Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας, Σοβιετικοί στρατιώτες πιάνουν αιχμάλωτους μερικούς Αμερικανούς στρατιώτες και τους οδηγούν στην Μαντζουρία της Κίνας. Μετά από μερικές μέρες όλοι εκτός από δυο από τους στρατιώτες επιστρέφουν στις Η.Π.Α., όπου ο λοχίας Ρέιμοντ Σο (Λόρενς Χάρβεϊ) πιστώνεται τη διάσωση των ανδρών. Ο λοχαγός Μπένετ Μάρκο (Φρανκ Σινάτρα) προτείνει τον Σο για μετάλλιο ανδρείας. Όλοι οι διασωθέντες άνδρες μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον Σο, υποσυνείδητα όμως ξέρουν ότι ο άνδρας είναι ψυχρός, θλιβερός κι αντιπαθής. Μετά την επιστροφή των ανδρών στις Η.Π.Α. ο Μάρκο έχει εφιάλτες που αφορούν την αιχμαλωσία του στην Μαντζουρία. Στους εφιάλτες του βλέπει τον Σο να σηκώνεται και να πυροβολεί τους δυο στρατιώτες που δεν επέστρεψαν στις Η.Π.Α., ενώπιον αντιπροσώπων από όλα τα κομμουνιστικά κράτη. Ο Μάρκο που δεν θυμάται τι ακριβώς συνέβη όταν ήταν αιχμάλωτος στην Μαντζουρία επιχειρεί να ερευνήσει την υπόθεση, αλλά χωρίς να βρει βοήθεια από κανέναν. Όταν όμως κάποιος άλλος από τους στρατιώτες ισχυρίζεται ότι υποφέρει από τους ίδιους εφιάλτες οι αμερικανικές υπηρεσίες κατασκοπείας προτίθενται να τον βοηθήσουν να εξιχνιάσει το μυστήριο. Παράλληλα η μητέρα του Σο, η Έλινορ Άισελιν (Άντζελα Λάνσμπερι), που είναι κατάσκοπος των Κομμουνιστών, έχει αναλάβει την πολιτική καριέρα του δεύτερού της συζύγου, Τζον Γερκς Άισελιν (Τζέιμς Γκρέγκορι), που θέλει να γίνει πρόεδρος των Η.Π.Α. και ελέγχει τη συμπεριφορά του γιου της, ο οποίος στην πραγματικότητα έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου κατά την κράτησή του στην Μαντζουρία, ώστε να δολοφονεί τα πολιτικά πρόσωπα που του υποδεικνύει εκείνη. Οι πράξεις του Σο θέτονται σε ενέργεια, από τη στιγμή που η μητέρα του δείχνει τη φιγούρα ντάμα κούπα της τράπουλας. Οι μηχανορραφίες της μητέρας του οδηγούν έναν υπνωτισμένο Σο να σκοτώσει την κοπέλα του Τζόσελιν Τζόρνταν (Λέσλι Πάρις) και τον πατέρα της γερουσιαστή Τόμας Τζόνταν (Τζον ΜακΓκάιβερ) που είναι πολιτικός αντίπαλος του πατριού του. Στο μεταξύ ο Μάρκο ανακαλύπτει την επιρροή που έχει η φιγούρα ντάμα κούπα στις ενέργειες του Σο και προσπαθεί να τον αυθυποβάλει ώστε η φιγούρα να μην ενεργοποιεί αυτές τις αντιδράσεις. Έπειτα όταν η κυρία Άισελιν προσπαθεί να βάλει το γιο της να σκοτώσει έναν πολιτικό αντίπαλο του πατριού του, εκείνος μπαίνει στην αίθουσα όπου γίνεται η ανάδειξη του υποψηφίου του κόμματος του πατριού του για τις εκλογές του προέδρου των Η.Π.Α. κι αντί να σκοτώσει τον πολιτικό αντίπαλο του, στρέφει το όπλο στον πατριό του κι έπειτα στη μητέρα του.
Πληροφορίες παραγωγής
Ταινία βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Κόντον που κυκλοφόρησε το 1959, η διασκευή του σεναρίου έγινε από τον Τζορτζ Άξελροντ. Η σκηνοθεσία της ταινίας έγινε από τον Τζον Φρανκενχάιμερ, ο οποίος ανάγκαστηκε να στραφεί στo μυθιστόρημα του Κόντον, όταν τα σχέδιά του για να γυρίσει την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ρίτσαρντ Γέιτς Ο δρόμος της Επανάστασης απέτυχαν. Ο δρόμος της επανάστασης γυρίστηκε τελικά το 2008 με πρωταγωνιστές τους Κέιτ Γουίνσλετ και Λεονάρντο Ντι Κάπριο. Ο Φρανκ Σινάτρα που είχε συμβόλαιο για την πραγματοποίηση τεσσάρων ταινιών με την United Artists, πρότεινε στον Φράνκενχαϊμερ τη Λουσίλ Μπολ για τον ρόλο της κυρίας Άισελιν, αλλά ο σκηνοθέτης που είχε σκηνοθετήσει την Άντζελα Λάνσμπερι στην ταινία Γύρω μου γκρεμίστηκαν όλα (All Fall Down) προτίμησε να δώσει σε εκείνην τον ρόλο, παρά το γεγονός ότι ήταν μόνο τρία χρόνια μεγαλύτερη από τον Λόρενς Χάρβεϊ που επρόκειτο να ερμηνεύσει τον γιο της[8]. Όλες οι αναφορές του μυθιστορήματος που ήθελαν την κυρία Άισελιν να έχει αιμομικτική σχέση με τον γιο της αφαιρέθηκαν από την ταινία για να αποφευχθεί η λογοκρισία (συγκεκριμένα η σκηνή στην οποία η κυρία Άιζλιν κάνει πλύση εγκεφάλου στο γιο της για να έχει σεξουαλική σχέση μαζί του)[8].
Ο Φρανκ Σινάτρα έσπασε ένα από τα δάχτυλά του κατά τη διάρκεια της σκηνής της πάλης του με τον Χένρι Σίλβα. Επειδή έπρεπε να γυρίσει κι άλλες σκηνές για την ταινία δεν ξεκούρασε το χέρι του, αλλά ούτε το έβαλε σε νάρθηκα, με αποτέλεσμα τα οστά του δαχτύλου του να μη δέσουν σωστά και να τον ταλαιπωρούν για την υπόλοιπή του ζωή.
Η ταινία γυρίστηκε εν καιρώ ψυχρού πολέμου και καθώς το θέμα που άγγιζε ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητο, η προβολή της δεν απαγορεύτηκε μόνο στις χώρες υποκείμενες στο ανατολικό μπλοκ, αλλά και στη Σουηδία και τη Φινλανδία. Η προβολή της σε αυτές τις χώρες πραγματοποιήθηκε μετά τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης.