1 Περιλαμβάνονται 1.295 τετρ. χλμ. που είναι υπό την κατοχή του Ισραήλ.
Η Συρία (αραβικά: سوريا ή από το 2005: سورية) είναι χώρα της Μέσης Ανατολής που εκτείνεται μεταξύ του Ευφράτη ποταμού, της Αραβικής ερήμου και της Μεσόγειου θάλασσας. Η έκτασή της είναι 185.180 τ.χλμ. και έχει πληθυσμό 24.673.000 κατοίκους,[1] σύμφωνα με τη μέση εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2024.[4] Συνορεύει στα βόρεια με την Τουρκία, στα ανατολικά με το Ιράκ, στα νότια με την Ιορδανία, στα νοτιοδυτικά με το Ισραήλ και τον Λίβανο και στα βορειοδυτικά βρέχεται από τη Μεσόγειο Θάλασσα. Πρωτεύουσα της χώρας, είναι η Δαμασκός, ενώ η μεγαλύτερη πόλη είναι το Χαλέπι.
Η Συρία κυβερνάται από το 1963 από το Αραβικό Σοσιαλιστικό Κόμμα Μπάαθ. Η ηγετική θέση του στην πολιτική ζωή της χώρας προβλέπεται από το Σύνταγμα. Στις 23 Φεβρουαρίου του 1966, με πραξικόπημα του υποστράτηγου Σαλάχ Τζεντίντ, η αριστερή πτέρυγα του σοσιαλιστικού κόμματος του Μπάαθ ανέτρεψε τον μετριοπαθή μπααθιστή Αμίν αλ Χαφίς, που βρισκόταν στην εξουσία από το 1964, και ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Συρίας. Πρόεδρος ορίστηκε ο Νουρ αντ Ντιν αλ Ατασί και τέσσερις ημέρες αργότερα συγκροτήθηκε κυβέρνηση από μαρξιστές γνωστούς ως «Κινέζους», λόγω φιλομαοϊκής απόκλισης. Το πραξικόπημα σηματοδότησε σκλήρυνση της συριακής φράξιας στους κόλπους του παναραβικού μπααθικού κόμματος, με παρακλάδια στο Ιράν, τον Λίβανο και την Ιορδανία. Το υπουργείο Άμυνας στη νέα κυβέρνηση ανέλαβε ο Χαφέζ αλ Άσαντ, ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα συγκέντρωσε όλη την εξουσία στα χέρια του[9].
Το 1969, το συριακό καθεστώς συγκλονίστηκε από τη διαμάχη των "εθνικιστών" με τους "προοδευτικούς" για τον έλεγχο της εξουσίας. Στο επίκεντρο της διαμάχης βρέθηκε η προτεινόμενη από τους εθνικιστές συγχώνευση των ενόπλων δυνάμεων Συρίας, Ιράκ και Ιορδανίας[10].
Η κρίση ξέσπασε ανοικτά στις 24 Φεβρουαρίου του 1969 όταν το Ισραήλ πραγματοποίησε αεροπορική επιδρομή κατά στρατοπέδων της Φατάχ στα περίχωρα της Δαμασκού, στην οποία η συριακή πολεμική αεροπορία δεν προέβαλε ουσιαστικά καμία αντίσταση.
Η διαφορά δυναμικότητας δεν ήταν η μόνη εξήγηση: στις κατηγορίες των αντιπάλων του, ο υπουργός Άμυνας και αρχηγός των εθνικιστών, στρατηγός (της Αεροπορίας) Χαφέζ αλ Άσαντ, απάντησε ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη δημιουργία κοινής ανώτατης διοίκησης των ενόπλων δυνάμεων των τριών γειτονικών αραβικών κρατών. Για να γίνει πιο πειστικός, ο Άσαντ διέταξε τις πιστές σε αυτόν δυνάμεις να περικυκλώσουν τα κυβερνητικά και κομματικά κτίρια, κατηγορώντας παράλληλα τους προοδευτικούς ότι δεν είναι παρά ενεργούμενα της Μόσχας. Οι γραμμές της αντιπαράθεσης ήταν πλέον καθαρές: στο πλευρό των προοδευτικών συντάχθηκε ολόκληρος ο κομματικός μηχανισμός και σε εκείνο των εθνικιστών οι ένοπλες δυνάμεις. Μέχρι το τέλος Μαρτίου ο Άσαντ έδιωξε τους πλέον ευάλωτους από τους αντιπάλους του από τον κομματικό μηχανισμό και, κυρίως, από τον πιστό στους προοδευτικούς Τύπο. Ωστόσο, καμία από τις δύο φατρίες δεν υπερίσχυσε απόλυτα. Παράλληλα, στο γειτονικό Ιράκ το κλυδωνιζόμενο καθεστώς προώθησε τη δική του λύση για "ένωση" των δύο κρατών, προκαλώντας διεθνώς φόβους για ενδοαραβικό πόλεμο. Μοιραία, η μόνη διέξοδος για τους Σύρους ήταν μία συμβιβαστική λύση, στην οποία περιλήφθηκαν σχεδόν όλες οι θέσεις του Άααντ πλην της προσέγγισης με τη Δύση[11]. Ο Χαφέζ αλ Άσαντ έγινε τελικά πρόεδρος από το 1971 μέχρι και τον θάνατό του το 2000. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Μπασάρ αλ Άσαντ.
Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν στις 22 Απριλίου του 2007 το Εθνικό Προοδευτικό Μέτωπο κέρδισε 172 έδρες, ενώ οι ανεξάρτητοι κέρδισαν τις υπόλοιπες 78. Η συμμετοχή ήταν της τάξεως του 56,12% και εξελέγησαν 30 γυναίκες υποψήφιες, όσες ακριβώς και στις εκλογές του 2003. Οι αντίπαλοι της κυβέρνησης και οι ακτιβιστές για τα ανθρώπινα δικαιώματα έκαναν λόγο για νοθεία και για συμμετοχή μόλις 10%.
Από το 2011 διεξάγεται εμφύλιος πόλεμος. Ξεκίνησε ως σειρά διαδηλώσεων, μέρος της Αραβικής Άνοιξης, που μετά τη βίαιη καταστολή τους εξελίχθηκαν σε ένοπλη εξέγερση. Σύμφωνα με τον ΟΗΕ πάνω από 500.000 είναι οι νεκροί, μισοί από τους οποίους είναι πολίτες. Δεκάδες χιλιάδες είναι και οι πρόσφυγες εντός και εκτός της χώρας. Εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου η πόλη Χομς σήμερα είναι σχεδόν ολοσχερώς κατεστραμμένη. Περίπου 290 χώροι ή μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς στη Συρία έχουν καταστραφεί από τον συνεχιζόμενο εμφύλιο πόλεμο όπως προκύπτει από δορυφορικές φωτογραφίες, σύμφωνα το Ινστιτούτο των Ηνωμένων Εθνών για την Εκπαίδευση και την Έρευνα (UNITAR).[12]
Γεωγραφία
Μορφολογία
Προς την πλευρά της Μεσόγειου και αμέσως μετά την παραλία, αρχίζουν τα όρη των Ανσαριτών (1.500 μ.), που νοτιότερα συνεχίζονται ως τον Λίβανο (3.097 μ.). Τα παραπάνω όρη διαρρέονται από μικρούς παραποτάμους που ποτίζουν τα δάση και τους αγρούς.
Ανατολικά εκτείνεται η οροσειρά Αντιλίβανος με ψηλότερη κορυφή 2.814 μ. στο όρος Ερμών. Ανάμεσα στα όρη των Ανσαριτών, στον Λίβανο και τον Αντιλίβανο, απλώνεται η λεγόμενη "Συριακή Τάφρος" ή "Κοίλη Συρία". Στο τμήμα της Τάφρου που διέρχεται από τη χώρα σχηματίζεται η γόνιμη επιμήκης πεδιάδα Γκαμπ.
Άλλο σημαντικό όρος της Συρίας είναι επίσης το Τζεμπέλ - εντ - Ντρουζ (όρος των Δρούσων), προς τα νοτιοανατολικά του όρους Ερμών. Η ψηλότερη κορυφή του φτάνει τα 1.749 μ. και η οροσειρά συνεχίζεται μέσα στο έδαφος της Ιορδανίας.
Στα παράλια της χώρας το κλίμα είναι μεσογειακό, αλλά με πολύ θερμά και ξηρά καλοκαίρια. Πάντως το κλίμα στα παράλια είναι ευνοϊκότερο για τη διαβίωση των ανθρώπων και την ανάπτυξη της γεωργίας.
Στο εσωτερικό της χώρας το κλίμα γίνεται στεπώδες και ερημικό. Στη Μεγάλη Έρημο της Συρίας, όταν κατά την άνοιξη βρέξει, σκεπάζονται οι εκτάσεις της από διάφορα φυτά.
Ποταμοί
Ο μεγαλύτερος από όλους τους ποταμούς της Συρίας είναι ο Ευφράτης. Πηγάζει από το οροπέδιο της Αρμενίας, διέρχεται από τη Συρία, δεχόμενος πολλούς παραποτάμους και στη συνέχεια εισέρχεται στο Ιράκ.
Κατά την περίοδο της αύξησης του νερού, ολόκληρο το τμήμα του ποταμού, που διέρχεται από τη Συρία είναι πλωτό. Όταν όμως μειώνονται τα νερά του, μόνο στις εκβολές του μπορούν να εισέλθουν τα ποταμόπλοια.
Άλλος μεγάλος ποταμός της χώρας είναι ο Τίγρης, που διέρχεται από το βορειανατολικό άκρο της. Ο πιο σημαντικός ποταμός της Συρίας, από οικονομική άποψη, είναι ο Ορόντης, που πηγάζει μεταξύ Λιβάνου και Αντιλίβανου και δημιουργείται από την τήξη των χιονιών των δύο αυτών οροσειρών. Είναι ο μόνος ποταμός που προχωρεί από νότο προς βορρά και διέρχεται από τη γόνιμη περιοχή της δυτικής Συρίας, επιδρώντας θετικά στην οικονομική ζωή της χώρας. Για την καλύτερη άρδευση της περιοχής, έχουν καταρτιστεί σχέδια που ρυθμίζουν τα νερά του.
Σημαντικός επίσης είναι και ο μικρός ποταμός Χρυσορόας, που δημιουργείται από τα νερά του Αντιλίβανου και ποτίζει ολόκληρη την περιοχή της Δαμασκού.
Άλλοι σημαντικοί ποταμοί είναι: ο Κουβέικ που στις δύο όχθες του υπάρχει ανεπτυγμένη καλλιέργεια και ο Ιερομύαξ.
Ο πληθυσμός της χώρας ανέρχεται σε 24.673.000 κατοίκους[1] το 2024 (57η στον κόσμο). Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού της Συρίας είναι 5,32% (εκτίμηση 2021). Ο ρυθμός γεννήσεων είναι 23,25 γεννήσεις ανά 1000 άτομα του πληθυσμού (εκτ. 2021) και ο ρυθμός θανάτου είναι 4,36 θάνατοι ανά 1000 άτομα πληθυσμού (εκτίμηση 2021).[14]
Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Δαμασκός (1.711.000 κ). Είναι κτισμένη στους πρόποδες του Αντιλίβανου, σε ύψος 700 μ. Έχει περίφημα μνημεία αραβικής τεχνοτροπίας. Άλλες πόλεις είναι: Χαλέπιο (2.301.570 κατ.), κόμβος συγκοινωνιών, η παλιότερη πόλη της Συρίας και εμπορικό κέντρο. Χάμα (325.000 κατ.) και Χομς (1.500.000 κατ.) που βρίσκονται σε γεωργική περιοχή και η Λαττάκεια (ή Λαοδίκεια 650.558 κατ.), το κυριότερο λιμάνι της Συρίας.
Οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι αποτελούν το 69 με 74% του πληθυσμού της Συρίας[17] και οι Σουνίτες Άραβες αποτελούν το 59–60% του πληθυσμού. Οι περισσότεροι Κούρδοι (8.5%)[18] και οι περισσότεροι Τουρκομάνοι (3%)[18] είναι Σουνίτες και ευθύνονται για τη διαφορά μεταξύ των Σουνιτών και των Σουνιτών Αράβων, ενώ το 13% των Σύρων είναι Σιίτες (ιδιαίτερα οι Αλαουίτες, οι Twelver -ο μεγαλύτερος κλάδος του Σιιτικού Ισλάμ και οι Ισμαηλίτες αλλά υπάρχουν επίσης Άραβες, Κούρδοι και Τουρκομάνοι), 10% Χριστιανοί[17] (η πλειοψηφία είναι Αντιόχειοι Ελληνορθόδοξοι, ενώ οι υπόλοιποι είναι Σύροι Ορθόδοξοι, Ελληνοκαθολικοί ή ανήκουν σε άλλες καθολικές ιεροτελεστίες, ανήκουν στην Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής, Αρμένιοι Ορθόδοξοι, Προτεστάντες και άλλα δόγματα) και ένα 3% είναι Δρούζοι.[17] Οι Δρούζοι αριθμούν περίπου 500.000 άτομα, και είναι συγκεντρωμένοι κυρίως στη νότια περιοχή του Τζαμπάλ αλ-Ντρούζε.[19]
Η οικογένεια του Προέδρου Μπασάρ Αλ-Άσαντ είναι Αλαουίτες και οι Αλαουίτες κυριαρχούν στην κυβέρνηση της Συρίας και κατέχουν βασικές στρατιωτικές θέσεις.[20] Τον Μάιο του 2013, το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δήλωσε ότι από τα 94.000 άτομα που σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του Συριακού Εμφύλιου Πολέμου, τουλάχιστον 41.000 από αυτούς ήταν Αλαουίτες.[21]
Την εξουσία μέχρι πρόσφατα ασκούσε ουσιαστικά το κόμμα Μπάαθ. Τα άλλα κόμματα αναγνώριζαν την ηγετική θέση του Μπάαθ, μαζί με το οποίο συναποτελούν το «Εθνικό Προοδευτικό Μέτωπο». Πρόεδρος από το 2000 είναι ο Μπασάρ αλ Άσαντ, γιος του επί πολλά χρόνια ηγέτη, Χαφέζ αλ Άσαντ. Από το 2020 πρωθυπουργός είναι ο Χουσεΐν Αρνούς. Τον Μάρτιο του 2011 ξεκίνησε ο εμφύλιος πόλεμος, οπότε οι ηγέτες τέθηκαν υπό αμφισβήτηση.
Δικαίωμα ψήφου στις εκλογές έχουν όσες και όσοι είναι ηλικίας 18 ετών και άνω.[14].
Ο Πρόεδρος Άσαντ επανεξελέγη τον Μάιο του 2007 σε δημοψήφισμα. Το 97,6% των ψηφισάντων στήριξε τον ηγέτη. Ο Άσαντ επανεξελέγη το 2014.
Οικονομία
Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία. Η γεωργία κύρια είναι αναπτυγμένη στα δυτικά μέρη και στις περιοχές του εσωτερικού που αρδεύονται. Παράγονται δημητριακά, κηπευτικά, καπνός, πατάτες, σταφύλια, βαμβάκι, ελιές, εσπεριδοειδή κ.ά. Η εκμετάλλευση των δασών και η αλιεία δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον.
Στη βιομηχανία, τη μεγαλύτερη οικονομική σπουδαιότητα, παρουσιάζει ο τομέας ειδών διατροφής (με τη μεγαλύτερη οικονομική σημασία) ο τομέας υφαντουργίας, υαλουργίας, βυρσοδεψίας, η διύλιση πετρελαίου κ.ά.
Η Συρία εξάγει κυρίως βαμβάκι, σιτάρι, υφάσματα μεταξωτά, κριθάρι, δέρματα και καπνό, από τα λιμάνια της Λαοδικείας και Βηρυτού.
Το ΑΕΠ της χώρας είναι 52,76 δισ. δολάρια ΗΠΑ (66η στον κόσμο, σε ονομαστικές τιμές, εκτίμηση 2009[2]). Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι 2.590 $.
Η οικονομία κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου
Η οικονομία της Συρίας κατά τον εμφύλιο πόλεμο έχει συρρικνωθεί, η βιομηχανική και η αγροτική της παραγωγή έχει κατακρημνιστεί, ενώ σχεδόν τα δύο τρίτα του πληθυσμού ζουν πλέον υπό συνθήκες ακραίας φτώχειας, σύμφωνα με μια έκθεση η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα.[23]
Το Συριακό Κέντρο Πολιτικής Έρευνας, ο ΟΗΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), υπολογίζουν ότι το συριακό Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) έχει συρρικνωθεί κατά 40% σε σχέση με την περίοδο πριν ξεσπάσει η σύρραξη, το 2011. Η ανεργία ανέρχεται σε 5 εκ. και η ζημία από τον πόλεμο υπολογίζονται σε 143,8 δισεκ. δολάρια, αλλά το ποσό αυτό αφορά κατά κύριο λόγο κτιριακές υποδομές, δηλ. κατοικίες και δημόσια κτίρια έως το 2014.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο εμφύλιος έχει κοστίσει στην οικονομία της διαφυγόντα έσοδα της τάξης των 226 δισεκατομμυρίων δολαρίων έως το 2017. Πάνω από τους τρεις στους τέσσερις Σύρους που είναι σε θέση να εργαστούν —δηλαδή περίπου 9 εκατομμύρια άνθρωποι— δεν δουλεύουν, δεν είναι εγγεγραμμένοι σε κάποιο σχολικό ή πανεπιστημιακό ίδρυμα, ούτε σε κάποιο κέντρο επαγγελματικής κατάρτισης ή επιμόρφωσης.[24]
↑Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι 40.000 άνθρωποι ζουν στα Υψώματα του Γκολάν (κατεχόμενα εδάφη από το Ισραήλ) - εξ αυτών οι 20.000 Άραβες (18.000 Δρούζοι και 2.000 Αλεβίτες) και γύρω στους 20.000 Ισραηλινούς εποίκους, σύμφωνα με εκτιμήσεις του 2009 (CIA World Factbook).
1 Τμήμα της χώρας ανήκει στην Αφρική. 2 Συνήθως γεωγραφικά θεωρείται Ασιατική χώρα, αλλά ωστόσο για πολιτισμικούς και ιστορικούς λόγους εντάσσεται συχνά στην Ευρώπη. 3 Τμήμα της χώρας ανήκει στην Ευρώπη.