Η Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σρι Λάνκα είναι νησιωτική χώρα νοτιοανατολικά της Ινδίας με έκταση 65.610 τετρ. χλμ. και πληθυσμό 21.916.000[1] κατοίκους σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024. Ήταν γνωστή με το αποικιοκρατικό όνομα Κεϋλάνη έως το 1972, ενώ από τους αρχαίους Έλληνες και Ρωμαίους χαρτογράφους αναφερόταν ως Ταπροβανή.
Διοικητική πρωτεύουσα είναι τo Κότε[5] (Σρι Τζαγιαγουαρντενεπούρα Κότε), όμως μεγαλύτερη πόλη και οικονομική πρωτεύουσα είναι το Κολόμπο. Η επίσημη γλώσσα είναι η σιναλεζική ενώ ομιλούνται επίσης η ταμίλ και η αγγλική.
Οι κάτοικοι του νησιού στο θρήσκευμα είναι Βουδιστές (70.2%), Ινδουιστές (12.6%), Μουσουλμάνοι (9.7%) και Χριστιανοί (7.4%). Το ποσοστό αναλφαβητισμού μεταξύ των κατοίκων είναι λιγότερο από 8%. Η Σρι Λάνκα έχει το ψηλότερο ποσοστό εγγράμματων (91.9%) ανάμεσα στις χώρες της μεσημβρινής Ασίας (2017).[6]
Η τεκμηριωμένη ιστορία της Σρι Λάνκα ξεκινά γύρω στο 1000 π.Χ., ενώ η πρώτη ανθρώπινη παρουσία στο νησί έχει τεκμηριωθεί ότι ανάγεται περίπου 125.000 χρόνια πριν σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες.[7] Τα παλαιότερα γνωστά βουδιστικά γραπτά της Σρι Λάνκα, με τη συλλογική ονομασία κανόνας Πάλι, ανάγονται στο τέταρτο βουδιστικό συμβούλιο, το οποίο έλαβε χώρα στη Σρι Λάνκα το 29 π.Χ.[8][9] Η Σρι Λάνκα έχει αποκτήσει και τα προσωνύμια Δάκρυ της Ινδίας ή Σιτοβολώνας της Ανατολής, καθώς η γεωγραφική θέση και τα βαθιά λιμάνια της Σρι Λάνκα συμβάλλουν στη δημιουργία ενός νησιού μεγάλης στρατηγικής σημασίας. Η στρατηγική σημασία του νησιού είναι εμφανής από τις πρώτες μέρες του Δρόμου του Μεταξιού μέχρι τον σημερινό λεγόμενο θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού.[10][11][12] Επειδή η τοποθεσία της Σρι Λάνκα έκανε το νησί χώρο στρατηγικής σημασίας για το εμπόριο αγαθών, ήταν ήδη γνωστό τόσο στους Ασιάτες όσο και στους Ευρωπαίους ήδη από την περίοδο Ανουραντχαπούρα (377 π.Χ. - 1017 μ.Χ.). Το εμπόριο ειδών πολυτελείας και μπαχαρικών της Σρι Λάνκα με άλλες χώρες προσέλκυσε εμπόρους από πολλές χώρες, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ετερογενούς πληθυσμού της Σρι Λάνκα. Οι Πορτογάλοι έφτασαν σε μεγάλο βαθμό τυχαία στη Σρι Λάνκα τη διάρκεια μιας περιόδου μεγάλης πολιτικής κρίσης στο βασίλειο του Κότε (το οποίο κυβερνούσαν Σινχάλα), και στη συνέχεια προσπάθησαν να αποκτήσουν τον έλεγχο των παραθαλάσσιων περιοχών του νησιού και του εξωτερικού εμπορίου του νησιού. Ένα μέρος της Σρι Λάνκα γύρω από τα παράλια έγινε πορτογαλική κτήση. Μετά τον πόλεμο Σινχαλέζων-Πορτογάλων, οι Ολλανδοί και το Βασίλειο του Κάντυ ανέλαβαν τον έλεγχο αυτών των περιοχών. Οι ολλανδικές κτήσεις έγιναν αργότερα κτήση των Βρετανών, γιατί φοβούνταν ότι η πτώση της Ολλανδίας στον Ναπολέοντα θα έκανε την αποικία αργά ή γρήγορα γαλλική αποικία και βάση στον Ινδική υποήπειρο (ανάλογα πράγματα έγιναν και σε άλλες ολλανδικές αποικίες). Οι Βρετανοί επεξέτειναν τον έλεγχο τους σε όλο το νησί, κάνοντας το αποικία τους από το 1815 έως το 1948. Το εθνικό κίνημα για την ανεξαρτησία της Σρι Λάνκα πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και το 1948, η Κεϋλάνη έγινε ντομίνιον με σριλανκέζικη διακυβέρνηση και αρχηγό κράτους τον βρετανό μονάρχη. Η χώρα έγινε δημοκρατία το 1972 αφαιρώντας το συνταγματικό ρόλο της βασίλισσας Ελισάβετ και μετονομάστηκε σε Σρι Λάνκα το 1972. Πιο πρόσφατα η Σρι Λάνκα έχει στιγματιστεί από έναν 26χρονο εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος ξεκίνησε το 1983 και τελείωσε αποφασιστικά το 2009, όταν οι Ένοπλες Δυνάμεις της Σρι Λάνκα νίκησαν τις Απελευθερωτικές Τίγρεις του Ταμίλ Ιλάμ.[13]
Η Σρι Λάνκα είναι ένα πολυεθνικό κράτος. Είναι η πατρίδα πολλών εθνικών, πολιτιστικών, γλωσσικών και θρησκευτικών ομάδων. Οι Σινχαλέζοι αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας. Οι Ταμίλ, μια μεγάλη μειονότητα, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του νησιού. Υπάρχουν επίσης Μαυριτανοί (μουσουλμάνοι ντόπιοι-δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με την αφρικανική χώρα), Μπούρχερ, Μαλαίοι, Κινέζοι και οι αυτόχθονες Βέδα.[14]
Στην αρχαιότητα, η Σρι Λάνκα ήταν γνωστή στους ταξιδιώτες με διάφορα ονόματα. Σύμφωνα με τον Μαχαβάμσα, ο θρυλικός πρίγκιπας Βιτζάγια ονόμασε το νησί Ταμπαπανί ("χαλκοκόκκινα χέρια" ή "χαλκοκόκκινη γη"), επειδή τα χέρια των οπαδών του κοκκίνισαν από το κόκκινο χώμα της περιοχής όπου αποβιβάστηκε ο Βιτζάγια και οι υποστηρικτές του.[17][18] Στην ινδουιστική μυθολογία, εμφανίζεται ο όρος Λάνκα ("νησί"), αλλά είναι άγνωστο αν αναφέρεται στο σύγχρονο κράτος της Σρι Λάνκα ή κάποιο άλλο μέρος. Αλλά οι μελετητές γενικά συμφωνούν ότι αυτή η λέξη Λάνκα αναφέρεται στο σημερινό κράτος καθώς στο σριλανκέζικο κείμενο του 5ου αιώνα, Μαχαβάμσα, το νησί είναι γνωστό με την ονομασία Λάνκα.[19] Ο όρος Ταμίλ Ιλάμ (ஈழம்) ήταν ο όρος που χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει το νησί στη λογοτεχνία Σάνγκαμ.[20][21] Κατά τη διάρκεια της δυναστείας Τσόλα (βλέπε κατάκτηση της Ανουραντχαπούρας από τους Τσόλα) το νησί έγινε γνωστό ως Μουμούντι Τσολαμάνταλαμ («βασίλειο των τριών εστεμμένων Τσόλα»).[22]
Οι αρχαίοι Έλληνες γεωγράφοι, αλλά και οι Ρωμαίοι, αποκαλούσαν το νησί Ταπροβάνα ή Ταπροβάνη[23] από τη λέξη Ταμπαπάνι. Οι Πέρσες και οι Άραβες αποκαλούσαν το νησί Σαραντίμπ (απ'όπου προέρχεται η λέξη «σερεντίπιτυ») από τη σανσκριτική ονομασία Σιμχαλαντβίπα (νησί των Σινχάλα, της κύριας εθνότητας στο νησί).[24][25] Όταν οι Πορτογάλοι ανακάλυψαν το νησί το 1505 την ονόμασαν Ceilão (Σεϊλάιου), όνομα που έγινε γνωστό[26] στα αγγλικά ως Ceylon και στα ελληνικά ως Κεϋλάνη.[27] Ως αποικία της Βρετανίας, το νησί ήταν γνωστό ως Κεϋλάνη. Όταν έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1948, έγινε γνωστό σαν Ντομίνιον της Κεϋλάνης, δηλαδή ανεξάρτητη πρώην βρετανική αποικία με τον Βρετανό βασιλιά να διατηρεί τη θέση του.
Η χώρα είναι πλέον γνωστή στη Σινχάλα ως Σρι Λάνκα (ශ්රී ලංකා) και στα ταμίλ ως Ιλάνκαϊ (இலங்கை). Το 1972 η χώρα μετονομάστηκε σε «Ελεύθερη, Κυρίαρχη και Ανεξάρτητη Δημοκρατία της Σρι Λάνκα» και αφαίρεσε οποιαδήποτε θέση της βασίλισσας Ελισάβετ στη χώρα, η οποία τότε ήταν βασίλισσα της χώρας, αλλά και την αποικιακή ονομασία Κεϋλάνη. Αργότερα, στις 7 Σεπτεμβρίου 1978, μετονομάστηκε "Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σρι Λάνκα".[28][29] Καθώς το όνομα Κεϋλάνη εξακολουθεί να εμφανίζεται στα ονόματα ορισμένων οργανώσεων, η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα ανακοίνωσε το 2011 ένα σχέδιο μετονομασίας όλων των οργανώσεων που ονομάζονται Κεϋλάνη και έχει αρμοδιότητα να τις μετονομάσει.[30]
Σύμφωνα με τη Μαχαβάμσα, ένα Σιναλέζικο χρονικό που γράφτηκε στη γλώσσα Πάλι, οι αρχικοί κάτοικοι της Σρι Λάνκα θεωρούνται οι Γιάκσα και οι Νάγκα. Αρχαία νεκροταφεία που χρησιμοποιήθηκαν πριν από το 600 π.Χ. και άλλα σημάδια προηγμένου πολιτισμού έχουν επίσης ανακαλυφθεί στη Σρι Λάνκα.[31] Η Σιναλέζικη ιστορία αρχίζει παραδοσιακά το 543 π.Χ. με την άφιξη του πρίγκιπα Βιτζάγια, ενός ημιθρυλικού πρίγκιπα, ο οποίος πήγε με 700 οπαδούς του στη Σρι Λάνκα, αφού εκδιώχθηκε από το βασίλειο Βάνγκα (σημερινή Βεγγάλη).[32] Ίδρυσε το Βασίλειο του Ταμπαπάνι, παράγωγο του οποίου είναι η αρχαιοελληνική ονομασία Ταπροβάνη, κοντά στη σύγχρονη Μανάρ. Ο Βιτζάγια είναι ο πρώτος από τους περίπου 189 μονάρχες της Σρι Λάνκα που περιγράφονται σε χρονικά όπως η Ντιπαβάμσα, Μαχαβάμσα, Τσουλαβάμσα και Ρατζβαλίγια.[33]
Η περίοδος Ανουρανταπούρα (377 π.Χ. - 1017 μ.Χ.) ξεκίνησε με την ίδρυση του βασιλείου Ανουρανταπούρα το 380 π.Χ. κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Παντουκαμπάγια. Στη συνέχεια, η Ανουρανταπούρα υπηρέτησε ως πρωτεύουσα της χώρας για σχεδόν 1.400 χρόνια.[34] Οι αρχαίοι Σιναλέζοι διακρίθηκαν για την οικοδόμηση ορισμένων τύπων δομών όπως δεξαμενές, στούπα και παλάτια.[35] Η κοινωνία υπέστη σημαντικό μετασχηματισμό κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ντεβαναμπίγια Τίσσα, με την άφιξη του βουδισμού από την Ινδία. Το 250 π.Χ.,[36] ο Μαχίντα, ένας βουδιστής μοναχός και γιος του αυτοκράτορα των Μαουρύα, Ασόκα, έφτασε στο Μιχιντάλε φέρνοντας το μήνυμα του Βουδισμού.[37] Η αποστολή του κέρδισε τον μονάρχη, ο οποίος αγκάλιασε την πίστη και τη διέδωσε σε ολόκληρο τον Σιναλέζικο πληθυσμό.[38]
Τα επιτυχημένα βασίλεια της Σρι Λάνκα διατηρούν πολλά βουδιστικά σχολεία και μοναστήρια και υποστηρίζουν τη διάδοση του βουδισμού σε άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Οι βουδιστές μοναχοί της Σρι Λάνκα σπούδαζαν στο διάσημο αρχαίο βουδιστικό Πανεπιστήμιο της Ναλάντα της Ινδίας, το οποίο καταστράφηκε από τον Μπακτιγιάρ Κίλτζι. Είναι πιθανό πολλές από τις γραφές από τη Ναλάντα να διατηρούνται στα πολλά μοναστήρια της Σρι Λάνκα και ότι η γραπτή μορφή της Τριπιτάκα, συμπεριλαμβανομένης της βιβλιογραφίας του Σιναλέζικου βουδισμού, να ήταν μέρος του Πανεπιστημίου της Ναλάντα.[39] Το 245 π.Χ., η βουδίστρια μοναχή Σανγκαμίτα έφτασε με το δέντρο Τζάγια Σρι Μάχα Μπόντι, το οποίο θεωρείται ότι είναι ένα δενδρύλλιο από το ιστορικό δέντρο του Μπόντι, κάτω από το οποίο ο Βούδας Γκαουτάμα έγινε πεφωτισμένος.[40] Θεωρείται το παλαιότερο δέντρο, που φυτεύτηκε από άνθρωπο, (με συνεχές ιστορικό αρχείο) στον κόσμο. (Μποντιβάμσα)[41]
Η Σρι Λάνκα γνώρισε την πρώτη από πολλές ξένες εισβολές κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σουρατίσα, ο οποίος νικήθηκε από δύο εμπόρους αλόγων που ονομάζονταν Σένα και Γκούττικα από τη Νότια Ινδία.[38] Η επόμενη εισβολή έγινε το 205 π.Χ. από έναν Τσόλα που ονομάζονταν Ελάρα, ο οποίος ανέτρεψε τον Ασέλα και κυβέρνησε τη χώρα για 44 χρόνια. Ο Ντουτουγκεμούνου, ο μεγαλύτερος γιος του νότιου τοπικού βασιλιά, Καβάν Τίσσα, νίκησε τον Ελάρα στη μάχη της Βιτζιθαπούρα. Κατά τη διάρκεια των δυόμισι χιλιετιών της ύπαρξής του, το Σιναλέζικο βασίλειο δέχτηκε εισβολή τουλάχιστον οκτώ φορές από τις γειτονικές δυναστείες της Νότιας Ινδίας όπως των Τσόλα, Πάντγια, Τσέρα και Παλλάβα. Αυτοί οι εισβολείς στη συνέχεια εκδιώχθηκαν πίσω.[42] Υπήρξαν επίσης εισβολές από τα βασίλεια του Καλίνγκα (σύγχρονη Ορίσα) και από τη χερσόνησο της Μαλαισίας.
Το Τέταρτο Βουδιστικό συμβούλιο του Βουδισμού της Τεραβάντα πραγματοποιήθηκε στο μοναστήρι Ανουρανταπούρα Μαχαβιχάρα στη Σρι Λάνκα υπό την αιγίδα του Βαλαγκάμπα της Ανουρανταπούρα το 25 π.Χ. Το συμβούλιο διεξήχθη ως απάντηση σε ένα έτος κατά το οποίο οι συγκομιδές στη Σρι Λάνκα ήταν ιδιαίτερα φτωχές και πολλοί βουδιστές μοναχοί πέθαναν από την πείνα. Επειδή ο Κανόνας Πάλι ήταν εκείνη την εποχή η προφορική λογοτεχνία που συντηρήθηκε με αρκετές αναθεωρήσεις από τους νταμαμπανάκα (αφηγητές Ντάρμα), οι επιζόντες μοναχοί αναγνώρισαν τον κίνδυνο της προφορικής λογοτεχνίας και αποφάσισαν να καταγράψουν τον Κανόνα ώστε ακόμα και αν μερικοί από τους μοναχούς που είχαν καθήκον να σπουδάσουν και να θυμούνται τμήματα του Κανόνα πέθαιναν, οι διδασκαλίες να μην χαθούν.[43] Μετά το Συμβούλιο, τα φοινικόφυλλα χειρόγραφα που περιείχαν τον ολοκληρωμένο Κανόνα μεταφέρθηκαν σε άλλες χώρες όπως η Μιανμάρ, η Ταϊλάνδη, η Καμπότζη και το Λάος.
Η Σρι Λάνκα ήταν η πρώτη ασιατική χώρα που ήταν γνωστό ότι είχε θηλυκό άρχοντα: Ανουλά της Ανουρανταπούρα (47-42 π.Χ.).[44] Οι μονάρχες της Σρι Λάνκα ανέλαβαν μερικά αξιοσημείωτα κατασκευαστικά έργα, όπως το Σιγκιρίγια, το λεγόμενο «Φρούριο στον ουρανό», που χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κάσιαπα Α' της Ανουρανταπούρα, που κυβέρνησε μεταξύ 477 και 495 μ.Χ. Το πέτρινο φρούριο Σιγκιρίγια περιβάλλεται από ένα εκτεταμένο δίκτυο προμαχώνων και τάφρων. Μέσα σε αυτό το προστατευτικό περίβολο υπήρχαν κήποι, λίμνες, περίπτερα, παλάτια και άλλες κατασκευές.[45][46]
Το 993 μ.Χ., η εισβολή του αυτοκράτορα των Τσόλα, Ρατζαράτζα Α΄ ανάγκασε τον τότε Σιναλέζο μονάρχη Μαχίντα Ε΄ να καταφύγει στο νότιο τμήμα της Σρι Λάνκα. Αξιοποιώντας αυτή την κατάσταση, ο Ρατζέντρα Α΄, γιος του Ρατζαράτζα Α΄, ξεκίνησε μια μεγάλη εισβολή το 1017 μ.Χ. Ο Μαχίντα Ε΄ συνελήφθη και μεταφέρθηκε στην Ινδία και οι Τσόλα λεηλάτησαν την πόλη Ανουρανταπούρα προκαλώντας την πτώση του βασιλείου της Ανουρανταπούρα. Στη συνέχεια, μετέφεραν την πρωτεύουσα στην Πολοναρούα.[47]
Μετακλασική Σρι Λάνκα
Μετά από μια δεκαεπτάχρονη εκστρατεία, ο Βιτζαγιαμπάχου Α΄ έδιωξε με επιτυχία τους Τσόλα από τη Σρι Λάνκα το 1070 μ.Χ. και επανένωσε τη χώρα για πρώτη φορά μετά από έναν αιώνα.[48][49] Μετά από αίτημά του, στάλθηκαν μοναχοί από τη Βιρμανία στη Σρι Λάνκα για την αποκατάσταση του βουδισμού, ο οποίος είχε σχεδόν εξαφανιστεί από τη χώρα κατά τη διάρκεια της βασιλείας των Τσόλα.[50] Κατά τη μεσαιωνική περίοδο, η Σρι Λάνκα χωρίστηκε σε τρεις περιοχές, συγκεκριμένα τις Ρουχούνου, Πιχίτι και Μάγια.[51]
Το σύστημα άρδευσης της Σρι Λάνκα επεκτάθηκε εκτενώς κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Παρακραμαμπάχου του Μέγα (1153–1186).[52] Αυτή την περίοδο η Σρι Λάνκα βρισκόταν στο αποκορύφωμα της δύναμής της.[53][54] Κατασκευάστηκαν 1470 ταμιευτήρες, περισσότεροι από οποιονδήποτε άλλο κυβερνήτη στην ιστορία της Σρι Λάνκα, επισκευάστηκαν 165 φράγματα, 3910 κανάλια, 163 μεγάλες δεξαμενές και 2376 μικροί ταμιευτήρες.[55] Η πιο διάσημη κατασκευή του είναι το Παρακράμα Σαμούντρα,[56] το μεγαλύτερο αρδευτικό έργο της μεσαιωνικής Σρι Λάνκα. Η βασιλεία του Παρακραμαμπάχου είναι αξέχαστη για δύο μεγάλες εκστρατείες, μία στη νότια Ινδία ως μέρος σε ένα πόλεμο διαδοχής των Πάντγια, και μία τιμωρητική εκστρατεία εναντίον των βασιλιάδων της Ραμάννα (Βιρμανία) για διάφορες αντιληπτές προσβολές στη Σρι Λάνκα.[57]
Μετά τον θάνατό του, η Σρι Λάνκα σταδιακά έχασε τη δύναμη της. Το 1215, ο Καλίνγκα Μάγκα, ένας Ινδός, από τη Νότια Ινδία με αβέβαιη προέλευση, αναγνωρίστηκε ως ο ιδρυτής του βασιλείου της Τζάφνα, εισέβαλε και κατέλαβε το βασίλειο της Πολοναρούα. Ταξίδεψε από την Καλίνγκα[55] 690 ναυτικά μίλια με 100 μεγάλα πλοία και 24.000 πολεμιστές. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους εισβολείς, λεηλάτησε και κατέστρεψε συθέμελα τα πάντα στα αρχαία βασίλεια της Ανουρανταπούρα και της Πολοναρούα σε τέτοιο βαθμό που δεν ανέκαμψαν ποτέ.[58] Οι προτεραιότητές του ήταν να εξαγάγει όσο το δυνατόν περισσότερα από τη γη και να ανατρέψει όσο το δυνατόν περισσότερες από τις παραδόσεις του Ρατζαράτα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του υπήρξε μαζική μετανάστευση ντόπιων Σιναλέζων προς τη νότια και δυτική Σρι Λάνκα, και στο ορεινό εσωτερικό, σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από τον έλεγχό του.[59][60]
Η Σρι Λάνκα δεν ανέκαμψε ποτέ πραγματικά από τις επιπτώσεις της εισβολής του Καλίνγκα Μάγκα. Ο βασιλιάς Βιτζαγιαμπάχου Γ΄, ο οποίος ηγήθηκε της αντίστασης, επέκτεινε το βασίλειο μέχρι την Νταμπαντενίγια. Εν τω μεταξύ, ο Βορράς, τελικά εξελίχθηκε στο Βασίλειο της Τζάφνα.[59][60] Το Βασίλειο της Τζάφνα δεν ξανακαταλήφθηκε ποτέ από οποιοδήποτε βασιλείο του Νότου, εκτός από μία περίπτωση το 1450, όπου κατακτήθηκε με επικεφαλής τον υιοθετημένο γιο του βασιλιά Παρακραμαμπάχου ΣΤ΄, τον πρίγκιπα Σαπούμαλ.[61] Κυβέρνησε τον Βορρά από το 1450 έως το 1467 μ.Χ.[62]
Οι επόμενοι τρεις αιώνες από το 1215 και μετά, σηματοδοτούνται από μεταβαλλόμενες εναλλαγές βασιλείων στη νότια και κεντρική Σρι Λάνκα, συμπεριλαμβανομένων των Νταμπαντενίγια, Γιαπαχούβα, Γκάμπολα, Ραϊγκάμα, Κότε,[63] Σιταβάκα και τέλος, Κάντι. Ο Κινέζος ναύαρχος Τσενκ Χι και η ναυτική του εκστρατευτική δύναμη έφτασαν στη Γκάλε της Σρι Λάνκα το 1409 και πολέμησαν με τον τοπικό βασιλιά Βίρα Αλακέσβαρα της Γκάμπολα. Ο Τσενκ Χι αιχμαλώτισε τον βασιλιά Βίρα Αλακέσβαρα και αργότερα τον απελευθέρωσε.[64][65][66][67] Ο Τσενκ Χι ανέγειρε την Τριγλωσσική Επιγραφή της Γκάλε, μία πέτρινη στήλη γραμμένη σε τρεις γλώσσες (Κινέζικα, Ταμίλ και Περσικά), για να τιμήσει την επίσκεψή του.[68][69] Η στήλη ανακαλύφθηκε από τον Σ.Χ. Τόμλιν στη Γκάλε το 1911 και φυλάσσεται τώρα στο Εθνικό Μουσείο του Κολόμπο.
Πρώιμη σύγχρονη περίοδος
Η πρώιμη σύγχρονη περίοδος της Σρι Λάνκα αρχίζει με την άφιξη του Πορτογάλου στρατιώτη και εξερευνητή Λουρένσο ντι Αλμέιντα, γιος του Φρανσίσκο ντι Αλμέιντα, το 1505.[70] Το 1517, οι Πορτογάλοι έχτισαν ένα φρούριο στην πόλη-λιμάνι Κολόμπο και σταδιακά επέκτειναν τον έλεγχό τους στις παράκτιες περιοχές. Το 1592, μετά από δεκαετίες διακεκομμένου πολέμου με τους Πορτογάλους, ο Βιμαλανταρμασούρια Α΄ μετέφερε το βασίλειό του στην πόλη Κάντι, στην ενδοχώρα, μια θέση που νόμιζε πιο ασφαλή από επίθεση.[71] Το 1619, υποκύπτοντας στις επιθέσεις των Πορτογάλων, η ανεξάρτητη ύπαρξη του βασιλείου της Τζάφνα έληξε.[72]
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρατζασίνγκε Β΄, ολλανδοί εξερευνητές έφτασαν στο νησί. Το 1638 ο βασιλιάς υπέγραψε συνθήκη με την Ολλανδική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών για να απαλλαγεί από τους Πορτογάλους που κυβερνούσαν τις περισσότερες παράκτιες περιοχές.[73] Ο επόμενος ολλανδικό-πορτογαλικός πόλεμος είχε ως αποτέλεσμα τη νίκη των Ολλανδών, με το Κολόμπο να πέφτει στα χέρια των Ολλανδών το 1656. Οι Ολλανδοί παρέμειναν στις περιοχές που είχαν καταλάβει, παραβιάζοντας έτσι τη συνθήκη που είχαν υπογράψει το 1638. Μια εθνοτική ομάδα, οι Μπουργκέρ, προέκυψαν ως αποτέλεσμα της ολλανδικής κυριαρχίας.[74]
Το Βασίλειο της Κάντι ήταν η τελευταία ανεξάρτητη μοναρχία της Σρι Λάνκα.[75] Το 1595, ο Βιμαλανταρμασούρια έφερε το λείψανο του ιερού Δοντιού - το παραδοσιακό σύμβολο της βασιλικής και θρησκευτικής εξουσίας των Σιναλέζων - στην Κάντι, και έχτισε τον Ναό του Ιερού Δοντιού.[75] Παρά τον συνεχιζόμενο διαρκή πόλεμο με τους Ευρωπαίους, η βασιλεία επιβίωσε. Αργότερα, μια κρίση διαδοχής εμφανίστηκε στο Κάντι με τον θάνατο του βασιλιά Βίρα Ναρεντρασίνχα το 1739. Ήταν παντρεμένος με μια πριγκίπισσα της δυναστείας Μαντουράι Ναγιάκ, που μιλούσε την Τελούγκου, από τη Νότια Ινδία (Μαντουράι) και ήταν άτεκνος από αυτήν.[75]
Κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, φοβούμενοι ότι ο γαλλικός έλεγχος της Ολλανδίας μπορούσε να παραδώσει τη Σρι Λάνκα στους Γάλλους, η Μεγάλη Βρετανία κατέλαβε, με μικρές δυσκολίες, τις παράκτιες περιοχές του νησιού το 1796.[76] Δύο χρόνια αργότερα, το 1798, ο Σρι Ρατζάντι Ρατζασίνχα, τρίτος από τους τέσσερις βασιλιάδες Ναγιακάρ της Σρι Λάνκα, πέθανε από πυρετό. Μετά τον θάνατό του, στέφθηκε βασιλιάς ένας ανιψιός του Ρατζάντι Ρατζασίνχα, ο δεκαοχτάχρονος Κανασάμι.[77] Ο νέος βασιλιάς, που ονομάστηκε Σρι Βικράμα Ρατζασίνχα, αντιμετώπισε μια βρετανική εισβολή το 1803, και αντεπιτέθηκε με επιτυχία. Ο πρώτος πόλεμος της Κάντι τελείωσε σε αδιέξοδο.[77]
Μέχρι τότε ολόκληρη η παράκτια περιοχή ήταν υπό την κατοχή της Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών ως αποτέλεσμα της Συνθήκης της Αμιένης. Στις 14 Φεβρουαρίου του 1815, η Κάντι καταλήφθηκε από τους Βρετανούς στον δεύτερο πόλεμο της Κάντι, τελειώνοντας την ανεξαρτησία της Σρι Λάνκα.[77] Ο Σρι Βικράμα Ρατζασίνχα, ο τελευταίος ντόπιος μονάρχης της Σρι Λάνκα, εξορίστηκε στην Ινδία.[78] Η σύμβαση της Κάντι παραχώρησε τυπικά ολόκληρη τη χώρα στη βρετανική αυτοκρατορία. Οι προσπάθειες των ευγενών της Σρι Λάνκα για υπονόμευση της βρετανικής εξουσίας το 1818 κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Ούβα αναχαιτίστηκαν από τον κυβερνήτη Ρόμπερτ Μπράουνριγκ.[79]
Η αρχή της σύγχρονης περιόδου της Σρι Λάνκα χαρακτηρίζεται από τις μεταρρυθμίσεις του Κόουλμπρουκ-Κάμερον το 1833.[80] Οι οποίοι εισήγαγαν μια ωφελιμιστική και φιλελεύθερη πολιτική κουλτούρα στη χώρα με βάση το κράτος δικαίου και συγχώνευσαν τις επαρχίες της Κάντι με τις παράκτιες περιοχές σε μια ενιαία κυβέρνηση.[80] Καθιερώθηκε ένα εκτελεστικό συμβούλιο και ένα νομοθετικό συμβούλιο. Μέχρι αυτή τη στιγμή, τα πειράματα με φυτείες καφέ ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένα.[81]
Σύντομα ο καφές έγινε το κύριο εξαγωγικό προϊόν της Σρι Λάνκα. Η πτώση των τιμών του καφέ ως αποτέλεσμα της ύφεσης του 1847 σταμάτησε την οικονομική ανάπτυξη και οδήγησε τον κυβερνήτη να εισαγάγει μια σειρά φόρων στα πυροβόλα όπλα, τα σκυλιά, τα καταστήματα, τις βάρκες κλπ. Και να επαναφέρει μια μορφή ράτζακαριγια (rajakariya), απαιτώντας έξι ημέρες ελεύθερης εργασίας σε δρόμους ή την πληρωμή ισοδύναμου σε μετρητά.[81] Αυτά τα σκληρά μέτρα έκαναν εχθρική τη βρετανική κυβέρνηση στους ντόπιους και ξέσπασε μια άλλη εξέγερση το 1848.[82] Μια καταστροφική ασθένεια των φύλλων, Hemileia vastatrix, έπληξε τις φυτείες καφέ το 1869, καταστρέφοντας ολόκληρη τη βιομηχανία μέσα σε δεκαπέντε χρόνια.[83] Οι Βρετανοί βρήκαν γρήγορα αντικαταστάτη: εγκαταλείποντας τον καφέ και άρχισαν να καλλιεργούν τσάι. Η παραγωγή τσαγιού στη Σρι Λάνκα αναπτύχθηκε στις επόμενες δεκαετίες. Οι μεγάλες φυτείες καουτσούκ ξεκίνησαν στις αρχές του 20ου αιώνα.
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, μια νέα μορφωμένη κοινωνική τάξη που υπερέβαινε τη φυλή και την κάστα προέκυψε από τις βρετανικές προσπάθειες να στελεχωθεί η δημόσια υπηρεσία της Κεϋλάνης και τα νομικά, εκπαιδευτικά και ιατρικά επαγγέλματα.[84] Νέοι ηγέτες εκπροσώπησαν τις διάφορες εθνοτικές ομάδες του πληθυσμού στο Νομοθετικό Συμβούλιο της Κεϋλάνης σε κοινοτική βάση. Η βουδιστική και η ινδουιστική αναγένηση αντέδρασαν ενάντια στις χριστιανικές ιεραποστολικές δραστηριότητες.[85][86] Οι πρώτες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα είναι γνωστές για τη μοναδική αρμονία μεταξύ της Σιναλέζικης και Ταμίλ πολιτικής ηγεσίας, που έκτοτε χάθηκε.[87]
Το 1919, οι κύριες Σιναλέζικες και Ταμίλ πολιτικές οργανώσεις ενώθηκαν για να σχηματίσουν το Εθνικό Κογκρέσο της Κεϋλάνης, υπό την ηγεσία του Πονάμπαλαμ Αρουνάσαλαμ,[88] πιέζοντας τους αποικιακούς κυβερνήτες για περισσότερες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Αλλά χωρίς τη μαζική λαϊκή υποστήριξη και με την ενθάρρυνση του κυβερνήτη για «κοινοτική εκπροσώπηση» με τη δημιουργία μίας «θέσης Κολόμπο» που ταλαντεύονταν μεταξύ των Σιναλέζων και των Ταμίλ, το Κογκρέσο έχασε τη δυναμική του στα μέσα της δεκαετίας του 1920.[89]
Οι μεταρρυθμίσεις Ντόνουμορ του 1931 απέρριψαν την κοινοτική εκπροσώπηση και εισήγαγαν το καθολικό δικαίωμα ψήφου για ενηλίκους (το δικαίωμα ψήφου ανερχόταν στο 4% πριν από τις μεταρρυθμίσεις). Αυτό το βήμα επικρίθηκε έντονα από την πολιτική ηγεσία των Ταμίλ, η οποία συνειδητοποίησε ότι θα μειωθεί σε μια μειονότητα στο νεοσυσταθέν κρατικό Συμβούλιο της Κεϋλάνης, το οποίο διαδέχτηκε το νομοθετικό συμβούλιο.[90][91] Το 1937, ο ηγέτης των Ταμίλ Γ. Γ. Ποννάμπαλαμ ζήτησε από το κρατικό συμβούλιο 50-50 εκπροσώπηση (50% για τους Σιναλέζους και 50% για τις άλλες εθνοτικές ομάδες). Ωστόσο, αυτό το αίτημα δεν εκπληρώθηκε από τις μεταρρυθμίσεις του Σόλμπουρι του 1944-45.
Σύγχρονη Σρι Λάνκα
Το σύνταγμα του Σόλμπουρι έκανε τη Σρι Λάνκα μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας και ανακήρυξε την ανεξαρτησία στις 4 Φεβρουαρίου του 1948.[92] Ο Ντ. Σ. Σενανάικε έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της Κεϋλάνης.[93] Διακεκριμένοι ηγέτες των Ταμίλ, συμπεριλαμβανομένων των Ποναμπάλαμ και Αρουνάσαλαμ Μαχαντέβα, προσχώρησαν στο υπουργικό του συμβούλιο.[90][94] Το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό παρέμεινε σταθμευμένο στο Τρινκομάλε έως το 1956. Μια λαϊκή διαδήλωση σε όλη τη χώρα κατά της απόσυρσης του δελτίου ρυζιού, γνωστή ως Χάρταλ 1953, είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του πρωθυπουργού Ντάντλι Σενανάικε.[95]
Ο Σ. Ο. Ρ. Ντ. Μπανταρανάικε εξελέγη πρωθυπουργός το 1956. Η τριετής κυβέρνησή του είχε βαθιά επίδραση μέσω του αυτοανακηρυγμένου ρόλου του ως «υπερασπιστής της καταπιεσμένης κουλτούρας των Σιναλέζων».[96] Εισήγαγε το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο για τη χρήση μόνο της Σιναλέζικης γλώσσας, αναγνωρίζοντας τη Σιναλέζικη ως τη μοναδική επίσημη γλώσσα της κυβέρνησης. Παρόλο που ανατράπηκε εν μέρει το 1958, το νομοσχέδιο αποτελούσε σοβαρή ανησυχία για την κοινότητα των Ταμίλ, η οποία αντιλαμβανόταν ότι αποτελούσε απειλή για τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους.[97][98][99]
Το Ομοσπονδιακό Κόμμα (FP) ξεκίνησε ένα κίνημα μη-βίαιας αντίστασης / παθητικής αντίστασης (Σατυαγκράχα) ενάντια στο νομοσχέδιο, το οποίο ώθησε τον Μπανταρανάικε να καταλήξει σε συμφωνία (Σύμφωνο Μπανταρανάικε -Τσελβανάικαμ) με τον Τσελβανάικαμ, αρχηγό του FP, για την επίλυση της επικείμενης εθνοτικής σύγκρουσης.[100] Το σύμφωνο αποδείχθηκε αναποτελεσματικό ενόψει των συνεχιζόμενων διαμαρτυριών από την αντιπολίτευση και τους βουδιστές μοναχούς. Το νομοσχέδιο, μαζί με διάφορα κυβερνητικά προγράμματα αποικισμού, συνέβαλαν πολύ στην πολιτική οργή μεταξύ των Σιναλέζων και Ταμίλ πολιτικών ηγετών.[101] Ο Μπανταρανάικε δολοφονήθηκε από έναν εξτρεμιστή βουδιστή μοναχό το 1959.[102]
Η Σιριμάβο Μπανταρανάικε, χήρα του Μπανταρανάικε και πρώτη στην ιστορία της ανθρωπότητας γυναίκα πρωθυπουργός, ανέλαβε το αξίωμα του πρωθυπουργού το 1960 και αντέκρουσε μια απόπειρα πραξικοπήματος το 1962. Κατά τη δεύτερη θητεία της ως πρωθυπουργός, η κυβέρνηση θέσπισε σοσιαλιστικές οικονομικές πολιτικές, ενισχύοντας τους δεσμούς της με τη Σοβιετική Ένωση και την Κίνα, ενώ εισήγαγε τη χώρα στο Κίνημα των Αδεσμεύτων. Το 1971, η Κεϋλάνη γνώρισε μια μαρξιστική εξέγερση (JVP), η οποία καταστάλθηκε γρήγορα.
Η χώρα είχε λάβει το όνομα Κεϊλάο (Ceilão) από τους Πορτογάλους αποικιοκράτες, ενώ αργότερα ονομάστηκε Κεϊλάν (Ceylan) από τους Ολλανδούς και Κεϊλάν από τους Βρετανούς. Αυτό το όνομα κράτησε έως το 1972, όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να αλλάξει το αποικιοκρατικό όνομα και να επανέλθει στο αρχαίο όνομα του νησιού προσθέτοντας τη σινχαλέζικη λέξη Σρι που σημαίνει «λαμπρός» και η χώρα έγινε δημοκρατία με το όνομα Σρι Λάνκα (= «Περίλαμπρο Νησί»).[103]
Τα παρατεταμένα παράπονα των μειονοτήτων και η χρήση του κοινοτικού συναισθηματισμού ως όπλο εκλογικής εκστρατείας τόσο από τους Σιναλέζους ηγέτες όσο και από τους Ταμίλ ενθάρρυναν τη νεοεμφανιζόμενη μαχητικότητα των Ταμίλ στον Βορρά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970.[104] Η πολιτική τυποποίησης από την κυβέρνηση της Σιριμάβο για την αποκατάσταση των ανισοτήτων που δημιουργήθηκαν κατά την εγγραφή στο πανεπιστήμιο, η οποία ήταν ουσιαστικά μια θετική δράση για να βοηθήσει τους γεωγραφικά μειονεκτούντες φοιτητές να αποκτήσουν τριτοβάθμια εκπαίδευση,[105] είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού των φοιτητών Ταμίλ σε πανεπιστημιακό επίπεδο και ενήργησε ως ο άμεσος καταλύτης για την άνοδο της μαχητικότητας.[106][107] Η δολοφονία του δημάρχου της Τζάφνα, Άλφρεντ Ντουραγιάππα, το 1975 από τους Τίγρεις για την Απελευθέρωση του Ταμίλ Ιλάμ (LTTE) σηματοδότησε ένα σημείο κρίσης.[108][109]
Η κυβέρνηση του Τζ. Ρ. Τζαγιαουάρντεν ανέλαβε την εξουσία το 1977, νικώντας τη μη δημοφιλή κυβέρνηση του Ενωμένου Μετώπου.[110] Ο Τζαγιαουάρντεν εισήγαγε ένα νέο σύνταγμα, μαζί με την οικονομία της ελεύθερης αγοράς και μια ισχυρή εκτελεστική προεδρία, σύμφωνα με το μοντέλο της Γαλλίας. Έκανε τη Σρι Λάνκα την πρώτη χώρα της Νότιας Ασίας που ελευθέρωσε την οικονομία της.[111] Ξεκινώντας το 1983, οι εθνοτικές εντάσεις εκδηλώθηκαν σε μια εξέγερση ενάντια στην κυβέρνηση από τους Τίγρεις για την Απελευθέρωση του Ταμίλ Ιλάμ (LTTE). Μια επίθεση του LTTE σε 13 στρατιώτες είχε ως αποτέλεσμα τις ταραχές κατά των Ταμίλ τον Ιούλιο του 1983, οι οποίες φέρεται να υποστηρίζονταν από σκληροπυρηνικούς Σιναλέζους υπουργούς, με αποτέλεσμα περισσότεροι από 150.000 πολίτες Ταμίλ να εγκαταλείψουν το νησί, ζητώντας άσυλο σε άλλες χώρες.[112][113]
Διάφορα ολισθήματα στην εξωτερική πολιτική οδήγησαν την Ινδία να ενισχύσει τους Τίγρεις για την Απελευθέρωση του Ταμίλ Ιλάμ (LTTE) παρέχοντας όπλα και εκπαίδευση.[114][115][116] Το 1987, υπογράφηκε μία συμφωνία ανάμεσα στην Ινδία και τη Σρι Λάνκα και η Ινδική Δύναμη Διατήρησης της Ειρήνης (IPKF) αναπτύχθηκε στη Βόρεια Σρι Λάνκα για να σταθεροποιήσει την περιοχή εξουδετερώνοντας το LTTE.[117] Την ίδια χρονιά, το JVP ξεκίνησε τη δεύτερη εξέγερσή του στη Νότια Σρι Λάνκα,[118] καθιστώντας αναγκαία την αναδιάταξη του IPKF το 1990.[119] Τον Οκτώβριο του 1990, το LTTE απέλασε τους Μουσουλμάνους από τη Βόρεια Σρι Λάνκα.[120] Το 2002, η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα και το LTTE υπέγραψαν μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός με τη μεσολάβηση της Νορβηγίας.[99]
Το ασιατικό τσουνάμι του 2004 σκότωσε πάνω από 35.000 ανθρώπους στη Σρι Λάνκα.[121] Από το 1985 έως το 2006, η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα και οι αντάρτες Ταμίλ πραγματοποίησαν τέσσερις γύρους ειρηνευτικών συνομιλιών χωρίς επιτυχία. Τόσο το LTTE όσο και η κυβέρνηση επανέλαβαν τις μάχες το 2006, και η κυβέρνηση αποχώρησε επίσημα από την κατάπαυση του πυρός το 2008.[99] Το 2009, υπό την Προεδρία του Μαχίντα Ραγιαπάκσε, οι Ένοπλες Δυνάμεις της Σρι Λάνκα νίκησαν τον LTTE και αποκατέστησαν τον έλεγχο ολόκληρης της χώρας υπό την κυβέρνηση της Σρι Λάνκα.[122] Κατά τη διάρκεια των 26 ετών ένοπλης σύρραξης (1983-2009), υπολογίζεται ότι έχασαν τη ζωή τους 60.000 με 100.000 άνθρωποι.[123][124]
Αποσχιστικό κίνημα των Ταμίλ
Από το 1983 έως το 2009 η χώρα ταλανιζόταν από βία καθώς η μειονότητα των Ταμίλ διεκδικούσε την ανεξαρτησία της.[6] Οι δυνάμεις του στρατού συγκρούονταν με την ένοπλη ομάδα ανταρτών που αποκαλείται Τίγρεις για την Απελευθέρωση του Ταμίλ Ιλάμ (αγγλικά: Liberation Tigers of Tamil Eelam - LTTE, ταμιλικά: தமிழீழ விடுதலைப் புலிகள்). Το 2002 οι αντάρτες και η κυβέρνηση υπέγραψαν εκεχειρία με τη διαμεσολάβηση της Νορβηγίας. Οι εχθροπραξίες όμως εντάθηκαν και πάλι το 2006.[125]
Τον Ιανουάριο του 2009 ο κυβερνητικός στρατός κατάφερε τα μεγαλύτερα πλήγματα εναντίον των ανταρτών Τίγρεων των Ταμίλ. Έπειτα από σφοδρές μάχες κατελήφθησαν από τον κυβερνητικό στρατό οι πόλεις Κιλινότσι, πολιτική πρωτεύουσα των ανταρτών και στη συνέχεια η Μουλαϊτίβου, τελευταία πόλη που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των αυτονομιστών.[126] Στις 16 Μαΐου του 2009 ο πρόεδρος Ραγιαπάκσε ανακοίνωσε τη νίκη του κυβερνητικού στρατού επί των ανταρτών Ταμίλ, σηματοδοτώντας το τέλος ενός εμφυλίου που διήρκεσε 25 χρόνια[127]. Την επόμενη ημέρα οι αντάρτες αποφάσισαν κατάπαυση του πυρός και παραδέχθηκαν ότι ο αγώνας τους είχε άδοξο τέλος.[128]
Γεωγραφία
Η Σρι Λάνκα βρίσκεται στην Ινδική πλάκα, μια μεγάλη τεκτονική πλάκα που ήταν προηγουμένως μέρος της Ινδο-Αυστραλιανής πλάκας.[129] Βρίσκεται στον Ινδικό ωκεανό, νοτιοδυτικά του κόλπου της Βεγγάλης, μεταξύ γεωγραφικού πλάτους 5 ° και 10 ° Β και γεωγραφικού μήκους 79 ° και 82 ° Ε.[130] Η Σρι Λάνκα χωρίζεται από το ηπειρωτικό τμήμα της Ινδικής υποηπείρου με τον κόλπο του Μανάρ και τον κόλπο του Παλκ. Σύμφωνα με την Ινδική μυθολογία, υπήρχε μία χερσαία γέφυρα μεταξύ της ηπειρωτικής Ινδίας και της Σρι Λάνκα. Τώρα υπάρχει μόνο με μια αλυσίδα από ασβεστολιθικούς αμμώδεις υφάλους που παραμένουν πάνω από τη στάθμη της θάλασσας.[131] Σύμφωνα με τους μύθους, μπορούσε κάποιος να διασχίσει αυτή την αλυσίδα από ασβεστολιθικούς αμμώδεις υφάλους με τα πόδια μέχρι το 1480 μ.Χ., έως ότου οι κυκλώνες εμβάθυναν το κανάλι.[132][133] Υπάρχουν τμήματα που είναι ακόμη τόσο ρηχά όσο 1 μέτρο, εμποδίζοντας την πλοήγηση.[134] Το νησί αποτελείται κυρίως από επίπεδες έως κλιμακωτές παράκτιες πεδιάδες, με βουνά να υψώνονται μόνο στο νοτιοκεντρικό τμήμα. Το υψηλότερο σημείο είναι το Πιντουρουταλάγκαλα, φτάνοντας τα 2.524 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Η Σρι Λάνκα έχει 103 ποτάμια. Το μακρύτερο από αυτά είναι ο ποταμός Μαχαβέλι, που έχει μήκος 335 χιλιόμετρα.[135] Αυτά τα ποτάμια δημιουργούν 51 φυσικούς καταρράκτες μήκους 10 μέτρων και άνω. Οι υψηλότεροι είναι οι καταρράκτες Μπαμπαρακάντα, με ύψος 263 μέτρα.[136] Η ακτογραμμή της Σρι Λάνκα έχει μήκος 1.585 χλμ.[137] Η ακτογραμμή και τα παρακείμενα νερά υποστηρίζουν εξαιρετικά παραγωγικά θαλάσσια οικοσυστήματα, όπως κοραλλιογενείς ύφαλους και ρηχά στρώματα παράκτιων και εκβολικών φυκιών.[138]
Το κλίμα είναι τροπικό και ζεστό, λόγω των μετριοπαθών επιπτώσεων των ωκεανών ανέμων. Οι μέσες θερμοκρασίες κυμαίνονται από 17 °C στα κεντρικά υψίπεδα, όπου μπορεί να εμφανιστεί παγετός για αρκετές ημέρες τον χειμώνα, έως το πολύ 33 °C σε άλλες περιοχές χαμηλού υψομέτρου. Οι μέσες ετήσιες θερμοκρασίες κυμαίνονται από 28 °C έως σχεδόν 31 °C. Οι θερμοκρασίες ημέρας και νύχτας μπορεί να διαφέρουν από 14 °C έως 18 °C.[143]
Το μοτίβο βροχόπτωσης επηρεάζεται από τους μουσώνες από τον Ινδικό ωκεανό και τον κόλπο της Βεγγάλης. Η «υγρή ζώνη» και ορισμένες από τις προσήνεμες πλαγιές των κεντρικών υψίπεδων δέχονται έως και 2.500 χιλιοστά βροχής κάθε χρόνο, αλλά οι υπήνεμες πλαγιές στα ανατολικά και βορειοανατολικά δέχονται λίγες βροχές. Τα περισσότερα από τα ανατολικά, νοτιοανατολικά και βόρεια μέρη της Σρι Λάνκα αποτελούν την «ξηρή ζώνη», η οποία δέχεται μεταξύ 1.200 και 1.900 χιλιοστών βροχής ετησίως.[144]
Οι άνυδρες βορειοδυτικές και νοτιοανατολικές ακτές δέχονται τη λιγότερη βροχή μεταξύ 800 έως 1.200 χιλιοστών βροχής ετησίως. Περιοδικές βροχοπτώσεις συμβαίνουν και μερικές φορές τροπικοί κυκλώνες φέρνουν βροχές στα νοτιοδυτικά, βορειοανατολικά και ανατολικά μέρη του νησιού. Η υγρασία είναι συνήθως υψηλότερη στις νοτιοδυτικές και ορεινές περιοχές και εξαρτάται από τα εποχικά μοτίβα βροχοπτώσεων.[145] Η αύξηση των μέσων βροχοπτώσεων σε συνδυασμό με τις πιο έντονες βροχοπτώσεις είχε ως αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενες πλημμύρες και ζημιές στις υποδομές, στην παροχή υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και την αστική οικονομία.[146]
Διοικητική διαίρεση
Για διοικητικούς σκοπούς, η Σρι Λάνκα χωρίζεται σε εννέα περιφέρειες[147] και είκοσι πέντε επαρχίες.[148]
Υπήρξαν περιφέρειες στη Σρι Λάνκα από τον 19ο αιώνα, αλλά δεν είχαν νομικό καθεστώς έως το 1987, όταν η 13η τροποποίηση του συντάγματος του 1978 δημιούργησε περιφερειακά συμβούλια μετά από αρκετές δεκαετίες αυξανόμενης πίεσης για αποκέντρωση της κυβέρνησης της Σρι Λάνκα.[149] Κάθε περιφερειακό συμβούλιο είναι αυτόνομο όργανο που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα οποιουδήποτε Υπουργείου. Ορισμένες από τις λειτουργίες του είχαν αναληφθεί από τα υπουργεία, τις υπηρεσίες, τις εταιρείες και τις νόμιμες αρχές της κεντρικής κυβέρνησης,[149] αλλά η εξουσία επί της γης και της αστυνομίας υπάγεται κατά κανόνα στα περιφερειακά συμβούλια.[150][151] Μεταξύ 1989 και 2006, οι βόρειες και ανατολικές περιφέρειες συγχωνεύθηκαν προσωρινά για να σχηματίσουν τη βορειοανατολική περιφέρεια.[152][153] Πριν από το 1987, όλα τα διοικητικά καθήκοντα για τις περιφέρειες διεκπεραιώνονταν από μια περιφερειακή δημόσια υπηρεσία που έδρευε στην περιφέρεια, η οποία είχε τεθεί σε εφαρμογή από την εποχή της αποικιοκρατίας. Τώρα κάθε περιφέρεια διοικείται από ένα άμεσα εκλεγμένο περιφερειακό συμβούλιο.
Η Σρι Λάνκα είναι λαϊκή δημοκρατία και ενιαίο κράτος. Η Σρι Λάνκα είναι ημιπροεδρική δημοκρατία, δηλαδή το πολίτευμα της είναι ένα κράμα προεδρικής και κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.[154] Η Σρι Λάνκα είναι η παλαιότερη δημοκρατία στην Ασία.[155] Οι περισσότερες διατάξεις του συντάγματος μπορούν να τροποποιηθούν με πλειοψηφία των δύο τρίτων επί του συνόλου των βουλευτών με σχετική ψηφοφορία στο κοινοβούλιο. Η τροποποίηση ορισμένων βασικών άρθρων του εθνικού συντάγματος, όπως τα άρθρα που περιγράφουν ποιες είναι οι επίσημες γλώσσες, η θρησκεία και ότι η Σρι Λάνκα είναι ενιαίο κράτος, έχουν άλλη διαδικασία τροποποίησης. Αρχικά την πρόταση τροποποίησης τους πρέπει να την εγκρίνει τα δύο τρίτα των βουλευτών και έπειτα να εγκριθεί και από τον λαό σε ειδικό δημοψήφισμα.
Η Σρι Λάνκα έχει δικαστική, εκτελεστική και νομοθετική εξουσία.
Εκτελεστική εξουσία: Ο Πρόεδρος της Σρι Λάνκα είναι ο αρχηγός κράτους της χώρας. Είναι επίσης ο αρχιστράτηγος των ενόπλων δυνάμεων, ο διευθύνων σύμβουλος (chief executive), της διοίκησης της χώρας και εκλέγεται από τον λαό για πενταετή θητεία.[156] Ο πρόεδρος ηγείται του υπουργικού συμβουλίου και διορίζει υπουργούς, αντλώντας τη σύνθεση του από τα μέλη του κοινοβουλίου.[157] Ο πρόεδρος, όσο διατηρεί το αξίωμά του, έχει ασυλία από διώξεις και δεν μπορεί να διωχθεί για πράξεις που διέπραξε κατά τη θητεία του ως πρόεδρος ή σαν ιδιώτης.[158] Μετά την ψήφιση της 19ης τροποποίησης του συντάγματος το 2015, η θητεία του προέδρου περιορίστηκε σε δύο θητείες ενώ πριν δεν υπήρχε όριο.
Νομοθετική εξουσία: Το Κοινοβούλιο της Σρι Λάνκα είναι ένα νομοθετικό σώμα 225 μελών. Από τα 225 μέλη τα 196 εκλέγονται σε πολυεδρικές εκλογικές περιφέρειες και 29 εκλέγονται με αναλογική εκπροσώπηση.[159] Τα μέλη του εκλέγονται από τον λαό για να υπηρετήσουν πενταετή θητεία. Ο πρόεδρος μπορεί να συγκαλέσει το κοινοβούλιο σε έκτακτη συνεδρίαση. Ακόμη μπορεί να αναστείλει ή να τερματίσει τη θητεία μιας κοινοβουλευτικής περιόδου και να διαλύσει το Κοινοβούλιο ανά πάσα στιγμή εφόσον έχουν περάσει τεσσεράμισι χρόνια από την έναρξη της θητείας του τρέχοντος κοινοβουλίου. Το κοινοβούλιο διατηρεί την εξουσία να θεσπίζει όλους τους νόμους.[160] Ο αναπληρωτής πρόεδρος και ο επικεφαλής της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός, είναι τα άτομα που ηγούνται του κυβερνώντος κόμματος στο κοινοβούλιο. Μοιράζονται πολλές αρμοδιότητες στην εκτελεστική εξουσία κυρίως σε θέματα εσωτερικής πολιτικής.
Δικαστική εξουσία: Η Σρι Λάνκα αποτελείται έχει Ανώτατο Δικαστήριο – το οποίο είναι το ανώτατο δικαστήριο που μπορεί να κάνει έφεση ένας πολίτης (σημ. δηλαδή, το Ανώτατο Δικαστήριο είναι ότι είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την Ελλάδα)[160] και οι αποφάσεις του στις διάφορες υποθέσεις είναι οριστικές. Υπάρχει επίσης Εφετείο, Ανώτερα Δικαστήρια τοπικού και εθνικού επιπέδου και μια σειρά από μικρότερης σημασίας, δευτερεύοντα δικαστήρια. Το εξαιρετικά περίπλοκο νομικό σύστημα της χώρας μαρτυρά τις επιρροές που έχει δεχθεί ιστορικά η Σρι Λάνκα, από Ινδία, Αγγλία, Ολλανδία, Πορτογαλία, κ.ά.[161] Το ποινικό δίκαιο της Σρι Λάνκα βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στο βρετανικό δίκαιο. Το βασικό αστικό δίκαιο της Σρι Λάνκα έχει σχεδιαστεί με πρότυπα το ρωμαϊκό και το ολλανδικό δίκαιο. Οι νόμοι που σχετίζονται με τον γάμο, το διαζύγιο και την κληρονομιά βασίζονται στο κοινό δίκαιο.[162] Λόγω των αρχαίων εθιμικών πρακτικών αλλά και λόγω του γεγονότος ότι η Σρι Λάνκα ναι μεν έχει βουδιστική πλειοψηφία αλλά με σημαντικές θρησκευτικές μειονότητες, σε ειδικές περιπτώσεις σε αντιδικίες ανθρώπων εφαρμόζεται το εθιμικό δίκαιο των Σινχαλέζων (νόμος της Κάντυ), το Θεσαβαλαμάι και ο νόμος της Σαρίας.[163] Ο πρόεδρος διορίζει δικαστές στο Ανώτατο Δικαστήριο, στο Εφετείο και στα Ανώτατα Δικαστήρια. Η επιτροπή δικαστικών υπηρεσιών, η οποία αποτελείται από τον ανώτατο δικαστή και δύο δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, διορίζει, μεταθέτει και παύει τους δικαστές που υπηρετούν σε δικαστήρια κατώτερων βαθμίδων.
Πολιτική
Ο τρέχων πολιτικός πολιτισμός στη Σρι Λάνκα χαρακτηρίζεται από μια αντιπαλότητα μεταξύ δύο αντίπαλων συνασπισμών, εκ των οποίων ο ένας έχει επικεφαλής την κεντροαριστερή και προοδευτικήΕνωμένη Συμμαχία Ελευθερίας του Λαού, απόγονο του Κόμματος Ελευθερίας της Σρι Λάνκα, ενός ο άλλος έχει επικεφαλής το σχετικά δεξιό και φιλοκαπιταλιστικόΕνωμένο Εθνικό Κόμμα.[164] Η Σρι Λάνκα είναι μια πολυκομματική δημοκρατία με πολλά μικρότερα βουδιστικά, σοσιαλιστικά και εθνικιστικά πολιτικά κόμματα που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των Ταμίλ. Τον Ιούλιο του 2011, υπήρχαν 67 εγγεγραμμένα κόμματα στη χώρα.[165] Το παλαιότερο κόμμα της Σρι Λάνκα λέγεται Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σρι Λάνκα (επίσημα: κόμμα Λάνκα Σάμα Σαμάτζα) και ιδρύθηκε το 1935.[166]
Το Ενωμένο Εθνικό Κόμμα, το οποίο ιδρύθηκε από τον Ντ. Σ. Σεναναγιάκε το 1946, ήταν μέχρι πρόσφατα το μεγαλύτερο ενιαίο πολιτικό κόμμα.[167] Είναι το μόνο πολιτικό κόμμα το οποίο είναι παρών σε κάθε κοινοβούλιο από την εποχή της ανεξαρτησίας και έπειτα.[167] Η Ενωμένη Συμμαχία Ελευθερίας του Λαού ιδρύθηκε από τον Σ. Ου. Ρ. Ν. Μπανταρανάικε τον Ιούλιο του 1951.[168] Η Συμμαχία κέρδισε το κυβερνών Ενωμένο Εθνικό Κόμμα για πρώτη φορά στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1956.[168] Μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές τον Ιούλιο του 1960, η Σιριμάβο Μπανταρανάικε έγινε πρωθυπουργός. Ήταν η πρώτη εκλεγμένη γυναίκα επικεφαλής της κυβέρνησης στον κόσμο.[169]
Ο Τζ. Τζ. Πονάνμπαλαμ, ο Ταμίλ εθνικιστής αντίστοιχος του Μπανταρανάικε,[170] ίδρυσε το Παγκεϋλανικό Συνέδριο των Ταμίλ το 1944. Αντιδρώντας στη συνεργασία του Πονάμπαλαμ με τον Σενανανγιάκε, το 1949 μια ομάδα αντιφρονούντων με επικεφαλής τον Σ. Τζ. Β. Τσελβαναγιάκαμ αποχώρησε από το κόμμα του Πονάμπαλαμ και ίδρυσε το Ιλάνκαϊ Ταμίλ Αρασού Κατσί, γνωστό και ως Ομοσπονδιακό Κόμμα. Το κόμμα του Τσελβαναγιάκαμ ήταν το κύριο κόμμα των Ταμίλ της Σρι Λάνκα για τις επόμενες δύο δεκαετίες.[171] Το Ομοσπονδιακό Κόμμα υποστήριξε μια πιο επιθετική στάση απέναντι στους Σινχαλέζους και ήταν πιο εθνικιστικό από το προηγούμενο κόμμα.[172] Με τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις του 1972, τα δύο κόμματα που εκπροσωπούσαν τους Ταμίλ, του Πονάμπαλαμ και του Τσελβαναγιάκαμ, επανενώθηκαν υπό νέα μορφή, δημιουργώντας το Ενωμένο Μέτωπο των Ταμίλ, το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε Ενωμένο Απελευθερωτικό Μέτωπο των Ταμίλ. Μετά από μια περίοδο αναταραχής καθώς οι Ταμίλ μαχητές ανέβηκαν στην εξουσία στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τον Οκτώβριο του 2001 ιδρύθηκε η Εθνική Συμμαχία των Ταμίλ σαν διάδοχος των προηγούμενων κομμάτων.[172][173] Το Τζανάτα Βιμούκτι Περαμούνα, ένα μαρξιστικό-λενινιστικό πολιτικό κόμμα που ίδρυσε ο Ροχάν Ουιτζαουίρα το 1965, λειτουργεί ως τρίτη δύναμη στα πολιτικά πράγματα της χώρας.[174] Υποστηρίζει αριστερές πολιτικές που είναι πιο ριζοσπαστικές από την παραδοσιακή αριστερή πολιτική του Σοσιαλιστικού Κόμματος και του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σρι Λάνκα.[172] Το Μουσουλμανικό Συνέδριο της Σρι Λάνκα ιδρύθηκε το 1981. Είναι το μεγαλύτερο μουσουλμανικό πολιτικό κόμμα στη Σρι Λάνκα.[175]
Ο Πρόεδρος Μαχίντα Ρατζαπάκσα έχασε τις προεδρικές εκλογές του 2015, τερματίζοντας τη δεκαετή προεδρία του. Ωστόσο, ο διάδοχός του ως Πρόεδρος της Σρι Λάνκα, Μαϊθριπάλα Σιρισένα, αποφάσισε να μην διεκδικήσει την επανεκλογή του στις εκλογές του 2019.[176] Η οικογένεια Ρατζαπάκσα ανέκτησε την εξουσία στις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 2019, όταν ο μικρότερος αδερφός του Μαχίντα Ρατζαπάκσα και πρώην υπουργός άμυνας εν καιρώ πολέμου Γκοταμπάγια Ρατζαπάκσα κέρδισε τις εκλογές και αργότερα ορκίστηκε νέος πρόεδρος της Σρι Λάνκα.[177][178] Η σταθερή εξουσία των Ρατζαπάκσα στη χώρα εδραιώθηκε στις βουλευτικές εκλογές τον Αύγουστο του 2020. Το πολιτικό κόμμα του οποίου ηγείται η οικογένεια, το Λαϊκό Μέτωπο της Σρι Λάνκα, πέτυχε σαρωτική νίκη και σαφή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. Πέντε μέλη της οικογένειας Ρατζαπάκσα κέρδισαν έδρες στο νέο κοινοβούλιο. Ο πρώην πρόεδρος Μαχίντα Ρατζαπάκσα έγινε πρωθυπουργός.[179]
Το 2022, ξεκίνησε μια πολιτική κρίση λόγω της μάχης για την εξουσία ανάμεσα στον Γκοταμπάγια Ρατζαπάκσα και το κοινοβούλιο της Σρι Λάνκα. Η κρίση τροφοδοτήθηκε από αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες και διαδηλώσεις, λόγω και της επιδείνωσης της οικονομίας της Σρι Λάνκα μετά την εκλογή του Ρατζαπάκσα το 2019. Το αντικυβερνητικό αίσθημα σε διάφορες περιοχές της Σρι Λάνκα έχει προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου πολιτική αστάθεια, συγκλονίζοντας την πολιτική αρένα.[180] Κορύφωση της κρίσης ήταν η παραίτηση του προέδρου Ραγιαπάκσε και η αντικατάστασή του με τον πρωθυπουργό Ρανίλ Γουικρεμεσίνγκε.
Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.[6]
Δημογραφία
Σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2024, η Σρι Λάνκα έχει 21.916.000 κατοίκους[1] και ετήσιο ρυθμό αύξησης πληθυσμού που φτάνει το 0,5%. Το ποσοστό γεννήσεων είναι 13,8 γεννήσεις ανά 1.000 άτομα (δηλαδή, το 1,38% των κατοίκων είναι μέχρι 12 μηνών) και το ποσοστό θανάτων είναι 6 θάνατοι ανά 1.000 άτομα (δηλαδή, το 0,6% των ανθρώπων πεθαίνουν κάθε χρόνο).[181] Η πυκνότητα πληθυσμού είναι υψηλότερη στη δυτική Σρι Λάνκα, ειδικά στη περιοχή μέσα και γύρω από την πρωτεύουσα. Οι Σινχαλέζοι αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνότητα στη χώρα, αποτελώντας το 74,8% του πληθυσμού.[182] Οι Ταμίλ της Σρι Λάνκα αποτελούν το 11,2% του πληθυσμού της χώρας και είναι η δεύτερη μεγάλη εθνότητα στο νησί. Οι Μαυριτανοί της Σρι Λάνκα αποτελούν το 9,2%. Οι Μαυριτανοί της Σρι Λάνκα είναι οι Μουσουλμάνοι της Σρι Λάνκα. Είναι κυρίως Ταμίλ και Σινχάλα. Υπάρχουν επίσης μικρές εθνοτικές ομάδες όπως οι μπούρχερ (άτομα με μικτή ευρωπαϊκή-σριλανκέζικη καταγωγή) και οι Μαλαίοι, μουσουλμάνοι μετανάστες από τη Νοτιοανατολική Ασία. Επιπλέον, υπάρχει ένας μικρός πληθυσμός Βέδα, μιας εθνότητας για την οποία πιστεύεται ότι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι που αποίκησαν το νησί.[183]
Μεγαλύτερες πόλεις
Γλώσσες
Τα Σινχαλά και τα Ταμίλ είναι οι δύο επίσημες γλώσσες της χώρας.[184] Το σύνταγμα ορίζει τα αγγλικά ως τη γλώσσα σύνδεσης μεταξύ του λαού, δηλαδή μια ανεξάρτητη γλώσσα που δεν ευνοεί καμία από τις δύο εθνότητες. Τα αγγλικά χρησιμοποιούνται ευρέως στην εκπαίδευση, στις επιστήμες και το εμπόριο. Τα μέλη της κοινότητας των Μπούρχερ μιλούν μια παραλλαγή της κρεολής πορτογαλικής γλώσσας αλλά και της ολλανδικής γλώσσας, σε διαφορετικά επίπεδα επάρκειας και γνώσης της. Μπουρχ στα ολλανδικά σημαίνει πόλη και αυτή η κοινότητα πήρε το όνομα της από την ολλανδοκρατία στη Κεϋλάνη που διήρκεσε από τα μέσα του 17ου αιώνα έως τη δεκαετία του 1790, όταν και έπεσε στους Άγγλους λόγω του φόβου τους ότι θα έπεφτε στους Γάλλους. Οι Μαλαίοι μιλούν μια τοπική διάλεκτο της κρεολής μαλαϊκής γλώσσας.[185]
Θρησκεία
Ο Βουδισμός είναι η μεγαλύτερη θρησκεία στη Σρι Λάνκα και είναι «Επίσημη θρησκεία» της Σρι Λάνκα σύμφωνα με το Κεφάλαιο Β΄ του άρθρου 9 του συντάγματος, το οποίο γράφει: «Η Δημοκρατία της Σρι Λάνκα θα δώσει στον Βουδισμό πρωταρχική θέση και συνεπώς είναι καθήκον του κράτους να προστατεύει και να προωθεί τον Βούδα Σασάνα».[186][187] Ο Βουδισμός ασκείται από το 70,2% του πληθυσμού της Σρι Λάνκα. Οι περισσότεροι Σριλανκέζοι είναι βουδιστές Θεραβάντα.[188] Οι περισσότεροι Βουδιστές είναι Σινχαλέζοι. Υπάρχουν και κάποιοι βουδιστές Ταμίλ, αλλά οι περισσότεροι Ταμίλ είναι ινδουιστές. Ο Βουδισμός εισήχθη στη Σρι Λάνκα τον 2ο αιώνα π.Χ. από τον σεβάσμιο Μαχίντα Μαουρύα.[188] Ένα δενδρύλλιο προερχόμενο από το δέντρου Μπόντι στο οποίο ο Βούδας πέτυχε τη φώτιση μεταφέρθηκε στη Σρι Λάνκα την ίδια περίοδο. Ο Κανόνας Πάλι (Τριπιτάκα), ενώ πριν ήταν προφορικός και περνούσε από γενιά σε γενιά, καταγράφηκε σε γραπτή μορφή για πρώτη φορά στη Σρι Λάνκα γύρω στο 30 π.Χ.[189] Η Σρι Λάνκα είναι βουδιστικό έθνος από την αρχαιότητα και είναι το παλαιότερο έθνος που είναι βουδιστικό μέχρι σήμερα.[188] Σε περιόδους παρακμής του κράτους και του βουδισμού στη Σρι Λάνκα, η μοναστική καταγωγή και τα μοναστήρια της Σρι Λάνκα αναβιώνονταν και επιζούσαν μέσω της επαφής με την Ταϊλάνδη και τη Βιρμανία.[189]
Αν και οι Ινδουιστές στη Σρι Λάνκα αποτελούν θρησκευτική μειονότητα, ο Ινδουισμός έχει συνεχή παρουσία στη Σρι Λάνκα τουλάχιστον από τον 2ο αιώνα π.Χ.[190] Ο Ινδουισμός ήταν η κυρίαρχη θρησκεία στη Σρι Λάνκα πριν από την άφιξη του Βουδισμού τον 3ο αιώνα π.Χ. Ο Βουδισμός εισήχθη στη Σρι Λάνκα από τον Μαχίντα, τον γιο του αυτοκράτορα Ασόκα, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του βασιλιά Ντεβαναμπία Τίσα.[191] Οι Σινχαλέζοι έγιναν βουδιστές και προσυλητίστηκαν μαζικά, ενώ οι Ταμίλ της Σρι Λάνκα παρέμειναν ινδουιστές. Ωστόσο, η ινδουιστική θρησκευτική δραστηριότητα στην ηπειρωτική Ινδία ήταν εξαιρετικά σημαντική για την επιβίωση του Ινδουισμού στη Σρι Λάνκα, παραμένοντας έτσι θρησκεία ενός σημαντικού μέρους των κατοίκων. Ο Σαϊβισμός (λατρεία του Σίβα) ήταν ο κυρίαρχος κλάδος του Ινδουισμού στους Ταμίλ, επομένως το μεγαλύτερο μέρος της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής των ινδουιστών ναών και το μεγαλύτερο μέρος της ινδουιστικής φιλοσοφίας στη Σρι Λάνκα προέρχεται από ακολούθους αυτού του κλάδου του Ινδουισμού. Ο συγγραφέας Θιρουτζνανασαμπανθάρ σε έργα του έχει αναφέρει τα ονόματα αρκετών ινδουιστικών ναών της Σρι Λάνκα.
Το Ισλάμ είναι η τρίτη πιο διαδεδομένη θρησκεία στη χώρα. Το ισλάμ έφεραν Άραβες έμποροι που διεξήγαγαν εμπόριο με τους κατοίκους της Σρι Λάνκα σε ένα διάστημα που καλύπτει αρκετούς αιώνες, πάντως οι πρώτοι μουσουλμάνοι έμποροι που επισκέφθηκαν τη Σρι Λάνκα ήρθαν γύρω στα μέσα με τέλη του 7ου αιώνα μ.Χ. Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι στη Σρι Λάνκα είναι Σουνίτες της σχολής Σαφίι[192] και πιστεύεται ότι είναι απόγονοι των Αράβων εμπόρων που παντρεύτηκαν με ντόπιες γυναίκες της Σρι Λάνκα, και έμειναν στο νησί.[193]
Ο Χριστιανισμός ήταν παρών στη Σρι Λάνκα τουλάχιστον από τον πέμπτο αιώνα (και πιθανώς από τον πρώτο),[194] αποκτώντας ευρύτερη βάση όμως από τους Πορτογάλους και τους δυτικούς αποίκους που άρχισαν να φτάνουν στο νησί στις αρχές του 16ου αιώνα.[195] Περίπου το 7,4% του πληθυσμού της Σρι Λάνκα είναι χριστιανοί, εκ των οποίων το 82% είναι Ρωμαιοκαθολικοί οι οποίοι εκχριστιανίστηκαν από τους Πορτογάλους. Οι Καθολικοί Ταμίλ αποδίδουν τη θρησκευτική τους καταγωγή και κληρονομιά στον Άγιο Φραγκίσκο Σαβιέ καθώς και σε Πορτογάλους ιεραπόστολους. Οι υπόλοιποι Χριστιανοί χωρίζονται ανήκουν στην Αγγλικανική Εκκλησία της Κεϋλάνης και σε άλλα προτεσταντικά δόγματα.[196]
Υπάρχει επίσης ένας μικρός πληθυσμός Ζωροάστρων μεταναστών από την Ινδία (Πάρσοι) οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στη Σρι Λάνκα κατά την περίοδο της αγγλοκρατίας.[197] Στα τελευταία χρόνια η κοινότητα των Πάρσων έχει συρρικνωθεί λόγω υπογεννητικότητας και μετανάστευσης στο εξωτερικό.[198]
Η θρησκεία παίζει εξέχοντα ρόλο στη ζωή και τον πολιτισμό της Σρι Λάνκα. Η βουδιστική πλειοψηφία τηρεί τις Ημέρες Πόγια (στη Σρι Λάνκα η ημέρα της πανσέληνου είναι αργία) κάθε μήνα σύμφωνα με το σεληνιακό ημερολόγιο. Οι Ινδουιστές και οι Μουσουλμάνοι τηρούν τις δικές τους αργίες. Σε μια δημοσκόπηση του ινστιτούτου Γκάλοπ το 2008, η Σρι Λάνκα ήταν η τρίτη πιο θρησκευόμενη χώρα στον κόσμο, με το 99% των κατοίκων της Σρι Λάνκα να λένε ότι η θρησκεία ήταν σημαντικό μέρος της καθημερινότητάς τους.[199]
Υγεία
Οι κάτοικοι της Σρι Λάνκα έχουν προσδόκιμο ζωής 75.5 ετών, κατά τη γέννηση. Το προσδόκιμο ζωής στη Σρι Λάνκα είναι περίπου 3 χρόνια πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο.[181][200] Το προσδόκιμο ζωής στο σύνολο του πληθυσμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2019 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ήταν 76,9 χρόνια (73,8 χρόνια οι άνδρες και 79,8 οι γυναίκες).[201]
Το ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας φτάνει στους 8.5 θανάτους βρεφών ανά 1.000 γεννήσεις, ενώ θάνατοι της μητέρας κατά τη γέννα έχουν καταγραφεί σε 0.39 ανά 1.000 γεννήσεις, ποσοστά ανάλογα με αυτά των αναπτυσσόμενων κρατών. Το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, το οποίο επικεντρώνεται «υπέρ των φτωχών»[202], το οποίο υιοθέτησε τη χώρα έχει συμβάλει πολύ σε αυτούς τους αριθμούς που είναι πολύ καλοί για αναπτυσσόμενη χώρα.[203] Η Σρι Λάνκα είναι η χώρα με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοκτονιών στη νοτιοανατολική Ασία: στη Σρι Λάνκα λαμβάνουν χώρα 33 αυτοκτονίες ανά 100.000 άτομα. Σύμφωνα με το Τμήμα Απογραφής και Στατιστικής, η φτώχεια, τα καταστροφικά χόμπι και η αδυναμία αντιμετώπισης στρεσογόνων καταστάσεων είναι οι κύριες αιτίες πίσω από τα υψηλά ποσοστά αυτοκτονιών στη Σρι Λάνκα.[204] Στις 8 Ιουλίου 2020, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δήλωσε ότι η Σρι Λάνκα είχε εξαλείψει επιτυχώς την ερυθρά και την ιλαρά από το έδαφός της, τρία χρόνια πριν τον επίσημο στόχο, που ήταν η εξάλειψη των δύο αυτών ασθενειών το 2023.[205]
Εκπαίδευση
Έχοντας ποσοστό αλφαβητισμού που φτάνει το 92,9%[181], η Σρι Λάνκα έχει έναν από τους πιο εγγράμματους πληθυσμούς μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών.[206] Το ποσοστό αλφαβητισμού στους νέους ανέρχεται στο 98,8%,[207] το ποσοστό των ανθρώπων που ξέρουν να χρησιμοποιήσουν ένα υπολογιστή φτάνει το 35%[208] και το ποσοστό των παιδιών που είναι εγγεγραμμένα σε δημοτικό σχολείο ξεπερνά το 99%.[209] Υπάρχει ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο εγγυάται 9 χρόνια δωρεάν και υποχρεωτικής εκπαίδευσης για κάθε παιδί.
Το δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα που θεσπίστηκε το 1945[210] είναι αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας των Σ. Ου. Ου. Κανανγκάρα και Α. Ρατναγιάκε.[211][212] Η Σρι Λάνκα είναι μια από τις λίγες χώρες στον κόσμο που παρέχουν καθολική και δωρεάν εκπαίδευση από την πρωτοβάθμια έως την τριτοβάθμια εκπαίδευση.[213] Ο Κανανγκάρα ήταν ο πολιτικός που ηγήθηκε τη θέσπιση Μαντιαβιντιαλάγια (κεντρικά σχολεία) σε διάφορα μέρη της χώρας με σκοπό την παροχή εκπαίδευσης στα παιδιά που ζουν σε αγροτικές περιοχές της Σρι Λάνκα.[208] Το 1942, μια ειδική επιτροπή για την εκπαίδευση πρότεινε τη θέσπιση εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων στοχεύοντας στην ίδρυση ενός αποτελεσματικού και ποιοτικού εκπαιδευτικού συστήματος για τη Σρι Λάνκα. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1980 οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα διαχώρισαν τη διοίκηση των σχολείων μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Έτσι τα εθνικά σχολεία, στα οποία πηγαίνουν κυρίως τα παιδιά της άρχουσας τάξης, ελέγχονται απευθείας από το υπουργείο Παιδείας, ενώ τα επαρχιακά σχολεία που πηγαίνει σχεδόν κάθε μαθητής στη Σρι Λάνκα ελέγχονται από την τοπική αυτοδιοίκηση. Η Σρι Λάνκα έχει περίπου 10.155 κρατικά, δημόσια σχολεία, 120 ιδιωτικά σχολεία και 802 πιριβένα (βουδιστικά ιεροδιδασκαλεία).[181]
Η Σρι Λάνκα έχει 17 δημόσια πανεπιστήμια.[214][215] Η έλλειψη ανταπόκρισης του εκπαιδευτικού συστήματος στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας, οι ανισότητες μεταξύ των κοινοτήτων στην πρόσβαση σε ποιοτική εκπαίδευση και η έλλειψη αποτελεσματικής σύνδεσης μεταξύ της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι τα μεγάλα προβλήματα στο σριλανκέζικο εκπαιδευτικό σύστημα.[216] Τελευταία έχουν εμφανιστεί μερικά ιδιωτικά τριτοβάθμια ιδρύματα για να καλύψουν το κενό, αλλά το ποσοστό των Σριλανκέζων με τριτοβάθμια εκπαίδευση φτάνει το 5,1%.[217] Η Σρι Λάνκα κατατάχθηκε στην 95η θέση στον Παγκόσμιο Δείκτη Καινοτομίας το 2021, πέφτοντας έξι θέσεις από το 2019.[218][219][220][221]
Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το κατά κεφαλήνΑΕΠ της Σρι Λάνκα εξεφρασμένο σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης είναι το δεύτερο υψηλότερο στην περιοχή της Νότιας Ασίας. Τον 19ο και τον 20ο αιώνα, η Σρι Λάνκα ανέπτυξε μια οικονομία βασισμένη σε φυτείες, δηλαδή οικονομία αποικιακού τύπου. Η Σρι Λάνκα έγινε γνωστή για την παραγωγή και εξαγωγή κανέλας, καουτσούκ και τσαγιού Κεϋλάνης, σήματα κατατεθέντα των εξαγώγιμων προϊόντων της χώρας έως και σήμερα.[223] Η ανάπτυξη σύγχρονων λιμανιών κατά τη διάρκεια της αγγλοκρατίας έχουν αυξήσει τη στρατηγική σημασία του νησιού ως εμπορικό κέντρο.[224] Από το 1948 έως το 1977, ο σοσιαλισμός επηρέασε έντονα τις οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης. Οι αποικιακές φυτείες διαλύθηκαν, οι βιομηχανίες κρατικοποιήθηκαν και δημιουργήθηκε ένα κράτος πρόνοιας. Το 1977, εισήχθη η οικονομία της ελεύθερης αγοράς σαν νέο οικονομικό μοντέλο, επιτρέποντας τις ιδιωτικοποιήσεις, την απορρύθμιση και την προώθηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας αλλά και των ιδιόκτητων από ιδιώτες επιχειρήσεων.[111]
Η παραγωγή και η εξαγωγή τσαγιού, καουτσούκ, καφέ, ζάχαρης και άλλων εμπορευμάτων παραμένουν μέχρι και σήμερα σημαντικές οικονομικές δραστηριότητες στη Σρι Λάνκα, ενώ η εκβιομηχάνιση έχει αυξήσει τη σημασία της επεξεργασίας τροφίμων, των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, των τηλεπικοινωνιών και της χρηματοδότησης στην οικονομία της χώρας. Οι κύριοι οικονομικοί τομείς της χώρας είναι ο τουρισμός, οι εξαγωγές τσαγιού, η κλωστοϋφαντουργία, η παραγωγή ρυζιού και άλλων αγροτικών προϊόντων. Εκτός από αυτούς τους οικονομικούς τομείς, οι Σριλανκέζοι μετανάστες στο εξωτερικό, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή, συνεισφέρουν σημαντικά στην οικονομία της χώρας μέσω των εμβασμάτων και του ξένου συναλλάγματος που στέλνουν πίσω στη πατρίδα.[200]
Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Σρι Λάνκα διπλασιάστηκε από το 2005 έως το 2011.[225] Την ίδια περίοδο, το ποσοστό των κατοίκων οι οποίοι ζούσαν σε συνθήκες φτώχειας μειώθηκε από 15.2% σε 7.6% (ακριβώς στο μισό), το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε από 7.2% σε 4.9%, η κεφαλαιοποίηση του χρηματιστηρίου του Κολόμπο τετραπλασιάστηκε και το δημοσιονομικό έλλειμμα διπλασιάστηκε.[200] Το 99% των νοικοκυριών στη Σρι Λάνκα έχουν ηλεκτρικό ρεύμα. Το 93,2% του πληθυσμού έχει πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό και το 53,1% έχει πρόσβαση σε νερό από αγωγούς.[181] Η εισοδηματική ανισότητα έχει επίσης μειωθεί τα τελευταία χρόνια, καθώς ο συντελεστής Τζίνι στη Σριλάνκα ήταν 0,36 το 2010.[226]
Η Έκθεση Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του 2011, την οποία δημοσιεύει ετησίως το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, περιέγραψε την οικονομία της Σρι Λάνκα ως μια οικονομία που βρίσκεται σε μεταβατική φάση και μεταβαίνει σταδιακά από το στάδιο μιας οικονομίας που βασίζεται στους παράγοντες στο στάδιο μιας οικονομίας που βασίζεται στην αποδοτικότητας λαμβάνοντας την 52η θέση στον κατάλογο. Επίσης, από τις 142 χώρες που περιλαμβάνονται στην έρευνα, η Σρι Λάνκα κατέλαβε την 45η θέση στον τομέα της υγείας και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, την 32η θέση στον τομέα της επιχειρηματικής πολυπλοκότητας, την 42η θέση στον τομέα της καινοτομίας και την 41η θέση στον τομέα της αποτελεσματικότητας της αγοράς αγαθών. Το 2016, η Σρι Λάνκα κατέλαβε την 5η θέση στον Παγκόσμιο Δείκτη Δωρεάς, καταγράφοντας υψηλά επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή και φιλανθρωπικής συμπεριφοράς στην κοινωνία της.[227] Το 2010, οι Νιου Γιορκ Τάιμς τοποθέτησαν τη Σρι Λάνκα στην κορυφή της λίστας με τα 31 μέρη που πρέπει να επισκεφτεί κάποιος στη διάρκεια της ζωής του.[228] Ο δείκτης S&P Dow Jones κατατάσσει τη Σρι Λάνκα σαν μια μεθοριακή αγορά (frontier market) για το 2018.[229] Δηλαδή η Σρι Λάνκα έχει μια αναπτυσσόμενη αγορά αλλά δεν έχει φτάσει σε επαρκές επίπεδο ανάπτυξης για να θεωρηθεί αναδυόμενη αγορά. Η Σρι Λάνκα κατατάσσεται πολύ πάνω από άλλες χώρες της Νότιας Ασίας ως προς τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης φτάνοντας σε μια βαθμολογία που φτάνει το 0,750.
Μέχρι το 2016, το χρέος της χώρας εκτινάχθηκε στα ύψη καθώς η χώρα ανέπτυξε με τέτοιο βαθμό την υποδομή της σε βαθμό που κόντευε να χρεοκοπήσει και επομένως έκανε απαραίτητη ουσιαστικά την παροχή πακέτου διάσωσης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.[230] Το ΔΝΤ είχε συμφωνήσει να παράσχει ένα δάνειο αξίας 1.5 δισεκατομμυρίων δολαρίων στη Σρι Λάνκα τον Απρίλιο του 2016, αφού η Σρι Λάνκα παρείχε ένα σύνολο κριτηρίων που αποσκοπούσαν στη βελτίωση των επιδόσεων της οικονομίας της. Μέχρι το τέταρτο τρίμηνο του 2016, το χρέος της χώρας είχε φτάσει στα 64.9 δισεκατομμύρια δολάρια. Το πρόσθετο χρέος που είχαν δημιουργήσει με τα χρόνια οι κρατικοί οργανισμοί είχε αξία τουλάχιστον 9.5 δισεκατομμύρια δολάρια. Από τις αρχές του 2015 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016, το εσωτερικό χρέος της Σρι Λάνκα αυξήθηκε κατά 12% και το εξωτερικό χρέος αυξήθηκε κατά 25%.[231] Τον Νοέμβριο του 2016, το ΔΝΤ ανέφερε ότι η αρχική εκταμίευση του δανείου που έκανε στη Σρι Λάνκα ξεπέρασε κατά 162.2 εκατομμύρια δολάρια τον αρχικό της στόχο, δηλαδή ήταν κατά αυτό το ποσό μεγαλύτερη από τη σχεδιαζόμενη. Η αξιολόγηση του οργανισμού για την καταβολή της πρώτης δόσης ήταν συγκρατημένα αισιόδοξη για το μέλλον. Στο πλαίσιο του προγράμματος αναδιάρθρωσης του χρέους, η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα εφάρμοσε έναν νέο νόμο για τη φορολογία των εισοδημάτων που προέρχονται από δραστηριότητες του εσωτερικού αλλά θέσπισε και μια αυτόματη φόρμουλα τιμολόγησης καυσίμων, την οποία σημείωσε το ΔΝΤ στην τέταρτη έκθεση του. Το 2018 η Κίνα συμφώνησε να διασώσει τη Σρι Λάνκα δίνοντας της ένα δάνειο αξίας 1.25 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την αντιμετώπιση της αύξησης των υποχρεώσεων της αποπληρωμής του εξωτερικού χρέους το 2019 έως το 2021.[232][233][234]
Τον Σεπτέμβριο του 2021, η Σρι Λάνκα ανακοίνωσε ότι βρισκόταν σε κατάσταση οικονομικής κρίσης.[235] Ο Διευθυντής της Κεντρικής Τράπεζας παραιτήθηκε εν μέσω κρίσης.[236] Η Βουλή έχει ψηφίσει ορισμένες έκτακτες ρυθμίσεις για την οικονομία λόγω της κρίσης, επιδιώκοντας την απαγόρευση της «αισχροκέρδειας από τα τρόφιμα».[237][238]
Ο τουρισμός, ο οποίος παρείχε στην οικονομία ξένο συνάλλαγμα, έχει καταρρεύσει κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού το 2020-21.[239] Η οικονομία έχει επιδεινωθεί περαιτέρω και το ποσοστό του χρέους ως μέρος του ΑΕΠ αυξήθηκε από 42% σε 119%. Τα τρόφιμα πλέον λαμβάνονται, όπως και τα καύσιμα, με δελτία. Οι διακοπές ρεύματος ξεπερνούν τις 10 ώρες την ημέρα το 2022 και η χώρα, τον Ιούλιο του 2022, αδυνατεί να αποπληρώσει τα χρέη της και να εισάγει βασικά τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα και άλλα αγαθά πρώτης ανάγκης. Οι δημόσιες υπηρεσίες όπως τα σχολεία ωθούνται τακτικά σε έκτακτα κλεισίματα λόγω της έλλειψης ενέργειας. Τα αποθέματα καυσίμων βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτό αποτελεί βασική αιτία πίσω από την εξέγερση του 2022 που έχει ανατρέψει τη δυναστεία Ρατζαπάκσα, που κατέχουν μεγάλα ποσοστά στη κυβέρνηση της χώρας. Παράλληλα, ο Γκοταμπάγια Ρατζαπάκσα παραιτείται στις 13 Ιουλίου και το προεδρικό μέγαρο είναι υπό λαϊκή κατάληψη.[240] Πριν είχε προηγηθεί οικονομική ανάπτυξη αλλά και μια αυξανόμενη εξάρτηση της χώρας στη Κίνα.[241] Παράλληλα, η μείωση των φόρων κατά σημαντικό ποσοστό συνέβαλε στην οικονομική κατάρρευση της χώρας το 2022 καθώς ο τουρισμός υπέστη κατάρρευση. Τα γεγονότα επιτάχυναν οι συνέπειες της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.[242]
Μεταφορές
Η Σρι Λάνκα έχει ένα εκτεταμένο οδικό δίκτυο για τις εσωτερικές μεταφορές. Η Σρι Λάνκα έχει πάνω από 100.000 ασφαλτοστρωμένων δρόμων στην έκταση της.[243] Το οδικό δίκτυο αποτελείται από 35 αυτοκινητοδρόμους τάξης Α (π.χ. Α1) και τέσσερις οδούς ταχείας κυκλοφορίας.[244][245] Οι δρόμοι τάξης Α και Β είναι εθνικές οδοί. Υπεύθυνη για τη λειτουργία τους είναι η Αρχή Οδοποιίας της Σρι Λάνκα.[246] Οι δρόμοι τάξης Γ και Δ είναι επαρχιακές οδοί, υπεύθυνες για τη λειτουργία τους είναι η Αρχή Οδοποιίας της κάθε επαρχίας της Σρι Λάνκα. Οι άλλοι δρόμοι είναι τοπικοί δρόμοι. Υπεύθυνη για τη λειτουργία των τοπικών δρόμων είναι η τοπική αυτοδιοίκηση. Η οδήγηση γίνεται στα αριστερά.
Το σιδηροδρομικό δίκτυο έχει μέγεθος 1.447 χιλιομέτρων και οι Σιδηρόδρομοι της Σρι Λάνκα, κρατική εταιρεία, είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία των σιδηροδρόμων.[247] Η Σρι Λάνκα έχει επίσης τρία λιμάνια βαθέων υδάτων στο Κολόμπο, το Γκάλα και το Τρικουναμαλάγια, ενώ υπάρχει και το λιμάνι της Χαμπαντότας που κατασκεύασαν οι Κινέζοι, το οποίο είναι ενοικιασμένο στους Κινέζους για 99 χρόνια λόγω της αδυναμίας της κυβέρνησης να πληρώσει το δάνειο για την κατασκευή του.
Μετάβαση στη οργανική γεωργία
Τον Ιούνιο του 2021, η Σρι Λάνκα ξεκίνησε ένα πρόγραμμα με στόχο τη μετάβαση της γεωργίας αποκλειστικά στη βιολογική γεωργία και επέβαλε απαγόρευση στην πώληση φυτοφαρμάκων και ανόργανων λιπασμάτων. Το πρόγραμμα χαιρετίστηκε από τη σύμβουλό για την υλοποίηση του Βαντάνα Σίβα,[248] αλλά αγνόησε εντελώς τις επικριτικές φωνές των επιστημόνων που προειδοποίησαν ότι ο τρόπος με τον οποίο γίνεται η μετάβαση μπορεί να φέρει την κατάρρευση στη γεωργική οικονομία της Σρι Λάνκα[249][250][251][252][253] αλλά και να επιδεινώσει την οικονομική κρίση καθώς έχει σημειωθεί υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, του οποίου η αξία περιστρέφεται γύρω από τη βιομηχανία τσαγιού.[249] Η κατάσταση στη βιομηχανία τσαγιού χαρακτηρίστηκε κρίσιμη, καθώς η μετάβαση στη βιολογική γεωργία (χωρίς φυτοφάρμακα ή συμβατικά λιπάσματα) απαιτεί την αγορά εξοπλισμού (π.χ. λιπασμάτων) που είναι δέκα φορές ακριβότερος από τα λιπάσματα της συμβατικής γεωργίας, ενώ παράλληλα η απόδοση μιας βιολογικής καλλιέργειας είναι η μισή σε σχέση με τη βιολογική γεωργία, δηλαδή ισοδυναμεί με λιγότερα κέρδη για τους αγρότες.[254] Τον Σεπτέμβριο του 2021 η κυβέρνηση ανακοίνωσε κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οικονομία καθώς η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω από την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, την αύξηση του πληθωρισμού λόγω των υψηλών τιμών στα τρόφιμα και τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού στον τουρισμό.[235]
Τον Νοέμβριο του 2021, η Σρι Λάνκα εγκατέλειψε το σχέδιό της να γίνει το πρώτο έθνος στον κόσμο όπου τα προϊόντα θα καλλιεργούνται αποκλειστικά με βιολογικό τρόπο, μετά την αύξηση των τιμών των τροφίμων και τις εβδομάδες διαμαρτυριών κατά του σχεδίου.[255] Ήδη κατά τον Δεκέμβριο του 2021, η ζημιά στη γεωργική παραγωγή είχε γίνει. Οι τιμές των λαχανικών έχουν αυξηθεί αρκετά στη Σρι Λάνκα και εκτιμάται ότι η ανάκαμψη της γεωργικής παραγωγής από την κρίση του 2021 θα πάρει κάποιο χρόνο. Η απαγόρευση της πώλησης λιπασμάτων έχει αρθεί για ορισμένα είδη καλλιεργειών, αλλά η τιμή της ουρίας έχει αυξηθεί διεθνώς λόγω της αύξησης της τιμής του πετρελαίου και του φυσικού αερίου.[239] Η Τζιβίκα Ουιραχέβα, ανώτερη λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Περαντενίγιας, προέβλεψε ότι η απαγόρευση των φυτοφαρμάκων και των συμβατικών λιπασμάτων θα μείωνε την παραγωγή ρυζιού το 2022 κατά 50% σε σχέση με πριν.[256]
Ανθρώπινα δικαιώματα και μέσα ενημέρωσης
Η Ραδιοτηλεόραση της Σρι Λάνκα (πρώην Ραδιοφωνία της Κεϋλάνης) είναι ο παλαιότερος ραδιοφωνικός σταθμός στην Ασία[257] καθώς ιδρύθηκε το 1923 από τον Έντουαρντ Χάρπερ μόλις τρία χρόνια μετά την ίδρυση του πρώτου ραδιοσταθμού στην Ευρώπη.[257] Ο σταθμός εκπέμπει προγράμματα σε Σινχάλα, Ταμίλ, Αγγλικά και Χίντι. Από τη δεκαετία του 1980 και έπειτα έχουν ιδρυθεί πολλοί ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί, ή έχουν επεκτείνει την εμβέλεια τους στη χώρα. Η τηλεόραση εισήχθη στη Σρι Λάνκα το 1979 όταν ξεκίνησε να λειτουργεί το Ανεξάρτητο Τηλεοπτικό Δίκτυο. Αρχικά, όλοι οι τηλεοπτικοί σταθμοί ήταν κρατικοί, αλλά το 1992 ξεκίνησαν να εκπέμπουν ιδιωτικά τηλεοπτικά δίκτυα.[258]
Το 2020 κυκλοφορούσαν 192 εφημερίδες στη χώρα (122 στα σινχάλα, 24 στα ταμίλ, 43 αγγλόφωνες και 3 σε τουλάχιστον δύο γλώσσες), ενώ λειτουργούσαν 25 τηλεοπτικά κανάλια στις τρεις παραπάνω γλώσσες.[181] Τα τελευταία χρόνια, η ελευθερία του τύπου στη Σρι Λάνκα, σύμφωνα με τις ακτιβιστικές ομάδες, είναι μια από τις χαμηλότερες μεταξύ των δημοκρατικών εθνών.[259] Η καταγγελία περί επίθεσης ενός ανώτερου κυβερνητικού αξιωματούχου στον αρχισυντάκτη μιας εφημερίδας[260] έτυχε διεθνούς προσοχής λόγω της δολοφονίας του προκατόχου του, Λασάνθα Ουικρεματούνγκε,[261] ο οποίος ήταν επικριτής της κυβέρνησης και είχε προβλέψει τον θάνατο του σε ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε μετά τη δολοφονία του.[262]
Επισήμως, το σύνταγμα της Σρι Λάνκα εγγυάται τα ανθρώπινα δικαιώματα όπως έχουν επικυρωθεί από τα Ηνωμένα Έθνη. Ωστόσο, αρκετές ομάδες, όπως η Διεθνής Αμνηστία, η Ελευθερία από τα Βασανιστήρια, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,[263] η βρετανική κυβέρνηση[264] και το Υπουργείο Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν καταδικάσει τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την κυβέρνηση στη Σρι Λάνκα.[265] Η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα και η οργάνωση «Απελευθερωτικές Τίγρεις του Ταμίλ Ιλάμ» έχουν κατηγορηθεί για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μια έκθεση από μια συμβουλευτική επιτροπή του ΟΗΕ προς τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ κατηγόρησε τόσο την οργάνωση Απελευθερωτικές Τίγρεις του Ταμίλ Ιλάμ όσο και την κυβέρνηση της Σρι Λάνκα για τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου στα τελευταία χρόνια του εμφυλίου πολέμου της χώρας.[266][267] Η διαφθορά είναι σημαντικό πρόβλημα στη Σρι Λάνκα και το σύνταγμα παρέχει μικρά επίπεδα προστασίας για όσους αντιστέκονται στη διαφθορά.[268] Το θεσμοθετημένο κατά τη διάρκεια της βρετανικής αποικιοκρατίας άρθρο 365 του Ποινικού Κώδικα της Σρι Λάνκα ποινικοποιεί το ομοφυλοφιλικό σεξ, με τους συμμετέχοντες να απειλούνται με φυλάκιση έως και 10 ετών.[269]
Το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ έχει τεκμηριώσει ότι πάνω από12.000 κατονομαζόμενα άτομα έχουν εξαφανιστεί μετά τη σύλληψη τους από τις δυνάμεις ασφαλείας στη Σρι Λάνκα. Αυτές οι δώδεκα χιλιάδες αναγκαστικές εξαφανίσεις είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νούμερο στον κόσμο από την ίδρυση της σχετικής Ομάδας Εργασίας του ΟΗΕ το 1980.[270] Η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα επιβεβαίωσε ότι 6.445 από αυτούς πέθαναν. Οι ισχυρισμοί για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν συνεχιστεί και μετά το 2009, δηλαδή υπάρχουν καταγγελίες ότι οι παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν συνεχιστεί και μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου στη χώρα.[271]
Η Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, Ναβανεθέμ Πιλάι, επισκέφθηκε τη Σρι Λάνκα τον Μάιο του 2013. Μετά την επίσκεψή της, δήλωσε: «Ο πόλεμος μπορεί να έλαβε τέλος [στη Σρι Λάνκα], αλλά στο μεταξύ, η δημοκρατία υπονομεύτηκε και το κράτος δικαίου διαβρώθηκε». Η Πιλάι στις δηλώσεις της έκανε λόγο για την αυξανόμενη παρέμβαση και συμμετοχή του στρατού στην πολιτική ζωή αλλά και για καταγγελίες περί αρπαγής γης που ανήκει σε ντόπιους από τον στρατό. Προσέθεσε ακόμη ότι, ενώ όσο βρισκόταν στη Σρι Λάνκα είχε απόλυτη ελευθερία κινήσεων για να πάει όπου θέλει, οι Σριλανκέζοι που προσπάθησαν να τη συναντήσουν παρενοχλήθηκαν και εμποδίστηκαν από την κυβέρνηση στην προσπάθεια τους.[272][273]
Το 2012, η βρετανική φιλανθρωπική οργάνωση Ελευθερία από τα Βασανιστήρια ανέφερε ότι η φιλανθρωπική αυτή οργάνωση είχε λάβει 233 αιτήσεις από επιζώντες βασανιστηρίων για ιατρική περίθαλψη ή άλλη βοήθεια (π.χ. ψυχολογική) που παρέχει η οργάνωση. Την ίδια χρονιά, η ομάδα δημοσίευσε τη συλλογή Out of the Silence (= Εκτός της ησυχίας), το οποίο τεκμηριώνει τις καταγγελίες περί βασανιστηρίων και παραβιάσεων ανθρώπων δικαιωμάτων στη Σρι Λάνκα αλλά και το γεγονός ότι οι πρακτικές βασανιστηρίων συνεχίστηκαν και μετά το 2009.[274] Στις 29 Ιουλίου 2020, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση της Σρι Λάνκα έχει βάλει στο στόχαστρο δικηγόρους, υπερασπιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοσιογράφους με στόχο να καταστείλει τις φωνές όσων εναντιωνόταν στην κυβέρνηση.[275]
Στρατός
Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Σρι Λάνκα αποτελούν από τον Στρατό της Σρι Λάνκα, το Ναυτικό της Σρι Λάνκα και την Πολεμική Αεροπορία της Σρι Λάνκα, όργανα τα οποία βρίσκονται υπό την αρμοδιότητα του Υπουργείου Άμυνας.[276] Αυτά τα τρία στρατιωτικά σώματα αποτελούνται από 346.000 άτομα, με σχεδόν 36.000 εφέδρους.[277] Στη Σρι Λάνκα δεν υπάρχει υποχρεωτική στρατιωτική θητεία.[278] Στη Σρι Λάνκα δρουν διάφορες παραστρατιωτικές ομάδες, όπως η Ειδική Ομάδα Δράσης, η Δύναμη Πολιτικής Ασφάλειας και η Ακτοφυλακή της Σρι Λάνκα.[279][280]
Μετά την ανεξαρτησία το 1948, η κύρια εστίαση των ενόπλων δυνάμεων αποτέλεσε η προσπάθεια διατήρησης της εσωτερικής ασφάλειας και συνοχής της χώρας, συντρίβοντας τρεις μεγάλες εξεγέρσεις, εκ των οποίων δύο προέρχονταν από μαρξιστές αγωνιστές του Τζανάτα Βιμούκτι Περαμάνα και μια 26χρονη σύγκρουση με τις Απελευθερωτικές Τίγρεις του Ταμίλ Ιλάμ. Οι ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται σε συνεχή κινητοποίηση τα τελευταία 30 χρόνια.[281][282] Οι Ένοπλες Δυνάμεις της Σρι Λάνκα έχουν εμπλακεί σε ειρηνευτικές επιχειρήσεις των Ηνωμένων Εθνών από τις αρχές της δεκαετίας του 1960. Σριλανκέζικα στρατεύματα έχουν αναπτυχθεί σε πολλές ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ στο Τσαντ, τον Λίβανο και την Αϊτή.[283]
Το Ενωμένο Εθνικό Κόμμα παραδοσιακά υποστήριζε την ενίσχυση των δεσμών με τα κράτη της Δύσης, ενώ το Κόμμα Ελευθερίας της Σρι Λάνκα παραδοσιακά υποστήριζε την ενίσχυση των δεσμών με τα κράτη της Ανατολής.[284] Ο υπουργός Οικονομικών της Σρι Λάνκα Τζ. Ρ. Τζαγιαουαρντάνα, μαζί με τον τότε Υπουργό Εξωτερικών της Αυστραλίας σερ Πέρσι Σπένσερ, πρότειναν το σχέδιο Κολόμπο στο περιθώριο της Διάσκεψης των Υπουργών Εξωτερικών της Κοινοπολιτείας που έλαβε χώρα στο Κολόμπο το 1950.[285] Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης Ειρήνης του Σαν Φρανσίσκο το 1951, ενώ πολλές χώρες δίσταζαν να προχωρήσουν σε μια τέτοια απόφαση, η Σρι Λάνκα υποστήριξε την ελευθερία και την ανεξαρτησία της Ιαπωνίας και αρνήθηκε να δεχτεί την καταβολή αποζημιώσεων από τους Ιάπωνες για τις ζημιές που προκλήθηκαν κατά τις εχθροπραξίες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επειδή η σριλανκέζικη αντιπροσωπεία πίστευε ότι θα έβλαπτε την οικονομία της Ιαπωνίας.[286] Οι σχέσεις Σρι Λάνκα-Κίνας θεσπίστηκαν με την ανάδυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας το 1949. Οι δύο χώρες υπέγραψαν ένα σημαντικό σύμφωνο αναφορικά με το διμερές εμπόριο του ρυζιού και του καουτσούκ το 1952.[287] Η Σρι Λάνκα έπαιξε ζωτικό ρόλο στη διοργάνωση της Ασιατικής-Αφρικανικής Διάσκεψης το 1955, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη θεμελίωση και τη δημιουργία του Κινήματος των Αδεσμεύτων.[288]
Η κυβέρνηση Μπανταρανάικε που βγήκε από τις εκλογές του 1956 τροποποίησε σημαντικά τη φιλοδυτική εξωτερική πολιτική που είχε διαμορφώσει η κυβέρνηση του Ενωμένου Εθνικού Κόμματος. Αναγνώρισε το νέο καθεστώς της Κούβας υπό την ηγεσία του Φιντέλ Κάστρο το 1959. Λίγο αργότερα, ο Τσε Γκεβάρα επισκέφθηκε τη Σρι Λάνκα.[289] Το Σύμφωνο Σιρίμα-Σάστρι του 1964[290] και το Σύμφωνο Σιρίμα-Γκάντι του 1974[291] που υπέγραψαν οι ηγέτες της Σρι Λάνκα και της Ινδίας είχαν στόχο την επίλυση της μακροχρόνιας διαφωνίας σχετικά με το καθεστώς των εργατών Ινδικής καταγωγής που είχαν μεταναστεύσει σε φυτείες στη Σρι Λάνκα και των απογόνων τους. Το 1974, το Κατσατίβου, ένα μικρό νησί στον πορθμό του Παλκ, έγινε και επίσημα επικράτεια της Σρι Λάνκα.[292] Τότε, η Σρι Λάνκα είχε έντονη συμμετοχή στο Κίνημα των Αδεσμεύτων η πέμπτη σύνοδος κορυφής του Κινήματος των Αδεσμεύτων έλαβε χώρα στο Κολόμπο το 1976.[293] Επί Τζ. Ρ. Ουαγιαβαρντάνα οι σχέσεις μεταξύ της Σρι Λάνκα και της Ινδίας επιδεινώθηκαν.[119][294] Ως αποτέλεσμα, η Ινδία παρενέβη στον Εμφύλιο Πόλεμο της Σρι Λάνκα και στη συνέχεια ανέπτυξε μια Ινδική Ειρηνευτική Δύναμη στο νησί, το 1987.[295] Επί του παρόντος, η Σρι Λάνκα πολύ καλές και εκτεταμένες σχέσεις με την Κίνα,[296] τη Ρωσία,[297] και το Πακιστάν.[298]
Πολιτισμός
Ο πολιτισμός της Σρι Λάνκα έχει σχηματιστεί κυρίως με επιρροές από τον βουδισμό και τον ινδουισμό.[299] Η Σρι Λάνκα είναι η πατρίδα δύο κύριων παραδοσιακών πολιτισμών: του Σινχαλέζικου (με κέντρο το Κάντι και την Ανουραντχαπούρα) και του Ταμιλικού (με κέντρο την Τζάφνα). Οι Ταμίλ συνυπήρξαν με τους Σινχαλέζους εδώ και πάνω από δύο χιλιετίες. Η συνεχής επιμειξία των Ταμίλ με τους Σινχαλέζους από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των Ταμίλ έχει κάνει τους Ταμίλ και τους Σινχαλέζους της Σρι Λάνκα να έχουν σχεδόν αξεχώριστη όψη, δηλαδή έχουν σχεδόν το ίδιο σωματότυπο και εμφάνιση.[164] Η αρχαία Σρι Λάνκα φημίζεται για το ταλέντο των κατοίκων στην υδραυλική μηχανική και την αρχιτεκτονική. Ο βρετανικός αποικιακός πολιτισμός έχει επηρεάσει και τους ντόπιους. Οι πλούσιες πολιτιστικές παραδόσεις που μοιράζονται οι κάτοικοι της Σρι Λάνκα ανεξαρτήτως εθνικότητας είναι το μεγάλο προσδόκιμο ζωής της χώρας, η προηγμένη ποιότητα των υπηρεσιών παροχής υγείας και τα υψηλά ποσοστά αλφαβητισμού.[164]
Κουζίνα και εορτές
Γνωστά πιάτα της Σρι Λάνκα είναι το ρύζι, το κάρυ, το πιτού, το κιριμπάτ, το ρότι (ινδικό ψωμί) ολικής αλέσεως, το ουαταλάπαμ (μια πλούσια πουτίγκα μαλαϊκής προέλευσης που παρασκευάζεται με γάλα καρύδας, τζάγκερι, κάσιους, αυγά και μπαχαρικά όπως κανέλα και μοσχοκάρυδο), το κότου και το άπαμ.[300] Μερικές φορές ο αρτόκαρπος αντικαθιστά το ρύζι σε διάφορα πιάτα. Ο παραδοσιακός τρόπος σερβιρίσματος ενός πιάτου στη Σρι Λάνκα είναι πάνω σε ένα φύλλο λωτού ή σε ένα φύλλο μπανάνας Αντιλλών. Τα παραδοσιακά πιάτα των Μαυριτανών (μουσουλμάνων) έχουν επιρροές από τη Μέση Ανατολή, ενώ οι μπούρχερ (άτομα με μεικτή καταγωγή, που παντρεύτηκαν Ευρωπαίους) τρώνε διάφορα πιάτα τα οποία έχουν διάφορες ολλανδικές και πορτογαλικές επιρροές. Οι μπούρχερ διατηρούν τον πολιτισμού τους μέσω παραδοσιακών πιάτων όπως το λαμπράι (μαγειρεμένο ρύζι και ψημένο σε φύλλο μπανάνας), μπρέουντχερ (ολλανδικό μπισκότο που τρώγεται σε αργίες) και μπόλο φιάντο (κέικ με στρώματα πορτογαλικού τύπου).
Τον Απρίλιο, οι κάτοικοι της Σρι Λάνκα γιορτάζουν την παραδοσιακή πρωτοχρονιά. Τόσο οι Βουδιστές όσο και οι Ινδουιστές γιορτάζουν την παραδοσιακή τους πρωτοχρονιά γύρω στις 15 Απριλίου.[301] Το εσάλα περαχέρα είναι μια συμβολική βουδιστική εορτή η οποία αποτελείται από χορούς και στολισμένους ελέφαντες. Λαμβάνει χώρα στο Κάντι (Μαχανουουάρα) τον Ιούλιο και τον Αύγουστο.[302] Οι χοροί της φωτιάς, οι χοροί μαστιγίων, οι χοροί του Κάντυ αλλά και άλλοι τοπικοί χοροί είναι αναπόσπαστα μέρη της προαναφερθείσας εορτής που λαμβάνει χώρα στη Κάντυ. Οι Χριστιανοί γιορτάζουν τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου, γιορτάζοντας τη γέννηση του Ιησού Χριστού, αλλά και το Πάσχα, την ανάσταση του Ιησού. Οι ινδουιστές Ταμίλ γιορτάζουν το Τάι Πονγκάλ και το Μάχα Σιβαράστρι. Οι μουσουλμάνοι γιορτάζουν το Χατζ και το Ραμαζάνι.
Τέχνες
Η ταινία Η Σπασμένη Υπόσχεση (Kadawunu Poronduwa), σε παραγωγή του Σ.Μ. Ναγιάγκαμ, είναι η πρώτη ταινία του σριλανκέζικου κινηματογράφου. Γυρίστηκε το 1947. Η ταινία Το Νησί των Θησαυρών (Ρανμουθού Ντούγουα) ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία στη Σρι Λάνκα, αλλά και η ταινία που σηματοδότησε τη μετάβαση από τον ασπρόμαυρο στο έγχρωμο κινηματογράφο στη χώρα. Τα τελευταία χρόνια, τα βασικά θέματα των ταινιών είναι το οικογενειακό μελόδραμα, οι κοινωνικές αλλαγές και τα χρόνια της σύγκρουσης μεταξύ της κυβέρνησης και των ταμίλων αυτονομιστών.[303] Το κινηματογραφικό στυλ της Σρι Λάνκα είναι παρόμοιο με τις ταινίες του Μπόλυγουντ, δηλαδή υπάρχουν αρκετές ομοιότητες στην οργάνωση των ταινιών. Το 1979 ήταν το έτος που η προσέλευση στους κινηματογράφους της χώρας έφτασε στα ιστορικά του υψηλά. Το ρεκόρ δεν έχει καταρριφθεί από τότε και υπάρχουν αυξομειώσεις (σε χαμηλότερα επίπεδα) στην προσέλευση στους κινηματογράφους.[304]
Ένας σκηνοθέτης με επιρροή είναι ο Λέστερ Τζέιμς Πέιρις, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει μια σειρά από ταινίες με παγκόσμια αναγνώριση: τη Ρεκάβα ( Γραμμή του πεπρωμένου, 1956), την Γκαμπεραλίγια (Το χωριό που αλλάζει, 1964), Νιντανάγια (Ο Θησαυρός, 1970) και Γκόλου Χανταουάθα (Κρύα καρδιά, 1968).[305] Ο Σριλανκεζοκαναδός ποιητής Ρίνζι Κρους και η ζωή του στη Σρι Λάνκα έχει γίνει θέμα ενός ντοκιμαντέρ. Έχει γράψει κείμενα στα σινχάλα και στα αγγλικά. Ο πολιτογραφημένος Καναδός αλλά γεννημένος στη Σρι Λάνκα συγγραφέας Μιχαέλ Οντάατιε είναι πολύ γνωστός για τα μυθιστορήματα του, τα οποία έχει γράψει στα αγγλικά, αλλά και για τις τρεις ταινίες του.
Τα παλαιότερα είδη μουσικής που έχουν καταγραφεί στη Σρι Λάνκα προέρχονται από το υποστηρικτικό υλικό για θεατρικές παραστάσεις (π.χ. Κολάμ, Σοκάρι, Νάνταγκαμ).[306] Σε αυτά τα είδη θεάτρου παίζονται παραδοσιακά μουσικά όργανα, όπως τα εξής: Μπέρα, Θαμάταμα, Ντάουλα, Ραμπάν. Το πρώτο μουσικό άλμπουμ που ηχογραφήθηκε στη Σρι Λάνκα λέγεται Nurthi και ηχογραφήθηκε το 1903. Κυκλοφόρησε κάποια στιγμή αργότερα από το Ράδιο Κεϋλάνης. Τραγουδοποιοί όπως ο Μαχαγκάμα Σεκάρα και ο Ανάντα Σαμαρακούν και μουσικοί όπως οι Ου. Ντ. Αμαραντέβα, Βίκτορ Ρατναγιάκε, Νάντα Μαλίνι και Κλάρενς Ουιτζαουαρντάνα έχουν συμβάλει πολύ στην εξέλιξη της μουσικής της Σρι Λάνκα.[307] Το μουσικό είδος μπάιλα προέρχεται από τους αφρικανικής καταγωγής Σινχαλέζους.[308]
Υπάρχουν τρία βασικά είδη κλασικού χορού της Σρι Λάνκα. Τα τρία είδη του κλασικού χορού της Σρι Λάνκα είναι οι χοροί της Κάντυ, οι χοροί της πεδινής Σρι Λάνκα και οι χοροί της Σαμπαραγκαμούουας. Από αυτά τα τρία είδη οι χοροί της Κάντυ είναι το δημοφιλέστερο είδος. Είναι μια σοφιστικέ μορφή χορού[309], ενώ ο χορός της Κάντυ αποτελείται από πέντε υποείδη: τους χορούς Βες, Ναϊγιαντί, Ουντέκι, Πανθερού αλλά και το 18 Βανάμ.[310] Οι άντρες χορευτές, όταν χορεύουν τον χορό της Κάντυ, έχουν κάνει στα μαλλιά τους μια περίτεχνη κόμμωση και παίζουν ένα τύμπανο που ονομάζεται Γκέτα μπεράγια. Το γκέτα μπεράγια βοηθά τους χορευτές να διατηρήσουν τον ρυθμό τους αλλά και τον συγχρονισμό.[311]
Η ζωγραφική και η γλυπτική ξεκίνησαν τα πρώτα τους βήματα στη Σρι Λάνκα γύρω στον 3ο με 2ο αιώνα π.Χ.[312] Η παλαιότερη αναφορά που γίνεται στη τέχνη της ζωγραφικής στο κείμενο Μαχαβάμσα είναι μια ζωγραφιά ενός παλατιού σε ύφασμα με τη χρήση κιννάβαρου τον 2ο αιώνα π.Χ. Τα χρονικά της Σρι Λάνκα περιγράφουν διάφορες ζωγραφιές σε θαλάμους λειψάνων που βρίσκονται σε βουδιστικούς ναούς (στούπες) αλλά και σε κατοικίες μοναχών.
Το σύγχρονο θέατρο ήρθε στη Σρι Λάνκα τον 19ο αιώνα και συγκεκριμένα στο Κολόμπο, όταν μια συντεχνία θεάτρου των Πάρσων από το Βομβάη παρουσίασε στους κατοίκους το Νούρτι, ένα μείγμα ευρωπαϊκών και ινδικών θεατρικών συμβάσεων.[310] Η χρυσή εποχή του δράματος και του θεάτρου της Σρι Λάνκα ξεκίνησε με τη σκηνοθεσία και την προβολή του θεατρικού έργου Μανάμε του Εντιριουίρα Σαρατστσάντρα το 1956.[313] Μετά το έργο του Σαρατστσάντρα προβλήθηκαν για πρώτη φορά και άλλα δημοφιλή δράματα όπως τα εξής: Σινχαμπάχου, Παμπαβάτι, Μαχασάρα, Μουούντου Πουθού και Σούμπα σαχαγιάσα.
Η λογοτεχνία της Σρι Λάνκα έχει διχιλιόχρονη ιστορία. Είναι γόνος της αρίας λογοτεχνικής παράδοσης η οποία κατάγεται από τους ύμνους της ριγκβέντας.[314] Ο Κανόνας Πάλι, μια συλλογή βουδιστικών γραφών του βουδισμού Θεραβάντα, καταγράφηκε σε γραπτή μορφή στη Σρι Λάνκα κατά τη διάρκεια του τέταρτου βουδιστικού συμβουλίου, στο σπήλαιο Αλουλένα στη περιοχή της Κεγκάλας, τουλάχιστον από το 29 π.Χ.[315] Διάφορα χρονικά, όπως το Μαχαβάμσα, το οποίο γράφτηκε τον 6ο αιώνα, παρέχουν σημαντικές περιγραφές σχετικά με την ιστορία και την εξέλιξη των δυναστείων της Σρι Λάνκα. Σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο Βίλχελμ Γκάιγκερ, τα χρονικά της Σρι Λάνκα βασίζονται στην παράδοση των βουδιστικών συγγραμμάτων Αθακάθα τα οποία σχολιάζουν θέματα θρησκευτικής φύσεως.[314] Το αρχαιότερο σωζόμενο πεζό έργο της Σρι Λάνκα, το Νταμπίγια-Ατούβα-Γκεταπαντάγια, συντάχθηκε τον 9ο αιώνα μ.Χ.[314] Τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά συγγράμματα και είδη της μεσαιωνικής Σρι Λάνκα περιλαμβάνουν διάφορα συγγράμματα που ανήκουν στο είδος Σαντέσα Κάβια (ποιητικά μηνύματα), όπως το Γκίρα Σαντεσάγια (μήνυμα παπαγάλου), το Χάνσα Σαντεσάγια (κύκλινο μήνυμα) και το Σαλαλιχίνι Σαντεσάγια (μήνυμα μύνα). Μερικά σριλανκέζικα γραπτά του μεσαίωνα είναι το Καβσιλουμίνα (Διάδημα της Ποίησης), ενώ από την ίδια περίοδο σώζονται και πεζογραφήματα όπως το Σαντντάρμα-Ρατναβάλια, το Αμααβατούρα (Πλημμύρα του Νέκταρ) και το Πουτζαβάλια, αξιοσημείωτα έργα αυτής της περιόδου. Παράλληλα στον μεσαίωνα εντοπίζεται η χρυσή εποχή της σριλανκέζικης λογοτεχνίας.[314] Το πρώτο σύγχρονο μυθιστόρημα της σριλανκέζικης λογοτεχνίας, το Μίνα, γράφτηκε από τον Σίμον ντε Σίλβα το 1905[310] και ακολούθησαν αρκετά λογοτεχνικά έργα. Ο Μάρτιν Ουικραμασίνγκε, ο συγγραφέας του Μαντόλ Ντούβα, θεωρείται η εμβληματική φιγούρα της λογοτεχνίας της Σρι Λάνκα.[316]
↑Bandaranayake, Senake (1990). «Sri Lankan Role in the Maritime Silk Route». Sri Lanka and the silk road of the sea. σελ. 21. ISBN978-955-9043-02-7.
↑British Prime Minister Winston Churchill described the moment a Japanese fleet prepared to invade Sri Lanka as "the most dangerous and distressing moment of the entire conflict".
↑«Hobson-Jobson». Dsalsrv02.uchicago.edu. 1 Σεπτεμβρίου 2001. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Φεβρουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 15 Αυγούστου 2018.
↑Rajasingham, K. T. (11 Αυγούστου 2001). «Sri Lanka: The untold story». Asia Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Αυγούστου 2001. Ανακτήθηκε στις 25 Μαΐου 2022.CS1 maint: Unfit url (link)
↑Bokay, Mon (1966). Relations between Ceylon and Burma in the 11th Century AD. Artibus Asiae Publishers. 23. Artibus Asiae Publishers. σελίδες 93–95. JSTOR1522637.
↑Stokke, K.; Ryntveit, A.K. (2000). «The Struggle for Tamil Eelam in Sri Lanka». A Journal of Urban and Regional Policy31 (2): 285–304. doi:10.1111/0017-4815.00129.
↑«The Executive Presidency». The Official Website of the Government of Sri Lanka. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Σεπτεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2014.
↑«RTD – Item». ec.europa.eu. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021.
↑«Global Innovation Index». INSEAD Knowledge (στα Αγγλικά). 28 Οκτωβρίου 2013. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Σεπτεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021.
↑Shaffer, Leslie (2 Μαΐου 2016). «Why Sri Lanka's economic outlook is looking less rosy». CNBC. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2017. While the government is aiming to raise its low revenue collection, partly through an increase in the value-added tax rate ... the country has a spotty record on tax collection.
↑ 249,0249,1«Opinion | The ban on chemical fertilizer and the way forward of Sri Lankan Tea Industry». Agrigate Global (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2021. By diverting the attention of policymakers towards pointless nonscientific arguments instead of promoting such integrated management systems and high technological fertilizer production, will be only a time-wasting effort and meanwhile, the global demand for Ceylon Tea will generate diminishing returns. At present, there are about 500,000 direct beneficiaries from the tea industry and about 600 factories are operating around the country. In general, the livelihood of around 3 million people is directly and indirectly woven around the domestic tea industry. The researchers and the experienced growers have predicted that a 50 percent reduction in the yield has to be anticipated with the ban of chemical fertilizer. The negative implication of this yield reduction is such that there is a risk of collapsing the banking sector which is centralized around the tea industry in the major tea growing areas including Ratnapura, Galle, Matara, Kaluthara, and Kegalle.
↑United Nations, Human Rights Council Nineteenth session. «Report of the Working Group on Enforced or Involuntary Disappearances»(PDF). UN. σελίδες 3,113. Ανακτήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 2012. 'The original mandate derives from Commission on Human Rights resolution 20 (XXXVI) of 29 February 1980','Since its establishment, the Working Group has transmitted 12,460 cases to the Government; of those, 40 cases have been clarified on the basis of information provided by the source, 6,535 cases have been clarified on the basis of information provided by the Government, 214 cases were found to be duplications and were therefore deleted, and 5,671 remain outstanding.'
1 Τμήμα της χώρας ανήκει στην Αφρική. 2 Συνήθως γεωγραφικά θεωρείται Ασιατική χώρα, αλλά ωστόσο για πολιτισμικούς και ιστορικούς λόγους εντάσσεται συχνά στην Ευρώπη. 3 Τμήμα της χώρας ανήκει στην Ευρώπη.