Οι κλέφτες των ποδηλάτων ή Κλέφτες ποδηλάτων (ιταλικά: Ladri di biciclette) είναι ιταλική δραματική ταινία του 1948, σε σκηνοθεσία του Βιτόριο ντε Σίκα. Η ταινία περιγράφει την ιστορία ενός φτωχού πατέρα στη Ρώμη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος αναζητά το ποδήλατό του, το οποίο κλάπηκε. Το γενικότερο περιβάλλον χαρακτηρίζεται από ανομία, την ανικανότητα της αστυνομίας και την αδιαφορία των συμμαχικών δυνάμεων που στάθμευαν στην Ιταλία μετά το τέλος του πολέμου.[9][10] Ο διάσημος Γάλλος κριτικός Αντρέ Μπαζέν (André Bazin) χαρακτήρισε τον Κλέφτη ποδηλάτων ως ένα από τα πρώτα «δείγματα καθαρού κινηματογράφου»[11] στην ιστορία της έβδομης τέχνης.
Τίτλος
Ο πρωτότυπος ιταλικός τίτλος Ladri di biclette αντιστοιχεί σε Κλέφτες ποδηλάτων, ενώ με την κυκλοφορία της ταινίας στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ο τίτλος έγινε The Bicycle Thief[12] που αντιστοιχεί στο Ο κλέφτης ποδηλάτων. Ως Κλέφτης ποδηλάτων (χωρίς το άρθρο) πρωτοπροβλήθηκε στην Ελλάδα το 1951 και, συγκεκριμένα, στην αθηναϊκή αίθουσα "Παλλάς", τις εβδομάδες από 5 έως 18 Φεβρουαρίου.[13] Η ιστορία της ταινίας αποτελεί διασκευή από το ομώνυμο βιβλίο του Λουίτζι Μπαρτολίνι.[14]
Πλοκή
Ο Αντόνιο είναι ένας φτωχός νέος άνδρας, που ζει με την οικογένειά του στα περίχωρα της Ρώμης, λίγο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για να πηγαινοέρχεται στη δουλειά του χρειάζεται ένα ποδήλατο, το οποίο και αποκτά. Ωστόσο, από την πρώτη κιόλας μέρα τού το κλέβουν. Απελπισμένος, ο Αντόνιο, με το γιο του, Μπρούνο, κι έναν γνωστό του οδοκαθαριστή, μαζί και με μερικούς συναδέλφους του τελευταίου, ψάχνουν να βρουν το ποδήλατο στα μέρη όπου διακινούνται κλοπιμαία. Κάποια στιγμή, εντοπίζει τον κλέφτη, αλλά τον χάνει από τα μάτια του. Αργότερα πέφτει τυχαία πάνω στο νεαρό κλέφτη, τον καταδιώκει μαζί με τον Μπρούνο, αυτός καταφεύγει στο σπίτι του, όπου τους περικυκλώνει ένα εχθρικό πλήθος —οι γείτονες του κλέφτη. Έρχεται η αστυνομία, αλλά ο Αντόνιο δεν είναι σε θέση να αποδείξει τον ισχυρισμό του. Στο γυρισμό, ο Αντόνιο αρπάζει ένα ποδήλατο έξω από ένα γήπεδο, καταδιώκεται όμως και συλλαμβάνεται. Ο κάτοχος του ποδηλάτου, ενώ αρχικά θέλει να τον παραδωσει στις Αρχές, στο τέλος τον λυπάται, βλέποντας τον Μπρούνο να κλαίει παραδίπλα. Η ταινία κλείνει με τη σκηνή όπου πατέρας και γιος, καθ' οδόν για το σπίτι τους, χάνονται, ανακατεμένοι μέσα στο πλήθος.[11]
Διακρίσεις
Η ταινία θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του ιταλικού νεορεαλισμού. Μολονότι υπολείπεται, από αισθητική άποψη, άλλων σπουδαίων νεορεαλιστικών φιλμ, όπως το Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη του Ροσελίνι και το Η γη τρέμει του Βισκόντι, αποτυπώθηκε στο φαντασιακό του διεθνούς κοινού, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταινία, ως η κατεξοχήν έκφραση του συγκεκριμένου κινηματογραφικού ύφους.[11] Έλαβε τιμητική βράβευση Όσκαρ το 1950, ενώ λίγα χρόνια αργότερα εκτιμήθηκε από τους κριτικούς κινηματογράφου ως μια από τις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών,[15] διάκριση την οποία συνέχισε να κατέχει και κατά τις μετέπειτα δεκαετίες.[16]
↑ 11,011,111,2Giaime Alonge (2004). «Ladri di biciclette». Enciclopedia del cinema (στα Ιταλικά). Treccani, la cultura italiana. Ανακτήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2016.