Το όνομα του χωριού έχει θρησκευτικές ρίζες και αναφέρεται στον Ιησού Χριστό, το κεντρικό πρόσωπο του Χριστιανισμού, που είχε σημαντικό ρόλο κατά τη Βυζαντινή περίοδο και την Οθωμανική κυριαρχία. Η ακριβής προέλευση του ονόματος προήλθε από τον βυζαντινό ναό του Σωτήρος Χριστού που υπήρχε εκεί.[2][3]
Εξαιτίας ιστορικών γλωσσικών επιδράσεων, τοπικής διαλέκτου, παράδοσης ή απλά για λόγους ευφωνίας και απλοποίησης, ο οικισμός αναφέρεται από τους κατοίκους της περιοχής και ως «το Χριστός» ή «το Άνω Χριστός», με χρήση του ουδέτερου άρθρου «το».
Ιστορία
Ρωμαϊκή περίοδος
Η περιοχή κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους. Σύμφωνα με τον Σερραίο ιστορικό Πέτρο Σαμσάρη, στις θέσεις «Πλάι» και «Σπήλαιο» είχαν εντοπιστεί άφθονα απολιθωμένα όστρακα και πυριτολιθικές λεπίδες. Στη θέση του πρώην οικισμού, αλλά και στο εξωκλήσι του Αγίου Γεωργίου, υπήρχε ρωμαϊκός οικισμός, ενώ στις θέσεις «Μπακιρτζίκ» και «Καραπέτκου» είχε βρεθεί νεκρόπολη της ίδιας περιόδου.[4] Οικοδομικές πλίνθοι και επιφανειακή κεραμική, αποκλειστικά ρωμαϊκών χρόνων, είχαν εντοπιστεί στη θέση «Σπήλαιο». Από την περιοχή του Χριστού προέρχεται, επίσης, μια ρωμαϊκή βωμόσχημη ενεπίγραφη στήλη, που αποκαλύφθηκε το 1970 και σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σερρών.[5]
Βυζαντινή περίοδος
Κατά την Βυζαντινή περίοδο το μέρος ήταν ιδιοκτησία του Θεοδώρου Μετοχίτη και αναφέρεται σε βυζαντινά έγγραφα ως «χωρίον της Γαστιλέγκους». Εκεί βρισκόταν το μονύδριο «Σωτήρος Ιησού Χριστού της Γαστιλέγκους», που αρχικά υπήρξε ναός και στη συνέχεια μετόχι της Μονής Τιμίου Προδρόμου Σερρών. Συγκεκριμένα, είχε περάσει στις κτήσεις της Μονής το 1309, με χρυσόβουλο του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου. Το 1321 είχε παραχωρηθεί από τον μητροπολίτη Σερρών Νίφωνα στον επίσκοπο Ζιχνών, αλλά το 1327 επανήλθε στις ιδιοκτησίες της μονής. Η κατοχή του μετοχίου επικυρώνεται και το 1345 από χρυσόβουλο του βασιλιά της Σερβίας Στέφανου Δουσάν.
Σύμφωνα με αυτοκρατορικό διάταγμα του 1329 από τον Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο, εκτός από την κατοχή του μετοχίου, η μονή είχε αποκτήσει και γη γύρω από αυτό. Ο ιερομόναχος Χριστόφορος Προδρομίτης υπολογίζει ότι ύστερα από δωρεές και αγορές, η Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών κατείχε συνολική έκταση 2.200 στρεμμάτων στην περιοχή του Χριστού.[6]
Τμήμα βυζαντινής τοιχοδομίας είχε αποκαλυφθεί ανατολικά από το παρακείμενο νεότερο (1970) εξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, το οποίο βρίσκεται σε απόσταση περίπου 500 μέτρων νότια του Άνω Χριστού.[3]
Την εποχή των μεγάλων μετακινήσεων των βλάχικων πληθυσμών της Ηπείρου, εξαιτίας των διώξεων του Αλή Πασά, πολλοί από τους Βλάχους που έφτασαν στην περιοχή των Σερρών, εγκαταστάθηκαν και στον Χριστό.[7]
Στη δημογραφική μελέτη «Εθνογραφία των Βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης» που εκδόθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, εκτιμάται ότι το 1873 αποτελούνταν από 34 σπίτια και 98 κατοίκους.[8] Σύμφωνα με εθνογραφικά στοιχεία για το σαντζάκι των Σερρών, από δύο Σλάβους μελετητές του 19ου αιώνα, το 1878 στον Χριστό υπήρχαν 48 σπίτια και 109 κάτοικοι.[9] Ο οικισμός αναφέρεται στις οδοιπορικές σημειώσεις του Νικολάου Σχινά, ο οποίος στα μέσα της δεκαετίας του 1880 περιόδευσε ολόκληρη σχεδόν την επικράτεια της Μακεδονίας. Σε πορεία του από τη Σέρρες προς το Σιδηρόκαστρο, περιέγραψε τον οικισμό ως ένα τσιφλίκι που αριθμούσε 30 χριστιανικές οικογένειες.[10] Το 1889, ο Στέφαν Βέρκοβιτς στο έργο «Τοπογραφικό-Εθνογραφικό Σκίτσο της Μακεδονίας», με στατιστικά στοιχεία της περιόδου 1857-1883, σημείωσε το Χριστός ως ένα χωριό με 64 σπίτια,[11] ενώ το 1891, ο Γκεόργκι Στρέζοφ ανέφερε: «Χριστός, τσιφλίκι του Αντά μπέη, δυτικά από τη Βίσιανη στους πρόποδες λόφου του όρους Βροντού. Από τη Σέρρες ο δρόμος είναι ίσιος και διαρκεί περίπου 1½ ώρα. Λέγεται ότι το χωριό αυτό, ήταν κτήμα του μοναστηριού της Μαργαρίτας (σ.σ. Μονή Τιμίου Προδρόμου)».[12]
Σύμφωνα με τη μελέτη «Αι Σέρραι και τα προάστεια, τα περί Σέρρας και η Μονή Ιωάννου του Προδρόμου» του Πέτρου Παπαγεωργίου που εκδόθηκε το 1894, ο οικισμός αριθμούσε πληθυσμό 300 χριστιανών κατοίκων.[2] Η στατιστική μελέτη του Βούλγαρου Βασίλ Κάντσωφ εκτιμά ότι το 1900 υπήρχαν 240 κάτοικοι,[13] ενώ σύμφωνα με τη μελέτη «La Macédoine et sa Population Chrétienne» του Βούλγαρου Ντίμιταρ Μπρανκόφ, το 1904 ζούσαν εκεί 200 κάτοικοι.[14] Σύμφωνα με την «Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου» του Αθανάσιου Χαλκιόπουλου, που εκδόθηκε το 1910 στην Αθήνα, ο πληθυσμός του οικισμού ήταν 150 κάτοικοι.[15] Τέλος, σε υπολογισμούς που εξέδωσε το 1919 η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προ του 1912 αναφέρονται 210 «Βούλγαροι Σχισματικοί Διαμαρτυρόμενοι κ.λπ.».[16]
Οι παραπάνω στατιστικές μελέτες υπολογισμού του πληθυσμού της Μακεδονίας έως τις αρχές του 20ου αιώνα, δεν χρησιμοποίησαν ενιαία και αντικειμενικά κριτήρια και, ως εκ τούτου, το κύρος και η αξιοπιστία τους τίθενται υπό αμφισβήτηση.[17]
Σύγχρονη ιστορία
Με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, ο οικισμός περιήλθε στην ελληνική επικράτεια και το 1913 είχε πληθυσμό 137 κατοίκων και καλλιεργούμενη έκταση 500 στρεμμάτων σε σύνολο 2.000 καλλιεργήσιμων στρεμμάτων.[18][19]
Την περίοδο του εποικισμού τη δεκαετία του 1920, με την εγκατάσταση προσφύγων από τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη, δημιουργήθηκε ένας νέος προσφυγικός οικισμός νοτιοδυτικά του Χριστού, ο οποίος ονομάστηκε Κάτω Χριστός.[22][23] Σύμφωνα με στοιχεία της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων, εγκαταστάθηκαν τουλάχιστον 100 οικογένειες και κατά την ελληνική απογραφή του 1928 ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε σε 450 κατοίκους.[24][25][26]
Μεταξύ του Χριστού και του Κάτω Χριστού, θεμελιώθηκε το 1928 και ολοκληρώθηκε το 1933 ο ιερός ναός Αγίας Τριάδας. Σύμφωνα με τον ιστορικό Πέτρο Σαμσάρη, η εκκλησία χτίστηκε πάνω στα ερείπια μικρότερου βυζαντινού ναού, πιθανόν του Σωτήρος Χριστού.[3][27]
Κατά την ελληνική απογραφή του 1940, ο αρχικός οικισμός αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως Άνω Χριστός. Το 1955 οι οικισμοί Άνω και Κάτω Χριστός αποσπάστηκαν από την κοινότητα Μελενικιτσίου και προσαρτήθηκαν στην νεοσυσταθείσα κοινότητα Χριστού, με έδρα τον Κάτω Χριστό.[28]
Ο Άνω Χριστός εγκαταλείφθηκε οριστικώς τη δεκαετία του 1960 και οι κάτοικοι, στην πλειοψηφία τους Βλάχοι, μετεγκαταστάθηκαν στις Σέρρες και στον Κάτω Χριστό, όπου δημιουργήθηκε ιδιαίτερη συνοικία.[29]