Ο ναός βρίσκεται κτισμένος πάνω από το μετόχι του Αγίου Τάφου στην ομώνυμη συνοικία.
Ιστορία του ναού
Τον ναό τον ανίδρυσε η Μαρία Παλαιολογίνα, νόθα θυγατέρα του Μιχαήλ Παλαιολόγου στα τέλη του δεκάτου τρίτου αιώνα. Η Μαρία λεγόταν «Δέσποινα των Μογουλίων»[2] διότι είχε παντρευτεί τον Χάνη Μογγόλο, τον οποίο ο Παχυμέρης καλεί Απαγάν.
Μετά τον θάνατο του συζύγου της επέστρεψε και κατοίκησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αγόρασε μεγάλο κτήμα με περιβόλια, αμπελώνες και σπίτια «επί τιμήματι υπερπύρων ευστάθμων τετρακισχιλίων». Η συνοικία αυτή που μέχρι τότε ονομάζονταν «Φανάρι» μετονομάστηκε σε «τα Παναγίου» και μετατράπηκε σε γυναικείο μοναστήρι. Πιθανόν η Μαρία να μην ανέγειρε την εκκλησία αυτή εκ βάθρων, αλλά ανακαίνισε και διεύρυνε ένα προϋπάρχον σωζόμενο εκκλησάκι, με το όνομα «της Παναγιώτισσας». Η Μαρία αφιέρωσε στην εκκλησία αυτή πολλά αργυρά και χρυσά κειμήλια, πολύτιμα σκεύη, βιβλία, κτήματα, κλιβάνους και αμπελώνες εντός του Βυζαντίου, από τα οποία η μονή απολάμβανε ετήσιο εισόδημα τριακοσίων υπερπύρων. Επιπλέον είχε καρποφόρους αγρούς, χωράφια και αμπελώνες γύρω από την Ραιδεστό. Η Παλαιολόγου δώρισε όλη την περιουσία της στην εκκλησία.
Μετά τον θάνατο της δέσποινας Μαρίας ο επί θυγατέρας γαμπρός της, Ισαάκ Παλαιολόγος ο Ασάνης, επέβαλε φόρο κατά την διαθήκη της Μαρίας, και την τότε συνήθεια των Βυζαντινών. Μετά τον θάνατο της συμβίας του Ισαάκ, οι φόροι της μονής, σύμφωνα με χρυσόβουλο, καταβάλλονταν αποκλειστικά σ´αυτόν. Μετά από λίγα χρόνια η μονή κατηγόρησε τον Ισαάκ ότι σφετερίζεται την περιουσία χωρίς να ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια πολλών εδαφών, και την αύξηση της σοδειάς, ενώ είπαν ότι κατεδάφισε και οικίες για να ωφεληθούν τα δικά του κτήματα. Οι μοναχοί προσέφυγαν στον αυτοκράτορα για να ξαναποκτήσουν την ελευθερία τους. Ο αυτοκράτορας τους παρέπεμψε στην Ιερά Σύνοδο. Η Ιερά Σύνοδος εξέτασε το χρυσόβουλο και το βρήκε «μεταποιηθέν και μη της αληθείας εχόμενο». Διέταξε δε η σύνοδος, «ίνα το μοναστήριον της Θεομήτορος της Παναγιωτίσσης ακαταδούλωτος και ελεύθερον παντελώς της εφορίας παντός του μέρους, εκείνου δε του πανυπερσεβάστου, μηδεμίαν μηδαμώς δικαίωσιν έχοντος από του σεπτού χρυσοβούλου αναφέντος μεταπεποιημένου εν μέρει, τρόπον δε είρηται».
Μετά την άλωση η εκκλησία αυτή δωρίθηκε στον Χριστόδουλο, αρχιτέκτονα του τεμένους του κατακτητή στα ερείπια του ναού των Αγίων Αποστόλων[3]. Ο Χριστόδουλος μάλλον έλαβε ως ανταμοιβή όλη την περιοχή.
Παραπομπές
↑Mamboury, Ernest (1953). The Tourists' Istanbul. Istanbul: Çituri Biraderler Basımevi, σ. 221