Η Χειμάρρα ή Χιμάρα (αλβανικά: Himarë ή Himara) είναι παραθαλάσσια πόλη στη νότια Αλβανία με σημαντική παρουσία της ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου. Είναι δίγλωσσος δήμος κατά μήκος της αλβανικής ριβιέρας στη νότια Αλβανία και τμήμα του Νομού του Αυλώνα. Εκτός από την πόλη της Χειμάρρας η περιοχή αποτελείται και από τα εξής επτά χωριά: την Παλάσα, τους Δρυμάδες, το Βουνό, το Πύλιουρι, το Κηπαρό, τον Άγιο Βασίλειο, το Κούδεσι και τους Λιάτες (ή Ηλίας). Η περιοχή της Χειμάρρας κατοικείται κατά το πλείστον από την Ελληνική Εθνική Μειονότητα. Το όνομά της περιοχής (Χειμάρρα) οφείλεται σε ονομασία παλαιού κάστρου που υπήρχε στην ομώνυμη περιοχή και που περιελάμβανε κάποτε 40 περίπου χωριά. Σε πολλά σημεία αυτής της περιοχής σώζονται μνημεία ρωμαϊκής περιόδου.
Γεωγραφία
Η περιοχή της Χειμάρρας είναι μια λωρίδα μήκους 20 και πλάτους 5 περίπου χλμ., που ορίζεται από τα ύψους 2000 μέτρων Κεραύνια Ορη στα βορειοανατολικά και το Ιόνιο Πέλαγος στα νοτιοδυτικά. Υπάρχουν επιμήκεις λευκές αμμώδεις παραλίες και οι λίγοι παραθαλάσσιοι λόφοι είναι με αναβαθμίδες και φυτεμένοι με ελαιόδενδρα και οπορωφόρα. Τα χωριά της Χειμάρρας είναι σκαρφαλωμένα στις πλαγιές της οροσειράς των Κεραυνείων σε θέσεις που τους πρόσφεραν φυσική προστασία έναντι των Λιάπηδων Αλβανών κατά την Οθωμανική εποχή.
Αξιοθέατα
Η περιοχή έχει μεγάλες τουριστικές δυνατότητες με κύρια χαρακτηριστικά της πόλης τον παραλιακό της πεζόδρομο, τις ταβέρνες και την παραδοσιακά διατηρημένη παλιά πόλη πάνω σε ένα λόφο. Η πόλη της Χειμάρρας αποτελείται από την παλιά πόλη, το Κάστρο, που βρίσκεται μέσα και γύρω από το παλιό κάστρο, και την παραλιακή περιοχή των Σπηλαίων, που είναι το τουριστικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής. Άλλα μέρη της πόλης είναι το Ποτάμι, το Λιβάδι, το Ζαμάρι, το Μιχαήλι και το Στεφανέλι. Βόρεια της πόλης της Χειμάρρας βρίσκονται κατά σειρά τα χωριά Βουνό, Λιάτες, Δρυμάδες και Παλάσα. Οι Δρυμάδες διαθέτουν πολλά νεόδμητα ξενοδοχεία. Στα ορεινά βρίσκονται το Πύλιουρι και το Κούδεσι, ενώ το Κέπαρο βρίσκεται νότια της πόλης της Χειμάρρας.
Η περιοχή έχει αρκετές Ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια, χτισμένα κατά την παραδοσιακή Βυζαντινή αρχιτεκτονική, όπως το Μοναστήρι του Σταυρού, η ιστορική μονή Ζωοδόχου Πηγής γνωστή ως Αθαλιώτισα, η μονή των Αγίων Θεοδώρων, η Παναγία στις Δρυμάδες και ο Άγιος Δημήτριος στο Κηπαρό. Εξάλλου μερικές εκκλησίες βρίσκονται μέσα στο κάστρο της Χειμάρρας, που είχε κτιστεί αρχικά στους Κλασικούς χρόνους, όπως η Εκκλησία της Παναγίας Κασοπίτρας, η Επισκοπή, που είναι χτισμένη στη θέση αρχαίου ναού αφιερωμένου στον Απόλλωνα, καθώς και η εκκλησία των Αγίων Πάντων, στην είσοδο του κάστρου. Άλλα μνημεία στο κάστρο είναι το αρχοντικό της οικογένειας Σπυρομήλιου και το Ελληνικό σχολείο που χτίστηκε τον 18ο αιώνα με τη φροντίδα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Ιστορία
Αρχαιότητα
Η περιοχή κατοικούνταν κατά την αρχαιότητα από τους Χάονες, αρχαίο ελληνικό φύλο της Ηπείρου.[2] Οι Χάονες ήταν μια από τις τρεις κύριες Ελληνικές φυλές της Ηπείρου, μαζί με τους Θεσπρωτούς και τους Μολοσσούς. Η πόλη της Χειμάρρας πιστεύεται ότι είχε ιδρυθεί ως «Χίμαιρα», (εξ ου και το όνομα Χιμάρα) από τους Χάονες ως εμπορικός σταθμός στη Χαονική ακτή. Μια άλλη όμως θεωρία σχετική με το όνομα υποστηρίζει ότι προέρχεται από τη λέξη «χείμαρρος».[3][4][5][6] Την πόλη αναφέρουν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος και ο Προκόπιος (ιστορικός).[7][8]
Η Χειμάρρα και τα υπόλοιπα νότια Βαλκάνια πέρασαν στα χέρια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά την πτώση της Ρώμης αλλά, όπως η υπόλοιπη περιοχή έγινε συχνός στόχος διάφορων εισβολέων, όπως οι Γότθοι, οι Άβαροι, οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Σαρακηνοί και οι Νορμανδοί. Η Χειμάρρα αναφέρεται στο έργο του Προκόπιου εκ Καισαρείας του 544 Περί Κτισμάτων, ως Χιμαίριαι. Τη μνημονεύει ως τμήμα της Αρχαίας Ηπείρου και ότι στη θέση της είχε χτιστεί ένα καινούριο φρούριο. Το 614 η Σλαβική φυλή των Βαϊουνιτών εισέβαλε στην περιοχή και απέκτησε τον έλεγχο μιας έκτασης από τη Χειμάρρα ως το Μαργαρίτι, που λεγόταν Βαγκενετία.
Η χρήση του ονόματος Χαονία σχετικά με την περιοχή φαίνεται να εξέλιπε κατά τον 12ο αιώνα, οπότε καταγράφεται για τελευταία φορά (σε Βυζαντινό έγγραφο είσπραξης φόρων). Το 1278 ο Νικηφόρος, Δεσπότης της Ηπείρου παρέδωσε στους Ανδεγαυούς τα λιμάνια Χειμάρρας, Σόποτ και Βουθρωτό. Ετσι ο Κάρολος ο Ανδεγαυός έλεγχε την ακτή του Ιονίου από τη Χειμάρρα ως το Βουθρωτό. Το 1372 η Χειμάρρα, μαζί με τον Αυλώνα, το Κανίνα και την περιοχή του Βερατίου δόθηκε ως προίκα στον Μπάλσα Β΄ (Σέρβο πρίγκιπα) για τον γάμο του με την κόρη του με τον Ιωάννη Κομνηνό Ασέν (αδελφού του Ιβάν Αλεξάνταρ). Μετά τον θάνατο του Μπάλσα Β΄ η χήρα και η κόρη του, που παντρεύτηκε τον Μρκσα Ζάρκοβιτς, κατάφεραν να διατηρήσουν την κατοχή της περιοχής μέχρι το 1417, οπότε οι Οθωμανοί κατέλαβαν τον Αυλώνα.
Οθωμανική εποχή: αυτονομία και εξεγέρσεις
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καταλάβει τη Βόρεια Ήπειρο από τα τέλη του 14ου αιώνα, αλλά όντας φυσικό οχυρό, η Χειμάρρα ήταν η μοναδική περιοχή που δεν υποτάχθηκε στην Οθωμανική Τουρκική εξουσία. Έγινε σύμβολο αντίστασης στους Οθωμανούς αλλά υπέφερε από μια σχεδόν διαρκή κατάσταση πολέμου. Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης οι κάτοικοί της διεξήγαγαν σκληρούς αγώνες κατά των Τούρκων με επικεφαλής τον Σκεντέρμπεη. Μετά τον θάνατο αυτού τον αγώνα συνέχισε ο Γεώργιος Αρέσιος. Το καλοκαίρι του 1473 ο οπλαρχηγός Ιωάννης Βλάσης με μια μικρή ομάδα από τη γειτονική Κέρκυρα καθώς και με υποστήριξη ντόπιων Χειμαριωτών απέκτησε τον έλεγχο όλης της παραλιακής περιοχής από τη Σαγιάδα μέχρι τη Χειμάρρα, αλλά όταν έληξε ο εν εξελίξει Τουρκο-βενετικός Πόλεμος (1479) η περιοχή περιήλθε πάλι σε Οθωμανικό έλεγχο. Το 1481, ένα χρόνο μετά την απόβαση των Οθωμανών στο Οτράντο της νότιας Ιταλίας, οι Χειμαρριώτες ενώθηκαν με τις δυνάμεις του Γκιόν Καστριότι, γιου του Σκεντέρμπεη στην εξέγερση του κατά των Οθωμανών. Η εξέγερση απέτυχε αλλά οι Χειμαρριώτες ξεσηκώθηκαν πάλι το 1488 και μεταξύ 1494-1509, αποσταθεροποιώντας τον τουρκικό έλεγχο αλλά αποτυγχάνοντας να απελευθερώσουν τα εδάφη τους.
Το 1518 ο αρνησίθρησκος Χειμαρριώτης Αγιάς πασάς κατάφερε να πείσει τους πατριώτες του να δεχθούν τη κυριαρχία των Τούρκων έναντι μεγάλων ανταλλαγμάτων με οικονομικά προνόμια, τα οποία αργότερα οι Τούρκοι αφαίρεσαν. Έτσι μια μεγάλη σειρά από εξεγέρσεις και επαναστάσεις εναντίον των Τούρκων αλλά και των Αλβανών χαρακτηρίζουν την πόλη της Χειμάρρας. Ο Οθωμανός Σουλτάνος Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής πραγματοποίησε προσωπικά μια αποστολή το 1537 και κατέστρεψε ή κατέλαβε πολλά γύρω χωριά, αλλά δεν κατόρθωσε να υποτάξει την περιοχή. Έτσι οι οθωμανικές αρχές, με σκοπό να αποτρέψουν εξεγέρσεις, συνέταξαν σειρά προνομίων για την περιοχή της Χειμάρρας και τους κατοίκους της. Τα προνόμια αφορούσαν την απαλλαγή από την καταβολή φόρων και τελωνειακών δασμών. Οι κάτοικοι είχαν το δικαίωμα να οπλοφορούν, ακόμα και όταν οι Χειμαρριώτες καπεταναίοι επισκέπτονταν τον εκπρόσωπο του Σουλτάνου στα Ιωάννινα. Επίσης, η Χειμάρρα εκπροσωπούνταν στην Κωνσταντινούπολη, με δικό της αντιπρόσωπο, που είχε το προνόμιο της προσωπικής ακροάσεως προς την Υψηλή Πύλη. Έναντι αυτών των προνομίων οι Χειμαρριώτες είχαν την υποχρέωση να συμμετέχουν στις οθωμανικές εκστρατείες. Τα προνόμια διατηρήθηκαν ως το τέλος της τουρκοκρατίας. Εντούτοις, παρά τα προνόμια, οι Χειμαρριώτες επαναστάτησαν κατά της Οθωμανικής εξουσίας στον Τρίτο Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1537–40), στον Τέταρτο Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1570–73), στον Πόλεμο του Μοριά (1684–99), στον Έβδομο Βενετοτουρκικό Πόλεμο (1714–18) και στους Ρωσοτουρκικούς Πολέμους του 18ου αιώνα. Αφ' ετέρου τα Οθωμανικά αντίποινα ερήμωσαν την περιοχή και οδήγησαν σε αναγκαστικούς εξισλαμισμούς, που τελικά περιόρισαν τον Χριστιανικό πληθυσμό της περιοχής στην πόλη της Χειμάρρας και έξι χωριά. Εξάλλου οι Χειμαρριώτες υφίσταντο συχνά επιθέσεις των Λιάπηδων, γειτονική Αλβανική φυλή, λόγω διαφορετικής φυλής. Σε μια περίπτωση, το 1577, οι οπλαρχηγοί της Χειμάρρας έκαναν έκκληση στον Πάπα για όπλα και προμήθειες, υποσχόμενοι να πολεμήσουν τους Οθωμανούς. Υποσχέθηκαν επίσης να υπαχθούν θρησκευτικά στη Ρώμη, υπό την προϋπόθεση να διατηρήσουν τα Ορθόδοξα λειτουργικά τους έθιμα, αφού η πλειοψηφία του πληθυσμού ήταν Ελληνική και δεν καταλάβαινε τη Φράγκικη γλώσσα.
Εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της Χειμάρρας ανέπτυξαν στενούς δεσμούς με τις Ιταλικές πόλεις-κράτη, ιδιαίτερα τη Νάπολη και την πανίσχυρη Δημοκρατία της Βενετίας, που έλεγχε την Κέρκυρα και τα άλλα νησιά του Ιονίου, και αργότερα με την Αυστροουγγαρία. Μάλιστα τον 18ο αιώνα πολλοί Χειμαρριώτες μετανάστευσαν στην Ιταλία, όπου ακόμη διατηρούν την Ελληνική τους ταυτότητα.
Το 1627 άνοιξε στην περιοχή το πρώτο σχολείο, όπου τα μαθήματα γίνονταν στην Ελληνική γλώσσα. Τα επόμενα χρόνια (μέχρι το 1633), άνοιξαν επίσης Ελληνόγλωσσα σχολεία στα χωριά Δρυμάδες και Παλάσα. Το 1775 περιόδευσε στην περιοχή ο Κοσμάς ο Αιτωλός, όπου και ίδρυσε σχολείο, την Ακροκεραύνειο σχολή.
Ύστερη Οθωμανική περίοδος
Το 1797 ο Αλή Πασάς, ο Μουσουλμάνος Αλβανός κυβερνήτης του Οθωμανικού Πασαλικίου των Ιωαννίνων έκανε επιδρομή στην πόλη της Χειμάρρας, γιατι υποστήριζε τους εχθρούς του Σουλιώτες. Δύο χρόνια αργότερα ο Αλή Πασάς προσπάθησε να δημιουργήσει καλές σχέσεις με τους Χειμαρριώτες, ανακηρύσσοντας τον θύλακα τους τμήμα του υπό διαμόρφωση ημιανεξάρτητου κράτους του, χρηματοδοτώντας διάφορα δημόσια έργα και εκκλησίες. Μία εκκλησία που έχτισε κοντά στη Χειμάρρα, απέναντι από το Κάστρο Πόρτο Παλέρμο, είναι η μεγαλύτερη και μεγαλοπρεπέστερη στην περιοχή και διατηρείται ακόμη και σήμερα ως σημαντικό τουριστικό αξιοθέατο. Η εξουσία του Αλή Πασά στη Χειμάρρα κράτησε περίπου 20 χρόνια, μέχρι που τερματίστηκε απότομα με τη δολοφονία του από Οθωμανούς πράκτορες. Η Χειμάρρα στη συνέχεια επανήλθε στο προηγούμενο καθεστώς της ενός θύλακα περικυκλωμένου από Οθωμανικά εδάφη. Για να τονίσουν το ειδικό καθεστώς της πόλης, οι όροι που οι Χειμαρριώτες είχαν συμφωνήσει με τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή χαράχτηκαν σε χάλκινες πλάκες κατ' απαίτηση των ηγετών τους, που ήθελαν να καταγράψουν τη συμφωνία σε ανεξίτηλο μέσο. Οι πλάκες αυτές διασώζονται στο μουσείο-ανάκτορο Τοπ Καπί της Κωνσταντινούπολης.
Οταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση (1821–1830) οι κάτοικοι της Χειμάρρας εξεγέρθηκαν. Η τοπική εξέγερση απέτυχε αλλά πολλοί Χειμαρριώτες, βετεράνοι του Ρωσικού και του Γαλλικού Στρατού, εντάχθηκαν στις επαναστατικές δυνάμεις στη σημερινή νότια Ελλάδα, όπου έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον αγώνα, όπως τμήμα Χειμαρριωτών με επικεφαλής τον Σπύρο Μήλιο (Σπυρομήλιο) που συμμετείχε στις ένοπλες συγκρούσεις κατά των Τούρκων, στο Μεσολόγγι και στο Φάληρο. Το 1854, κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, ξέσπασε μια μεγάλη τοπική εξέγερση, με τη Χειμάρρα να συμμετέχει από τους πρώτους. Αν και το νεοϊδρυθέν Ελληνικό κράτος προσπάθησε σιωπηρά να την υποστηρίξει, η εξέγερση κατεστάλη από τις Οθωμανικές δυνάμεις μετά από λίγους μήνες.
20ός αιώνας
Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, στις 5/18 Νοεμβρίου του 1912, η πόλη εξεγέρθηκε υπό τον ταγματάρχη Σπύρο Σπυρομήλιο που αποβιβάστηκε στην περιοχή με μικρή δύναμη Χειμαρριωτών και Κρητών εθελοντών υπό τους Γαλερό, Πολυξύγγη, Παπαγιαννάκη και Τζουλιάκη, χωρίς να συναντήσει αρχικά ιδιαίτερη αντίσταση, και εκδίωξε τις Οθωμανικές δυνάμεις για να ενωθεί με την Ελλάδα. Η περιοχή παρέμεινε υπό τον έλεγχο του Ελληνικού Στρατού καθ'όλη τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και κήρυξε την αυτονομία της τον Φεβρουάριο του 1914, αντιδρώντας στην απόφαση των μεγάλων δυνάμεων να την εντάξουν στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος. Την 28 Φεβρουαρίου προσχώρησε στην Προσωρινή Κυβέρνηση της Βορείου Ηπείρου, με επικεφαλής τον Γεώργιο Χρηστάκη-Ζωγράφο. Τον Μάρτιο του 1914 υπεγράφη το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας, που ίδρυε την Αυτόνομο Δημοκρατία της Βορείου Ηπείρου, όπου εντάχθηκε και η Χειμάρρα, αν και η ίδια η Αυτόνομη Δημοκρατία παρέμενε τυπικά τμήμα του νεοϊδρυθέντος Αλβανικού κράτους. Στα τέλη Ιουλίου 1914 συγκλήθηκε Πανηπειρωτική Διάσκεψη στο Δέλβινο, για να επικυρωθούν οι όροι του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας από τους Βορειοηπειρώτες εκπροσώπους. Οι εκπρόσωποι της Χειμάρρας, παρ'όλες τις πιέσεις του Ελληνικής Κυβέρνησης για αποδοχή του Πρωτοκόλλου για αυτονομία εντός της αλβανικής επικράτειας, αποχώρησαν ζητωκραυγάζοντας υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα.[9]
Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Χειμάρρα ήταν υπό Ελληνική διοίκηση (Οκτώβριος 1914 - Σεπτέμβριος 1916) και κατόπιν καταλήφθηκε από την Ιταλία. Οι Ιταλοί χρησιμοποιώντας αιχμαλώτους πολέμου της Αυστροουγγαρίας για να κατασκευάσουν ένα δρόμο, που μείωσε σημαντικά την απομόνωση της περιοχής, που το 1921 πέρασε στον έλεγχο του Αλβανικού κράτους. Οι ντόπιοι εξεγέρθηκαν το 1924 διαμαρτυρόμενοι για σειρά μέτρων που αποσκοπούσαν στον εξαλβανισμό τους και απαιτώντας τα ίδια προνόμια που απολάμβαναν πριν ενσωματωθούν στην Αλβανία.[10] Εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες ακολούθησαν επίσης το 1927 και το 1932, οι οποίες καταπνίγηκαν από τον βασιλιά Ζόγου.[11]
Ενώ, αρχικά η περιοχή υπαγόταν στην αναγνωρισμένη μειονοτική ζώνη από τις αλβανικές αρχές, το 1945 εξαιρέθηκε από αυτήν, με αποτέλεσμα να κλείσουν τα ελληνικά σχολεία. Το 2006 επαναλειτούργησε ελληνικό σχολείο (υπό μορφή δίγλωσσου ιδιωτικού) μετά από 61 χρόνια, στο οποίο έχει απονεμηθεί και τιμητική διάκριση από το ελληνικό υπουργείο εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων.
Δημογραφικά
Ο πληθυσμός της Χειμάρρας είναι 11.257 κάτοικοι (2004) με την εθνολογική σύνθεση, τόσο της πόλης όσο και της περιοχής, κατά το πλείστον ελληνική. Η πιθανότητα νίκης του Ελληνικού μειονοτικού Κόμματος Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στις δημοτικές εκλογές στο παρελθόν ενεργοποιούσε την εθνικιστική ρητορική, τόσο σε τοπικό όσο ακόμη και σε εθνικό επίπεδο, και αύξανε την ένταση στην πόλη.
Το Κόμμα Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξασφάλισε το μεγαλύτερο αριθμό συμβούλων στο σημερινό δημοτικό συμβούλιο, κατά τις τελευταίες δημοτικές εκλογές, τη δημαρχία όμως κέρδισε το Σοσιαλιστικό Κόμμα και δήμαρχος στην πόλη της Χειμάρρας εξελέγη ο Τζέργκι Γκόρο (Γιώργος Γκόρος)[12][13]. Στις τελευταίες εθνικές εκλογές (2013) η περιοχή της Χειμάρρας ψήφισε 48,3% υπέρ του Σοσιαλιστικού Κόμματος 25,5% υπέρ του Κόμματος Ένωσης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αφετέρου η τελευταία επίσημη απογραφή στην Αλβανία (2011), που έχει αμφισβητηθεί ευρέως, λόγω παρατυπιών κατά τη διαδικασία, δείχνει ότι 60,38% δήλωσαν Αλβανοί και 24,56% Έλληνες.
Θρησκεία
Οι κάτοικοι της Χειμάρρας είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Το 1577, 38 οπλαρχηγοί της περιοχής της Χειμάρρας έκαναν έκκληση στον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ για όπλα και εφόδια κατά των Οθωμανών. Υποσχέθηκαν να αλλαξοπιστήσουν από την Ορθόδοξη στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και να αναγνωρίσουν τον Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας ως κυρίαρχό τους. Ζήτησαν όμως να διατηρήσουν τα Ορθόδοξα λειτουργικά τους έθιμα "αφού η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Ελληνική και δεν καταλαβαίνει τη Φράγκικη γλώσσα". Από το 1577 έως το 1765 ο πληθυσμός δέχτηκε τον Πάπα ως θρησκευτική κεφαλή της κοινότητας και ταυτίστηκε με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Η επιτυχία των Ρωμαιοκαθολικών ιεραποστόλων μεταξύ των Ανατολικού τελετουργικού κατοίκων της Χειμάρρας κατέστησε την περιοχή καταφύγιο Ορθόδοξων ιεραρχών που είχαν προσηλυτιστεί. Έτσι οι Χειμαρριώτες διατήρησαν τη χριστιανική πίστη σε μεγάλο βαθμό, αν και μεμονωμένοι προσηλυτισμοί στο Ισλάμ αναφέρονται από τις αρχές του 16ου αιώνα. Ένας από αυτούς, ο Αγιάς Πασάς, έγινε Μεγάλος Βεζίρης και εστάλη από τον Οθωμανό Σουλτάνο να καταστείλει την εξέγερση των Χειμαρριωτών το 1537. Ακόμη κι έτσι εμφανίσθηκαν κρυπτοχριστιανοί, ιδιαίτερα στα χωριά Φτέρε, Κοράι και Βούνο. Εξάλλου από το 1682 εστάλησαν από τη Ρώμη Βασιλιανοί ιεραπόστολοι και ίδρυσαν Ελληνικά σχολεία.
Η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της Χειμάρρας αυτοαποκαλούνται "Χωριανοί" και είναι δίγλωσσοι, στα Αλβανικά και Ελληνικά, ενώ το 85 % του πληθυσμού του δήμου χρησιμοποιεί ως μητρική του γλώσσα τα Ελληνικά, σύμφωνα με τις δημοτικές αρχές. Στην πόλη της Χειμάρρας, καθώς και στα γειτονικά χωριά Δρυμάδες και Παλάσα, ομιλούνται κυρίως τα Χειμαρριώτικα, μια μοναδική τοπική Ελληνική διάλεκτος που διατηρεί πολλά αρχαϊκά χαρακτηριστικά που δεν απαντώνται πιά στη Νέα ελληνική γλώσσα. Αυτή η διάλεκτος έχει μικρές διαφοροποιήσεις στον τρόπο που μιλιέται από τόπο σε τόπο, ιδιαίτερα στον τονισμό. Αφ' ετέρου τα γύρω χωριά Βούνο, Πύλιουρι, Κηπαρό και Κούδεσι και Λιάτες μιλάνε την Τοσκική Αλβανική διάλεκτο, με σημαντικές Ελληνικές επιρροές. Για παράδειγμα το "ευχαριστώ" είναι "γιου χαριστισεμ", το "παρακαλώ" είναι "γιου παρκαλές" και το "χωριό" είναι "χώρα".
Την άνοιξη του 2006 στην πόλη της Χειμάρρας άνοιξε ένα ιδιωτικό Ελληνόγλωσσο σχολείο, στη θέση ακριβώς, όπου ο Ορθόδοξος ιεραπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός ίδρυσε την Ακροκεραύνιο Σχολή το 1770.
Μειονοτικά δικαιώματα
Ενώ η κατάσταση της Ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία έχει βελτιωθεί μετά την πτώση του κομμουνισμού, οι εθνικές εντάσεις παραμένουν έντονες στη Χειμάρρα. Το 1994 κατά τη δίκη μελών της Ομόνοιας, οργάνωσης που εκπροσωπεί την Ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, τρεις ντόπιοι Έλληνες συνελήφθησαν και κακοποιήθηκαν από την Αλβανική αστυνομία, όταν βρέθηκαν με φυλλάδια που καλούσαν για την απελευθέρωση των συλληφθέντων ηγετών της Ομόνοιας. Το 2008 έγιναν διαδηλώσεις, όπου οι κάτοικοι απαιτούσαν ιδιοκτησία της γης και αυτονομία για την περιοχή τους. Η κατοικία του πρώην δημάρχου της Χειμάρρας, Βασίλη Μπολάνου, υπήρξε στόχος βομβιστικής επίθεσης δύο φορές, το 2004 και τον Μάϊο του 2010.
Στις 12 Αυγούστου 2010 οι εθνικές εντάσεις κορυφώθηκαν, όταν ο Έλληνας καταστηματάρχης Αριστοτέλης Γκούμας σκοτώθηκε όταν η μοτοσυκλέτα του χτυπήθηκε από αυτοκίνητο, όπου επέβαιναν τρεις Αλβανοί νέοι, με τους οποίους ο Γκούμας, όπως αναφέρθηκε, είχε μια φιλονικία, όταν απαίτησαν να μη τους μιλάει Ελληνικά στο κατάστημά του. Εξοργισμένοι κάτοικοι απέκλεισαν την εθνική οδό μεταξύ Αυλώνα και Αγίων Σαράντα και απαίτησαν μεταρρυθμίσεις και αυξημένη εκπροσώπηση των ντόπιων Χειμαρριωτών στην τοπική αστυνομική δύναμη. Το συμβάν καταδικάσθηκε τόσο από την Ελληνική όσο και από την Αλβανική κυβέρνηση και τρεις ύποπτοι είναι υπό κράτηση εν αναμονή της δίκης.
Η απογραφή του 2011 περιελάμβανε για πρώτη φορά την εθνικότητα, μακροχρόνιο αίτημα της Ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία και διεθνών οργανώσεων. Όμως Έλληνες εκπρόσωποι θεωρούν την όλη διαδικασία απαράδεκτη, αφού σύμφωνα με το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα επιβάλλεται πρόστιμο 1000 δολαρίων σε όποιον δηλώσει οτιδήποτε διαφορετικό απ΄ότι αναγράφεται στο πιστοποιητικό γέννησής του. Το 2005, μετά από χρόνια ανικανοποίητων αιτημάτων, ο Πρόεδρος Μπερίσα επέτρεψε το άνοιγμα Ελληνόγλωσσου σχολείου στη Χειμάρρα, χρηματοδοτούμενου εν μέρει από την Ελληνική κυβέρνηση. Το σχολείο έχει πέντε δασκάλους και 115 μαθητές.
Γενετική
Γενετικά πατρογραμμικά (Y-DNA) δεδομένα από σχετικά ερευνητικά προγράμματα στη YSEQ και FTDNA, έχουν δείξει ότι στους δήμους της Χειμάρρας και του Αργυροκάστρου υπάρχει ένας ξεχωριστός υποκλάδος της απλοομάδας J2a-M410 (ο J2a-F3133). Η πατρογραμμική απλοομάδα J2a-M410 είναι πολύ σπάνια μεταξύ των Αλβανών, αλλά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο κορυφώνεται στη γειτονική Ελλάδα.[14][15]
Διακεκριμένοι Χειμαρραίοι
Χρήστος Γκέζος (γ. 1988), Έλληνας συγγραφέας και ποιητής, βραβευμένος ως "καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας" με κρατικό ελληνικό βραβείο το 2014.
Πύρρος Δήμας, ο παγκοσμίου φήμης Έλληνας αρσιβαρίστας, με το προσωνύμιο "Λιοντάρι της Χειμάρρας". Είναι ο μοναδικός αρσιβαρίστας στον κόσμο, που έχει κερδίσει τρία χρυσά (1992, 1996 και 2000) κι ένα χάλκινο (2004) Ολυμπιακό μετάλλιο.
↑Lauka, Alban· Bojaxhi, Gjergj. «Labëria». Rrënjët (στα Αλβανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Φεβρουαρίου 2021.
↑«Përbërja Gjenetike e Shqiptarëve Sipas Linjave Atërore». Gjenetika Shqiptare (στα Αλβανικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Φεβρουαρίου 2021. Haplogrupet nën 5 përqind: J2a-M410 përhapjen më të madhe e ka në Lindjen e Afërt, Anadoll, dhe përreth Mesdheut. Në eshtra antike J2a më e vjetër është gjetur në periudhën e mezolitit në Iranin verior dhe një tjetër në rajonin e Kaukazit po në të njëjtën periudhë. Në Europë, përqindjen më të lartë e arrin në Greqi, sidomos në ishujt e mesdheut, dhe pastaj në Itali. Sipas projektit tonë dhe studimeve anonime, vërehet rreth 4% në popullatën shqiptare. Përhapjen më të madhe e ka në jug, rreth 6%, kurse në veri vërehet rreth 2%. Është një haplogrup me degëzime që datojnë që nga epoka e mezolitit dhe si rezultat secila prej degëve të J2a zakonisht ka një histori ndryshe nga të tjerat, kështu që duhet trajtuar degë pas dege. Megjithatë, disa degë duhet të kenë levizur për në Ballkan dhe Europë duke filluar nga periudha neolite (përmes bujqve), kurse një pjesë tjetër gjatë epokës së bakrit dhe të bronzit, kryesisht nga drejtimi i Anadollit dhe Mesdheut Lindor (edhe pse disa linja mund të kenë lëvizur më vonë). Siç shihet në hartën e mëposhtme, pjesa më e madhe e haplotipeve tanë bien në degën J2a-M67. Disa haplotipe të tjerë janë në degën J2a-L25, ku në zonën e Himarës, dhe në një anëtar nga Gjirokastra, vërehet një nëngrup i veçantë me vlerën karakteristike, DYS454=12. Degë tjera që janë vërejtur nën ne janë: J2a-L70, J2a-L581, J2a-M319 (që në eshtra antike është gjetur në minoanë), J2a-SK1321, J2a-FGC16096>L1064, si dhe J2a-SK1363>Y14434 (që në eshtra antike është gjetur në kulturën neolite të ashtuquajtur, Sopot, në Kroacinë veriore).
Πηγές
Μ.Β. Σακελλαρίου (επιμ.): Ήπειρος: 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1997 ISBN 960-213-371-6 [σειρά: Ιστορικοί Ελληνικοί Χώροι]