Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 30/04/2017.
Η Παναγία των Βλαχερνών ήταν βυζαντινή εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Παναγίας. Το μνημείο σήμερα δε διασώζεται. Βρισκόταν στη συνοικία των Βλαχερνών επί των ακτών του Κεράτιου κόλπου.Το όνομα Βλαχέρνα προυπήρχε ήδη από τα αρχαία χρόνια.Στο Διονύσιο Βυζάντιο και συγκεκριμένα στο έργο του "Ανάπλους Βοσπόρου" ,περιγράφοντας τις περιοχές που βρίσκονται στη Σαπρά θάλασσα ( Κεράτιος κόλπος ) αναφέρει " Και η πρώτη περιοχή ονομάζεται Πολυρρήτιο, από έναν άνθρωπο,τον Πολύρρητο.Η επόμενη ονομάζεται Βαθιά Σκοπιά ,από το βάθος της θάλασσας. Η τρίτη Βλαχέρνας, όνομα βαρβαρικό από έναν βασιλιά της περιοχής. "[1]
Περιγραφή της μονής
Στο δεξιό μέρος του ναού βρισκόταν το παρεκκλήσιο, το λεγόμενο «Αγία σορός», όπου φυλάσσονταν το ωμοφόριο και η τιμία εσθής της Θεοτόκου, και όπου μόνο ο βασιλιάς επιτρεπόταν να εισέλθει. Σήμερα διασώζεται μόνο το αγίασμα, το καλούμενο λούμα ή λούσμα των Βλαχερνών. Οι εικόνες και τα μαρμάρινα εκτυπώματα δεν σώζονται.
Ιστορία της μονής
Η μονή συχνότατα μνημονεύεται στα Βυζαντινά συγγράμματα, τόσο στα πολιτικά, όσο και στα εκκλησιαστικά. Ακόμα πιο συχνά μνημονεύεται στα συναξάρια. Στους τελευταίους μάλιστα αιώνες του κράτους, ο ναός ήταν άκρως σημαντικός λόγω του πλησίον ανακτόρου των Βλαχερνών. Εδώ εκκλησιαζόταν στα χρόνια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ο βασιλιάς και οι αυλικοί. Στην συνοικία αυτή, την ονομασμένη «Κοσμίδιον», και στην έξω των χερσαίων τειχών χώρα, στρατοπέδευσαν όχι μόνο οι πολιορκήσαντες την Κωνσταντινούπολη Άραβες και Βούλγαροι, αλλά και οι Σταυροφόροι της Δ' Σταυροφορίας.
Παλαιότερα εθεωρείτο πως ο ναός ανεγέρθη από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό της Μαρκιανό, την περίοδο 450-3. Ασφαλέστερη θεωρείται η χρονολόγησή του την περίοδο του αυτοκράτορα Ιουστίνου Α' (518-27), όπως παραδίδεται στο έργο τού Προκόπιου και σε επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Η εκκλησία πυρπολήθηκε επί Ρωμανού Δ' Διογένη, και στην συνέχεια ο Ανδρόνικος Β' ο πρεσβύτερος την ανέγειρε και την διεύρυνε. Οι Σταυροφόροι την μετέτρεψαν σε Λατινική. Σώζονται πολλές επιστολές τού Πάπα Ιννοκέντιου Δ' προς τον αρχιερέα της εκκλησίας των Βλαχερνών. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Ατταλιώτη, η εκκλησία πυρπολήθηκε το 1070, ξανακτίστηκε και ξαναπυρπολήθηκε το 1434. Από τις πολλές πυρκαγιές που δεινοπάθησε, συμπεραίνουμε ότι η εκκλησία είχε ξύλινη σκεπή, όπως αυτές του Στουδίου και του Μανουήλου. Λόγω των ιερών κειμηλίων του ναού, πολλοί πιστοί εκκλησιαζόταν εδώ.
Κατά την Άλωση, οι Οθωμανοί βρήκαν τον ναό ερειπωμένο. Αργότερα, το κτήμα έγινε ιδιοκτησία Οθωμανού, ο οποίος καρπωνόταν τα πλούσια δωρίσματα των Χριστιανών. Επάνω από το αγίασμα είχε κτιστεί μια κατοικία. Στον περίβολο συγκατοίκησαν Ατσίγκανοι, που είχαν διωχθεί από τα σπίτια τους. Τον ναό αγόρασε η συντεχνία των Γουναράδων και ανέγειρε έναν ναό επάνω από το αγίασμα, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Κειμήλια της μονής
Στον ναό φυλασσόταν η τιμία εσθής του Θεοτόκου, την οποία οι πατρίκιοι Γάλβιος και Κάνδιδος μετακόμισαν από την Γαλιλαία, και κατέθεσαν πρώτα στον ναό των Αγίων Πέτρου και Μάρκου (σήμερα «Κοτζά Μουσταφά πασά»), και ακολούθως στον ναό των Βλαχερνών. Μαζί με την εσθήτα αυτήν φυλασσόταν και το ωμοφόριον της Θεοτόκου, το οποίον ο Ρωμανός Α' Λακαπηνός «ως θώρακα περιέβαλε και εξήλθε κατά του πολιορκητούντος την πόλιν Συμεών του Βουλγάρου». Από τον ναό αυτό αφαίρεσαν οι Λατίνοι Σταυροφόροι τον βραχίονα του Αγίου Γεωργίου, το σώμα της Αγίας Λουκίας, και έναν θαυματουργό σταυρό. Τα κειμήλια αυτά σώζονται σήμερα στην Βενετία.