Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Καλλίνικος (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κυπαρίσσης, 1800 - 12 Ιουλίου 1889) ήταν πατριάρχης Αλεξανδρείας.[1]
Ο Κωνσταντίνος Κυπαρίσσης γεννήθηκε στη Σκοτίνα Πιερίας το 1800, γόνος μεγάλης εκκλησιαστικής οικογένειας με αδιάλειπτη παρουσία στην Εκκλησία από τον 16ο αιώνα έως σήμερα. Νεαρός ακόμη, το 1818, εντάχθηκε ως μοναχός στο μοναστήρι της Ολυμπιωτίσσης στην Περιοχή της Ελασσόνας, όπου και τελείωσε την εγκύκλιό του μόρφωση και στη συνέχεια σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Τσαριτσάνης, στην οποία και δίδασκε ο μέγας Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων.
Το 1824 μετέβη στη μητρόπολη Σερρών για τη μετακομιδή των λειψάνων ενός μοναχού. Ο οικείος μητροπολίτης εντυπωσιάστηκε από τη μόρφωσή του, αλλά και από την εν γένει παράστασή του και τον κράτησε κοντά του χειροτονώντας τον πρεσβύτερο στη μονή Σπαρμού Ελασσόνας και ορίζοντάς τον αργότερα πρωτοσύγκελλο. Το 1827, με τη μετάθεση του μητροπολίτη Πορφύριου στη Μητρόπολη Μυτιλήνης, τον ακολουθεί και ο Καλλίνικος ως πρωτοσύγκελος. Το 1830 στάλθηκε από τους Πατέρες στη Δράμα ως τοποτηρητής κτήματος που κατείχε εκεί η μονή Σπαρμού. Από εκεί κλήθηκε ως πρωτοσύγκελος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά τον θάνατο του Πορφυρίου χειροτονήθηκε επίσκοπος στις 15 Αυγούστου 1843 και ανέλαβε μητροπολίτης Μυτιλήνης. Ως μητροπολίτης Μυτιλήνης, αναμόρφωσε το Οικογενειακό Δίκαιο, έκτισε με δαπάνες του τον ναό του Αγίου Θεράποντα και ξανάκτισε την εκκλησία της Παναγίας της Αγιάσου, ενίσχυσε ποικιλοτρόπως τα φιλανθρωπικά καταστήματα της μητροπόλεώς του (σχολεία, Βοστάνειο Νοσοκομείο κλπ.).
Στις 6 Μαρτίου 1853 εξελέγη μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και στις 26 Ιανουαρίου 1858 πατριάρχης Αλεξανδρείας. Ως πατριάρχης έκτισε με δικές του δαπάνες τον ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στη γενέτειρά του, το σχολείο που διατηρείται ακόμη και σήμερα, ενώ αγόρασε με δικές του δαπάνες όλο το χωριό από τους Τούρκους και άφησε ισόβιο κληροδότημα στη μονή Αγίου Διονυσίου Λιτοχώρου από 300 οθωμανικές λίρες για τη μισθοδοσία των δασκάλων. Επίσης με δική του δαπάνη σπούδασαν οι Δημήτριος Βερναρδάκης από τη Μυτιλήνη και ο Ιωάννης Ολύμπιος από τη Σκοτίνα. Είχε την τιμή να φέρει τα άμφια του μαρτυρικού οικουμενικού πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να επιφέρει την ένωση με την Κοπτική Εκκλησία, ενώ συνέβαλε καθοριστικά στη λύση του «λειμωνιακού ζητήματος».
Στις 23 Μαΐου 1861 παραιτήθηκε του θρόνου[2] για λόγους υγείας. Σε εκλογή για την ανάδειξη οικουμενικού πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως πλειοψήφησε παρά τη θέλησή του και δεν δέχτηκε τον θρόνο[εκκρεμεί παραπομπή]. Πέθανε στη Μυτιλήνη στις 12 Ιουλίου του 1889 και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη κατόπιν εντολής του σουλτάνου.[3] Αξιοσημείωτο βέβαια είναι ότι κατά την κηδεία εκπροσωπήθηκαν όλες οι πολιτικές, οικονομικές, στρατιωτικές, και προξενικές αρχές της νήσου Λέσβου ενώ τιμές στον νεκρό πατριάρχη απέδωσαν ένας λόχος του οθωμανικού Στρατού και ένας ελληνικός λόχος σημάδι και αυτό της τιμής και της αναγνώρισης που απολάμβανε και στις δυο πλευρές του Αιγαίου, και για την ιστορία ουδέποτε πριν και μετά δεν τιμήθηκε έτσι Έλληνας και δη κληρικός. Τιμάται ιδιαιτέρως στη Σκοτίνα ως μέγας ευεργέτης. Η προτομή του βρίσκεται στην κεντρική πλατεία της Άνω Σκοτίνας, αλλά και στη Μυτιλήνη, με εκτενείς αναφορές στον τοπικό περιοδικό τύπο (βλ. Λεσβιακό Ημερολόγιο, αλλά και τα κατά καιρούς εκδοθέντα βιβλία σε Κατερίνη και Μυτιλήνη).
Ο πάπας και πατριάρχης Αλεξανδρείας κ.κ. Καλλίνικος στο διάστημα που υπήρξε μητροπολίτης Μυτιλήνης αλλά και ως πατριάρχης συνέβαλε οικονομικά στα κάτωθι και υπήρξε μέγας ευεργέτης:
Ορθόδοξη Εκκλησία
Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία