Ο ναός των Αγίων Αποστόλων, γνωστός και ως Βασιλικόν Πολυάνδριον, ήταν περικαλλής χριστιανικός ναός της Κωσταντινούπολης, ο οποίος χτίστηκε το 550 στον τέταρτο λόφο της Πόλης, βορειοδυτικά του υδραγωγείου του Ουάλη, πάνω σε παλαιότερο ναό του 4ου αιώνα, στον οποίο διάφοροι Αυτοκράτορες έκαναν προσθήκες. Ήταν τεραστίων διαστάσεων, σχεδόν όσο ο ναός της Αγίας Σοφιάς και δεύτερος σε σπουδαιότητα μόνο προς αυτήν, καθώς επί αιώνες (από τον 4ο ως τον 11ο) ενταφιάζονταν εκεί Αυτοκράτορες, Πατριάρχες και επίσκοποι. Μετά την Άλωση της Κωσταντινούπολης, μεταφέρθηκε εκεί η έδρα του Οικουμενικού Πατρειαρχείου. Το 1461 όμως, οι Οθωμανοί τον κατεδάφισαν ολοσχερώς και στη θέση του οικοδόμησαν το Φατίχ τζαμί.
Ιστορία
Αρχικός ναός
Ο αρχικός ναός των Αγίων Αποστόλων κτίστηκε περί το 330, όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας. Το 337, όταν ο Κωνσταντίνος πέθανε, ο ναός δεν είχε τελειώσει, και ο ίδιος ενταφιάστηκε προσωρινά στο ναό του Αγίου Ακακίου στην Κωνσταντινούπολη. Όταν ολοκληρώθηκε από το γιο του, Κωνστάντιο, ο ναός των Αγίων Αποστόλων, μεταφέρθηκε εκεί και η σoρός του Κωνσταντίνου.
Ο ιστορικός Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει ότι το κτίσμα είχε χρήση τόπου ταφής και χριστιανικού ναού. Η σαρκοφάγος του Κωνσταντίνου βρισκόταν κοντά στον βωμό και γύρω του είχαν τοποθετηθεί δώδεκα θήκαι[1], καθώς σκοπός του Αυτοκράτορα ήταν να συγκεντρώσει εκεί τα λείψανα όλων των Αποστόλων. Τελικά, έγινε εφικτό να μεταφερθούν λείψανα μόνο του Αγίου Τιμοθέου (από την Έφεσο το 356)[2], του Ευαγγελιστή Λουκά (από την Θήβα το 357)[3], του Αποστόλου Ανδρέα (από την Αχαΐα το 357[4]), καθώς και η κάρα του Ιακώβου του Αδελφοθέου (από τα Ιεροσόλυμα) και του Αποστόλου Ματθία[3]. Ερμηνευτικό ζήτημα έχει προκύψει κατά καιρούς για το εάν τελικά ο ναός ήταν αφιερωμένος και στους Δώδεκα Αποστόλους, ή μόνο στους τρεις (όχι ακριβώς Αποστόλους), των οποίων τα λείψανα βρισκόταν εκεί. Η επικρατούσα άποψη κλίνει προς τους δώδεκα Αποστόλους. Η άποψη αυτή ενισχύεται από ομιλία του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, από την οποία συνάγεται ότι ο ναός ετιμάτο και για τους δώδεκα μαθητές του Χριστού, και πως η ιδιαίτερη αναφορά στους τρεις γινόταν λόγω του ότι εκεί φυλασσόταν τα λείψανά τους. Επίσης, σε διάφορους κώδικες σώζεται το επίγραμμα Στίχοι στην εξωτερική πύλη των Αγίων Αποστόλων για το τέλος της ζωής τους. Αυτό ήταν γραμμένο επάνω από την κεντρική πύλη του ναού και αναφερόταν στον τρόπο θανάτου του καθενός από τους δώδεκα.
Λίγα είναι γνωστά για την όψη εκείνου του ναού, εκτός του ότι ήταν σταυρόσχημος. Ο Ευσέβιος Καισαρείας αναφέρει ότι ήταν υψηλό κτίριο, με προστώα και στις τέσσερις πλευρές, μαρμάρινους τοίχους και χρυσό τρούλο. Στα «Πάτρια» (Ψευδο-Κωδινός) αναφέρεται ότι η οροφή του ήταν ξύλινη. Αναφορές στη «θαυμάσια» εκκλησία κάνουν και οι Φιλοστόργιος και Θεόδωρος αναγνώστης.
Μετά τις πολυάριθμες προσθήκες και τροποποιήσεις του Κωνσταντίου, ένας ύμνος για τον Ιουλιανό[5] αναφέρει κατασκευαστικά έργα. Μετά από έναν σεισμό του 358 χρειάστηκε να γίνουν επιδιορθώσεις. Ο Πατριάρχης Μακεδόνιος απομάκρυνε προσωρινά για λόγους ασφαλείας την σορό του Κωνσταντίνου από τον ναό[6]. Το γεγονός ότι οι γραπτές πηγές μετά τον 4ο αιώνα μιλούν για δύο, συνδεδεμένα μεταξύ τους, κτίσματα, συνηγορεί στο ότι ο Κωνστάντιος έκτισε ένα από τα δύο. Δεν έχει διευκρινιστεί πάντως εάν έκτισε ναό πάνω στον τάφο του πατέρα του ή εάν έκτισε χωριστό τάφο και μετέφερε εκεί την σαρκοφάγο του πατέρα του[7]. Από τον 5ο αιώνα υπάρχουν πηγές που αποδίδουν στον Κωνστάντιο το κτίσιμο και του ναού και του μαυσωλείου[8].
Ο ναός του Ιουστινιανού
Κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού διαπιστώθηκε ότι ο ναός ήταν πλέον ανεπαρκής. Έτσι, ελήφθη η απόφαση να κατεδαφιστεί και να κτιστεί νέος. Ο ιστορικός Προκόπιος αποδίδει το κτίσιμο του νέου ναού στον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό, αν και ο Ψευδο-Κωδινός αποδίδει την ανακατασκευή στην Αυτοκράτειρα Θεοδώρα.
Ο νέος ναός σχεδιάστηκε και κτίστηκε υπό την επίβλεψη των αρχιτεκτόνων της Αγίας Σοφίας, Ανθέμιου και Ισίδωρου. Ήταν σταυροειδής βασιλική, με πέντε τρούλους: ένας σε κάθε βραχίονα του σταυρού και ένας στο κέντρο, στο σημείο τομής των βραχιόνων. Ο δυτικός βραχίονας του σταυρού προεκτεινόταν, σχηματίζοντας αίθριο. Ιερό δεν υπήρχε, καθώς η Αγία Τράπεζα ήταν τοποθετημένη στο κέντρο του ναού, κάτω από τον κεντρικό τρούλο, ο οποίος είχε παράθυρα. Τα λείψανα του Μεγάλου Κωνσταντίνου και των τριών αγίων μεταφέρθηκαν στη νέα εκκλησία, ενώ κτίστηκε και σταυροειδές μαυσωλείο για τον Ιουστινιανό και την οικογένειά του, στο τέλος του βόρειου κλίτους. Τα εγκαίνια του νέου ναού έγιναν στις 28 Ιουνίου του 550.
Για πάνω από 7 αιώνες, ο ναός των Αγίων Αποστόλων ήταν ο δεύτερος σημαντικότερος ναός της Βασιλεύουσας. Ενώ η Αγία Σοφία βρισκόταν στο παλαιό μέρος της Πόλης, οι Άγιοι Απόστολοι κυριαρχούσαν στην πλευρά των νεότερων επεκτάσεων, επάνω στην ονομαζόμενη Μέση ή Κεντρική Οδό. Ήταν προσκυνηματικό κέντρο, καθώς εκτός των τριών προαναφερθέντων αγίων, των Αυτοκρατόρων, των Πατριαρχών (μεταξύ αυτών και του Ιωάννη του Χρυσοστόμου και του Γρηγορίου του Θεολόγου), των επισκόπων, αγίων και μαρτύρων που είχαν ενταφιαστεί εκεί, στην εκκλησία βρισκόταν και μέρος της Στήλης της Φραγγελώσεως, στην οποία κατά την παράδοση δέθηκε και μαστιγώθηκε ο Χριστός.[9] Κατά τη διάρκεια των ετών, ο ναός συγκέντρωσε μεγάλες ποσότητες χρυσού, αργύρου και πολύτιμων λίθων, από αφιερώσεις των πιστών.
Ο Αυτοκράτορας Βασίλειος Α' Μακεδών ανακαίνισε και ενδεχομένως επέκτεινε το ναό, τον 9ο αιώνα. Τον 10ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος της Ρόδου συνέθεσε μακροσκελή έμμετρη «Περιγραφή της εκκλησίας των Αποστόλων», την οποία αφιέρωσε στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο.
Λεηλασία και παρακμή
Ο ναός λεηλατήθηκε το 1204 από τους Σταυροφόρους της Δ' Σταυροφορίας. Λειψανοθήκες, χρυσά και αργυρά σκεύη με πολύτιμους λίθους, εικόνες, πολυτελή άμφια και άλλοι ανεκτίμητοι θησαυροί του ναού εξαφανίστηκαν. Ο ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι ακόμη και οι τάφοι των Αυτοκρατόρων συλήθηκαν και αφαιρέθηκε οτιδήποτε πολύτιμο περιείχαν. Ανοίχθηκε ακόμη και ο τάφος του Ιουστινιανού, ενώ από τον τάφο του Αυτοκράτορα Ηρακλείου αφαιρέθηκε το χρυσό του διάδημα, μαζί με τα μαλλιά του, στα οποία είχε προσκολληθεί. Κάποιοι από αυτούς τους θησαυρούς μεταφέρθηκαν στη Ρώμη, όπως το λείψανο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου[11], ενώ οι περισσότεροι στη Βενετία και είναι σήμερα σε κοινή θέα στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Πριν την επέλαση των Σταυροφόρων όμως, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ' Άγγελος είχε αφαιρέσει μεγάλος μέρος της πολύτιμης διακόσμησης των σαρκοφάγων του ναού και το οδήγησε στα χυτήρια, στην προσπάθειά του να εξοικονομήσει χρήματα για να εξαγοράσει τη συνεργασία του Ερρίκου Στ'.
Κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ο ναός καταστράφηκε ολοκληρωτικά. Ο ιστορικός Κριτόβουλος αναφέρει ότι φανατικοί δερβίσηδες με ρόπαλα και λοστούς κατέστρεφαν επί 14 ώρες τον ναό. Αφού δε συνέθλιψαν τα ιερά λείψανα και τα οστά των αυτοκρατόρων, έριξαν τα υπολείμματα σε ασβεστοκάμινο.
Μετά την Άλωση, ο ναός της Αγίας Σοφίας, έδρα ως τότε του Πατριαρχείου, μετατράπηκε σε τζαμί. Ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής παραχώρησε τον κατεστραμμένο πια ναό των Αγίων Αποστόλων στον Πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο[12], προκειμένου να μεταφερθεί εκεί το Πατριαρχείο. Η περιοχή όμως κατοικήθηκε από Τούρκους και υπήρχε αυξανόμενη εχθρότητα, καθώς ένα τόσο μεγάλο οικοδόμημα παρέμενε σε χριστιανικά χέρια, ενώ το ίδιο το κτίσμα ήταν σε άσχημη κατάσταση[12]. Μετά από δολοφονία ενός Τούρκου από Έλληνα, η εχθρότητα αυξήθηκε[13] και έτσι, το 1456, ελήφθη η απόφαση[14] για μεταφορά της έδρας του Πατριαρχείου στη Μονή Παμμακάριστου[15][12].
Το 1461, ο Σουλτάνος Μωάμεθ κατεδάφισε τον ναό και στη θέση του οικοδόμησε μουσουλμανικό τέμενος παρόμοιας λαμπρότητας[12], το Φατίχ τζαμί (Τέμενος του Πορθητή), το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα. Εκεί βρίσκεται ο τάφος του Πορθητή (Φατίχ) της Βασιλεύουσας, Μωάμεθ Β΄.
Τους αιώνες που μεσολάβησαν από την κατεδάφιση του ναού, θεωρούνταν ότι δεν υπήρχαν πια υπολείμματά του. Το 2001 όμως, μια ανασκαφή ανέδειξε κάποια υπολείμματα τείχισης, τα οποία χρονολογούνται με μεγάλη βεβαιότητα προ της ανέγερσης του τεμένους και επομένως θεωρούνται τμήματα του ναού των Αποστόλων[16]. Έτσι οριοθετήθηκε ακριβέστερα και η θέση και το μέγεθος του ναού.
Μορφή
Κτίσμα του Κωνσταντίνου
Ο πρώτος ναός των Αγίων Αποστόλων περιείχε ένα κυκλικό μαυσωλείο που κτίστηκε από τον Κωνσταντίνο και τον ναό που ολοκληρώθηκε από τον διάδοχό του, Κωνστάντιο[17]. Δεν είναι πολλά γνωστά από εκείνον τον ναό, εκτός του ότι ήταν σταυροειδής. Η σταυροειδής κάτοψη ήταν ορόσημο στην εξέλιξη της χριστιανικής αρχιτεκτονικής, καθώς αντικατέστησε τον ρυθμό της βασιλικής[18]. Δεκάδες σταυροειδείς ναοί του τέλους του 4ου και των αρχών του 5ου αιώνα ήταν μιμήσεις του κωνσταντίνειου ναού των Αποστόλων, όπως ο Άγιος Αμβρόσιος στο Μιλάνο, ο Άγιος Βαβύλας στην Αντιόχεια και ο Άγιος Συμεών ο Στυλίτης στο Χαλέπι της Συρίας[19][18].
Ο ναός του Αγίου Βαβύλα Αντιόχεια, Συρία
Ναός των Αγίων Αποστόλων Μιλάνο, Ιταλία
Ναός του Αγίου Συμεών του Στυλίτη Χαλέπι, Συρία
Κάτοψη ναών που θεωρείται ότι επηρεάστηκαν από τον κωνσταντίνειο ναό των Αγίων Αποστόλων
Κτίσμα του Ιουστινιανού
Ο δεύτερος ναός, κτίσμα του Ιουνστινιανού, ήταν επίσης σταυροειδής, αλλά έφερε και πέντε τρούλους: έναν σε κάθε πτέρυγα του σταυρού και έναν στο κεντρικό σημείο, όπου αυτοί συναντώνταν. Η δυτική πτέρυγα ήταν πιο μακρά από τις άλλες, σχηματίζοντας ένα αίθριο. Η ακριβής μορφή του ναού αμφισβητείται. Ο συγγραφέας του 12ου αιώνα Νικόλαος Μεσαρίτης συνέγραψε περιγραφή του ναού,[20] από την οποία διασώζεται μόνο ένα μέρος.
Ναοί όπως η Βασιλική του Αγίου Ιωάννη, η Βασιλική του Αγίου Μάρκου, ο Καθεδρικός της Σεν-Φρον και η Βασιλική του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας πιστεύεται ότι κτίστηκαν με πρότυπο τον ιουνστινιάνειο ναό των Αγίων Αποστόλων, αν και διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους[17][21][22].
Βασιλική του Αγίου Ιωάννη στην Έφεσο Selçuk, Τουρκία
Βασιλική του Αγίου Μάρκου Βενετία, Ιταλία
Καθεδρικός του Σεν-Φρον Périgueux, Γαλλία
Κάτοψη ναών που θεωρείται ότι επηρεάστηκαν από τον ιουνστινιάνειο ναό των Αγίων Αποστόλων
Τάφοι
Τα μαυσωλεία του ναού ήταν ο τόπος ανάπαυσης των περισσότερων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και των μελών των οικογενειών τους για επτά αιώνες, ξεκινώντας από τον Κωνσταντίνο Α΄ (337) και τελειώνοντας με τον Κωνσταντίνο Η΄ (1028). Χωρίς πλέον διαθέσιμο χώρο εκείνη την εποχή, επικράτησε η παράδοση οι Αυτοκράτορες να κτίζουν άλλες εκκλησίες και μοναστήρια γύρω από την Πόλη, ως τόπο ταφής για τους ίδιους και τα μέλη της οικογένειάς τους. Οι τάφοι που βρίσκονταν στον ναό των Αγίων Αποστόλων είναι γνωστοί μόνο από καταλόγους σε λογοτεχνικές πηγές, μία από τις οποίες περιέχεται στο De Ceremoniis[23]. Παρότι οι σαρκοφάγοι των Αυτοκρατόρων καταστράφηκαν από Σταυροφόρους κατά την Τέταρτη Σταυροφορία το 1204, σώζονται μερικές από τις αρχαιότερες πορφυρές σαρκοφάγους: δύο στο αίθριο της Αγίας Ειρήνης, τέσσερις έξω από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης και ένα κομμάτι του πέμπτου στο αίθριο του Μουσείου «Κωνσταντινούπολη διά μέσου των Εποχών», το οποίο πιστεύεται ότι είναι από αυτό του Μεγάλου Κωνσταντίνου[17]. Μεταξύ άλλων, είχαν ταφεί στον ναό οι:
↑Neslihan Asutay-Effenberger, Arne Effenberger: Die Porphyrsarkohage der oströmischen Kaiser. Versuch einer Bestandserfassung, Zeitbestimmung und Zuordnung. Reichert Verlag, Wiesbaden 2006, σελ. 21.
↑Ιωάννη Α. Μελισσείδη, "Οδοιπορικό σε χρόνους μετά την Άλωση της Βασιλεύουσας (1453-1605 περίπου)", επιμ. Πουλχερία Ζαβολέα Μελισσείδη, σελ. 59-60, εκδ.1η, Εκδ. Βεργίνα, Αθήνα 2010, ISBN 9608280079
↑Ken Dark, Ferudun Özgümüş: New Evidence for the Byzantine Church of the Holy Apostles from Fatih Camii, Istanbul, στην Oxford Journal of Archaeology, τόμ. 21, 2002, σελ. 393–413.
Σοφία Ν. Σφυρόερα, Κωνσταντινούπολη, Πόλη της Ιστορίας, Αθήνα 2006, ISBN 960-442-233-2, σελ. 194-198 (ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ κ.ά)
Ιωάννης Α. Μελισσείδης, Η Επιβίωση, Οδοιπορικό σε χρόνους μετά την ΄Αλωση της Βασιλεύουσας (1453-1605 περίπου), σελ. 59-60, εκδ.1η, επιμ. Πουλχερία Ζαβολέα Μελισσείδη, Εκδόσεις Βεργίνα, Αθήνα 2010, ISBN 9608280079, (Regesta Imperii, Ελληνική Εθνική Βιβλιογραφία 9217/10, ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ κ.ά.)
Θεοχάρης Μ. Προβατάκης, Η Βυζαντινή Κωνσταντινούπολη και ο Πατριαρχικός Οίκος, σελ. 160-161, Εκδόσεις Αρσενίδη, ISBN 9602530146 (Ελληνική Εθνική Βιβλιογραφία 1992, ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ κ.ά.)
Βασίλειος Θ. Σταυρίδης, Ο Συνοδικός Θεσμός εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, σελ.402-404 κ.ά., Εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1986, (ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ - "Εύδοξος", ΕΚΠΑ Καταστάσεις Μαθημάτων/Συγγραμμάτων για το Ακαδημαϊκό ΄Ετος 2013/2014)
Διαβάστε επίσης
Ken Dark και Ferudun Özgümüş, 'New Evidence for the Byzantine Church of the Holy Apostles from Fatih Camii, Istanbul', Oxford Journal of Archaeology, 21 (2002), 393-413
Glanville Downey, 'The Tombs of the Byzantine Emperors in the Church of the Holy Apostles in Constantinople', Journal of Hellenic Studies, 79 (1959), pp. 27–51
Ann Wharton Epstein, 'The Rebuilding and Decoration of the Holy Apostles in Constantinople: A Reconsideration', Greek, Roman and Byzantine Studies, 23 (1982), 79-92
Jonathan Harris, Constantinople: Capital of Byzantium (Hambledon/Continuum, 2007). ISBN 978-1-84725-179-4