Ο Πάπας Αδριανός Α΄ (Λατινικά: Hadrianus PP. I, Ιταλικά: Adriano I, Αγγλικά: Adrian I) (περ. 700 – 25 Δεκεμβρίου 795) ήταν ο επικεφαλής της Καθολικής Εκκλησίας από την 1η Φεβρουαρίου 772 μέχρι τον θάνατό του την 25η Δεκεμβρίου 795.[1] Ήταν ο γιος ενός Ρωμαίου ευγενή, του Θεοδώρου.
Η έναρξη της θητείας του
Λίγο μετά την προσχώρηση του Αδριανού στην έδρα, μέσα στο 772, τα εδάφη που ήταν υπό την κυριαρχία του παπισμού δέχτηκαν εισβολή από τον Δεζιδέριο βασιλιά των Λομβαρδών, και ο Αδριανός αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του Καρλομάγνου βασιλιά των Φράγκων, ο οποίος κατέφτασε στην Ιταλία με έναν μεγάλο στρατό. Ο Καρλομάγνος πολιόρκησε τον Δεζιδέριο στην πρωτεύουσά του στην Παβία. Μόλις κατέλαβε την πόλη, εξόρισε το Λομβαρδό βασιλιά στο Αββαείο του Κορμπί,[2] και υιοθέτησε τον τίτλο "Βασιλιάς των Λομβαρδών» για τον εαυτό του.
Οι προσδοκίες του
Ο πάπας, του οποίου οι προσδοκίες είχαν μεγαλώσει, έπρεπε με κάποιες προσθήκες να συμπεριλάβει τον εαυτό του στο Δουκάτο της Ρώμης, την Εξαρχάτο της Ραβέννας ευρύτερα, όσο και στις κατακτήσεις στην Πεντάπολη.[3] Ο πάπας εόρτασε την ευκαιρία κυκλοφορώντας το πρώτο παπικό νόμισμα,[4] και αυτό ήταν ένα σημάδι για την κατεύθυνση που επρόκειτο να πάρει ο μεσαιωνικός παπισμός, καθώς επίσης δεν συνυπέγραφε πλέον τα έγγραφά του με τον Αυτοκράτορα της Ανατολής, αλλά με τον βασιλιά Καρλομάγνο,[5] των Φράγκων.[6]
Εσωτερική πολιτική
Ένα ακόμη σημάδι αυτών των νέων συνθηκών που επικρατούσαν στο Δουκάτο της Ρώμης, είναι η Domusculta Capracorum, μία κεντρική Ρωμαϊκή έπαυλη που ο Αδριανός Α΄ κατασκεύασε στα κτήματα που κληρονόμησε, με το δικαίωμα που απέκτησε από τις εξαγορές που έκανε με τους γείτονές του στην επαρχία βόρεια του Βηΐου (Veii). Η ύπαρξη της έπαυλης τεκμηριώθηκε από τη Βίβλο των Ποντιφίκων[7], αλλά η θέση της δεν ανακαλύφθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1960, όταν οι ανασκαφές έφεραν στο φως τα συντρίμμια της σε έναν προσεκτικά στρογγυλεμένο λόφο, που ήταν οριακά σε θέση να προσφέρει αυτοάμυνα, αλλά είχε την πλήρη επάρκεια μίας μικτής οικονομίας από σιτηρά, αμπέλια, ελιές, λαχανόκηπους και χοιροστάσιο, είχε ιδιωτικό αλευρόμυλο, σιδηρουργεία και πλακόστρωτους κλιβάνους. Μέχρι τις αρχές του 10ου αι. τα χωριά που ήταν έξω από την δικαιοδοσία των παπικών κτήσεων ήταν:[8]
Ρωμαϊκό Ματσάνο (Mazzano Romano), που αναφέρεται για πρώτη φορά το 945.
Στάβια (Stabia), η σύγχρονη Φαλέρια (Faleria), που αναφέρεται το 998.
Φορμέλλο (Formello), που αναφέρεται το 1027.
Καμπανιάνο (Campagnano), που αναφέρεται το 1076.
Εξωτερική πολιτική
Επειδή οι Λομβαρδοί έδειχναν πάντα σεβασμό προς τον πάπα και ήταν ανοιχτοί γενικότερα προς τον παπισμό, οι πάπες τους εμπιστεύονταν, αλλά είχαν επίσης ζητήσει τη συνδρομή από την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία για να κρατήσουν αυτούς τους βάρβαρους υπό έλεγχο. Ο Αδριανός Α΄ συνέχισε αυτή την πολιτική, αλλά επειδή η Ανατολή δεν θα μπορούσε να του προσφέρει καμία άμεση ενίσχυση, ο Αδριανός Α΄ εξασφαλίστηκε με τους Φράγκους, για να αντισταθμίσει την ισχύ των Λομβαρδών.
Οι φιλικές σχέσεις μεταξύ του πάπα και του βασιλιά δεν διαταράχθηκαν από την θεολογική διαμάχη, που υπήρχε σχετικά με το προσκύνημα των εικόνων. Το 787, εγκρίθηκαν από τον πάπα Αδριανό Α΄ οι αποφάσεις της Β΄ Συνόδου της Νίκαιας (Ζ΄ Οικουμενικής),[9] και για να τις επιβεβαιώσει αφόρισε τους εικονοκλάστες. Ωστόσο ο Καρλομάγνος, ο οποίος είχε λάβει τις αποφάσεις του Συμβουλίου σε μια κακή Λατινική τους μετάφραση,[10] συμβουλεύτηκε τους θεολόγους του και το 792 έστειλε στον πάπα το Capitulare contra synodum, που απετέλεσε μια κρίσιμη απάντηση για ορισμένα αποσπάσματα, που υπήρχαν στις πράξεις της Συνόδου. Επίσης, έβαλε τους θεολόγους του, μεταξύ αυτών ήταν και ο Θεοδόλφος της Ορλεάνης, να συνθέσουν το πιο ολοκληρωμένο Libri Carolini.[11] Ο πάπας Αδριανός Α΄ αντέδρασε με συνθηκολόγηση για την υπεράσπιση της Συνόδου. Το 794 μία σύνοδος πραγματοποιήθηκε στην Φρανκφούρτη, όπου συζήτησαν το θέμα, αλλά αρνήθηκαν να αποδεχτούν το Libri Carolini, καθώς και το ίδιο το περιεχόμενο της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, καταδικάζοντάς τα ως ακραίες μορφές της λατρείας των εικόνων.[10]
Κατά το 787 ο Αδριανός Α΄ προήγαγε την επισκοπή της Αγγλικής μητρόπολης του Λίχφιλντ σε αρχιεπισκοπή, κατόπιν αιτήματος των Άγγλων επισκόπων και του βασιλιά Όφα της Μερκίας, για να εξισορροπήσει την εκκλησιαστική εξουσία στη χώρα μεταξύ των βασιλείων του Κεντ και της Μερκίας. Έτσι προήγαγε τον επίσκοπο του Λίχφιλντ, Χίγκμπερτ,[12] σε αρχιεπίσκοπο, και στη συνέχεια το 788 του έστειλε το Πάλλιον.[13]
Υστεροφημία
Μία επιτύμβια επιγραφή γραμμένη από τον Καρλομάγνο, όπου αποκαλεί τον Πάπα Αδριανό Α΄ ως "πατέρα", εξακολουθεί να υπάρχει στην πύλη της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό. Ο Αδριανός Α΄ αποκατάστησε μερικώς το αρχαίο υδραγωγείο της Ρώμης και ξαναέκτισε την Βασιλική της Σάντα Μαρία της Ελληνικής Σχολής[14] στην Ρώμη, που διακοσμήθηκε από Έλληνες μοναχούς που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τους διωγμούς της εικονοκλασίας, και την Βασιλική του Αγίου Μάρκου, που βρίσκεται επίσης στη Ρώμη. Από τη στιγμή του θανάτου του στην ηλικία των 95 ετών,[1] με 23-ετή θητεία ήταν ο μακροβιότερος πάπας στην ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας, μέχρι που ξεπεράστηκε από την 24-ετή θητεία του Πάπα Πίου ΣΤ΄ στα τέλη του 18ου αιώνα. Μόνο τρεις ακόμη πάπες έχουν θητεύσει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τότε:[15]
↑Ortenberg, "Αγγλοσαξονική Εκκλησία": Η Αγγλική Εκκλησία και ο Παπισμός, σσ. 50–53, "Bishop Hygeberht"
↑Οι πάπες συνήθιζαν να αποστέλλουν ένα Πάλλιον ως δώρο προς τους αρχιερείς, ως ένδειξη ιδιαίτερης τιμής, αλλά και ταυτόχρονα προς ένδειξη της υπεροχής τους και των πρωτείων που διεκδικούσαν.
↑Ιταλικά: Basilica di Santa Maria in Cosmedin or de Schola Graeca.
Christian Classics Ethereal Library, The Seven Ecumenical Councils: Partial letter from Pope Adrian to the 2nd session of the Seventh Ecumenical Council
Lane-Poole, Stanley (1885). Νομίσματα και μετάλλια: η θέση τους στην ιστορία και την τέχνη. Αγγλικό Μουσείο. σελ. 80.
Ullmann, Walter (2003). Μία σύντομη Ιστορία του παπισμού στη Μεσαιωνική Εποχή. Λονδίνο: Routledge. σελ. 79. ISBN0415302277.