Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; (ταινία)

Ποιoς Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;
Who's Afraid of Virginia Woolf?
ΣκηνοθεσίαΜάικ Νίκολς
ΠαραγωγήΈρνεστ Λέμαν
ΣενάριοΈρνεστ Λέμαν
Βασισμένο σεθεατρικό έργο του Έντουαρντ Άλμπι, ονόματι Who's Afraid of Virginia Woolf?
ΠρωταγωνιστέςΕλίζαμπεθ Τέιλορ
Ρίτσαρντ Μπάρτον
Σάντι Ντένις
Τζορτζ Σίγκαλ
ΜουσικήΆλεξ Νορθ
ΦωτογραφίαΧάσκελ Γουέξλερ
ΜοντάζΣαμ Ό'Στιν
Εταιρεία παραγωγήςWarner Bros. και Warner Bros. Pictures
ΔιανομήWarner Bros.
Πρώτη προβολή21 Ιουλίου 1966 (ΗΠΑ)
Διάρκεια132 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες
ΓλώσσαΑγγλικά
Προϋπολογισμός$7.5 εκατ. δολάρια
Ακαθάριστα έσοδα$40 εκατ. δολάρια

Το Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; (αγγλικά: Who's Afraid of Virginia Woolf?) είναι αμερικανική δραματική - (μαύρη κωμωδία) ταινία, του 1966, σε σκηνοθεσία Μάικ Νίκολς. Το σενάριο γράφτηκε από τον Έρνεστ Λέμαν, ο οποίος ήταν και ο παραγωγός της ταινίας. Το σενάριο είναι βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Έντουαρντ Άλμπι. Πρωταγωνιστούν οι Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Ρίτσαρντ Μπάρτον, Σάντι Ντένις και Τζορτζ Σίγκαλ.[1] Η πλοκή αφηγείται τη σχέση ενός προβληματικού ζευγαριού.

Η ταινία έλαβε 13 υποψηφιότητες για Όσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και αποτελεί τη μοναδική ταινία μέχρι σήμερα που έλαβε υποψηφιότητες για τις κυριότερες κατηγορίες στην ιστορία του θεσμού. Και οι τέσσερις πρωταγωνιστές της ταινίας προτάθηκαν για Όσκαρ, ο καθένας στην αντίστοιχη κατηγορία με τα Όσκαρ Ερμηνείας. Βραβεύτηκε τελικά με 5 βραβεία Όσκαρ, χαρίζοντας στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ το δεύτερό της Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου (είχε κερδίσει το πρώτο της για την ταινία του 1960 Ζήσαμε στην Αμαρτία).

Το 2008 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατέταξε την ταινία στην 67η θέση στη λίστα με τις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, ενώ το 2013 η ταινία χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής.[2]

Πλοκή

Ο Τζορτζ (Ρίτσαρντ Μπάρτον) είναι καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας σε ένα μικρό κολλέγιο στη Νέα Αγγλία, παντρεμένος με τη Μάρθα (Ελίζαμπεθ Τέιλορ, κόρη του προέδρου του κολλεγίου). Μετά τα μεσάνυχτα, ένα φθινοπωρινό βράδυ επιστρέφουν σπίτι τους μετά από μια δεξίωση στην πανεπιστημιούπολη. Η Μάρθα και ο Τζορτζ είναι ένα προβληματικό ζευγάρι που ανταλλάσσουν συνέχεια προσβολές και ζουν σε ένα διώροφο σπίτι μέσα στην πανεπιστημιούπολη. Η Μάρθα ανακοινώνει ότι περιμένουν καλεσμένους, ένα νεαρό ζευγάρι, τον Νικ, ένα νεαρό διδάσκοντα και τη σύζυγό του Χόνεϊ.

Μπροστά στο νεαρό ζευγάρι ο Τζορτζ και η Μάρθα αρχίζουν ένα προσωπικό πόλεμο προσβολών και ντροπιαστικών ιστοριών από το παρελθόν τους. Ο Τζορτζ τελικά προσποιείται ότι σκοτώνει τη Μάρθα με ένα όπλο-ομπρέλα, προκαλώντας στιγμιαία τον τρόμο όλων των υπολοίπων. Η Μάρθα αντεπιτίθεται και ο Τζορτζ αντιδρά με το σπάσιμο ενός μπουκαλιού γεμάτου με αλκοόλ. Μετά από ένα ιλιγγιώδη χορό η Χόνεϊ κάνει εμετό και η Μάρθα πηγαίνει να τη βοηθήσει. Οι δύο άντρες αποσύρονται στον κήπο και αρχίζουν να συζητούν τους γάμους και την οικογενειακή ζωή τους, αποκαλύπτοντας μυστικά που εξηγούν εν μέρει την κατάστασή τους. Το αλκοόλ βοηθάει να αποκαλυφθούν ένοχα μυστικά, όπως ότι ο Νικ αναγκάστηκε να παντρευτεί τη Χόνεϊ επειδή νόμιζαν ότι είναι έγκυος, ότι ο πατέρας της Χόνεϊ έγινε πλούσιος ως ψευδοϊεροκήρυκας που εκμεταλλευόταν την αφέλεια των πιστών και ότι η Μάρθα μεγάλωσε με μητριά που είχε μεγάλη περιουσία, ενώ ο Τζορτζ αφηγείται την ιστορία ενός παιδιού που σκότωσε κατά λάθος πρώτα τη μητέρα του και μετά τον πατέρα του.

Ο Νικ γυρίζει στο εσωτερικό του σπιτιού και παίρνει τη Χόνεϊ για να φύγουν. Ο Τζορτζ οδηγεί και τους τέσσερις προς το σπίτι του Νικ και της Χόνεϊ, αλλά στη διαδρομή η ζαλισμένη Χόνεϊ ζητά να πάνε για χορό και η Μάρθα αναγκάζει το Τζορτζ να σταματήσει σε ένα μεταμεσονύχτιο κλαμπ πάνω στο δρόμο για να χορέψουν. Η Μάρθα χορεύει προκλητικά με τον Νικ και αρχίζουν μια κλιμακούμενη σειρά χλευασμών προς τον Τζορτζ μέχρι που η Μάρθα αναφέρει ότι ο Τζορτζ ήταν το αγόρι της ιστορίας που σκότωσε τους γονείς του. Ο Τζορτζ τότε προσπαθεί να την στραγγαλίσει και τον σταματά ο Νικ. Ο Τζορτζ τότε αρχίζει να αποκαλύπτει όσα του είπε ο Νικ για τον γάμο του και τη Χόνεϊ, που καταλήγει πάλι στο να ζαλιστεί και να θέλει να κάνει εμετό η Χόνεϊ. Ο Τζορτζ αντιμετωπίζει τη Μάρθα στο πάρκινγκ του κλαμπ όπου κηρύσσουν ολοκληρωτικό πόλεμο ανάμεσά τους και η Μάρθα παίρνει το νεαρό ζευγάρι με το αυτοκίνητο σπίτι, αφήνοντας το Τζορτζ μόνο, να περπατήσει μέχρι το σπίτι. Φτάνοντας εκεί ο Τζορτζ βρίσκει τη Χόνεϊ σχεδόν αναίσθητη στο αυτοκίνητο και μπαίνοντας στο χολ ακούει ήχους από την κρεβατοκάμαρά του, όπου η Μάρθα προφανώς συνουσιάζεται με τον Νικ. Εξοργισμένος, προσπαθεί να συνεφέρει τη Χόνεϊ και να την κάνει να καταλάβει τι συμβαίνει με τους συζύγους τους. Εκείνη αρνείται να καταλάβει και τον διώχνει, ενώ τον ρωτά ποιος χτύπησε κουδουνάκια πριν από λίγο, αναφερόμενη σε κουδουνάκια που σκόνταψε ο Τζορτζ μπαίνοντας προηγουμένως στο σπίτι. Αυτό δίνει στο Τζορτζ μια ιδέα για να συντρίψει οριστικά τη Μάρθα.

Η Μάρθα βγαίνει στον κήπο φωνάζοντας και καλώντας τους άλλους να εμφανιστούν. Συναντά το Νικ και του εξομολογείται την πραγματική σχέση της με το Τζορτζ, που είναι μια σχέση αγάπης και μίσους. Η Μάρθα αποκαλύπτει ότι μισεί τον Τζορτζ επειδή την αγαπά,κάτι που δεν θεωρεί η ίδια ότι της αξίζει. Από εκείνη τη στιγμή η Μάρθα υιοθετεί μια επιθετική, υποτιμητική στάση απέναντι στο Νικ, που δεν κατάφερε να την ικανοποιήσει σεξουαλικά προηγουμένως, όπως αποκαλύπτεται, και όταν χτυπά το κουδούνι στέλνει το Νικ να ανοίξει. Ο Τζορτζ μπαίνει και αρχίζει έναν ειρωνικό διάλογο ευγένειας με τη Μάρθα και το Νικ, αναγκάζοντας τους τελικά να παίξουν ένα τελευταίο "παιχνίδι". Ο Τζορτζ στέλνει το Νικ να φέρει την ημιλιπόθυμη Χόνεϊ και αφήνει να εννοηθεί στη Μάρθα ότι θα την συντρίψει στο τελευταίο τους παιχνίδι. Τελικά, το παιχνίδι αφορά το γιο τους και ο ένας συμπληρώνοντας τον άλλο, ο Τζορτζ και η Μάρθα περιγράφουν τη ζωή και την εμφάνιση του γιου τους. Ο Τζορτζ τελικά ανακοινώνει ότι ο γιος τους είναι νεκρός και η Μάρθα ξεσπά με μια υστερική μανία εναντίον του. Αρχικά, το νεαρό ζευγάρι νομίζει ότι η Μάρθα έπαθε σοκ από το πένθος και την απώλεια αλλά βαθμιαία καταλαβαίνουν ότι ο γιος δεν υπήρξε ποτέ και ήταν ένα ακόμα νοσηρό παιχνίδι μεταξύ τους, για να ξεφύγουν από την δυσάρεστη κατάσταση που βίωναν επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Όμως έπρεπε να μένει αυστηρά μεταξύ τους και η επιπολαιότητα της Μάρθα να τον αναφέρει στη Χόνεϊ τους εξέθεσε στον κίνδυνο να γελοιοποιηθούν αλλά επίσης σήμαινε ίσως ότι η Μάρθα άρχισε να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα. Έτσι, ο Τζορτζ έπρεπε να διαλύσει τις ψευδαισθήσεις τους. Η Χόνεϊ δηλώνει ότι θέλει να αποκτήσει παιδί και τελικά, ο Νικ και η Χόνεϊ φεύγουν ήσυχα μετά από επιμονή του Τζορτζ και εκείνος κάθεται κοντά στη Μάρθα και της λέει ότι έπρεπε να σκοτώσει τον γιο τους. Εκείνη ρωτά αν θα είναι καλύτερα από εδώ και πέρα. Της απαντά ότι δεν είναι σίγουρος και η ταινία τελειώνει καθώς σιγοτραγουδούν "Ποιός φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;"

Παραγωγή

Διανομή Ρόλων

Το 1966, ο Τζακ Γουόρνερ προσέγγισε τον Έντουαρντ Άλμπι λέγοντας του ότι ήθελε να αγοράσει τα δικαιώματα του θεατρικού του, που είχε κάνει πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ το 1962 προκειμένου να προσλάβει τη Μπέτι Ντέιβις και τον Τζέιμς Μέισον για τους ρόλους της Μάρθα και του Τζορτζ[3]. Στο σενάριο η Μάρθα κάνει αναφορά στην ταινία της Μπέτι Ντέιβις Το μυστικό του δάσους (Beyond the Forest, 1949) και απαγγέλλει την ατάκα της από την ταινία What a Dump! Ο δραματουργός ενθουσιάστηκε με αυτή την ανάθεση των κύριων ρόλων καθώς πίστευε ότι: Ο Τζέιμς Μέισον ήταν κατάλληλος για το ρόλο κι ανυπομονούσε να δει την Μπέτι Ντέιβις να μιμείται τον εαυτό της απαγγέλοντας τη διάσημη ατάκα της από (Το Μυστικό του Δάσους). Παρόλα αυτά, ο σκηνοθέτης Μάικ Νίκολς (στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα) κι ο σεναριογράφος Έρνεστ Λέμαν φοβούμενοι ότι, σε περίπτωση που προσλάμβαναν τη Ντέιβις και το Μέισον, το κοινό δε θα άντεχε να κάτσει να δει την ολόκληρη την ταινία. Η ένταση που θα δημιουργούταν από τις φωνές μεταξύ της ηλικιωμένης Μάρθας και του μαλθακού Τζορτζ επρόκειτο να κρατήσει δυο ώρες και το αποτέλεσμα με την αρχική διανομή των ρόλων ίσως να ήταν υπερβολικό για τις αντοχές του ανυποψίαστου κοινού[3]. Προτίμησαν λοιπόν την ευκολότερη λύση, δηλαδή να αναθέσουν τους κεντρικούς ρόλους στο δημοφιλέστερο ζεύγος του Χόλιγουντ εκείνη την περίοδο, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον. Η επιλογή της Τέιλορ, η οποία εκείνη την περίοδο θεωρούταν ως μια από τις ομορφότερες γυναίκες στον κόσμο, για να υποδυθεί την πενηντάχρονη και κακοντυμένη Μάρθα, ήταν αμφιλεγόμενη, αλλά η ηθοποιός πήρε 14 κιλά και η ερμηνεία της, μαζί με εκείνη του Μπάρτον, του Σίγκαλ και της Ντένις έλαβε εξαιρετικές κριτικές. Ο Έντουαρντ Άλμπι εξεπλάγη με την επιλογή της Τέιλορ, αλλά αργότερα δήλωσε ότι ήταν καλή κι ότι ο Μπάρτον ήταν εξαιρετικός[4], αν και συνέχισε να πιστεύει ότι σε περίπτωση που είχαν αναθέσει τους ρόλους στην Ντέιβις και τον Μέισον, η ταινία θα ήταν λιγότερο πομπώδης και θα διείσδυε σε μεγαλύτερο βαθμό στην ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών[3].

Γυρίσματα

Οι εσωτερικές σκηνές της ταινίας γυρίστηκαν στο πλατό 8 [1] του Warner Brothers Studio στο Μπέρμπανκ της Καλιφόρνιας. Η ταινία γυρίστηκε στο Κολέγιο Σμιθ, στο Νορθάμπτον της Μασσαχουσέτης. Ο Νίκολς επέμεινε ότι με την ύπαρξη εξωτερικών γυρισμάτων, θα υπήρχε μεγαλύτερη αληθοφάνεια. Χρόνια αργότερα παραδέχτηκε ότι έκανε λάθος κι ότι αν η ταινία είχε γυριστεί σε στούντιο θα είχε ακριβώς την ίδια αποτελεσματικότητα.

Διαφορές με το Θεατρικό

Η διασκευή του θεατρικού διαφέρει ελαφρώς από το θεατρικό, το οποίο απαρτίζεται μονάχα από τέσσερις ερμηνευτές. Οι δευτερεύοντες ρόλοι που προστέθηκαν στην ταινία είναι ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου και η σύζυγός του, που εμφανίζονται για λίγο κι έχουν μόνο μερικές ατάκες.

Το θεατρικό διαδραματίζεται αποκλειστικά στο στο σπίτι της Μάρθας και του Τζορτζ, ενώ στην ταινία υπάρχουν μερικές σκηνές εκτός. Οι σκηνές αυτές διαδραματίζονται στο πανδοχείο, στην αυλή του σπιτιού του Τζορτζ και της Μάρθας καθώς και αυτοκίνητο του ζευγαριού. Κατά τ' άλλα η ταινία παραμένει πιστή στο θεατρικό. Ο Λέμαν χρησιμοποίησε το θεατρικό του Άλμπι ως γνώμονα κι η μοναδική διαφορά στο διάλογο έχει να κάνει με την αθυροστομία: Το άντε πηδήξου της Μάρθας, μετατράπηκε σε Ανάθεμά σε. Παρόλα αυτά στην ευρωπαϊκή έκδοση της ταινίας, το Άντε πηδήξου έχει διατηρηθεί.

Σκληρή γλώσσα και Λογοκρισία

Το θεατρικό έργο του Έντουαρντ Άλμπι, που ανέβηκε το 1962 χαρακτηρίζεται από έντονο διάλογο σε σκληρή γλώσσα που συμπεριλαμβάνει εκφράσεις όπως: Ανάθεμα, γιε σκύλας, άντε πηδήξου, ωραίες ρώγες και πήδα την οικοδέσποινα[5]. Η πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Κρίσης της Κούβας και το κοινό κατέφυγε στο θέατρο για να ξεχάσει την απειλή του πυρηνικού πολέμου, όπου αντίθετα βρέθηκαν μπροστά σε καταστάσεις και σε γλώσσα που είχαν βιώσει μόνο σε πειραματικό θέατρο[6].

Η άμεση αντίδραση του κοινού με την ενίσχυση των κριτικών ήταν ότι ο Άλμπι δημιούργησε ένα έργο που επρόκειτο να κάνει τεράστια επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ, αλλά που δεν επρόκειτο να γυριστεί σε ταινία σε αυτή του τη μορφή. Ούτε το κοινό, αλλά ούτε οι κριτικοί είχαν καταλάβει πόσο είχε κι επρόκειτο να αλλάξει ο χολιγουντιανός ορίζοντας κατά τη δεκαετία του '60. Ο κώδικας της κινηματογραφικής δεοντολογίας, γνωστός ως Κώδικας Χέιζ είχε αρχίσει να μην λαμβάνεται πλέον υπόψιν[7]. Όταν ανατέθηκε η συγγραφή του σεναρίου στον Έρνεστ Λέμαν, ο σεναριογράφος αποφάσισε να διατηρήσει αναλλοίωτη τη σκληρή γλώσσα του θεατρικού που τόσο είχε ταράξει το κοινό τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Συνάντησε αντιδράσεις αλλά η άποψή του υπερίσχυσε[4].

Όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα η Λεγεώνα της Κοσμιότητος της καθολικής εκκλησίας, έδωσε τελεσίγραφο στο στούντιο, απειλώντας ότι αν οι φήμες πάνω στο αντικείμενο της ταινίας ήταν αληθινές ίσως να λογόκριναν την ταινία, απαγορεύοντας την προβολή της σε ανήλικο κοινό. Κράτησαν επιφυλάξεις όμως, λέγοντας ότι θα περίμεναν να δουν την ταινία. Εντονότερη ήταν η αντίδραση της Ένωσης Κινηματογραφιστών Αμερικής, απειλώντας την Warner, χωρίς να περιμένουν την δοκιμαστική προβολή της ταινίας, ότι αν η σκληρή γλώσσα του θεατρικού διατηρούνταν χωρίς αλλαγές δεν επρόκειτο να δώσουν την έγκριση για την προβολή της[4].

Οι παραγωγοί της Warner Bros. κάθισαν να δουν την ταινία, εφόσον είχε ήδη περάσει από μοντάζ. Παρών στην αίθουσα ήταν ένας δημοσιογράφος του περιοδικού Life, ο οποίος έγραψε την εξής ατάκα ενός από τους παραγωγούς: Θεέ μου, έχουμε στα χέρια μας μια βρώμικη ταινία, 7 εκατομμυρίων δολαρίων![4]

Η ταινία θεωρήθηκε ριζοσπαστική για το σκληρό της λόγο και τα σεξουαλικά υπονοούμενα που μέχρι εκείνη την περίοδο δεν ακούγονταν σε ταινίες. Ο Τζακ Βαλέντι που έγινε πρόεδρος της Ένωσης Κινηματογραφιστών Αμερικής εκείνη τη χρονιά κατάργησε τον παλιό Κώδικα Λογοκρισίας κι η Warner συμφώνησε να κάνει μικρές περικοπές μαλακώνοντας λίγο τη σκληρή γλώσσα και να τοποθετήσει προειδοποιητικό σήμα που να ενημερώνει το κοινό για τη σκληρή γλώσσα της ταινίας. Ακόμη και η Λεγεώνα Κοσμιότητος αρνήθηκε να καταδικάσει την ταινία[4]. Ήταν μια άλλη ταινία της ίδιας χρονιάς που ανάγκασε τον Βαλέντι να δημιουργήσει το σύστημα με τους κωδικούς καταλληλότητας τον ταινιών, το Blow-Up, (1966) του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Το σύστημα του Βαλέντι μπήκε σε εφαρμογή την 1 Νοεμβρίου 1968. Λέγεται επίσης ότι ο Τζακ Γουόρνερ προτίμησε να πληρώσει πρόστιμο 5.000 δολαρίων ώστε η ταινία να μείνει όσο το δυνατόν περισσότερο πιστή στο θεατρικό.

Υποδοχή και Βραβεία

Πρόκειται για τη δεύτερη ταινία μετά το Σίμαρον του 1931 που έλαβε υποψηφιότητες σε όλες τις πιθανές κατηγορίες που θα μπορούσε να είναι υποψήφια. Έλαβε 13 υποψηφιότητες, ενώ και οι 4 πρωταγωνιστές προτάθηκαν για Όσκαρ ερμηνειών, όμως μόνο η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και η Σάντι Ντένις βραβεύτηκαν με Όσκαρ Α' Γυναικείου και Β' Γυναικείου Ρόλου αντιστοίχως[8]. Η Τέιλορ δεν ήταν παρούσα στην απονομή εφόσον βρισκόταν στην Αγγλία. Δήλωσε ότι ο Μπάρτον δεν μπορούσε να ταξιδέψει μαζί της καθώς φοβόταν τα αεροπλάνα και δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο του. Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, που πιθανόν να ήξερε ότι επρόκειτο να χάσει από τον Πολ Σκόφιλντ, έλαβε την 4η του υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου χάνοντας τελικά από τον Πολ Σκόφιλντ που κρίθηκε νικητής για την ερμηνεία του, ως Τόμας Μορ στην ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές (A Man for all Seasons, 1966). Η ταινία έχασε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας από το Ένας άνθρωπος για όλες τις εποχές κι ο Μάικ Νίκολς που βρέθηκε για πρώτη φορά υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας έχασε το βραβείο από τον βετεράνο Φρεντ Τσίνεμαν. Συνολικά η ταινία βραβεύτηκε με 5 Όσκαρ. Η ταινία βραβεύτηκε επίσης με Βραβείο BAFTA Καλύτερης Ταινίας.

Βράβευση

Υποψηφιότητα:

  • Καλύτερης Ταινίας - Έρνεστ Λέμαν
  • Καλύτερης Σκηνοθεσίας - Μάικ Νίκολς
  • Α’ Ανδρικού Ρόλου – Ρίτσαρντ Μπάρτον
  • Β’ Ανδρικού Ρόλου – Τζορτζ Σίγκαλ
  • Διασκευασμένου Σεναρίου - Έρνεστ Λέμαν
  • Μουσικής Επιμέλειας - Άλεξ Νορθ
  • Μοντάζ - Σαμ Ο'Στιν
  • Ήχου - Τζορτζ Γκρόουβς

Εισπράξεις

Η ταινία έκανε εισπράξεις της τάξεως των 10.3 εκατομμυρίων δολαρίων το 1966.

Παραπομπές

  1. Variety film review; June 22, 1966, page 6.
  2. «Ο πλήρης κατάλογος ταινιών του Εθνικού Μητρώου Κινηματογράφου των Η.Π.Α» (στα Αγγλικά). loc.gov. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2021. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Sikov, Edward (2007). Dark Victory: The Life of Bette Davis. New York: Holt Paperbacks, a trademark of Henry Holt and Company. σελίδες 380–1. ISBN 0-8050-8863-6. .
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Clooney, Nick (Νοεμβρίου 2002). The Movies That Changed Us: Reflections on the Screen. New York: Atria Books, a trademark of Simon & Schuster. σελ. 85. ISBN 0-7434-1043-2. .
  5. Clooney, p. 89
  6. Clooney, p. 81
  7. Clooney, p. 81-82
  8. «NY Times: Who's Afraid of Virginia Woolf?». NY Times. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2008. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Strategi Solo vs Squad di Free Fire: Cara Menang Mudah!