Τον Σεπτέμβριο του 1914, ο αιδεσιμότατος Σάμιουελ Σόγιερ (Ρομπερτ Μόρλεϊ) και η αδελφή του, Ρόουζ (Κάθριν Χέπμπορν), Άγγλοι ιεραπόστολοι, βρίσκονται στο Κουνγκντού, ένα χωριό της Ανατολικής Αφρικής που έχει αποικηθεί από τη Γερμανία. Τα δυο αδέλφια βρίσκονται εκεί και με το έργο τους προσπαθούν να εκπολιτίσουν τους ιθαγενείς της περιοχής. Ο Καναδός Τσάρλι Όλνατ (Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ) με το σαπιοκάραβο του που ονομάζεται Βασίλισσα της Αφρικής μεταφέρει προμήθειες και αλληλογραφία στα δυο αδέλφια. Μια μέρα ο Τσάρλι πέρα από την αλληλογραφία φέρνει στα δυο αδέλφια και την είδηση ότι έχει ξεσπάσει πόλεμος στην Ευρώπη (ο Α' Παγκόσμιος) και εφόσον η Αγγλία αποτελεί αντίπαλο της Γερμανίας σ' αυτόν τον πόλεμο, θα ήταν προτιμότερο για τα δυο αδέλφια να αφήσουν την ιεραποστολή. Τα δυο αδέλφια αποφασίζουν όμως να παραμείνουν στο χωριό για να το δουν λίγο αργότερα να γίνεται παρανάλωμα του πυρός, από φωτιά που έχουν ανάψει η Γερμανοί. Όταν ο Σάμιουελ διαμαρτύρεται σε έναν Γερμανό στρατιώτη εκείνος τον ξυλοφορτώνει και έπειτα ο άνδρας αρρωσταίνει από πυρετό και λίγο αργότερα πεθαίνει έχοντας την αδελφή του στο πλευρό του. Η Ρόουζ μένει λοιπόν μόνη της στο χωριό και αποφασίζει να φύγει μαζί με τον Τσάρλι παρά το γεγονός ότι τον θεωρεί άξεστο και πρωτόγονο. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, και ενώ οι διαφορές νοοτροπίας μεταξύ των δυο συνεπιβατών της Βασίλισσας της Αφρικής γίνονται εμφανείς, ο δυο τους αρχίζουν να συμπαθούν ο ένας τον άλλον. Σε μια τους συζήτηση ο Τσάρλι αναφέρει στη Ρόουζ την ύπαρξη ενός γερμανικού πολεμικού πλοίου που ονομάζεται Βασίλισσα Λουίζα και το οποίο κάνει περιπόλους στο ποταμό Κόνγκο όπου πλέουν οι δυο τους και έχει ως έδρα μια λίμνη παραπλήσια του ποταμού. Τότε η Ρόουζ ζητά από τον Τσάρλι να τη βοηθήσει να πάρει εκδίκηση για το χαμό του αδελφού της, τορπιλίζοντας το πολεμικό πλοίο με τα αυτοσχέδια μέσα που διαθέτουν.
Πληροφορίες παραγωγής
Θρυλική ταινία του 1951, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Σ. Σ. Φόρεστερ που κυκλοφόρησε το 1935. Τα δικαιώματα του μυθιστορήματος βρίσκονταν για χρόνια υπό την κατοχή της εταιρίας Warner και το 1938 είχε σκοπό να αναθέσει το ρόλο της Ρόουζ Σόγιερ στην Μπέτι Ντέιβις και το ρόλο του Τσάρλι στον Ντέιβιντ Νίβεν. Η Ντέιβις όμως δεν πίστευε στην επιτυχία της ταινίας και γι' αυτό το λόγο απέρριψε τον ρόλο. Το 1947 ο Τζακ Γουόρνερ προσπάθησε ξανά να πείσει την Ντέιβις να αναλάβει το ρόλο της Ρόουζ, με συμπρωταγωνιστή τον Τζέιμς Μέισον, αλλά η ηθοποιός έμεινε έγκυος στο πρώτο της παιδί, την Μπάρμπαρα, και γι' αυτό το λόγο η ταινία δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί. Όταν τα δικαιώματα του μυθιστορήματος πέρασαν στην κατοχή του Σαμ Σπίγκελ, οι πρώτη επιλογή για το ρόλο της Ρόουζ ήταν και πάλι η Ντέιβις, με συμπρωταγωνιστή τον Τζον Μιλς. Όταν ο ρόλος του Τσάρλι ανατέθηκε τελικά στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, η Λορίν Μπακόλ προσπάθησε να πείσει τους παραγωγούς να της αναθέσουν το ρόλο της Ρόουζ, αλλά θεωρήθηκε ακατάλληλη και οι παραγωγοί προτίμησαν την Κάθριν Χέπμπορν. Η Μπακόλ συνόδευσε τον Μπόγκαρτ στο ταξίδι του στην Ουγκάντα και το Κόνγκο στην Αφρική, όπου πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα και εκεί γνωρίστηκε με την Χέπμπορν με την οποία απέκτησε φιλική σχέση που διήρκεσε μια ολόκληρη ζωή.
Κατά τη διάρκεια της παραγωγής της ταινίας, το γραφείο λογοκρισίας έφερε ενστάσεις πάνω στο σενάριο. Η απεικόνιση του ζευγαριού των πρωταγωνιστών να συνυπάρχουν ολομόναχοι πάνω σε ένα πλοίο χωρίς να είναι ενωμένοι από τα δεσμά του γάμου θεωρήθηκε ανάρμοστη και σκανδαλώδης.[10] Ο Χιούστον έκανε μερικές αλλαγές πριν την ολοκλήρωση των γυρισμάτων. Μια άλλη σεναριακή αλλαγή σχετιζόταν με την ανάθεση του ρόλου του Τσάρλι στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Ο Τσάρλι του μυθιστορήματος του Φόρεστερ, ήταν επίσης Άγγλος που είχε μια βαριά προφορά κόκνεϊ, αλλά ο Μπόγκαρτ δεν μπορούσε με τίποτα να μιλήσει με τέτοια προφορά. Γι' αυτό το λόγο ο σεναριογράφος της ταινίας Τζέιμς Άγκι, άλλαξε την καταγωγή του πρωταγωνιστή, κάνοντάς τον Καναδό.
Πέρα από τον Σαμ Σπίγκελ, πίσω από την παραγωγή της ταινίας βρίσκονταν ο Τζον και Τζέιμς Γουλφ της Romulus Films, οι οποίοι παρείχαν 250.000 λίρες.[11] Οι δυο συμπαραγωγοί έμειναν τόσο ευχαριστημένοι από τη σκηνοθεσία του Χιούστον, ώστε να τον επιλέξουν για να σκηνοθετήσει την επόμενη τους ταινία Μούλεν Ρουζ (Moulin Rouge, 1952).
Γυρίσματα
Τα γυρίσματα της ταινίας χαρακτηρίστηκαν από την αρρώστια και τις κακουχίες, εφόσον ηθοποιοί και πρωταγωνιστές αναγκάστηκαν να ζήσουν σπαρτιάτικη ζωή σε συνθήκες που ήταν κάθε άλλο παρά ευνοϊκές. Η Κάθριν Χέπμπορν ήταν μονίμως άρρωστη, έχοντας πληγεί από δυσεντερία (γι' αυτό το λόγο είχε μονίμως δίπλα της ένα κουβά για να αποβάλλει τον έμετο), ενώ ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ καυχιόταν ότι ήταν ο μοναδικός ηθοποιός που δεν αρρώστησε κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, εφόσον απέφυγε να πιει από το νερό της περιοχής. Δήλωσε επίσης ότι παρέμεινε δυνατός καταναλώνοντας υπερβολική ποσότητα ουίσκι.[12][13] Η Αντζέλικα Χιούστον δήλωσε σε συνέντευξη της το 2013 ότι γεννήθηκε ενώ ο πατέρας της Τζον βρισκόταν στην Αφρική όπου σκηνοθετούσε την ταινία και το τηλεγράφημα παραδόθηκε στον σκηνοθέτη δυο μέρες μετά την ημέρα που εστάλη από έναν ξυπόλητο ιθαγενή.
Υποδοχή
Η ταινία έκανε τεράστια επιτυχία και αποτέλεσε την 11η εμπορικότερη της χρονιάς, κάνοντας εισπράξεις της τάξεως των 4 εκατομμυρίων δολαρίων σε Η.Π.Α. και Καναδά[14] και προτάθηκε για 4 βραβεία όσκαρ. Ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ έλαβε την δεύτερή του υποψηφιότητα για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου (η πρώτη ήταν το 1943 για την ταινία Καζαμπλάνκα (Casablanca)) και τη νύχτα της τελετής έφυγε νικητής από την αίθουσα υπερνικώντας τους Μάρλον Μπράντο του Λεωφορείον ο Πόθος (A Streetcar Named Desire) και Μοντγκόμερι Κλιφτ του Μια θέση στον ήλιο (A Place in the Sun). Η Κάθριν Χέπμπορν που ήταν υποψήφια για Όσκαρ Α' Γυναικείου Ρόλου έχασε το βραβείο από την Βίβιαν Λι του Λεωφορείον ο Πόθος.