] Το χωριό είναι σε υψόμετρο 654[1] μέτρα και απέχει 26,5 περίπου χιλιόμετρα από τις ακτές του Ιονίου Πελάγους. Το Καλογερέσι βρίσκεται επίσης ανατολικά του Ραφτόπουλου, από το οποίο απέχει περίπου 15 χιλιόμετρα.
Ιστορία
Η περιοχή του οικισμού, κατά την αρχαιότητα, ήταν τμήμα του βασιλείου του Νέστορα, της αρχαίας Πύλου. Το ίδιο το χωριό έχει μακρόχρονη ιστορία. Την εποχή της Ενετοκρατίας αναφερόταν ως Καλογερέσι (Calogheresci). Ο οικισμός αναφέρεται επίσης σε διάφορες απογραφές των Βενετών Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, οι οποίες έγιναν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόννησο. Το Καλογερέσι (Calogheresci), ανήκε, το 1689, στην επαρχία της Αρκαδίας (ή Αρκαδιάς, δηλαδή την περιοχή της σημερινής Κυπαρισσίας), η οποία ήταν μια από τις 4 επαρχίες, στις οποίες χωριζόταν τότε το διαμέρισμα της Μεθώνης (επαρχία Φαναριού, επαρχία Αρκαδιάς, επαρχία Ναβαρίνου και επαρχία Μεθώνης).[5]
Το Καλογερέσι προσαρτήθηκε στον παλαιό Δήμο Τριπύλης το 1835.[6][7] Το χωριό αναφέρεται, το 1853 στον β΄ τόμο των «Ελληνικών» του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή ως χωριό του Δήμου Τριπύλης της Επαρχίας Τριφυλίας με πληθυσμό 188 κατοίκων, με βάση την απογραφή του 1851.[8] Το χωριό αναφερόταν επισήμως ως Καλογερέου, τουλάχιστον από 1879 ως και πριν το 1896, όταν επανέρχεται η επίσημη εκφορά του ονόματος ως Καλογερέσι, με βάση και τις σχετικές απογραφές των ετών αυτών. Το 1899 μεταφέρεται από το Νομό Μεσσηνίας και υπάγεται στον Νομό Τριφυλίας,[9] για μια περίπου δεκαετία, ως το 1909, που επανέρχεται ξανά στον Νομό Μεσσηνίας,[10] ως οικισμός της Επαρχίας Τριφυλίας.
Το 1912 το Καλογερέσι γίνεται έδρα στην Κοινότητα Καλογερεσίου, στην οποία προσαρτάται αρχικά και το χωριό Τριπύλα,[11][12] το οποίο παρέμεινε στην κοινότητα αυτή ως το 1919 που μεταφέρθηκε στην Κοινότητα Λυκουδεσίου ή Λιχουδεσίου,[13][14] μέχρι το 1928, καθώς στη συνέχεια έγινε έδρα της ομώνυμης Κοινότητας Τριπύλας.[15]
Το Καλογερέσι παρέμεινε έδρα της ομώνυμης κοινότητας, από το 1912 ως το 1997, όταν τότε, στα πλαίσια των αλλαγών που επήλθαν στη τοπική αυτοδιοίκηση, μέσω του σχεδίου «Καποδίστριας», υπήχθη στην κατηργημένη Κοινότητα Τριπύλας,[16][17] ως το 2010. Η Κοινότητα Τριπύλας μετονομάσθηκε επίσημα, το 2006, σε Κοινότητα Τριπύλης[18] και καταργήθηκε στα τέλη του 2010. Από το 2011, μετά τις νέες αλλαγές του σχεδίου «Καλλικράτης» το Καλογερέσι ανήκει πλέον στον νέο Δήμο Τριφυλίας.[4][19] Ο δήμος αυτός, συστάθηκε με το Πρόγραμμα Καλλικράτης με την συνένωση των προϋπαρχόντων δήμων Αετού, Αυλώνος, Γαργαλιάνων, Κυπαρισσίας, Φιλιατρών και την κοινότητα Τριπύλας. Το Καλογερέσι σήμερα είναι η έδρα και ο μοναδικός οικισμός στην Τοπική Κοινότητα του Καλογερεσίου του Δήμου Τριφυλίας.[4]
Κάτοικοι
Ο οικισμός, με βάση την απογραφή του 2011, έχει 32 μόνιμους κατοίκους, οι οποίοι απασχολούνται με την κτηνοτροφία, καθώς και σε διάφορες αγροτικές εργασίες.[4]
Εκτός από τα σπίτια υπάρχει το κτίριο, του κλειστού σήμερα, παλαιού σχολείου και η εκκλησιά του χωριού, ο Ιερός Ναός Κοιμήσεως Θεοτόκου, ο οποίος υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Τριφυλίας και Ολυμπίας.
↑«Ανακοινώνουμε ότι το Παλαιόκαστρο, που βρίσκεται στην κοινότητα Λαντζουνάτου της επαρχίας Τριφυλίας του Νομού Μεσσηνίας είναι αρχαίο μνημείο με περιβάλλοντα χώρο 500μ. γύρω του. Το Κάστρο εκτείνεται σε δύο επίπεδα, εκ των οποίων το δεύτερο, ο εσωτερικός περίβολος, που σώζεται σε καλύτερη κατάσταση, είναι τετράπλευρης κάτοψης με τέσσερις ορθογώνιους πύργους. Είναι κτισμένο με αργολιθοδομή χωρίς την παρεμβολή πλίνθων. Στο εσωτερικό του διατηρείται θολοσκέπαστο μακρό κτίριο, πιθανώς άλλοτε διώροφο. Ο εξωτερικός περίβολος του κάστρου έχει καταρρεύσει στο μεγαλύτερο τμήμα του. Σε γενικές γραμμές το Παλαιόκαστρο παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με το Κάστρο του Μίλα, και φαίνεται ότι αποτελούσε παρατηρητήριο - φυλάκιο το οποίο έλεγχε το πέρασμα από την Κυπαρισσία. Ο Α. Βon το αναφέρει με το όνομα Σαφλαούρο, Σαμφλαούρο και το ταυτίζει με το Κάστρο του Σαουλάουρου, που περιλαμβάνεται στα εδάφη τα οποία παραδόθηκαν στον Κων/νο Παλαιολόγο στα 1428.» ΥΑ ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ30/6025/178/20-2-1998 - ΦΕΚ 228/Β/11-3-1998Αρχειοθετήθηκε 2020-08-06 στο Wayback Machine.
Οι απογραφές των Προνοητών της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας, Corner (1689), Grimani (1700) Angelo Emo (ίσως το 1708), η αχρονολόγητη απογραφή που αναφέρεται στο χειρόγραφο Querini-Stampalia (ίσως το 1711), είναι τέσσερις από τις διάφορες βενετσιάνικες απογραφές, οι οποίες επιχειρήθηκαν στο χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν την Πελοπόννησο. Μέχρι σήμερα πλήρως έχει δημοσιευθεί μόνο η απογραφή Grimani, από τον ιστορικό και ομότιμο διευθυντή ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) Βασίλη Παναγιωτόπουλο, στο έργο του "Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου. 13ος - 18ος αιώνας", (1985).