Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές.Βοηθήστε συνδέοντας το κείμενο με τις πηγές χρησιμοποιώντας παραπομπές, ώστε να είναι επαληθεύσιμο.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 24/03/2017.
Ο Αλή Πασάς Τεπελενλής[i] (αλβανικά: Ali pashë Tepelena,τουρκικά: Tepedelenli Ali Paşa, 1740 - 24 Ιανουαρίου1822) ήταν μουσουλμάνοςΑλβανός στην καταγωγή πασάς των Ιωαννίνων που διαδραμάτισε για περισσότερα από 40 χρόνια σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου και όχι μόνο, από το 1788 όταν και διορίστηκε πασάς των Ιωαννίνων μέχρι τις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης. Στο απόγειο της δόξας του κατείχε μια μεγάλη περιοχή του ελλαδικού χώρου και ανήκε στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία. Για τον τρόπο με τον οποίο διοίκησε το πασαλίκι των Ιωαννίνων αλλά και για τον χαρακτήρα του, έμεινε γνωστός σαν Ασλάνι (λιοντάρι) των Ιωαννίνων. Διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου αλλά και ευρύτερα της Ελλάδας και της Αλβανίας στο μεταίχμιο μεταξύ του 18ου αιώνα και 19ου αιώνα. Καταγόταν από το Τεπελένι της Αλβανίας (γεννήθηκε μεταξύ 1740-1750) και εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο αρχικά ως αρχηγός ληστοσυμμορίας, που εμπλέκεται σε συγκρούσεις με αξιωματούχους του οθωμανικού κράτους στον χώρο της Αλβανίας και της Ηπείρου. Χάρη στην πολεμική του ικανότητα, την ανδρεία του, αλλά και τις δολοπλοκίες του, καταφέρνει να ενταχθεί στον στρατιωτικό- διοικητικό μηχανισμό του οθωμανικού κράτους καταλαμβάνοντας διάφορα αξιώματα, ώσπου τελικά το 1788 διορίζεται πασάς, δηλαδή διοικητής του σαντζακίου των Ιωαννίνων.
Οικογενειακό υπόβαθρο
Γενάρχης της οικογένειάς του, ή ο πρώτος που έγινε ονομαστός από την οικογένειά του ήταν κάποιος Τούρκος ονόματι Μουσταφά ή Μούτζο Χούσσος, προπάππους του Αλή, αρχηγός ληστρικών ομάδων που δρούσε στην Ανατολία, περί τα τέλη του 17ου αιώνα που εξ αυτού και η οικογένειά του λεγόταν Μουτζοχουσσάτες[ii] η οποία και εγκαταστάθηκε στην Αλβανία, προερχόμενη από τη Μικρά Ασία, περίπου 80 χρόνια πριν τη γέννηση του Αλή Πασά. Γιος του Μουσταφά (Μουτζοχουσσάτη) ήταν ο Μουχτάρ (Μουτζοχουσσάτης) που λέγεται πως είχε λάβει μέρος στην πολιορκία της Κέρκυρας κατά τον πόλεμο με του Ενετούς το 1716. Από αυτή την ενέργεια η Υψηλή Πύλη τον αμνήστευσε για τις πρότερες ληστρικές δράσεις του, που όμως επανέλαβε αργότερα. Ο γιος του Μουχτάρ εκείνου, ο λεγόμενος Βελής, ήταν ο πατέρας του Αλή Πασά.
Ο Βελής ακολουθώντας τα χνάρια του παππού του αλλά και του πατέρα του ήταν αρχηγός συμμοριών και είχε υπό την προστασία του τα χωριά Λέκλη και Χόρμοβο της Βορείας Ηπείρου, όπου αφού σκότωσε τους αδελφούς του και τον εξάδελφό του Ισλάμπεη, είχε αναγνωρισθεί από την Πύληπασάς δύο μικρών περιοχών λαμβάνοντας και τη θέση του Μουτασερίφη του Δελβίνου, για μικρό όμως διάστημα μέχρι το θάνατό του.
Ο Αλή γεννήθηκε στο Τεπελένι, ένα μικρό χωριό τότε της σημερινής Αλβανίας το 1744 (κατά νεότερες έρευνες, αντί 1740 ή 1750, ή 1752 που είχαν υποστηρίξει παλιότεροι βιογράφοι). Η μητέρα του λεγόταν Χάμκω, ήταν ελληνίδα στην καταγωγή και ελληνόγλωσση - δεύτερη γυναίκα του Βελή, κόρη του μπέη της Κόνιτσας. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1753, που επηρέασε δραματικά την εφηβική του ηλικία, οι κάτοικοι των χωριών που δυνάστευε ο πατέρας του εξεγέρθηκαν, και οι Γαρδικιώτες συνέλαβαν τη Χάμκω και τη βίασαν ομαδικά, προτού την αφήσουν τελικά ελεύθερη.
Σύμφωνα με συχνές εκμυστηρεύσεις του Αλή, ο πατέρας του, ο Βελής, τα μόνα περιουσιακά στοιχεία που άφησε στη γυναίκα του, Χάμκω, και στα δύο παιδιά του, τον Αλή και την αδελφή του Χαϊνίτσα, ήταν "μιά άθλια τρύπα και λίγα χωράφια"[ii].
Τα πρώτα χρόνια
Για τα παιδικά χρόνια του Αλή είναι γνωστό ότι ήταν πολύ ανήσυχος και του άρεσαν οι πολεμικές τέχνες. Λόγω αυτών εγκατέλειπε τους δασκάλους του και περιφέρονταν στα βουνά. Έτσι τα λίγα γράμματα που έμαθε τα όφειλε και μόνο στην επιμονή της μητέρας του. Είναι γεγονός πως ο Αλής ανατράφηκε από τη μητέρα του με υπέρμετρη φιλοδοξία και με στόχο να γίνει σπουδαίος, περισσότερο από τον πατέρα του, και μάλιστα κατά τη συνήθη έκφραση του Αλή αναγνώριζε πως εκείνη τον έκανε "άντρα και Βεζύρη".
Σε αυτό βοήθησε και η εξολόθρευση όλων των ετεροθαλών αδελφών του από τη μητέρα του, ένα σύνηθες πλέον άγριο φαινόμενο που είχε ξεκινήσει από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεχίστηκε πιο έντονα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και που υιοθετήθηκε ακόμη σε μεγαλύτερο βαθμό από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Η παντελής όμως έλλειψη στοιχείων για την περίοδο των εφηβικών χρόνων του Αλή δεν επιτρέπει σε κανέναν να αναφερθεί στην περίοδο αυτή. Έτσι εικάζεται, πως μετά το θάνατο του πατέρα του, κατά την εφηβική του ηλικία, ο Αλής είχε καταφύγει στα γύρω βουνά και έτοιμος πλέον μαχητής είχε οργανώσει και αναλάβει αρχηγός συμμοριών που συγκροτούνταν από Τόσκηδες και Λιάπηδες ληστές, με τις οποίες επιχειρούσε τις ληστρικές επιδρομές σε ολόκληρη την Ήπειρο και τη Θεσσαλία.
Πρώτες δραστηριότητες
Λόγω της ληστρικής του αυτής δράσης συνελήφθη από τον πασά του Βερατίου, Κουρτ Αχμέτ πασά, αλλά αφέθηκε ελεύθερος αφού υποσχέθηκε να σταματήσει τις επιδρομές, υπόσχεση την οποία όμως δεν κράτησε, διότι όπως λέγεται ο πασάς αρνήθηκε να του δώσει για σύζυγο την κόρη του. Έπειτα λόγω της σκληρής καταδίωξης που αντιμετώπισε κατέφυγε στον Καπλάν πασά του Δελβίνου, του οποίου την κόρη (Εμινέ) παντρεύθηκε το 1768, μνηστεύοντας παράλληλα και την αδελφή του Χαϊνίτσα με τον μεγαλύτερο γιο του Καπλάν. Από αυτό τον γάμο ο Αλής απέκτησε και τους δυο του γιους, τον Μουχτάρ (1769) και τον Βελή (1773). Μέσω διαφόρων δολοπλοκιών κατάφερε να εξοντώσει τόσο τον πεθερό του όσο και τον διάδοχο αυτού Σελίμ χωρίς όμως να καταφέρει να διοριστεί αυτός πασάς ενώ παράλληλα εκδικήθηκε τους κατοίκους του Χορμόβου και του Λικλίου οι οποίοι είχαν πριν από χρόνια ατιμάσει τη μητέρα του.
Το 1785 διορίστηκε επόπτης των οδικών αρτηριών της Ρούμελης και ήρθε σε συνεννόηση με τους ληστές που δρούσαν στη Θεσσαλία. Όμως, το 1787 όταν και διορίστηκε πασάς των Τρικάλων καταδίωξε και εξόντωσε τους πρώην συμμάχους του, λυτρώνοντας παράλληλα την περιοχή από τις ληστρικές επιδρομές και αποκτώντας τη φήμη ενός ικανού διοικητή.
Πασάς στα Ιωάννινα
Το 1788 εκμεταλλευόμενος την απουσία του πασά των Ιωαννίνων, Αλή Ζοτ λόγω εκστρατείας στον Δούναβη άρπαξε το πασαλίκι των Ιωαννίνων, πράξη την οποία τελικά ενέκρινε και η Υψηλή Πύλη, δίνοντας του μάλιστα δικαιοδοσία πέρα από την Αλβανία και την Ήπειρο και στη Στερεά Ελλάδα. Από τη θέση του διοικητή του σαντζακίου των Ιωαννίνων θέτει σταδιακά τις βάσεις για τη δημιουργία ενός σχεδόν αυτόνομου από την Πύλη κράτους, το οποίο περιλαμβάνει μεγάλο μέρος της Ελλάδας και της Αλβανίας. Παράλληλα, κατά την περίοδο της ηγεμονίας του, η πρωτεύουσά του τα Γιάννινα μετατρέπονται σε ένα σημαντικό πνευματικό, πολιτισμικό, πολιτικό και οικονομικό κέντρο. Στην προσπάθειά του να πετύχει τους σκοπούς του προσεταιρίζεται όλες τις θρησκευτικές και εθνικές ομάδες της επικράτειάς του. Ωστόσο δεν διστάζει να συντρίψει κάθε αντίπαλό του με δυναμικό τρόπο. Παράλληλα αναπτύσσει σχέσεις με ευρωπαϊκές δυνάμεις.
Ως πασάς των Ιωαννίνων συμμετείχε στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787 - 1792, η συμμετοχή του όμως διεκόπη διότι αναγκάστηκε να εκστρατεύσει το 1790 και το 1792 κατά των επαναστατημένων Σουλιωτών χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1796 κατέκτησε την Άρτα και το 1798 υπέταξε τη Χειμάρρα (Χιμάρα) και κατέλαβε την Πρέβεζα από τους Γάλλους, μετά την αιματηρή Mάχη της Νικόπολης. Μετά την Πρέβεζα κατέλαβε τη Βόνιτσα και το 1803 υπέταξε το Σούλι και εξόρισε τους κατοίκους του. Κεντρικές φυσιογνωμίες στη μάχη του Σουλίου υπήρξαν οι γυναίκες του Σουλίου οι οποίες πολέμησαν γενναία στο πεδίο της μάχης υπό την καθοδήγηση της Μόσχως Τζαβέλλα, συζύγου του Λάμπρου Τζαβέλλα, και της Δέσπως Μπότση.[2] Οι γυναίκες του Σουλίου μάλιστα έμειναν γνωστές για τον περίφημο «χορό του Ζαλόγγου» κατά τον οποίο προτίμησαν να πηδήξουν στον γκρεμό τραγουδώντας και χορεύοντας αγκαλιά με τα παιδιά τους παρά να πιαστούν αιχμάλωτες μετά την πτώση του Σουλίου.[2] Η ηρωική τους πράξη προκάλεσε τον θαυμασμό της Ευρώπης και συνέβαλλε στη δημιουργία ενός έντονου φιλελληνικού κλίματος που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.[2]
Ο Αλή Πασάς για το επίτευγμα της κατάληψης του Σουλίου διορίστηκε από την Υψηλή Πύλη διοικητής της Ρούμελης και ο γιος του, Βελής, διοικητής της Θεσσαλίας και του Μοριά ενώ προσωρινά η δικαιοδοσία του επεκτάθηκε μέχρι τη Θράκη. Μεταγενέστερες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη του Αργυροκάστρου το 1812 και η αγορά της Πάργας από τους Άγγλους το 1819. Όντας ήδη σχετικά αυτόνομος από την κεντρική εξουσία, ο Αλής είδε το κράτος του να εκτείνεται στη μέγιστη του εξάπλωση από την Πελοπόννησο μέχρι τη Μακεδονία.
Αλή Πασάς και Μέτσοβο
Η επικράτηση του Αλή Πασά, ως ανώτατου οθωμανού διοικητή του ηπειροθεσσαλικού χώρου, ανατρέπει τις ισορροπίες που είχαν επιτευχθεί έως τότε μεταξύ του Μετσόβου και του οθωμανικού κράτους. Το 1795 μισθώνει για λογαριασμό του τον μουκατά της Χώρας Μετσόβου. Η ιστοριογραφία εκλαμβάνει αυτό το γεγονός ως το τέλος του προνομιακού καθεστώτος που απολάμβανε η περιοχή του Μετσόβου από τα μέσα του 17ου αιώνα. Ωστόσο, παρά την αυθαίρετη επιβολή εισφορών και τον τερματισμό της εποπτείας της Χώρας Μετσόβου από Οθωμανούς αξιωματούχους της Κωνσταντινούπολης, αυτή η αλλαγή δεν συνιστά κατάργηση του φορολογικού και, κυρίως, του διοικητικού και γεωγραφικού πλαισίου που διείπε μέχρι τότε την περιοχή. Ακόμα και το 1802, επτά χρόνια αφότου ο μουκατάς του Μετσόβου περιήλθε στα χέρια του Αλή Πασά, ο σουλτάνοςΣελίμ Γ΄ απευθύνει έγγραφο προς τον διοικητή του σαντζακιούΤρικάλων και τον ιεροδίκη της ίδιας πόλεως, με το οποίο τους καθιστά γνωστή την ανανέωση προηγουμένων φιρμανιών του Μετσόβου. Ως διοικητική πράξη επιβεβαιώνει ότι ο Αλή Πασάς δεν είχε μετατρέψει τη Χώρα Μετσόβου σε προσωπικό του φέουδο, κάτι που είχε συμβεί με πολλούς οικισμούς της επικράτειάς του. Ωστόσο, παρά τον τυπικό σεβασμό που υποδεικνύει προς το προνομιακό καθεστώς του Μετσόβου, δεν παύει να το υπονομεύει σε όλες του τις πτυχές. Εκτός του ότι γίνεται ο αποκλειστικός νομέας της, επιβάλει στον πληθυσμό της μερικές δυσβάστακτες επιβαρύνσεις. Συγκεκριμένα, αυξάνει σημαντικά το ποσό του φόρου που πλήρωναν ως τότε και, επιπλέον, τους υποχρεώνει να διατηρούν στα ορεινά τους περάσματα αλβανική φρουρά διοριζόμενη από αυτόν. Επίσης, τα μεροκάματα των Μετσοβιτών μαστόρων (οικοδόμων και ξυλουργών) που απασχολεί στα οικοδομικά του έργα, καθώς και το κόστος της ξυλείας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τους, επιβαρύνει την κοινότητα του Μετσόβου. Αυτές οι εξελίξεις, παρά τις συγκρούσεις που δημιουργούν στην τοπική κοινωνία, δεν μεταβάλουν την εσωτερική δομή του καθεστώτος της Χώρας Μετσόβου. Ο φορολογικός της μηχανισμός εξακολουθεί να λειτουργεί με βάση τις μεθόδους που εφαρμόζονταν κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.
Ρήξη με την Πύλη
Το 1820, ύστερα από την αποκάλυψη ότι δυο Αλβανοί σταλμένοι από τον Αλή αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Ισμαήλ Πασόμπεη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ενοχλημένος από αυτό το γεγονός και θορυβημένος διότι ο Αλής ήταν εμπόδιο στο μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα και κίνδυνος για τη συνοχή της αυτοκρατορίας του, διέταξε την απομάκρυνσή του από το πασαλίκι των Ιωαννίνων με σκοπό να τον περιορίσει στο Τεπελένι. Ο Αλής προσπάθησε να εξευμενίσει τον σουλτάνο, ζήτησε τη μεσολάβηση της Ρωσίας και της Αγγλίας ενώ κατέδωσε ακόμα και τη Φιλική Εταιρεία, της οποίας την ύπαρξη γνώριζε από το 1819. Τελικά το 1820 η Πύλη τον κήρυξε ένοχο εσχάτης προδοσίας και τον κάλεσε να εμφανιστεί εντός 40 ημερών στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί. Εκείνος φυσικά αρνήθηκε, ερχόμενος σε σύγκρουση με τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας.
Πολιορκία των Ιωαννίνων από τον Σουλτάνο
Ο Μαχμούτ Β΄ κινητοποίησε το καλοκαίρι του 1820 κατά του Αλή στράτευμα 80.000 ανδρών[iii] με αρχηγό στην αρχή τον Ισμαήλ Πασόμπεη και στη συνέχεια τον Χουρσίτ Πασά. Ο Αλής βρέθηκε σε δεινή θέση καθώς αντιμετώπισε σημαντική διαρροή οπλαρχηγών (ακόμη και οι γιοι του παραδόθηκαν παρά το γεγονός ότι τους είχε δώσει εντολή να αμυνθούν μέχρις εσχάτων) και στρατευμάτων, ενώ φάνηκε πως ο στρατός του δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος για σύγκρουση με τα σουλτανικά στρατεύματα. Η πολιορκία του κάστρου των Ιωαννίνων συνεχιζόταν λόγω της αντιγνωμίας που είχε ξεσπάσει μεταξύ των πολιορκητών (οφειλόταν στις δωροδοκίες των αξιωματικών από τον διαβόητο πασά). Σημαντικό ρόλο έπαιξε και το γεγονός ότι ο Αλής πήρε με το μέρος του, τους άλλοτε ορκισμένους εχθρούς του, Σουλιώτες με την προϋπόθεση να τους άφηνε να επανεγκατασταθούν στο Σούλι. Αξιοσημείωτο είναι πως την 25η Αυγούστου, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας δεν δίστασε να κάψει μέρος της πόλης για να έχει καλύτερο οπτικό πεδίο το πυροβολικό του. Η κατάσταση άλλαξε όταν ο Πασόμπεης αντικαταστάθηκε από τον Χουρσίτ, ο οποίος επανέφερε την τάξη στο στρατόπεδο των πολιορκητών, περιόρισε τις επιδρομές των Σουλιωτών και έσφιξε τον κλοιό γύρω από τον Αλή. Η έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης ανάγκασε τον Χουρσίτ να αρχίσει διαπραγματεύσεις κατά τις οποίες όμως κατέλαβε τα ισχυρά οχυρά του κάστρου περιορίζοντας τον Αλή στο παλάτι του, όπου είχε συγκεντρώσει τους θησαυρούς του αλλά και πολλά βαρέλια πυρίτιδα απειλώντας να δώσει εντολή για ανατίναξη αν γινόταν έφοδος, πράγμα που δεν ευχαριστούσε τον Χουρσίτ που εποφθαλμιούσε την περιουσία του εχθρού του. Κατά τα τέλη του Νοεμβρίου του 1821 ολόκληρη σχεδόν η φρουρά του κάστρου είχε αυτομολήσει στον Χουρσίτ, αφήνοντας στον Αλή μόνο 500 άνδρες, από τους οποίους σε λίγο οι 430 προσχώρησαν στους Τούρκους. Η αποσχιστική δράση του Αλή Πασά αποτελεί ένα από τα κορυφαία παραδείγματα της θεσμικής διαφθοράς και των διασπαστικών τάσεων που επικρατούν εκείνη την περίοδο στην οθωμανική αυτοκρατορία.
Ο θάνατος του Αλή
Τον Ιανουάριο του 1822 έπειτα από σκληρές διαπραγματεύσεις ο Αλής δέχτηκε να παραδοθεί με τον όρο να του δινόταν αμνηστία και κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα που βρίσκεται στο Νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί, στις 24 του ίδιου μήνα σκοτώθηκε μετά από σύντομη συμπλοκή, από τον απεσταλμένο του Χουρσίτ, Κιοσέ Μεχμέτ (κατά άλλους ήταν ο Αλή Χασάν), που είχε έρθει δήθεν με το χαρτί της αμνηστίας. Το πτώμα του αποκεφαλίστηκε και το κεφάλι του στάλθηκε ταριχευμένο από τον Χουρσίτ στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα θάφτηκε σε μια περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης[iv]. Το ακέφαλο σώμα του ενταφιάστηκε στον οικογενειακό τάφο του σεραγιού, στο Ιτς Καλέ, κοντά στο Φετιγιέ Τζαμί. Ο τάφος αυτός (που περιβαλλόταν ως το 1944 με ωραίο ψηλό κιγκλίδωμα το οποίο αφαιρέθηκε κατά τη διάρκεια της Κατοχής για να αντικατασταθεί τα τελευταία χρόνια από καινούργιο), φαίνεται πως ήταν τόπος προσκηνύματος[v] για τους, Αλβανούς κυρίως, μουσουλμάνους της Ηπείρου και της Αλβανίας ακόμα και κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Κατά άλλες πηγές πάντως τον Αλή Πασά τον σκότωσαν Έλληνες, που μπήκαν στο σπίτι του και τον πυροβόλησαν από το κάτω πάτωμα μέσα στον οντά του. Στο σπίτι του, που σήμερα είναι μουσείο-αξιοθέατο της πόλης των Ιωαννίνων, υπάρχουν ακόμα και οι τρύπες από τις σφαίρες που διαπέρασαν το πάτωμα και σκότωσαν τον Αλή Πασά.
Ο Αλή Πασάς ως προσωπικότητα
Πολιτική
Ο Αλής κυβέρνησε επιβάλλοντας σκληρή πειθαρχία και εξολοθρεύοντας ανελέητα τους εχθρούς του και γενικά όποιον αμφισβητούσε την εξουσία του (Σουλιώτες, Γαρδικιώτες, Κατσαντώνης, Βλαχάβας, πασάδες Δελβίνου και Δίβρης). Κατά τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας του κατασκεύασε δρόμους, λιμάνια, γέφυρες, υδραγωγεία, ίδρυσε σχολεία, είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους επιστήμονες και παγίωσε την ασφάλεια στην επικράτειά του μέσω της εξάλειψης της ληστείας, ενώ ιδιαίτερα στην πρωτεύουσά του, τα Γιάννενα ενισχύθηκε η βιοτεχνία, αναπτύχθηκαν το εμπόριο, οι τέχνες και τα γράμματα. Επίσης ήταν ανεκτικός έναντι των χριστιανών και στην επικράτειά του υπήρχε σχετική ανεξιθρησκεία, σε βαθμό που να χτίζει στο παλάτι του εκκλησίες για τους χριστιανούς συμβούλους του και τις χριστιανές του χαρεμιού του.
Ο Αλής είχε ζητήσει από τον ΑυστριακόΚλέμενς φον Μέτερνιχ σχέδιο συντάγματος. Επίσης είχε κατά καιρούς συμμαχήσει καιροσκοπικά με τους Γάλλους, δηλώνοντας μάλιστα και θαυμαστής του Ναπολέοντα (αυτό δεν τον εμπόδισε να καταλάβει το 1798 τη γαλλοκρατούμενη Πρέβεζα και να κατακρεουργήσει τους Γάλλους αιχμαλώτους), είχε καλές σχέσεις με την Αγγλία, ιδίως μετά την αγορά της Πάργας το 1819, ενώ προσπαθούσε να δημιουργήσει καλό όνομα στη Δύση, υποδεχόμενος στο παλάτι του κάθε Ευρωπαίο περιηγητή που περνούσε από την επικράτειά του.
Αυτή η εικόνα, που διαδίδεται και από ξένους χρονικογράφους, οδήγησε κάποιους μεταγενέστερους συγγραφείς στην κατασκευή ενός μύθου περί "πεφωτισμένης δεσποτείας" ή ενός "οριενταλικού" Βοναπάρτη της Ηπείρου. Από σύγχρονες μελέτες αυτή η εικόνα κρίνεται εσφαλμένη και αναχρονιστική, η οποία μάλιστα συσκοτίζει τη φύση του ανταγωνισμού μεταξύ Αλή και Σουλιωτών. Ο Αλής, αρχικά ένας Τουρκαλβανός ληστής, θεωρείται ότι δεν διέθετε τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις για τη συγκρότηση μιας "φωτισμένης δεσποτείας" στην Ήπειρο. Αντίθετα με ανάλογους άλλους ηγέτες που εμφανίστηκαν τότε μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (όπως ο Μοχάμετ Άλι στην Αίγυπτο ή ο Καραοσμάνογλου στη Σμύρνη) δεν ελάφρυνε τα βάρη των αγροτών, τουναντίον μάλιστα αύξησε υπέρμετρα τη φορολογία, και συνέτριψε τους τοπικούς φεουδάρχες μόνο για να υφαρπάξει τις ιδιοκτησίες τους. Στα ύστερα χρόνια της δεσποτείας του ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός, η γενικευμένη τρομοκρατία και η φρενήρης αναζήτηση προσωπικού πλουτισμού απέβη εις βάρος της οικονομικής δραστηριότητας. Κατά τα τελευταία χρόνια της εποχής του οι φόροι αυξάνονταν κατά 25% έως 30% το χρόνο με αποτέλεσμα τη φυγή των περίφημων συντεχνιών της Ηπείρου προς το εξωτερικό και τον στραγγαλισμό της παραγωγής και του εμπορίου. Στον φόρο που όριζε το οθωμανικό κράτος (χαράτσι) αυτός επέβαλε επί πλέον φόρο και μάλιστα σχεδόν ισόποσο, που παρακρατούσε για τον εαυτό του. Στη γεωργία δεν επιτέλεσε κανένα ουσιαστικό έργο γεωπονικού χαρακτήρα και καμία βελτίωση των καλλιεργητικών συνθηκών στα πολυάριθμα τσιφλίκια του. Τα έσοδά του προέρχονταν κυρίως από τη φορολογία, βασικώς στην οθωμανική μορφή της, και όχι από βελτίωση της παραγωγής.[3][4].
Η φαινομενική ανεξιθρησκεία στην Αυλή του δεν τον εμπόδιζε να τιμωρεί με θάνατο τους χριστιανούς και τις μουσουλμάνες που διατηρούσαν ερωτικούς δεσμούς μεταξύ τους. Την ίδια μέθοδο χρησιμοποιούσε και για τις χριστιανές μοιχαλίδες (με αυτή την πρόφαση έπνιξε στη λίμνη των Ιωαννίνων και την ερωμένη του γιου του, Μουχτάρ, την περίφημη Κυρά Φροσύνη, η οποία αρνήθηκε τον έρωτά του).
Όσοι απευθύνονταν σε αυτόν για διάφορα ζητήματα, αντιμετωπίζονταν με δικαιοσύνη και συνήθως βρίσκονταν συμβιβαστικές λύσεις. Όσον αφορά θέματα ανακρίσεων ή τιμωρίας, ο Αλή συνήθιζε να υποβάλλει τους ύποπτους ή ένοχους σε φρικτά μαρτύρια.
Διπλωματία
Οι διπλωματικές και διοικητικές του ικανότητες, το ενδιαφέρον του για νεωτερικές αντιλήψεις, η λαϊκή του θρησκευτικότητα, η θρησκευτική του ουδετερότητα, η πάταξη της ληστοκρατίας, η σκληρότητα και εκδικητικότητα που επιδεικνύει κατά την επιβολή της τάξης και η λεηλατική του συμπεριφορά απέναντι σε πρόσωπα και κοινότητες, προκειμένου να αυξήσει τις προσόδους του, προκαλούν τον θαυμασμό και συνάμα τις επικρίσεις των συγχρόνων του, ενώ διχάζουν ακόμη την ιστοριογραφία αναφορικά με την προσωπικότητά του.
Χαρακτήρας
Ως χαρακτήρας ο Αλή ήταν αντιφατικός: συνδύαζε αρετές όπως οι ηγετικές ικανότητες, η κοινωνική δικαιοσύνη (με τα δεδομένα της εποχής), η ευστροφία, η πολιτική διάνοια και η θρησκευτική ανεκτικότητα με ελαττώματα όπως η φιλαργυρία και η βαναυσότητα. Αν και αγράμματος ευνοούσε την ανάπτυξη των γραμμάτων, ήθελε να οργανώσει το κράτος του στα πρότυπα των αντίστοιχων της Ευρώπης και μπορούσε να ελίσσεται πολιτικά με επιτυχία, ακόμη και με τη Δύση όντας μεγάλος διπλωμάτης αλλά και δολοπλόκος. Παρόλο που ήταν επίορκος και είχε εξοντώσει αρκετούς πρώην συμμάχους του (από τον πεθερό του μέχρι τους πρώην συντρόφους του ληστές) δεν δίσταζε να παίρνει υπό την προστασία του γόνους άλλων παλιών του φίλων (όπως π.χ. ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, γιος του παλιού γνωστού του Αλή, Ανδρέα Βερούση). Ακόμα και στα βαθιά του γεράματα, διατήρησε πάνω από 100 παλλακίδες, ωστόσο έτρεφε αληθινά αισθήματα προς την προστατευόμενη και μετέπειτα τελευταία του σύζυγο, Βασιλική Κονταξή, η οποία όμως δεν ξέχασε ποτέ την εθνική της καταγωγή και το γεγονός πως την άρπαξε και την έκανε γυναίκα του σε ηλικία 12 ετών. Παρά το γεγονός ότι ήταν άθρησκος (ο ίδιος δήλωνε Μπεκτάσης ή Ιακωβίνος.[vi] ) ήταν ταυτόχρονα και δεισιδαίμονας με αποτέλεσμα να δέχεται αδιαμαρτύρητα τους προπηλακισμούς και τον ελέγχο των δερβίσηδων για την άστατη ζωή του, ενώ προσκύνησε με ευλάβεια το λείψανο του Κοσμά του Αιτωλού όταν αυτό μεταφέρθηκε κάποτε στα Ιωάννινα.
Σχέσεις με τον ελληνικό πληθυσμό
Ο Αλής έδειξε σχετική εύνοια και ανοχή προς το ελληνικό στοιχείο, σε σημείο που η επικράτειά του να είναι το μοναδικό μέρος όπου οι Έλληνες ήταν σχεδόν ισότιμοι με τους Οθωμανούς. Βέβαια ήταν αμείλικτος με όσους αμφισβητούσαν την εξουσία του. Έτσι καταδίωξε τους κλέφτες και τους αρματολούς, πολλούς από τους οποίους εξόντωσε (Αντώνης Κατσαντώνης, Βλαχάβας, Κώστας Λεπενιώτης, Λαζαίοι) και άλλους κυνήγησε (Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Ζαχαριάς κ.ά.). Επίσης διώχτηκαν οι ανυπότακτοι Σουλιώτες, οι Χειμαριώτες (Χιμάρα αρχ. Χιμέρα) καθώς και οι Παργινοί. Άλλη μια πόλη που υπέφερε από τον Αλή Πασά, χωρίς όμως να τον προκαλέσει προηγουμένως ήταν η Πρέβεζα, της οποίας οι κάτοικοι ήταν στο έλεος των ευνοούμενων του.[vii]
Τα μαρτύρια και οι εκτελέσεις Ελλήνων από τον Αλή αναφέρονται στην Ελληνική νομαρχία η οποία γράφτηκε το 1802, πριν από την καταστροφή του Σουλίου του 1803:
Στο ίδιο κείμενο αναφέρονται και οι μεθοδεύσεις του Αλή για να αρπάζει τις περιουσίες των υπηκόων του. Μια μέθοδος που χρησιμοποιούσε ήταν ο διορισμός κάποιου ως διοικητή σε μια περιοχή έναντι αμοιβής. Ο διοριζόμενος για να βγάλει τα έξοδα άρπαζε τις περιουσίες των κατοίκων. Στη συνέχεια ο Αλής φυλάκιζε ή και σκότωνε τον διοικητή και του έπαιρνε την περιουσία που είχε μαζέψει.[5]
1787 Ο Αλή διορίζεται Πασάς και στα Γιάννενα ως διάδοχος του Κουρτ Πασά.
1789 Πρώτες συγκρούσεις του Αλή Πασά με τους ανένταχτους Σουλιώτες. Οι συγκρούσεις αυτές κρατούν 4 μήνες.
1791 Οι Σουλιώτες επιδίδονται σε ληστρικές επιχειρήσεις στις πεδινές περιοχές του Πασαληκίου του Αλή.
1792 Πρώτη εκστρατεία του Αλή Πασά με 10.000 στρατιώτες κατά των Σουλιωτών αποτυγχάνει.
1797 Συμμετοχή του Αλή Πασά στην τουρκική εκστρατεία κατά του εξεγερμένου Πασά του Βιδινίου Πεσβάνογλου. Οι Σουλιώτες βρίσκοντας ευκαιρία εξαπολύουν επιδρομές κατά πεδινών χωριών. Με τη συνθήκη του Κάμπο Φόρμιο τα Επτάνησα περιέρχονται στους Γάλλους. Ο Αλή αρχίζει διπλωματική φιλία με τον Ναπολέοντα, εξασφαλίζοντας ελευθεροπλοΐα των εμπορικών πλοίων της επικράτειάς του, στο στενό της Κέρκυρας, αρχίζοντας μια ανεξάρτητη πολιτική. Στο τέλος του ίδιου χρόνου ο Αλή Πασάς εκστρατεύει κατά του Πασά του Δέλβινου.
1798 Το Πασαλήκι των Ιωαννίνων επεκτείνεται με την προσάρτηση εκείνου της Έδεσσας και της Νάουσας. Το ίδιο έτος διακόπτει τις διπλωματικές σχέσεις με Γαλλία και στρέφεται εναντίον Γάλλων και Ελλήνων στο Βουρθωτό, την Πρέβεζα και την Πάργα.
1800 Δεύτερη εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών αποτυγχάνει. Ιδρύεται η Επτάνησος Πολιτεία.
1802 Τρίτη εκστατεία κατά των Σουλιωτών αποκρούεται.
1803 Τέταρτη εκστρατεία κατά των διχασμένων μεταξύ τους Σουλιωτών επιτυγχάνει, καταλαμβάνεται το Αβαρίκο και οι Σουλιώτες εξαναγκαζόμενοι σε συνθηκολόγηση και αποχωρούν στα Επτάνησα. Παράλληλα ο Αλή Πασάς αρχίζει διπλωματικές σχέσεις με τους Άγγλους. Το ίδιο έτος ορίζεται "Ρούμελη Βαλεσί" (= γενικός διοικητής της Ρούμελης).
1804 Εγκατάσταση αγγλικής αντιπροσωπείας στα Γιάννενα υπό τον Άγγλο διπλωμάτη D.R. Morier. Ο Γιος του Αλή Πασά, ο Βελής, διορίζεται "Μορά Βαλεσί" (= γενικός διοικητής του Μωριά, της Πελοποννήσου). Εκστρατεία κατά των Μποτσαραίων που καταφεύγουν τελικά στα χωριά του Βάλτου και στα Επτάνησα.
1805 Νέες γαλλικές διπλωματικές σχέσεις, ο Γάλλος πρόξενος Πουκενβίλ εγκαταθίσταται στα Γιάννενα.
1807 Το Πασαλήκι των Ιωαννίνων στη μεγαλύτερη δόξα του, όπου στην επικράτειά του περιλαμβάνονται η Ήπειρος, η Θεσσαλία, τμήμα της Μακεδονίας, της Εύβοιας, και το μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς. Εκστρατεία κατά της Λευκάδας αποτυγχάνει.
1808 Ο Αλή - Πασάς εκδηλώνει πίστη στην αγγλική διπλωματία και οι Άγγλοι του υπόσχονται την Πάργα.
1810 Αναβάθμιση της αγγλικής αντιπροσωπείας με επίσημο διπλωμάτη πρέσβη στα Γιάννενα.
1819 Οι Άγγλοι παραδίδουν στον Αλή Πασά την Πάργα την οποία και εποικίζει με αλβανικές οικογένειες.
1820 Η ακολουθούμενη ανεξάρτητη διπλωματία υποχρεώνει την Πύλη στην παύση και καθαίρεση του Αλή Πάσά.
1821 "Μόρα Βαλεσί" ορίζεται ο Χουρσίτ Πασάς ο οποίος και εκστρατεύει κατά του Αλή. Έλληνες υποστηρίζουν τον Αλή.
1822 Θάνατος του Αλή Πασά στη Μονή Αγίου Παντελεήμονα, στη νησίδα της λίμνης Ιωαννίνων.
Απεικονίσεις του Αλή Πασά
Λογοτεχνία
Στο μυθιστόρημαΟ κόμης Μοντεχρήστος του Γάλλου συγγραφέα Αλεξάνδρου Δουμά (1844), αναφέρεται ότι η πτώση του Αλή Πασά προκλήθηκε από τον αξιωματικό του Γαλλικού Στρατού Φερνάν Μοντέγκο. Μη γνωρίζοντας τη συμπαιγνία του Μοντέγκο με τον σουλτάνο, ο Αλή εμπιστεύεται τη γυναίκα του, Κυρά Βασιλική, και την κόρη του, στον Μοντέγκο, ο οποίος τις πουλάει ωα σκλάβες και δολοφονεί τον Αλή Πασά.[7]
Ο Αλέξανδρος Δουμάς, χρόνια μετά την έκδοση του Κόμη Μοντεχρήστου, επανέρχεται στο πρόσωπο του Αλή Πασά το 1862, με τη μυθιστορηματική βιογραφία Αλή πασάς. Το έργο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Θόδωρο Κατσικάρο και κυκλοφόρησε το 2002 από τις εκδόσεις Εστία.[10]
Το 1870 εκδόθηκε στην Αθήνα από τον ιστορικό Κωνσταντίνο Σάθα το ποίημα Αληπασιάς, το οποίο είχε υπαγορευτεί σε γραμματέα από τον αναλφάβητο στιχουργό Χατζή Σεχρέτη. Το ποίημα, γραμμένο στα ελληνικά σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, αφηγείται τη ζωή του Αλή Πασά[11] σε 15.000 στίχους.[12]
Ο Αλή Πασάς αποτελεί χαρακτήρα του ιστορικού μυθιστορήματοςΗ κόχη της ντροπής του Αλβανού λογοτέχνη Ισμαήλ Κανταρέ (1978). Το έργο μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Πόλλα Ζαχοπούλου-Βλάχου και κυκλοφόρησε το 1985 από τις εκδόσεις Ροές.[13]
Το 1995 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Χατζηνικολή το ιστορικό μυθιστόρημαΗ Αλτάνα της Πάργας του Κώστα Ασημακόπουλου με θέμα τη ζωή μιας ηπειρώτισσας με εννιά κόρες στην τουρκοκρατούμενη Πάργα.[14] Στο μυθιστόρημα γίνεται αναφορά στην ιστορία του Αλή Πασά και της Κυρά Φροσύνης.[15]
Θέατρο
Η παράσταση "Κυρά Φροσύνη" του Επτανησιακού Θεάτρου γυρίστηκε σε μια παραγωγή της ΕΡΤ και μεταδόθηκε για πρώτη φορά στις 29 Οκτωβρίου 1979 από την εκπομπή Το θέατρο της Δευτέρας. Το έργο βασίζεται στο ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και τον ρόλο του Αλή Πασά ερμηνεύει ο Ντίνος Κουμπάτης, ο οποίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία.[16]
Όπερα
Το 1824, ο Γερμανός συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός Άλμπερτ Λόρτσινγκ εξέδωσε το έργο Αλή πασάς των Ιωαννίνων (Ali Pascha von Janina).[17]
Μια τρίτη ταινία επίσης του 1959 παρουσιάζει τον Αλή Πασά σε μικρότερο ρόλο με ερμηνεία από τον Μίμη Ρουγγέρη. Πρόκεται για το Ζάλογγο, το κάστρο της λευτεριάς σε σκηνοθεσία Στέλιου Τατασόπουλου.[20]
Στην ταινία του Δημήτρη Παπακωνσταντή Σουλιώτες (1972), περιγράφονται μεταξύ άλλων η θυσία των γυναικών του Σουλίου στο Ζάλογγο και η πυρπόληση της μονής στο Κούγκι. Στον ρόλο του Αλή Πασά εμφανίζεται ο Ισπανός ηθοποιός Φερνάντο Σάντσο.[21]
Στις 31 Οκτωβρίου 2005 πρωτοπροβλήθηκε από το κανάλι Alter το πρώτο επεισόδιο της τηλεοπτικής σειράς Η λίμνη των στεναγμών. Στον ρόλο του Αλή Πασά πρωταγωνιστεί ο Τάσος Χαλκιάς.[23]
Σημειώσεις
i.^ Το όνομα του Αλή Πασά σε άλλες τοπικές γλώσσες: αλβ: Ali Pashë Tepelena, βλαχ: Ali Pãshelu, και τουρκ: Tepedelenli Ali Paşa.
iii.^Ο Μαχμούτ κινητοποίησε εναντίον του 26 πασάδες με σύνολο στρατού 80000 ανδρών και με σερασκέρη αρχικά τον Πασόμπεη, αλλά κατόπι τον πασά της Πελοποννήσου Χουρσίτ. Κ.Ρωμαίου:«EΛΛΑΣ», τόμος 2ος, σελ 339, εκδ. Γιοβάνη
iv.^ Το 1874 τοποθετήθηκε επάνω στο μνήμα του η επιγραφή :Είναι το κομμένο κεφάλι του Αλή Πασά,του Τεπενενλή, μουτασερίφη των Ιωαννίνων, που εστασίασε προ 50 ετών (Κ.Ρωμαίου: «EΛΛΑΣ», τόμος 2ος, σελ 341, εκδ. Γιοβάνη)
v.^ Ο Γάλλος περιηγητής V.Bérard που επισκέφτηκε τα Βαλκάνια το διάστημα 1890-92,κατά την παραμονή του σε χωριό της Ηπείρου ονόματι Άγιος Γεώργιος (Τσουρχλί),συνάντησε Τούρκους χωροφύλακες που Συνοδεύουν τις γυναίκες μέχρι το Σαρηγκιόλ. Είναι οι γυναίκες ενός μπέη της Κόνιτσας.Είχαν πάει πρώτα στα Γιάννινα, στου Αλή Πασά του Τεπελενλή τον τάφο, για να ζητήσουν τη γιατρειά του γέρου συζύγου τους (V.Bérard:Τουρκία και Ελληνισμός-Οδοιπορικό στη Μακεδονία, σελ 380, Εκδ.Τροχαλία, μτφ Μ. Λυκούδη)
vi.^ V.Bérard: Τουρκία και Ελληνισμός - Οδοιπορικό στη Μακεδονία, σελ 111, Εκδ.Τροχαλία (μτφ Μ. Λυκούδη)
vii.^ Μετά τη δεύτερη κατάληψη της πόλης, ο Αλής αν και δήλωσε πως θα σεβόταν την εσωτερική αυτονομία της Πρέβεζας, φρόντισε να τοποθετήσει στην ηγεσία της «Εξάρας» (όργανο αυτοδιοίκησης)πρόσωπα πιστά σε αυτόν και ταυτόχρονα οι Αλβανοί Μπεκήρ Αγάς και Τσατς μπέης, όργανα του Αλή,ασκούσαν τρομοκρατία στην πόλη. Κύριο τους μέλημα ήταν να δημεύουν περιουσίες κατοίκων και να τις παραχωρούν είτε σε συμπατριώτες τους είτε σε Έλληνες πιστούς στον Αλή.
(Κ. Ρωμαίου: «EΛΛΑΣ», τόμος 2ος, σελ 368-370, εκδ. Γιοβάνη)
viii.^ Katherine Elizabeth Fleming:The Muslim Bonaparte, Diplomacy and Orientalism in Ali Pasha's Greece,σελ 61-62 (1999)
Αθηναγόρας, Μητροπολίτης Παραμυθίας και Φιλιατών, «Η τελευταία ημέρα του Αλή-πασά». Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος 8 (1923), σ. 368-382
Αραβαντινός Σπυρίδων, Ιστορία του Αλή πασά του Τεπελενλή, Δωδώνη, 2004
Λαμπρίδης Ιωάννης, Ηπειρωτικά Μελετήματα, τ. Β΄, Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, 1993
Μακρής Γιώργος – Παπαγεωργίου Στέφανος, Το χερσαίο δίκτυο επικοινωνίας στο κράτος του Αλή πασά Τεπελενλή. Ενίσχυση της κεντρικής εξουσίας και απόπειρα δημιουργίας ενιαίας αγοράς, Παπαζήσης, 1990
Μάρου Αγγελική, «Η Φιλική Εταιρεία και η Αυλή του Αλή Πασά: βολιδοσκοπήσεις, επιλογές και δικτυώσεις», στο: Άννα Β. Μανδυλαρά – Γ. Νικολάου (επιμ.), Η Φιλική Εταιρεία. Επαναστατική δράση και μυστικές εταιρείες στη Νεότερη Ευρώπη, Ασίνη, 2017, σ. 179-215
Μιχαηλάρης Παναγιώτης, «Αλή πασάς των Ιωαννίνων: τα όρια της περιφερειακής αυτονομίας», στο: Ιστορία του Nέου Ελληνισμού, 1770-2000. τ. 1., Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 257-272
Πέππας Αντώνης, Αλή Πασάς, ο Αρβανίτης ηγεμόνας: Λαογραφική μελέτη της ζωής του Τεπελενιώτη Αλή πασά (1740-1822), Ισηγορία, 2017.
Περραιβός Χριστόφορος, Ιστορία του Σουλλίου και Πάργας, Καραβίας Διον., 1997
Περραιβός Χριστόφορος, Απομνημονεύματα Πολεμικά, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2019
Πρεβελάκης Ελευθέριος – Καλλιατάκη-Μερτικοπούλου Κάλλια (επιμ.), Η Ήπειρος, ο Αλή Πασάς και η ελληνική επανάσταση. Προξενικές εκθέσεις του William Meyer από την Πρέβεζα, 1819-1821, Ακαδημία Αθηνών, 1996
Σιορόκας Γεώργιος Η εξωτερική πολιτική του Αλή πασά των Ιωαννίνων: από το Τιλσίτ στη Βιέννη (1807-1815), Ιδιωτική Έκδοση, 1999
Σκαφιδάς Βασίλειος, Ιστορία του Μετσόβου, Παπαζήσης, 2016
Σκιώτης Διονύσιος, «Από ληστής πασάς: τα πρώτα βήματα στην άνοδο του Αλή πασά των Γιαννίνων (1750-1784)», Θησαυρίσματα 6 (1969), σ. 257-290
Τρίτος Μιχαήλ, «Τα σωζόμενα φιρμάνια των προνομίων του Μετσόβου», στο: Τ. Παπαζήσης (επιμ.), Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Μετσοβίτικων Σπουδών (Μέτσοβο, 28-30 Ιουνίου 1991), Εξωραϊστικός Σύλλογος Μετσόβου, 1993, σ. 397-414
Φωτιάδης Δημήτρης, Η Επανάσταση του 1821, τ. Α', Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος, 2017
Ψιμούλη Βάσω, Σούλι και Σουλιώτες, Εστία, 2006
Ψαλίδας Αθανάσιος, «Ιστορία της πολιορκίας του Αλή πασά (1820-1822). Εξ ανεκδότου χειρογράφου Α. Ψαλίδα (αποκειμένου εις Ιστορ. Αρχεία Γιάννη Βλαχογιάννη)», Άγγελος Ν. Παπακώστας (εισαγωγή-σημειώσεις), Νέος Κουβαράς 2 (1962), σ. 39-110
Arsh Grigori, Η Αλβανία και η Ήπειρος στα τέλη του ΙΗ΄ και στις αρχές του ΙΘ΄ αιώνα. Τα δυτικοβαλκανικά πασαλίκια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Α. Διάλλα (μτφρ), Gutenberg, 1994
Brondsted Peter-Oluf – Leman Theodore, Ο Αλή πασάς όπως τον γνώρισα: οι μαρτυρίες δύο ταξιδιωτών, Β. Κούταλης (μτφρ.), Ισνάφι, 2006