Η Συνθήκη του Τριανόν (γαλλικά: Traité de Trianon, ουγγρικά: Trianoni békeszerződés) καταρτίστηκε στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού και υπογράφηκε στο Μεγάλο Τριανόν στις Βερσαλλίες στις 4 Ιουνίου 1920. Τερμάτισε επίσημα τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μεταξύ των περισσότερων Συμμάχων της Αντάντ και του Βασίλειο της Ουγγαρίας. [1][2][3][4] Οι Γάλλοι διπλωμάτες έπαιξαν τον κύριο ρόλο στον σχεδιασμό της συνθήκης, με γνώμονα τη δημιουργία ενός συνασπισμού των νεοσύστατων εθνών υπό τη γαλλική ηγεσία. Ρύθμισε το καθεστώς του ανεξάρτητου Ουγγρικού κράτους και καθόρισε τα σύνορά του γενικά στις γραμμές κατάπαυσης του πυρός που ορίστηκαν τον Νοέμβριο -Δεκέμβριο του 1918 και κατέστησε την Ουγγαρία περίκλειστο κράτος, με έκταση 93.073 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το 28% των 325.411 τετραγωνικών χιλιομέτρων, που αποτελούσαν το προπολεμικό Βασίλειο της Ουγγαρίας (το ουγγρικό μισό της Αυστροουγγρικής μοναρχίας). Το κολοβομένο Βασίλειο είχε πληθυσμό 7,6 εκατομμύρια, 36% του πληθυσμού του προπολεμικού βασιλείου των 20,9 εκατομμυρίων. [5] Αν και οι περιοχές που παραχωρήθηκαν στις γειτονικές χώρες διέθεταν πλειοψηφία μη Ούγγρων, σε αυτές ζούσαν 3,3 εκατομμύρια Ούγγροι-το 31%-που βρέθηκαν τότε σε καθεστώς μειοψηφίας. [6][7][8][9] Η συνθήκη περιόρισε τον στρατό της Ουγγαρίας σε 35.000 αξιωματικούς και άνδρες και το Αυστροουγγρικό Ναυτικό έπαψε να υπάρχει. Αυτές οι αποφάσεις και οι συνέπειές τους ήταν έκτοτε αιτία βαθιάς δυσαρέσκειας στην Ουγγαρία. [10]
Οι κυρίως επωφεληθέντες ήταν το Βασίλειο της Ρουμανίας, η Τσεχοσλοβακία, το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (κατοπινή Γιουγκοσλαβία) και η Πρώτη Αυστριακή Δημοκρατία. Ένα από τα κύρια στοιχεία της συνθήκης ήταν το δόγμα της «αυτοδιάθεσης των λαών» και ήταν μια προσπάθεια να δοθούν στους μη Ούγγρους τα δικά τους εθνικά κράτη. [11] Επιπλέον η Ουγγαρία αναγκάστηκε να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις στους γείτονές της. Η συνθήκη υπαγορεύτηκε από τους Συμμάχους παρά ήταν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και οι Ούγγροι δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να αποδεχτούν τους όρους της. [11] Η ουγγρική αντιπροσωπία υπέγραψε τη συνθήκη διαμαρτυρόμενη, και άρχισαν αμέσως κινήσεις για την αναθεώρησή της. [7][12]
Τα σημερινά όρια της Ουγγαρίας είναι τα ίδια με αυτά που ορίστηκαν από τη Συνθήκη του Τριανόν, με κάποιες μικρές τροποποιήσεις μέχρι το 1924 σχετικά με τα ουγγροαυστριακά σύνορα και την αξιοσημείωτη εξαίρεση τριών χωριών που προσαρτήθηκαν στην Τσεχοσλοβακία το 1947. [13][14]
Μόνο ένα δημοψήφισμα επιτράπηκε σχετικά με τα αμφισβητούμενα σύνορα στο πρώην έδαφος του Βασιλείου της Ουγγαρίας μετά τον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο. Έλυσε μια μικρή συνοριακή διαφωνία μεταξύ της Αυστρίας και της Ουγγαρίας το 1921, που αργότερα ήταν γνωστή ως Δημοψήφισμα του Σόπρον, κατά το οποίο τα εκλογικά τμήματα εποπτεύονταν από αξιωματικούς του στρατού που ανήκαν στις Συμμαχικές δυνάμεις. [15]
Η Συνθήκη του Τριανόν είναι η συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στις 4 Ιουνίου του 1920 στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταξύ των συμμάχων Χωρών της Αντάντ καθώς και των ΗΠΑ (23 συνολικά Χωρών) αφενός, και της Ουγγαρίας, αφετέρου, μιας εκ των διαδόχων της Αυστροουγγαρίας.
Η Συνθήκη αυτή που επικυρώθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 1920 περιελάμβανε 364 άρθρα και περιείχε ως εισαγωγή (προοίμιο) το Σύμφωνο της Κοινωνίας των Εθνών, και διατάξεις των συνθηκών των Βερσαλλιών (28 Ιουνίου1919) και Αγίου Γερμανού (10 Σεπτεμβρίου1919). Με αυτή τη συνθήκη επαναπροσδιορίστηκαν τα σύνορά της Ουγγαρίας με της Αυστρίας, της Τσεχοσλοβακίας, της τότε Νοτιοσλαβίας και Ρουμανίας, καθώς και οι ρυθμίσεις για τη διεθνή θέση της, (υποχρεώσεις του νέου κράτους, δικαιώματα μειονοτήτων κ.λπ.).
Η Ουγγαρία έχασε τα 3/4 του εδάφους της και το 65% του πληθυσμού της.[16] Μάλιστα, ορισμένες περιοχές από αυτές που απώλεσε η Ουγγαρία (θύλακας του Σέκελι, νότια Ρουθηνία των Καρπαθίων, νότια Σλοβακία, τμήματα της Βοϊβοδίνας και τμήματα της δυτικής Τρανσυλβανίας κοντά στα σημερινά ουγγρικά σύνορα και το Σέκελι) είχαν ουγγρική πλειοψηφία, η οποία σε ορισμένες περιοχές όπως το Σέκελι ξεπερνούσε το 80%. Επίσης, η υπογραφή της συνθήκης οδήγησε στην προσφυγοποίηση αρκετών Ούγγρων προς την Ουγγαρία.
Με τη συνθήκη αυτή διαιωνίστηκε για 20 ακόμη χρόνια το πρόβλημα των παραδουνάβιων χωρών προκαλώντας πολλές διαμάχες και συγκρούσεις εθνοτήτων, ζητήματα μειονοτήτων, αλυτρωτικές διεκδικήσεις, μέχρι και οικονομικές κρίσεις, μερικές των οποίων έφθασαν μέχρι τη σύγχρονη εποχή με τον διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Τσεχοσλοβακίας. Σύμφωνα μ΄ αυτή τη συνθήκη η Ουγγαρία αποκλείσθηκε πλέον της θαλάσσιας εξόδου καθώς και από τα πλούσια σε μεταλλεύματα και ξυλεία όρη της διατηρώντας μόνο τις εύφορες πεδιάδες της. Από την υπογραφή της συνθήκης αυτής η Ουγγαρία φέρεται στους διπλωματικούς κύκλους ως "η μεγάλη ανάπηρος της Ευρώπης", λόγω ακριβώς της ευρείας έκτασης των χερσαίων ακρωτηριασμών που υπέστη εξ αυτής.
Συνέχεια αυτής της συνθήκης υπήρξαν η Συμφωνία Βελιγραδίου (1920), (μεταξύ Τσεχοσλοβακίας και Σερβίας), η Συμφωνία Βουκουρεστίου (1921), (μεταξύ Τσεχοσλοβακίας και Ρουμανίας), καθώς και η Συμφωνία Βελιγραδίου (1921), (μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Ρουμανίας) που όλες αποτελούσαν διμερείς συμφωνίες των όμορων Χωρών της Ουγγαρίας που απέβλεπαν στη διατήρηση αφενός της παρούσας Συνθήκης του Τριανόν αλλά και της δημιουργίας εκ της εξέλιξης αυτών της λεγόμενης "Μικράς Συνεννόησης" ή περισσότερο γνωστή ως Μικρή Αντάντ.
Στις 28 Ιουνίου 1914 ο διάδοχος του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, Αρχιδούκας Φραγκίσκος Φερδινάνδος της Αυστρίας, δολοφονήθηκε από Σέρβο εθνικιστή. [17] Αυτό προκάλεσε τη γρήγορα κλιμακούμενη κρίση του Ιουλίου με αποτέλεσμα η Αυστροουγγαρία να κηρύξει τον πόλεμο στη Σερβία και να ακολουθήσει γρήγορα η είσοδος των περισσότερων ευρωπαϊκών δυνάμεων στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. [18] Δύο συμμαχίες βρέθηκαν αντιμέτωπες, οι Κεντρικές Δυνάμεις (με επικεφαλής τη Γερμανία) και η Τριπλή Αντάντ (με επικεφαλής τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Ρωσία). Το 1918 η Γερμανία προσπάθησε να συντρίψει τους Συμμάχους στο Δυτικό Μέτωπο, αλλά απέτυχε. Αντίθετα οι Σύμμαχοι ξεκίνησαν μια επιτυχημένη αντεπίθεση και την υποχρέωσαν στην Ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1918, που σήμανε την παράδοση των Κεντρικών Δυνάμεων.[19] Ο αλυτρωτισμός - το αίτημα για επανένωση του ουγγρικού λαού - έγινε κεντρικό θέμα της ουγγρικής πολιτικής και διπλωματίας. [20]
Στις 6 Απριλίου 1917 οι Ηνωμένες Πολιτείες μπήκαν στον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και τον Δεκέμβριο εναντίον της Αυστροουγγαρίας. Ο αμερικανικός πόλεμος στόχος ήταν να τερματιστεί ο επιθετικός μιλιταρισμός του Βερολίνου και της Βιέννης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν προσχώρησαν ποτέ επίσημα στους Συμμάχους. Ο Πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον ενήργησε ως ανεξάρτητη δύναμη και τα Δεκατέσσερα Σημεία του έγιναν δεκτά από τη Γερμανία ως βάση για την ανακωχή του Νοεμβρίου 1918. Περιέγραφαν μια πολιτική ελεύθερου εμπορίου, ανοικτών συμφωνιών και δημοκρατίας. Ενώ ο όρος δεν χρησιμοποιήθηκε υπονοείτο η αυτοδιάθεση. Εκαναν έκκληση για τερματισμό του πολέμου με διαπραγματεύσεις, διεθνή αφοπλισμό, την απόσυρση των Κεντρικών Δυνάμεων από τα κατεχόμενα εδάφη, δημιουργία Πολωνικού κράτους, ανασχεδιασμό των ευρωπαϊκών συνόρων με εθνικά κριτήρια και τη δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών, που θα εγγυάτο την πολιτική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα όλων των κρατών. [21][22] Ζητούσε μια δίκαιη και δημοκρατική ειρήνη ασυμβίβαστη με την εδαφική προσάρτηση. Το Δέκατο σημείο εξέφραζε την «επιθυμία» του Ουίλσον να δοθεί αυτονομία στους λαούς της Αυστροουγγαρίας-ένα σημείο που η Βιέννη απέρριψε.[23] Η Γερμανία, ο κύριος σύμμαχος της Αυστροουγγαρίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπέστη πολλές απώλειες κατά την Επίθεση των Εκατό Ημερών μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου 1918 και διαπραγματευόταν για ανακωχή με τις Συμμαχικές Δυνάμεις από τις αρχές Οκτωβρίου 1918. Μεταξύ 15 και 29 Σεπτεμβρίου 1918 ο Φρανσέ ντ' Εσπερέ, διοικητής ενός σχετικά μικρού στρατού Ελλήνων (9 μεραρχίες), Γάλλων (6 μεραρχίες), Σέρβων (6 μεραρχίες), Βρετανών (4 μεραρχίες) και Ιταλών (1 μεραρχία), πραγματοποίησε την επιτυχημένη Επίθεση στον Αξιό στη Μακεδονία του Βαρδάρη, που τελείωσε θέτοντας τη Βουλγαρίας εκτός του πολέμου. [24] Αυτή η κατάρρευση του Νότιου Μετώπου ήταν μία από τις πολλές εξελίξεις που πυροδότησαν ουσιαστικά την Ανακωχή του Νοεμβρίου 1918. [25] Η πολιτική κατάρρευση της ίδιας της Αυστροουγγαρίας ήταν πλέον θέμα λίγων ημερών. Στα τέλη Οκτωβρίου 1918 ο Αυστροουγγρικός Στρατός ήταν τόσο κουρασμένος που οι διοικητές του αναγκάστηκαν να ζητήσουν κατάπαυση του πυρός. Ανακηρύχθηκαν η Τσεχοσλοβακία και το Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων και οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν, να μην υπακούουν στις διαταγές και να υποχωρούν. Πολλά τσεχοσλοβακικά στρατεύματα στην πραγματικότητα, άρχισαν να ενεργούν για τη Συμμαχική Υπόθεση και τον Σεπτέμβριο του 1918 σχηματίστηκαν πέντε Τσεχοσλοβακικά Συντάγματα στον Ιταλικό Στρατό. Τα στρατεύματα της Αυστροουγγαρίας ξεκίνησαν μια χαοτική απόσυρση στη Μάχη του Βιτόριο Βένετο και η Αυστροουγγαρία άρχισε να διαπραγματεύεται εκεχειρία στις 28 Οκτωβρίου.
Επανάσταση των Χρυσανθέμων και η Πρώτη Ουγγρική Δημοκρατία
Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο κόμης Mίχαλυ Kάρολυ ηγείτο ενός μικρού αλλά πολύ ενεργούς ειρηνιστικής αντιπολεμικής ανεξάρτητης ομάδας στο κοινοβούλιο της Ουγγαρίας. [26] Οργάνωσε μάλιστα κρυφές επαφές με Βρετανούς και Γάλλους διπλωμάτες στην Ελβετία κατά τη διάρκεια του πολέμου. [27] Η Αυστροουγγρική μοναρχία κατέρρευσε πολιτικά και διαλύθηκε ως αποτέλεσμα της ήττας της στο Ιταλικό Μέτωπο. Στις 31 Οκτωβρίου 1918, εν μέσω διαπραγματεύσεων για ανακωχή, η Επανάσταση των Χρυσανθέμων στη Βουδαπέστη έφερε στην εξουσία το φιλελεύθερο Ούγγρο αριστοκράτη κόμη Mίχαλυ Kάρολυ, υποστηρικτή των Συμμαχικών Δυνάμεων. Ο Βασιλιάς Κάρολος δεν είχε άλλη επιλογή από τον διορισμό του ως πρωθυπουργού της Ουγγαρίας. Στις 25 Οκτωβρίου 1918 ο Κάρολυ σχημάτισε το Ουγγρικό Εθνικό Συμβούλιο. Ο Ουγγρικός Βασιλικός Στρατός (Honvéd) είχε ακόμη περισσότερους από 1.400.000 άνδρες [28][29] όταν ο Mίχαλυ Kάρολυ ανακηρύχτηκε πρωθυπουργός της Ουγγαρίας. Ο Κάρολυ υποχώρησε στο αίτημα του προέδρου των ΗΠΑ Γούντροου Γουίλσον για πασιφισμό, διατάσσοντας τον μονομερή αυτοαφοπλισμό του Ουγγρικού στρατού. Αυτό συνέβη υπό την καθοδήγηση του υπουργού Πολέμου Μπέλα Λίντερ στις 2 Νοεμβρίου 1918 [30][31] Λόγω του πλήρους αφοπλισμού του στρατού της η Ουγγαρία έμεινε χωρίς εθνική άμυνα σε μια περίοδο που ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη. Ο ουγγρικός αυτοαφοπλισμός κατέστησε άμεσα δυνατή την κατάληψη της Ουγγαρίας για το σχετικά μικρό στρατό της Ρουμανίας, τον Γαλλοσερβικό στρατό και τις ένοπλες δυνάμεις της νεοσύστατης Τσεχοσλοβακίας. Όταν ο Οσκαρ Γιάσιέγινε ο νέος Ηπουργός Εθνικών Μειονοτήτων η Ουγγαρία, πρότεινε αμέσως δημοκρατικά δημοψηφίσματα σχετικά με τα αμφισβητούμενα σύνορα για τις μειονότητες. Ωστόσο οι πολιτικοί ηγέτες αυτών των μειονοτήτων αρνήθηκαν την ίδια την ιδέα δημοκρατικών δημοψηφισμάτων σχετικά με αμφισβητούμενες περιοχές στην ειρηνευτική διάσκεψη στο Παρίσι. [32] Μετά τον ουγγρικό αυτοαφοπλισμό, οι Τσέχοι, οι Σέρβοι και οι Ρουμάνοι πολιτικοί ηγέτες επέλεξαν να επιτεθούν στην Ουγγαρία αντί να πραγματοποιήσουν δημοκρατικά δημοψηφίσματα σχετικά με τις αμφισβητούμενες περιοχές. [33]
Κατόπιν αιτήματος της Αυστροουγγρικής κυβέρνησης προσφέρθηκε ανακωχή στην Αυστροουγγαρία στις 3 Νοεμβρίου 1918 από τους Συμμάχους, αλλά [34] τα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα άλλαξαν γρήγορα και δραστικά μετά τον ουγγρικό μονομερή αφοπλισμό:
στις 5 Νοεμβρίου 1918 ο Σερβικός στρατός, με τη βοήθεια του Γαλλικού, πέρασε τα νότια σύνορα,
στις 8 Νοεμβρίου ο Τσεχοσλοβακικός Στρατός πέρασε τα βόρεια σύνορα,
στις 10 Νοεμβρίου ο στρατός του ντ' Εσπερέ πέρασε τον ποταμό Δούναβη και ήταν έτοιμος να εισέλθει στην καρδιά της Ουγγαρίας
στις 11 Νοεμβρίου η Γερμανία υπέγραψε Ανακωχή με τους Συμμάχους, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να αποσύρει αμέσως στη γερμανική επικράτεια όλα τα γερμανικά στρατεύματα από τη Ρουμανία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, την Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία και τη Ρωσική Αυτοκρατορία και οι Σύμμαχοι να έχουν πρόσβαση σε αυτές τις χώρες [35] και
στις 13 Νοεμβρίου ο Ρουμανικός στρατός διέσχισε τα ανατολικά σύνορα του Βασιλείου της Ουγγαρίας.
Κατά την κυβέρνηση του πασιφιστικού υπουργικού συμβουλίου του Κάρολυ η Ουγγαρία έχασε τον έλεγχο περίπου του 75% των εδαφών της πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (325.411 km2) χωρίς μάχη και τέθηκε υπό ξένη κατοχή. [36] Η Ανακωχή της 3ης Νοεμβρίου που υπεγράφη με την Αυστροουγγαρία ολοκληρώθηκε όσον αφορά την Ουγγαρία στις 13 Νοεμβρίου, όταν ο Κάρολι υπέγραψε την Ανακωχή του Βελιγραδίου με τα Συμμαχικά έθνη, προκειμένου να συναφθεί Συνθήκη Ειρήνης, [37][38] που περιόριζε το μέγεθος του Ουγγρικού στρατού σε έξι μεραρχίες πεζικού και δύο ιππικού. [39] Έγιναν γραμμές οριοθέτησης που καθορίζουν το έδαφος που θα παρέμενε υπό ουγγρικό έλεγχο. Οι γραμμές θα ίσχυαν μέχρι να καθοριστούν οριστικά σύνορα. Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής τα σερβικά και γαλλικά στρατεύματα προχώρησαν από τον νότο, παίρνοντας τον έλεγχο του Βανάτου και της Κροατίας. Η Τσεχοσλοβακία ανέλαβε τον έλεγχο της "Άνω Ουγγαρίας", που αποτελείτο από τη σημερινή Σλοβακία και τη Ρουθηνία των Καρπαθίων. Επιτράπηκε στις ρουμανικές δυνάμεις να προχωρήσουν στον ποταμό Mούρες (Mάρος). Ωστόσο στις 14 Νοεμβρίου η Σερβία κατέλαβε το Πετς. [40][41] Ο στρατηγός Φρανσέ ντ' Εσπερέ ολοκλήρωσε τη νίκη καταλαμβάνοντας μεγάλο μέρος των Βαλκανίων και στο τέλος του πολέμου τα στρατεύματά του είχαν εισχωρήσει βαθειά στην Ουγγαρία.
Μετά την αποχώρηση του Βασιλιά Κάρολου από την κυβέρνηση στις 16 Νοεμβρίου 1918, ο Κάρολι ανακήρυξε την Πρώτη Ουγγρική Δημοκρατία, με τον εαυτό του προσωρινό πρόεδρο της δημοκρατίας.
Πτώση του ουγγρικού φιλελεύθερου καθεστώτος και κομμουνιστικό πραξικόπημα
Η κυβέρνηση Kάρολυ δεν κατάφερε να διαχειριστεί τόσο εσωτερικά όσο και στρατιωτικά ζητήματα και έχασε τη λαϊκή υποστήριξη. Στις 20 Μαρτίου 1919 ο Μπέλα Κουν, που είχε φυλακιστεί στη φυλακή της οδού Μάρκο, αποφυλακίστηκε. [42] Στις 21 Μαρτίου ηγήθηκε ενός επιτυχημένου κομμουνιστικού πραξικοπήματος. Ο Κάρολυ καθαιρέθηκε και συνελήφθη. [43] Ο Κουν σχημάτισε μια σοσιαλδημοκρατική-κομμουνιστική κυβέρνηση συνεργασίας και ανακήρυξε την Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία. Λίγες μέρες αργότερα οι κομμουνιστές έδιωξαν τους σοσιαλδημοκράτες από την κυβέρνηση. [44][45] Η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία ήταν ένα μικρό κομμουνιστικό κράτος. [46] Όταν ιδρύθηκε η Δημοκρατία των Συμβουλίων στην Ουγγαρία, έλεγχε μόνο το 23 % περίπου του ιστορικού εδάφους της Ουγγαρίας.
Οι κομμουνιστές παρέμειναν έντονα αντιδημοφιλείς στην ύπαιθρο της Ουγγαρίας, όπου η εξουσία αυτής της κυβέρνησης ήταν συχνά ανύπαρκτη. [47] Αντί να μοιράσουν τα μεγάλα κτήματα στους αγρότες - μέτρο με το οποίο θα κέρδιζαν την υποστήριξή τους για την κυβέρνηση, αλλά θα είχαν δημιουργήσει μια τάξη μικροϊδιοκτητών αγροτών, που η μαρξιστική θεωρία θεωρεί εγγενώς συντηρητικούς - η κομμουνιστική κυβέρνηση διακήρυξε το κρατικοποίηση των μεγάλων γαιοκτησιών. Αλλά χωρίς τους εξειδικευμένους ανθρώπους για τη διαχείριση των κτημάτων οι κομμουνιστές δεν είχαν άλλη επιλογή από το να αφήσουν τους υπάρχοντες διαχειριστές αυτών στη θέση τους. Αυτοί, ενώ δέχονταν επίσημα τα νέα τους κυβερνητικά αφεντικά, στην πράξη διατήρησαν την πίστη τους στους έκπτωτους αριστοκράτες ιδιοκτήτες. Οι αγρότες θεώρησαν ότι η Επανάσταση δεν είχε καμία πραγματική επίδραση στη ζωή τους και επομένως δεν είχαν κανένα λόγο να την υποστηρίξουν. Το κομμουνιστικό κόμμα και οι κομμουνιστικές πολιτικές είχαν πραγματική λαϊκή υποστήριξη μόνο μεταξύ των προλεταριακών μαζών των μεγάλων βιομηχανικών κέντρων - ειδικά στη Βουδαπέστη - όπου η εργατική τάξη αντιπροσώπευε ένα μεγάλο ποσοστό των κατοίκων. Η κομμουνιστική κυβέρνηση ακολούθησε το σοβιετικό μοντέλο: το κόμμα δημιούργησε τις τρομοκρατικές του ομάδες (όπως τα διαβόητα Παιδιά του Λένιν - Lenin-fiúk)) για να «ξεπεράσουν τα εμπόδια» στην ουγγρική ύπαιθρο. Αυτό αργότερα έγινε γνωστό ως Κόκκινη τρομοκρατία στην Ουγγαρία.
Στα τέλη Μαΐου, όταν ο στρατιωτικός εκπρόσωπος της Αντάντ ζήτησε περισσότερες εδαφικές παραχωρήσεις από την Ουγγαρία, ο Κουν προσπάθησε να "εκπληρώσει" την υπόσχεσή του να τηρήσει τα ιστορικά σύνορα της Ουγγαρίας. Οι άνδρες του Ουγγρικού Κόκκινου Στρατού στρατολογήθηκαν κυρίως από τους εθελοντές του προλεταριάτου της Βουδαπέστης. [48] Στις 20 Μαΐου 1919 μια δύναμη υπό τον συνταγματάρχη Αουρελ Στρόμφελντ επιτέθηκε και διέλυσε τα τσεχοσλοβακικά στρατεύματα από το Μίσκολτς. Ο Ρουμανικός στρατός επιτέθηκε στους Ούγγρους με στρατεύματα της 16ης Μεραρχίας Πεζικού και της 2ης Μεραρχίας Βανάτορι, με στόχο τη διατήρηση της επαφής με τον Τσεχοσλοβακικό στρατό. Τα Ουγγρικά στρατεύματα επικράτησαν και ο Ρουμανικός στρατός υποχώρησε στο προγεφύρωμα του στο Τοκάι. Εκεί, μεταξύ 25-30 Μαΐου, οι ρουμανικές δυνάμεις κλήθηκαν να υπερασπιστούν τις θέσεις τους ενάντια στις ουγγρικές επιθέσεις. Στις 3 Ιουνίου η Ρουμανία αναγκάστηκε σε περαιτέρω υποχώρηση, αλλά επέκτεινε τη γραμμή άμυνας κατά μήκος του Ποταμού Τίσα και ενίσχυσε τη θέση της με την 8η Μεραρχία, που προέλασε από τη Βουκοβίνα στις 22 Μαΐου. Η Ουγγαρία τότε έλεγχε έκταση σχεδόν μέχρι τα παλιά της σύνορα και ανέκτησε τον έλεγχο των βιομηχανικών περιοχών γύρω από το Μίσκολτς, το Σαλγκοταριάν, το Σέλμετσμπανια (Μπάνσκα Στιάβνιτσα) και το Κάσα (Κόσιτσε).
Τον Ιούνιο ο Ουγγρικός Κόκκινος Στρατός εισέβαλε στο ανατολικό τμήμα της λεγόμενης Άνω Ουγγαρίας, που τώρα διεκδικείτο από το νεοσύστατο Τσεχοσλοβακικό κράτος και είχε ορισμένες στρατιωτικές επιτυχίες στην αρχή: υπό την ηγεσία του Συνταγματάρχη Αουρελ Στρόμφελντ έδιωξε τα τσεχοσλοβακικά στρατεύματα από τον βορρά και σχεδίαζε να βαδίσει εναντίον του Ρουμανικού Στρατού στα ανατολικά. Ο Κουν διέταξε την προετοιμασία μιας επίθεσης εναντίον της Τσεχοσλοβακίας, που θα αύξανε την εγχώρια υποστήριξη προς το πρόσωπό του, κάνοντας πράξη την υπόσχεσή του να αποκαταστήσει τα σύνορα της Ουγγαρίας. Ο Ουγγρικός Κόκκινος Στρατός στρατολόγησε άντρες μεταξύ 19-25 ετών. Οι βιομηχανικοί εργάτες από τη Βουδαπέστη προσφέρθηκαν εθελοντικά. Πολλοί πρώην Αυστροούγγροι αξιωματικοί κατατάχθηκαν εκ νέου για πατριωτικούς λόγους. Ο Ουγγρικός Κόκκινος Στρατός μετέφερε τις 1η και το 5η μεραρχίες πυροβολικού - 40 τάγματα - στην Άνω Ουγγαρία.
Παρά τις υποσχέσεις για αποκατάσταση των προπολεμικών συνόρων της Ουγγαρίας οι κομμουνιστές κήρυξαν την ίδρυση της Σλοβακικής Σοβιετικής Δημοκρατίας στο Πρέσοβ (Eπεργες) στις 16 Ιουνίου 1919. [49] Μετά την ανακήρυξη της Σλοβακικής Σοβιετικής Δημοκρατίας οι Ούγγροι εθνικιστές και πατριώτες σύντομα συνειδητοποίησαν ότι η νέα κομμουνιστική κυβέρνηση δεν είχε καμία πρόθεση να ανακαταλάβει τα χαμένα εδάφη, παρά μόνο να διαδώσει την κομμουνιστική ιδεολογία και να ιδρύσει και άλλα κομμουνιστικά κράτη στην Ευρώπη, θυσιάζοντας έτσι τα εθνικά συμφέροντα της Ουγγαρίας.[50] Οι Ούγγροι πατριώτες και επαγγελματίες στρατιωτικοί αξιωματικοί του Ουγγρικού Κόκκινου Στρατού είδαν την ίδρυση της Σλοβακικής Σοβιετικής Δημοκρατίας ως προδοσία και η υποστήριξή τους στην κυβέρνηση άρχισε να υποχωρεί (οι κομμουνιστές και η κυβέρνησή τους υποστήριξαν την ίδρυση του Σλοβακικού Κομμουνιστικού κράτους, ενώ οι Ούγγροι πατριώτες ήθελαν να διατηρήσουν τα κατεχόμενα εδάφη για την Ουγγαρία). Παρά μια σειρά στρατιωτικών νικών επί του Τσεχοσλοβακικού στρατού ο Ουγγρικός Κόκκινος Στρατός άρχισε να διαλύεται λόγω των εντάσεων μεταξύ εθνικιστών και κομμουνιστών κατά την ίδρυση της Σλοβακικής Σοβιετικής Δημοκρατίας. Η παραχώρηση αυτή διέλυσε την υποστήριξη της κομμουνιστικής κυβέρνησης μεταξύ των επαγγελματιών στρατιωτικών αξιωματικών και των εθνικιστών του Ουγγρικού Κόκκινου Στρατού. Ακόμη και ο αρχηγός του γενικού επιτελείου Αουρελ Στρόμφελντ παραιτήθηκε από τη θέση του σε ένδειξη διαμαρτυρίας. [51]
Όταν οι Γάλλοι υποσχέθηκαν στην Ουγγρική κυβέρνηση ότι οι Ρουμανικές δυνάμεις θα αποσυρθούν από το Tίσαντουλ ο Kουν απέσυρε από την Τσεχοσλοβακία τις υπόλοιπες στρατιωτικές του μονάδες που είχαν παραμείνει πιστές μετά το πολιτικό φιάσκο με τη Σλοβακική Σοβιετική Δημοκρατία. Στη συνέχεια ο Κουν προσπάθησε ανεπιτυχώς να στρέψει τις υπόλοιπες μονάδες του χωρίς ηθικό Ουγγρικού Κόκκινου Στρατού κατά των Ρουμάνων.
Προετοιμασία της συνθήκης
Οι ουγγρικοί «Όροι Ειρήνης» συντάχθηκαν στις 15 Ιανουαρίου 1920 και οι «Παρατηρήσεις» τους παραδόθηκαν στις 20 Φεβρουαρίου. Οι Γάλλοι διπλωμάτες έπαιξαν τον κύριο ρόλο στη σύνταξη και οι Ούγγροι κρατήθηκαν στο σκοτάδι. Ο μακροπρόθεσμος στόχος των πρώτων ήταν να δημιουργήσουν ένα συνασπισμό μικρών νέων κρατών με επικεφαλής τη Γαλλία και ικανών να αντισταθούν στη Ρωσία ή τη Γερμανία. Αυτό οδήγησε στη «Μικρή Αντάντ» της Τσεχοσλοβακίας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου των Σέρβων, των Κροατών και των Σλοβένων (από το 1929 Γιουγκοσλαβία). [52] Η μακρά διαδικασία διαπραγμάτευσης καταγράφηκε σε καθημερινή βάση από τον Γιάνος Βέτσταϊν, αναπληρωτή πρώτο γραμματέα της ουγγρικής αντιπροσωπείας. [53] Η συνθήκη ειρήνης σε τελική μορφή υποβλήθηκε στους Ούγγρους στις 6 Μαΐου και υπογράφηκε από αυτούς στο Μεγάλο Τριανόν [54] στις 4 Ιουνίου 1920, τιθέμενη σε ισχύ στις 26 Ιουλίου 1921.[55] Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επικύρωσαν τη Συνθήκη του Τριανόν. Αντίθετα διαπραγματεύτηκαν μια ξεχωριστή συνθήκη ειρήνης με την Ουγγαρία το 1921, που δεν ερχόταν σε αντίθεση με τους όρους της Συνθήκης του Τριανόν. [56]
Σύνορα της Ουγγαρίας
Η Ουγγρική κυβέρνηση τερμάτισε την ένωση της με την Αυστρία στις 31 Οκτωβρίου 1918, διαλύοντας επίσημα το Αυστροουγγρικό κράτος. Τα de facto προσωρινά σύνορα της ανεξάρτητης Ουγγαρίας καθορίστηκαν από τις γραμμές κατάπαυσης του πυρός τον Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 1918. Σε σύγκριση με το προπολεμικό Βασίλειο της Ουγγαρίας, αυτά τα προσωρινά σύνορα δεν περιλάμβαναν:
Μέρος της Τρανσυλβανίας νότια του ποταμού Mούρες και ανατολικά του ποταμού Σόμες, που πέρασε στον έλεγχο της Ρουμανίας (η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός υπογράφτηκε στο Βελιγράδι στις 13 Νοεμβρίου 1918). Την 1η Δεκεμβρίου 1918 η Εθνική Συνέλευση των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας κήρυξε την ένωση με το Βασίλειο της Ρουμανίας. [57]
Η Σλοβακία ανακηρύχθηκε τμήμα της Τσεχοσλοβακίαw (status quo, που επιβλήθηκε από την Τσεχοσλοβακική Λεγεώνα και έγινε αποδεκτό από την Αντάντ στις 25 Νοεμβρίου 1918). Στη συνέχεια ο Σλοβάκος πολιτικός Μίλαν Χότζα συζήτησε με τον Ούγγρο Υπουργό Άμυνας Αλμπερτ Μπάρτα μια προσωρινή γραμμή οριοθέτησης, που άφησε 650.000-886.000 Ούγγρους στη νεοσύστατη Τσεχοσλοβακία και 142.000-399.000 Σλοβάκους στην απομείνασα Ουγγαρία (η διαφορά οφειλόταν στο διαφορετικό τρόπο απογραφής στην Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία). Υπογράφηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1918.
Νότια σλαβικά εδάφη, που μετά τον πόλεμο οργανώθηκαν σε δύο πολιτικούς σχηματισμούς - το Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων και το Βανάτο, Μπάτσκα και Μπαράνια, που και οι δύο τέθηκαν υπό τον έλεγχο των Νοτίων Σλάβων, σύμφωνα με τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός του Βελιγραδίου που υπεγράφη στις 13 Νοεμβρίου 1918. Προηγουμένως, στις 29 Οκτωβρίου 1918, το κοινοβούλιο του Βασιλείου της Κροατίας-Σλαβονίας, αυτόνομο βασίλειο εντός της Υπερλειθανίας, έθεσε τέλος[58] στην ένωση [59] με το Βασίλειο της Ουγγαρίας και στις 30 Οκτωβρίου 1918 η Ουγγρική δίαιτα υιοθέτησε μια διακήρυξη ότι οι συνταγματικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών είχαν λήξει. [60] Η Κροατία-Σλαβονία συμπεριλήφθηκε στο νεοσύστατο Κράτος των Σλοβένων, Κροατών και Σέρβων (που περιλάμβανε επίσης ορισμένα άλλα Νοτιοσλαβικά εδάφη, πρώην διοικούμενα από την Αυστροουγγαρία) στις 29 Οκτωβρίου 1918. Αυτό το κράτος και το Βασίλειο της Σερβίας σχημάτισαν το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων (Γιουγκοσλαβία) την 1η Δεκεμβρίου 1918.
Το Βανάτο, Μπάτσκα και Μπαράνια (που περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος των προπολεμικών Ουγγρικών κομητειών Μπαράνια, Μπατς-Μπόντρογκ, Τόρονταλ και Tέμες) τέθηκαν υπό το στρατιωτικό έλεγχο του Βασίλειου της Σερβίας και τον πολιτικό έλεγχο των ντόπιων Σλάβων. Η Μεγάλη Λαϊκή Συνέλευση των Σέρβων, Μπούνιεβτσι και άλλων Σλάβων από το Βανάτο, Μπάτσκα και Μπαράνια κήρυξαν την ένωση αυτής της περιοχής με τη Σερβία στις 25 Νοεμβρίου 1918. Η γραμμή κατάπαυσης του πυρός είχε τον χαρακτήρα προσωρινού διεθνούς συνόρου μέχρι τη συνθήκη. Τα κεντρικά τμήματα του Βανάτου εκχωρήθηκαν αργότερα στη Ρουμανία, σύμφωνα με τις επιθυμίες των Ρουμάνων αυτής της περιοχής, που την 1η Δεκεμβρίου 1918 παραβρέθηκαν στην Εθνική Συνέλευση των Ρουμάνων στην Άλμπα Ιούλια, που ψήφισε υπέρ της ένωσης με το Βασίλειο της Ρουμανίας.
Η πόλη Φιούμε (Ριέκα) καταλήφθηκε από την ομάδα των Ιταλών εθνικιστών. Η προσκύρωσή της ήταν θέμα διεθνούς διαφοράς μεταξύ του Βασιλείου της Ιταλίας και της Γιουγκοσλαβίας.
Περιοχή κατοικούμενη από Κροάτες στο σύγχρονο Μετζιμούριε παρέμειναν υπό ουγγρικό έλεγχο μετά τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός του Βελιγραδίου στις 13 Νοεμβρίου 1918. Μετά τη νίκη των Κροατικών δυνάμεων με επικεφαλής τον Σλάβκο Κβάτυερνικ στο Μετζιμούριε επί των Ουγγρικών δυνάμεων αυτή η περιοχή ψήφισε στη Μεγάλη Συνέλευση της 9ης Ιανουαρίου 1919 για διαχωρισμό από την Ουγγαρία και ένταξη στη Γιουγκοσλαβία. [61]
Μετά την προέλαση του Ρουμανικού Στρατού πέρα από αυτή τη γραμμή κατάπαυσης του πυρός οι δυνάμεις της Αντάντ ζήτησαν από την Ουγγαρία να αναγνωρίσει τα νέα ρουμανικά εδαφικά κέρδη με μια νέα γραμμή κατά μήκος του ποταμού Τίσα. Ανίκανοι να απορρίψουν αυτούς τους όρους και απρόθυμοι να τους αποδεχτούν οι ηγέτες της Ουγγρικής Λαϊκής Δημοκρατίας παραιτήθηκαν και οι Κομμουνιστές ανέλαβαν την εξουσία. Παρά το γεγονός ότι η χώρα τελούσε υπό τον αποκλεισμό των Συμμάχων ιδρύθηκε η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία και ο Ουγγρικός Κόκκινος Στρατός δημιουργήθηκε γρήγορα. Αυτός ο στρατός σημείωσε αρχικά επιτυχίες εναντίον της Τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας, λόγω μυστικής βοήθειας τροφίμων [62] και όπλων από την Ιταλία. [63] Αυτό επέτρεψε στην Ουγγαρία να φτάσει σχεδόν στα πρώην σύνορα της Γαλικίας (Πολωνίας), αποκόπτοντας έτσι τα τσεχοσλοβακικά από τα ρουμανικά στρατεύματα.
Μετά την κατάπαυση πυρός Ουγγαρίας-Τσεχοσλοβακίας που υπογράφηκε την 1η Ιουλίου 1919 ο Ουγγρικός Κόκκινος Στρατός εγκατέλειψε τμήματα της Σλοβακίας στις 4 Ιουλίου, καθώς οι δυνάμεις της Αντάντ υποσχέθηκαν να προσκαλέσουν μια Ουγγρική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Βερσαλλιών, πρόσκληση που τελικά δεν δόθηκε. Ο Μπέλα Κουν, ηγέτης της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, έστρεψε τότε τον Ουγγρικό Κόκκινο Στρατό κατά του Ρουμανικού και επιτέθηκε στον ποταμό Τίσα στις 20 Ιουλίου 1919. Μετά από σκληρές μάχες που κράτησαν περίπου πέντε ημέρες ο Ουγγρικός Κόκκινος Στρατός κατέρρευσε και ο Βασιλικός Ρουμανικός Στρατός μπήκε στη Βουδαπέστη στις 4 Αυγούστου 1919.
Το Ουγγρικό κράτος αποκαταστάθηκε από τις δυνάμεις της Αντάντ, που βοήθησαν τον Ναύαρχο Χόρτυ να ανέβει στην εξουσία τον Νοέμβριο του 1919. Την 1η Δεκεμβρίου 1919 η ουγγρική αντιπροσωπεία προσκλήθηκε επίσημα στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης των Βερσαλλιών. Ωστόσο τα πρόσφατα καθορισμένα σύνορα της Ουγγαρίας σχεδόν οριστικοποιήθηκαν απουσία των Ούγγρων. [64] Στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν η ουγγρική, μαζί με την αυστριακή, υποστήριξαν την αμερικανική αρχή της αυτοδιάθεσης: οι πληθυσμοί των αμφισβητούμενων εδαφών να αποφασίσουν με ελεύθερο δημοψήφισμα σε ποια χώρα επιθυμούσαν να ανήκουν.[64][65] Αυτή η άποψη δεν επικράτησε, καθώς αγνοήθηκε από τους καθοριστικούς Γάλλους και Βρετανούς αντιπροσώπους.[66] Σύμφωνα με ορισμένες απόψεις οι Σύμμαχοι συνέταξαν το περίγραμμα των νέων συνόρων [67], λαμβάνοντας ελάχιστα υπ' όψη τους τις ιστορικές, πολιτιστικές, εθνοτικές, γεωγραφικές, οικονομικές και στρατηγικές πτυχές της περιοχής. [64][67][68] Οι Σύμμαχοι εκχώρησαν εδάφη που κατοικούντο ως επί το πλείστον από μη ουγγρικές εθνότητες σε άλλα κράτη, αλλά επέτρεψαν επίσης σε αυτά να απορροφήσουν σημαντικά εδάφη που κατοικούντο κυρίως από ουγγρόφωνους πληθυσμούς. Για παράδειγμα η Ρουμανία απέκτησε όλη την Τρανσυλβανία, που είχε 2.800.000 Ρουμάνους, αλλά επίσης μια σημαντική μειονότητα 1.600.000 Ούγγρων και περίπου 250.000 Γερμανούς. [69] Η πρόθεση των Συμμάχων ήταν κυρίως να ενισχύσουν τα γειτονικά κράτη σε βάρος της Ουγγαρίας. Αν και οι χώρες που κυρίως επωφελήθηκαν από τη συνθήκη έθεταν εν μέρει τα ζητήματα, οι Ούγγροι αντιπρόσωποι προσπάθησαν να επιστήσουν την προσοχή στους ίδιους, αλλά οι απόψεις τους αγνοήθηκαν από τους εκπροσώπους των Συμμάχων.
Ορισμένοι κυρίως ουγγρικοί οικισμοί, με περισσότερους από δύο εκατομμύρια ανθρώπους, βρίσκονταν σε μια λωρίδα πλάτους 20-50 χιλιομέτρων κατά μήκος των νέων συνόρων στις γειτονικές χώρες. Πιο συγκεντρωμένες ομάδες βρέθηκαν στην Τσεχοσλοβακία (τμήματα της νότιας Σλοβακίας), τη Γιουγκοσλαβία (τμήματα του βόρειου Ντελβιντέκ) και τη Ρουμανία (τμήματα της Τρανσυλβανίας).
Τα τελικά σύνορα της Ουγγαρίας καθορίστηκαν με τη Συνθήκη του Τριανόν που υπογράφηκε στις 4 Ιουνίου 1920. Εκτός από τον αποκλεισμό των προαναφερθέντων εδαφών, δεν περιλάμβαναν:
την υπόλοιπη Τρανσυλβανία, που μαζί με ορισμένα επιπλέον τμήματα του προπολεμικού Βασιλείου της Ουγγαρίας προσαρτήθηκε στη Ρουμανία.
το μεγαλύτερο μέρος του Μπούργκενλαντ, που προσαρτήθηκε στην Αυστρία, επίσης σύμφωνα με τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού (η περιοχή του Σόπρον επέλεξε να παραμείνει στην Ουγγαρία μετά από δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε τον Δεκέμβριο του 1921, το μόνο μέρος όπου πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα και ελήφθη υπόψη στην απόφαση)
το Μετζιμούριε και τα 2/3 της Σλοβενικής Μαρκίας ή Βέντβιντεκ (σήμερα Πρέκμουριε), που προσαρτήθηκαν στο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων.
Με τη Συνθήκη του Τριανόν οι πόλεις Πετς, Μόχατς, Μπάγια και Σίγκετβαρ, που τελούσαν υπό Σερβοκροατοσλοβενική διοίκηση μετά τον Νοέμβριο του 1918, εκχωρήθηκαν στην Ουγγαρία. Μια επιτροπή διαιτησίας το 1920 προσκύρωσε μικρά βόρεια τμήματα των πρώην κομητειών Αρβα και Σέπες του Βασιλείου της Ουγγαρίας με πληθυσμό πολωνικής πλειοψηφίας στην Πολωνία. Μετά το 1918 η Ουγγαρία έχασε την πρόσβαση στη θάλασσα, που η προπολεμική Ουγγαρία είχε απευθείας μέσω της ακτής της Ριέκα και έμμεσα μέσω της Κροατίας-Σλαβονίας.
Οι εκπρόσωποι των μικρών εθνών, που ζούσαν στην πρώην Αυστροουγγαρία και δραστηριοποιούντο στο Συνέδριο των Καταπιεσμένων Εθνών, θεώρησαν τη συνθήκη του Τριανόν ως πράξη ιστορικής δικαιοσύνης, γιατί ένα καλύτερο μέλλον για τα έθνη τους «θα θεμελιωνόταν και θα διαρκούσε πάνω στη σταθερή βάση της παγκόσμιας δημοκρατίας, της πραγματικής και κυρίαρχης κυβέρνησης από τον λαό και μιας καθολικής συμμαχίας των εθνών, περιβεβλημένης με την εξουσία της διαιτησίας "ενώ ταυτόχρονα έκαναν έκκληση να τεθεί ένα τέλος" στην υπάρχουσα αφόρητη κυριαρχία του ενός έθνους επί του άλλου «και να γίνει εφικτό» τα έθνη να οργανώνουν τις μεταξύ τους σχέσεις βάσει ίσων δικαιωμάτων και ελεύθερων συμβάσεων». Επιπλέον πίστευαν ότι η συνθήκη θα βοηθούσε προς μια νέα εποχή εξάρτησης από το διεθνές δίκαιο, την αδελφότητα των εθνών, τα ίσα δικαιώματα και την ανθρώπινη ελευθερία, καθώς και τον πολιτισμό στην προσπάθεια να απαλλαγεί η ανθρωπότητα από τη διεθνή βία.[71]
Aποτελέσματα και συνέπειες
Aπογραφή του 1910
Η τελευταία απογραφή πριν από τη Συνθήκη του Τριανόν πραγματοποιήθηκε το 1910. Αυτή η απογραφή κατέγραψε τον πληθυσμό κατά γλώσσα και θρησκεία, αλλά όχι κατά εθνικότητα. Ωστόσο είναι γενικά αποδεκτό ότι η μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα στο Βασίλειο της Ουγγαρίας εκείνη την εποχή ήταν οι Ούγγροι. Σύμφωνα με την απογραφή του 1910 την ουγγρική γλώσσα μιλούσαν περίπου το 48% του συνόλου του πληθυσμού του βασιλείου και το 54% του πληθυσμού της επικράτειας που αναφέρεται ως «κυρίως Ουγγαρία», δηλαδή εξαιρουμένης της Κροατίας-Σλαβονίας. Εντός των ορίων της «κυρίως Ουγγαρίας» υπήρχαν πολλές εθνικές μειονότητες: 16,1% Ρουμάνοι, 10,5% Σλοβάκοι, 10,4% Γερμανοί, 2,5% Ρουθήνιοι, 2,5% Σέρβοι και 8% άλλοι. [76] Το 5% του πληθυσμού της «κυρίως Ουγγαρίας» ήταν Εβραίοι, οι οποίοι συμπεριλήφθηκαν στους ομιλούντες την ουγγρική γλώσσα. [77] Ο πληθυσμός της αυτόνομης Κροατίας-Σλαβονίας απαρτιζόταν ως επί το πλείστον από Κροάτες και Σέρβους (που μαζί αριθμούσαν το 87% του πληθυσμού).
Κριτική στην απογραφή του 1910
Η απογραφή του 1910 ταξινόμησε τους κατοίκους του Βασιλείου της Ουγγαρίας σύμφωνα με τις μητρικές τους γλώσσες [78] και τις θρησκείες τους, οπότε παρουσιάζει τη γλώσσα του ατόμου, που μπορεί να αντιστοιχεί ή όχι στην εθνοτική ταυτότητά του. Για να γίνει ακόμη πιο περίπλοκη η κατάσταση στο πολύγλωσσο βασίλειο υπήρχαν εδάφη με εθνοτικά μεικτούς πληθυσμούς, όπου οι άνθρωποι μιλούσαν δύο ή και τρεις γλώσσες εκ γενετής. Για παράδειγμα στην περιοχή της σημερινής Σλοβακίας (τότε τμήμα της Άνω Ουγγαρίας) το 18% των Σλοβάκων, το 33% των Ούγγρων και το 65% των Γερμανών ήταν δίγλωσσοι. Επιπλέον το 21% των Γερμανών μιλούσε και τα Σλοβακικά και τα Ουγγρικά εκτός από τα Γερμανικά. [79] Αυτοί οι λόγοι παρέχουν έδαφος για συζήτηση σχετικά με την ακρίβεια της απογραφής.
Ενώ αρκετοί δημογράφοι (Ντέιβιντ Πάουλ, [80] Πέτερ Χάνακ, Λάσλο Κάτους[81])) αναφέρουν ότι το αποτέλεσμα της απογραφής είναι λογικά ακριβές (υποθέτοντας ότι έχει επίσης ερμηνευθεί σωστά), άλλοι πιστεύουν ότι η απογραφή του 1910 χειραγωγήθηκε,[82][83]υπερβάλλοντας το ποσοστό των ομιλητών της ουγγρικής γλώσσας, επισημαίνοντας τη διαφορά μεταξύ μιας απίστευτα υψηλής αύξησης του ουγγροφώνου πληθυσμού και της μείωσης της ποσοστιαίας συμμετοχής ομιλούντων άλλες γλώσσες λόγω της μαγυαροποίησης στο βασίλειο στα τέλη του 19ου αιώνα. [84]
Για παράδειγμα η απογραφή του 1921 στην Τσεχοσλοβακία (μόνο ένα χρόνο μετά τη Συνθήκη του Τριανόν) δείχνει 21% Ούγγρους στη Σλοβακία, [85] έναντι 30% με βάση την απογραφή του 1910.
Ορισμένοι Σλοβάκοι δημογράφοι (όπως ο Γιαν Σβέτον και ο Γιούλιος Μέσαρος) αμφισβητούν το αποτέλεσμα κάθε προπολεμικής απογραφής. [80] Ο Όουεν Τζόνσον, Αμερικανός ιστορικός, αποδέχεται τα στοιχεία των προηγούμενων απογραφών μέχρι εκείνη του 1900, σύμφωνα με την οποία το ποσοστό των Ούγγρων ήταν 51,4%, [76] αλλά αγνοεί την απογραφή του 1910 καθώς πιστεύει ότι οι αλλαγές από την προηγούμενη απογραφή είναι πολύ μεγάλη. [80] Υποστηρίζεται επίσης ότι υπήρχαν διαφορετικά αποτελέσματα μεταξύ των προηγούμενων απογραφών στο Βασίλειο της Ουγγαρίας και εκείνων που ακολούθησαν στα νέα κράτη. Λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος των αποκλίσεων ορισμένοι δημογράφοι πιστεύουν ότι αυτές οι απογραφές ήταν κάπως προκατειλημμένες υπέρ του αντίστοιχα κυβερνώντος έθνους. [86]
Κατανομή των μη Ουγγρικών και Ουγγρικών πληθυσμών
Ο αριθμός των μη Ουγγρικών και Ουγγρικών κοινοτήτων στις διάφορες περιοχές με βάση τα στοιχεία της απογραφής του 1910 (σε αυτή οι άνθρωποι δεν ρωτήθηκαν άμεσα για την εθνικότητά τους, αλλά για τη μητρική τους γλώσσα). Η σημερινή θέση κάθε περιοχής δίνεται σε παρένθεση.
Τα εδάφη του πρώην Ουγγρικού Βασιλείου που παραχωρήθηκαν με τη συνθήκη σε γειτονικές χώρες συνολικά (και το καθένα χωριστά) είχαν πλειοψηφία μη Ουγγαρών υπηκόων. Ωστόσο η ουγγρική εθνοτικά περιοχή ήταν πολύ μεγαλύτερη από το νεοσύστατο έδαφος της Ουγγαρίας [90], επομένως το 30 % των Ούγγρων βρέθηκαν υπό ξένη κυριαρχία. [91]
Τις δεκαετίες μετά τη συνθήκη το ποσοστό και ο απόλυτος αριθμός όλων των Ουγγρικών πληθυσμών εκτός της Ουγγαρίας μειώθηκαν (αν και, ορισμένοι από αυτούς τους πληθυσμούς κατέγραψαν επίσης προσωρινή αύξηση του απόλυτου αριθμού τους). Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τη μείωση του πληθυσμού, μερικοί από τους οποίους ήταν η αυθόρμητη αφομοίωση και ορισμένες κρατικές πολιτικές, όπως ο εκσλοβακισμός, ο εκρουμανισμός, ο εκσερβισμός, καθώς και μειωμένο ποσοστό γεννήσεων των Ουγγρικών πληθυσμών. Σύμφωνα με το Εθνικό Γραφείο για τους Πρόσφυγες, ο αριθμός των Ούγγρων που μετανάστευσαν στην Ουγγαρία από γειτονικές χώρες ήταν περίπου 350.000 μεταξύ 1918 και 1924. [92]
Μειονότητες στη μετά το Τριανόν Ουγγαρία
Από την άλλη σημαντικός αριθμός άλλων εθνικοτήτων παρέμειναν στα σύνορα της ανεξάρτητης Ουγγαρίας:
Σύμφωνα με την απογραφή του 1920 το 10,4% του πληθυσμού μιλούσε ως μητρική γλώσσα μία από τις μειονοτικές γλώσσες :
551.212 Γερμανικά (6,9%)
141.882 Σλοβακικά (1,8%)
36.858 Κροατικά (0,5%)
23.760 Ρουμανικά (0,3%)
23.228 Μπούνιεβατς και Σόκατς (0,3%)
17.131 Σέρβικα (0,2%)
7.000 Σλοβενικά (0,08%)
Ο αριθμός των δίγλωσσων ήταν πολύ υψηλότερος, για παράδειγμα 1.397.729 άτομα μιλούσαν Γερμανικά (17%), 399.176 άτομα μιλούσαν Σλοβακικά (5%), 179.928 άτομα μιλούσαν Κροατικά (2.2%) και 88.828 άτομα μιλούσαν Ρουμανικά (1.1%). Ουγγρικά μιλούσε το 96% του συνολικού πληθυσμού και ήταν η μητρική γλώσσα του 89%. [93] Το ποσοστό και ο απόλυτος αριθμός όλων των μη Ουγγρικών εθνικοτήτων μειώθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, αν και ο συνολικός πληθυσμός της χώρας αυξήθηκε. Η διγλωσσία εξαφανιζόταν επίσης. Οι κύριοι λόγοι αυτής της διαδικασίας ήταν τόσο η αυθόρμητη αφομοίωση όσο και η σκόπιμη πολιτική της μαγυαροποίησης του κράτους. Οι μειονότητες αποτελούσαν το 8% του συνολικού πληθυσμού το 1930 και το 7% το 1941 (στα εδάφη μετά το Τριανόν).
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο περίπου 200.000 Γερμανοί απελάθηκαν στη Γερμανία, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Διάσκεψης του Πότσδαμ. Με την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμού μεταξύ Τσεχοσλοβακίας και Ουγγαρίας περίπου 73.000 Σλοβάκοι εγκατέλειψαν την Ουγγαρία και σύμφωνα με διαφορετικές εκτιμήσεις 120.500 [94][95] ή 45.000 [96] Ούγγροι από την Τσεχοσλοβακία μετακόμισαν στο σημερινό ουγγρικό έδαφος. Μετά από αυτές τις μετακινήσεις πληθυσμού η Ουγγαρία έγινε μια σχεδόν ομοιογενής χώρα από εθνική άποψη.
Πολιτικές συνέπειες
Επισήμως η συνθήκη επρόκειτο να επιβεβαιώσει το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών και την έννοια των εθνικών κρατών που αντικατέστησαν την παλιά πολυεθνική Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Αν και η συνθήκη αφορούσε ορισμένα θέματα εθνικότητας, πυροδότησε επίσης κάποια νέα. [20]
Οι μειονοτικές εθνοτικές ομάδες του προπολεμικού βασιλείου ήταν οι κυρίως επωφεληθείσες. Οι Σύμμαχοι είχαν δεσμευτεί ρητά για την υπόθεση των μειονοτικών λαών της Αυστροουγγαρίας στα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι καμπάνες θανάτου της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας ήχησαν στις 14 Οκτωβρίου 1918, όταν ο Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών Ρόμπερτ Λάνσινγκ ενημέρωσε τον Αυστροουγγρικό Υπουργό Εξωτερικών Ιστβαν Μπούριαν ότι η αυτονομία των εθνικοτήτων δεν αρκούσε πλέον. Κατά συνέπεια οι Σύμμαχοι υπέθεσαν ασυζητητί ότι οι μειονοτικές εθνοτικές ομάδες του προπολεμικού βασιλείου ήθελαν να εγκαταλείψουν την Ουγγαρία. Οι Ρουμάνοι ενώθηκαν με τους εθνοτικούς αδελφούς τους της Ρουμανίας, ενώ οι Σλοβάκοι, οι Σέρβοι και οι Κροάτες βοήθησαν στην ίδρυση των δικών τους εθνικών κρατών (Τσεχοσλοβακία και Γιουγκοσλαβία). Ωστόσο αυτές οι νέες ή διευρυμένες χώρες απορρόφησαν επίσης μεγάλες περιοχές με πλειοψηφία Ούγγρων ουγγρόφωνων. Ως αποτέλεσμα περίπου το ένα τρίτο των ουγγρόφωνων βρέθηκαν εκτός των συνόρων της μετά το Τριανόν Ουγγαρίας. [97]
Ενώ τα εδάφη που ήταν τώρα έξω από τα σύνορα της Ουγγαρίας είχαν συνολικά μη ουγγρική πλειοψηφία, υπήρχαν επίσης σημαντικές περιοχές με πλειοψηφία Ούγγρων, σε μεγάλο βαθμό κοντά στα πρόσφατα καθορισμένα σύνορα. Τον περασμένο αιώνα περιστασιακά εκφράστηκαν ανησυχίες σχετικά με τη μεταχείριση αυτών των ουγγρικών κοινοτήτων στα γειτονικά κράτη.[98][99][100] Περιοχές με σημαντικούς ουγγρικούς πληθυσμούς περιλάμβαναν τη Γη του Σέκελι[101] στην Ανατολική Τρανσυλβανία, την περιοχή κατά μήκος των νέων συνόρων Ρουμανίας-Ουγγαρίας (πόλεις Αράντ και Οράντεα), την περιοχή βόρεια των νέων συνόρων Τσεχοσλοβακίας-Ουγγαρίας (Kόμαρνο, Τσαάλοκοζ), τα νότια τμήματα της Υποκαρπαθίας και τα βόρεια τμήματα της Βοϊβοντίνας.
Οι Σύμμαχοι απέρριψαν την ιδέα των δημοψηφισμάτων στις επίμαχες περιοχές με εξαίρεση την πόλη Σόπρον, που ψήφισε υπέρ της Ουγγαρίας. Οι Σύμμαχοι ήταν αδιάφοροι ως προς την ακριβή γραμμή των πρόσφατα καθορισμένων συνόρων μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας. Επιπλέον η εθνοτικά διαφορετική Τρανσυλβανία, με συνολική ρουμανική πλειοψηφία (53,8% - στοιχεία απογραφής 1910 ή 57,1% - δεδομένα απογραφής 1919 ή 57,3% - δεδομένα απογραφής 1920), αντιμετωπίστηκε ως ενιαία οντότητα στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις και ανατέθηκε στο σύνολό της στη Ρουμανία. Η εναλλακτική επιλογή της διαίρεσής της με εθνικά κριτήρια απορρίφθηκε. [102]
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο οι νικητές Σύμμαχοι αποφάσισαν να διαλύσουν την Αυστροουγγαρία, τη μεγάλη κεντροευρωπαϊκή δύναμη, ισχυρό υποστηρικτή της Γερμανίας και ταχέως αναπτυσσόμενη περιοχή, ήταν να εμποδίσει τη Γερμανία να αποκτήσει ουσιαστική επιρροή στο μέλλον. [103] Η κύρια προτεραιότητα των Δυτικών δυνάμεων ήταν να αποτρέψουν την αναβίωση του Γερμανικού Ράιχ και ως εκ τούτου αποφάσισαν ότι οι σύμμαχοί της στην περιοχή, η Αυστρία και η Ουγγαρία, θα πρέπει να «περιορίζονται» από ένα κύκλο κρατών φιλικών προς τους Συμμάχους, το καθένα εκ των οποίων θα ήταν μεγαλύτερο τόσο από την Αυστρία όσο και από την Ουγγαρία. [104] Σε σύγκριση με το Βασίλειο της Ουγγαρίας των Αψβούργων η Ουγγαρία μετά το Τριανόν είχε 60% λιγότερο πληθυσμό και το πολιτικό και οικονομικό της αποτύπωμα στην περιοχή μειώθηκε σημαντικά. Η Ουγγαρία έχασε τη σύνδεσή της με τις στρατηγικές στρατιωτικές και οικονομικές της υποδομές λόγω της ομόκεντρης διάταξης του σιδηροδρομικού και οδικού της δικτύου, που με τα σύνορα διχοτομήθηκαν. Επιπλέον η δομή της οικονομίας της κατέρρευσε, επειδή είχε βασιστεί σε άλλα τμήματα του προπολεμικού Βασιλείου. Η χώρα έχασε επίσης την πρόσβαση στη Μεσόγειο και στο σημαντικό θαλάσσιο λιμάνι της Ριέκα (Φιούμε) και έγινε περίκλειστη, γεγονός που είχε αρνητική επίδραση στις θαλάσσιες εμπορικές συναλλαγές και τις στρατηγικές ναυτικές επιχειρήσεις. Επιπλέον πολλές εμπορικές διαδρομές, που διέσχιζαν τα νεοσυσταθέντα σύνορα από διάφορα μέρη του προπολεμικού βασιλείου, εγκαταλείφθηκαν.
Όσον αφορά τα εθνικά ζητήματα οι Δυτικές δυνάμεις είχαν επίγνωση του προβλήματος που έθετε η παρουσία τόσων πολλών Ούγγρων (και Γερμανών) εκτός των νέων εθνικών κρατών της Ουγγαρίας και της Αυστρίας. Η Ρουμανική αντιπροσωπεία στις Βερσαλλίες φοβόταν το 1919 ότι οι Σύμμαχοι είχαν αρχίσει να ευνοούν τη διχοτόμηση της Τρανσυλβανίας με εθνικά κριτήρια για να μειωθεί η ενδεχόμενη έξοδος (Ούγγρων και Γερμανών)] και ο πρωθυπουργός Ιον Μπρετιάνου μάλιστα κάλεσε τη γεννημένη στη Βρετανία Βασίλισσα Μαρία στη Γαλλία για να ενισχύσει την υπόθεσή τους. Οι Ρουμάνοι είχαν υποστεί υψηλότερο σχετικά ποσοστό απωλειών στον πόλεμο από τη Βρετανία [105][106][107] ή τη Γαλλία [106][107][108], οπότε θεωρήθηκε ότι οι Δυτικές δυνάμεις είχαν ηθικό χρέος να τους το ξεπληρώσουν. Σε απόλυτους όρους τα ρουμανικά στρατεύματα είχαν σημαντικά λιγότερες απώλειες από τη Βρετανία ή τη Γαλλία, ωστόσο [107] ο βασικός λόγος για την απόφαση ήταν ένα μυστικό σύμφωνο μεταξύ της Αντάντ και της Ρουμανίας. [109] Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1916) είχαν υποσχεθεί στη Ρουμανία την Τρανσυλβανία και κάποια άλλα εδάφη στα ανατολικά του ποταμού Τίσα, υπό την προϋπόθεση να επιτεθεί στην Αυστροουγγαρία από τα νοτιοανατολικά, όπου η άμυνά της ήταν αδύναμη. Ωστόσο όταν οι Κεντρικές Δυνάμεις παρατήρησαν τον στρατιωτικό ελιγμό η προσπάθεια κατεπνίγη γρήγορα και το Βουκουρέστι έπεσε τον ίδιο χρόνο.
Οταν οι νικητές Σύμμαχοι έφτασαν στη Γαλλία, η συνθήκη είχε ήδη διευθετηθεί, γεγονός που έκανε το αποτέλεσμα αναπόφευκτο. Στο επίκεντρο της διαφοράς βρίσκονταν θεμελιωδώς διαφορετικές απόψεις σχετικά με τη φύση της ουγγρικής παρουσίας στις αμφισβητούμενες περιοχές. Για τους Ούγγρους τα εξωτερικά εδάφη δεν θεωρούντο αποικιακά, αλλά μάλλον μέρος της καρδιάς του εθνικού εδάφους. [110] Οι μη Ούγγροι που ζούσαν στη Λεκάνη της Παννονίας θεωρούσαν τους Ούγγρους ως αποικιοκράτες ηγεμόνες που καταπίεζαν τους Σλάβους και τους Ρουμάνους από το 1848, όταν εισήγαγαν νόμους που έκαναν την Ουγγρική γλώσσα της εκπαίδευσης και των τοπικών υπηρεσιών. [111] Για τους μη Ούγγρους της Λεκάνη της Παννονίας ήταν μια διαδικασία αποαποικιοποίησης και όχι τιμωρητικού διαμελισμού (όπως φάνηκε στους Ούγγρους). [112] Οι Ούγγροι δεν το είδαν έτσι επειδή τα πρόσφατα καθορισμένα σύνορα δεν σέβονταν πλήρως την εδαφική κατανομή των εθνοτικών ομάδων, [113] σε περιοχές όπου υπήρχαν ουγγρικές πλειοψηφίες [113] έξω από τα νέα σύνορα. Οι Γάλλοι τάχθηκαν με τους συμμάχους τους τους Ρουμάνους που είχαν μακρά πολιτική πολιτιστικών δεσμών με τη Γαλλία από τότε που η χώρα αποχώρησε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία (εν μέρει λόγω της σχετικής ευκολίας με την οποία οι Ρουμάνοι μπορούσαν να μάθουν γαλλικά) [114] αν και ο Κλεμανσό απεχθανόταν προσωπικά τον Ιον Μπρετιάνου. [112] Ο Πρόεδρος Ουίλσον υποστήριξε αρχικά ένα περίγραμμα συνόρων που θα σεβόταν περισσότερο την εθνική κατανομή του πληθυσμού με βάση την Έκθεση Κούλιτζ, από τον ομώνυμο καθηγητή του Χάρβαρντ, αλλά αργότερα ενέδωσε, λόγω της αλλαγής της διεθνούς πολιτικής και αβροφροσύνης προς τους άλλους συμμάχους. [115]
Για την ουγγρική κοινή γνώμη το γεγονός ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα του εδάφους του προπολεμικού βασιλείου και ένας σημαντικός αριθμός Ούγγρων εκχωρήθηκαν σε γειτονικές χώρες προκάλεσε μεγάλη πικρία. Οι περισσότεροι Ούγγροι προτιμούσαν να διατηρήσουν την εδαφική ακεραιότητα του προπολεμικού βασιλείου. Οι Ούγγροι πολιτικοί ισχυρίστηκαν ότι ήταν έτοιμοι να δώσουν στις μη Ουγγρικές εθνότητες μεγάλη αυτονομία. [116] Οι περισσότεροι Ούγγροι θεώρησαν τη συνθήκη ως προσβολή της τιμής του έθνους. Η ουγγρική πολιτική στάση απέναντι στον Τριανόν συνοψίστηκε στις φράσεις Nem, nem, soha! ("Όχι, όχι, ποτέ!") και Mindent vissza! ("Επιστρέψτε τα πάντα!" Ή "Όλα πίσω!"). [120] Η θεωρούμενη ταπεινωτική συνθήκη έγινε κυρίαρχο θέμα της ουγγρικής πολιτικής του μεσοπολέμου, όπως η γερμανική αντίδραση στη Συνθήκη των Βερσαλλιών.
Με την επιδιαιτησία της Γερμανίας και της Ιταλίας η Ουγγαρία επέκτεινε τα σύνορά της προς τις γειτονικές χώρες πριν και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό ξεκίνησε με την Πρώτη Επιδίκαση της Βιέννης, συνεχίστηκε με τη διάλυση της Τσεχοσλοβακίας το 1939 (προσάρτηση του υπολοίπου της Ρουθηνίας των Καρπαθίων και μιας μικρής λωρίδας της ανατολικής Σλοβακίας), μετά με τη Δεύτερη Επιδίκαση της Βιέννης το 1940 και τέλος με τις προσαρτήσεις εδαφών μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Αυτή η εδαφική επέκταση ήταν βραχύβια, αφού τα μεταπολεμικά σύνορα της Ουγγαρίας με τις Συνθήκες Ειρήνης του Παρισιού το 1947 ήταν σχεδόν πανομοιότυπα με αυτά του 1920 (με μόνο μεταφορά τριών χωριών -Χόρβατγιαρφαλού, Οροσβαρ και Ντούνατσουν-στην Τσεχοσλοβακία).[70]
Κληρονομιά
Η θεωρηθείσα λεόντειος συνθήκης είχε μακροχρόνιο αντίκτυπο στην ουγγρική πολιτική και κουλτούρα, με ορισμένους σχολιαστές να την παρομοιάζουν ακόμη και με μια «συλλογική παθολογία» που τοποθετεί το Τριανόν σε μια πολύ μεγαλύτερη αφήγηση της θυματοποίησης των Ούγγρων στα χέρια των ξένων δυνάμεων. [117] Εντός της Ουγγαρίας, το Τριανόν αναφέρεται συχνά ως «δικτατορικό», «τραγωδία» [118] και «τραύμα». [101] Σύμφωνα με μια μελέτη τα δύο τρίτα των Ούγγρων συμφωνούσαν το 2020 ότι τμήματα γειτονικών χωρών πρέπει να ανήκουν στους ίδιους, το υψηλότερο ποσοστό σε όλες τις χώρες του ΝΑΤΟ. [119] Ένας τέτοιος αλυτρωτισμός ήταν ένας από τους κύριους παράγοντες που συνέβαλαν στην απόφαση της Ουγγαρίας να συμμετάσχει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως δύναμη του Αξονα. Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε υποσχεθεί να παρέμβει για λογαριασμό της Ουγγαρίας για την επιστροφή των περιοχών Ουγγρικής πλειοψηφίας που χάθηκαν μετά το Τριανόν.
Η ουγγρική πικρία για το Τριανόν ήταν επίσης πηγή περιφερειακής έντασης μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1989. [110] Για παράδειγμα η Ουγγαρία τράβηξε την προσοχή των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης το 1999 για την ψήφιση του "καθεστωτικού νόμου" που αφορά περίπου τρία εκατομμύρια ουγγρικών μειονοτήτων στη γειτονική Ρουμανία, τη Σλοβακία, τη Σερβία και το Μαυροβούνιο, την Κροατία, τη Σλοβενία και την Ουκρανία. Ο νόμος αποσκοπούσε στην παροχή εκπαίδευσης, παροχών υγείας και εργασιακών δικαιωμάτων σε αυτές τις μειονότητες ως μέσο για την αποκατάσταση των αρνητικών συνεπειών του Τριανόν. [120][121]
Η κληρονομιά του Τριανόν εμπλέκεται ομοίως στο ερώτημα αν θα δοθεί ουγγρική υπηκοότητα στους εκτός Ουγγαρίας Ούγγρους, ένα σημαντικό ζήτημα στη σύγχρονη ουγγρική πολιτική. Το 2004 η πλειοψηφία των ψηφοφόρων ενέκρινε σε δημοψήφισμα την επέκταση της ιθαγένειας σε εκτός της χώρας Ούγγρους Ούγγρους, που ωστόσο δεν ίσχυσε λόγω χαμηλής συμμετοχής.[122] Το 2011 η νεοσύστατη κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν επέκτεινε τον νόμο περί ιθαγένειας. Αν και ο Όρμπαν χαρακτήρισε τον νέο νόμο ως διόρθωση του Τριανόν, πολλοί σχολιαστές έκαναν λόγο για ένα επιπλέον πολιτικό κίνητρο : ο νόμος παραχώρησε δικαιώματα ψήφου σε εκτός της χώρας Ούγγρους, που θεωρήθηκαν ως αξιόπιστη βάση υποστήριξης για το εθνικό-συντηρητικό κόμμα Φίντες του Όρμπαν. [123][124]
Αλλες συνέπειες
Η Ρουμανία, η Γιουγκοσλαβία και η Τσεχοσλοβακία υποχρεώθηκαν να αναλάβουν μέρος των οικονομικών υποχρεώσεων του πρώην Βασιλείου της Ουγγαρίας, λόγω των τμημάτων του πρώην εδάφους του που τους εκχωρήθηκαν.
Ορισμένοι όροι της Συνθήκης ήταν παρόμοιοι με αυτούς που επέβαλε στη Γερμανία η Συνθήκη των Βερσαλλιών. Μετά τον πόλεμο ο στρατός το ναυτικό και η η αεροπορία της Αυστροουγγαρίας διαλύθηκαν. Ο στρατός της μετά το Τριανόν Ουγγαρίας έπρεπε να περιοριστεί σε 35.000 άνδρες και η στρατιωτική θητεία καταργήθηκε. Απαγορεύτηκαν τα βαρέα πυροβόλα, τα άρματα μάχης και η αεροπορία.[125] Περαιτέρω διατάξεις ανέφεραν ότι στην Ουγγαρία δεν θα κατασκευάζονταν σιδηρόδρομοι με περισσότερες από μία γραμμές, επειδή εκείνη την εποχή οι σιδηρόδρομοι είχαν σημαντική στρατηγική σημασία οικονομικά και στρατιωτικά. [126]
Τα άρθρα 54–60 της Συνθήκης απαιτούσαν από την Ουγγαρία να αναγνωρίσει διάφορα δικαιώματα εθνικών μειονοτήτων εντός των συνόρων της. [127]
Τα άρθρα 61–66 ανέφεραν ότι όλοι οι πρώην πολίτες του Βασιλείου της Ουγγαρίας που ζούσαν εκτός των πρόσφατα καθορισμένων συνόρων της Ουγγαρίας θα έχαναν αυτοδικαίως την ουγγρική τους υπηκοότητα σε ένα έτος. [128]
Σύμφωνα με τα άρθρα 79 έως 101 η Ουγγαρία αποποιήθηκε όλων των δικαιωμάτων της σε εδάφη εκτός Ευρώπης, που αφορούσαν το Μαρόκο, την Αίγυπτο, το Σιάμ και την Κίνα, που ανήκαν στην πρώην Αυστροουγγρική μοναρχία. [129]
Παραπομπές
↑Craig, G. A. (1966). Europe since 1914. New York: Holt, Rinehart and Winston.
↑Grenville, J. A. S. (1974). The Major International Treaties 1914–1973. A history and guides with texts. Methnen London.
↑Lichtheim, G. (1974). Europe in the Twentieth Century. New York: Praeger.
↑Michael Toomey, "History, nationalism and democracy: myth and narrative in Viktor Orbán’s 'illiberal Hungary'." New Perspectives. Interdisciplinary Journal of Central & East European Politics and International Relations 26.1 (2018): 87–108.
↑Tucker & Roberts 2005, σελ. 1183: "Virtually the entire population of what remained of Hungary regarded the Treaty of Trianon as manifestly unfair, and agitation for revision began immediately."
↑Andrew Wiest, The Western Front 1917–1918: From Vimy Ridge to Amiens and the Armistice (2012) pp 126, 168, 200.
↑ 20,020,1Anna Menyhért, "The Image of the "Maimed Hungary" in 20th Century Cultural Memory and the 21st Century Consequences of an Unresolved Collective Trauma: The Impact of the Treaty of Trianon." Environment, Space, Place 8.2 (2016): 69–97. online[νεκρός σύνδεσμος]
↑Naval War College (U.S.) (1922). International Law Studies. U.S. Government Printing Office. σελ. 187.Αυτό το λήμμα περιλαμβάνει κείμενο από αυτή την πηγή, που είναι κοινό κτήμα.
↑Peter Pastor (1988). Revolutions and Interventions in Hungary and Its Neighbor States, 1918–1919. 20. Social Science Monographs. σελ. 441. ISBN9780880331371.
↑Peter Hanák, "Hungary on a fixed course: An outline of Hungarian history, 1918–1945." in Joseph Held, ed., Columbia history of Eastern Europe in the Twentieth Century (1992) p 168.
↑Zeidler, Miklós (2018). A Magyar Békeküldöttség naplója [Diary of the Hungarian Peace Delegation] (στα Ουγγρικά). Budapest, MTA: MTA Bölcsészettudományi Kutatóközpont Történettudományi Intézet (Historical Sciences Institute, Social Sciences Research Centre, Hungarian Academy of Sciences).
↑«The Paris Peace Conference, 1919». Office of the Historian. US Department of State. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2020.Αυτό το λήμμα περιλαμβάνει κείμενο από αυτή την πηγή, που είναι κοινό κτήμα.
↑Peter Pastor, "The United States' Role in the Shaping of the Peace Treaty of Trianon." Historian 76.3 (2014) p 566.
↑Laszlo Kurti, The Remote Borderland: Transylvania in the Hungarian Imagination (SUNY Press, 2014).
↑Francis Deak, Hungary at the Paris Peace Conference. The Diplomatic History of the Treaty of Trianon (New York: Columbia University Press, 1942), p. 45.
↑ 67,067,1Miller, Vol. IV, 209. Document 246. "Outline of Tentative Report and Recommendations Prepared by the Intelligence Section, in Accordance with Instructions, for the President and the Plenipotentiaries 21 January 1919."
↑A. J. P. Taylor, The Habsburg Monarchy 1809–1918, 1948.
↑Károly Kocsis, Eszter Kocsisné Hodosi: Ethnic Geography of the Hungarian Minorities in the Carpathian Basin, EXEN, 1998 [1]Αρχειοθετήθηκε 2016-05-21 στο Wayback Machine.
↑Teich, Mikuláš· Dušan Kováč· Martin D. Brown (3 Φεβρουαρίου 2011). Slovakia in History. Cambridge University Press. ISBN978-0-521-80253-6. Ανακτήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 2011.
↑Seton-Watson, Robert William (1933). «The Problem of Treaty Revision and the Hungarian Frontiers». International Affairs12 (4): 481–503. doi:10.2307/2603603.
↑Slovenský náučný slovník, I. zväzok, Bratislava-Český Těšín, 1932.
↑Kirk, Dudley (1 Ιανουαρίου 1969). Europe's Population in the Interwar Years. New York: Gordon and Bleach, Science Publishers. σελ. 226. ISBN0-677-01560-7.
↑Róbert Győri, and Charles WJ Withers, "Trianon and its aftermath: British geography and the 'dismemberment’of Hungary, c. 1915-c. 1922." Scottish Geographical Journal 135.1–2 (2019): 68–97.
↑Jean-Baptiste Duroselle, From Wilson to Roosevelt
↑Toomey, "History, nationalism and democracy: myth and narrative in Viktor Orbán’s 'illiberal Hungary'." (2018)
↑Rudolf Chmel, "Syndrom of Trianon in Hungarian Foreign Policy and Act on Hungarians Living in Neighboring Countries." Slovak Foreign Policy Affairs 3.01 (2002): 93–106.
Ir. H.Endro Suswantoro YahmanM.Sc.Anggota Dewan Perwakilan Rakyat Republik IndonesiaPetahanaMulai menjabat 3 Oktober 2017PresidenJoko WidodoPendahuluIsma YatunDaerah pemilihanLampung I Informasi pribadiLahir21 Juni 1963 (umur 60)Pringsewu, LampungPartai politik PDI-PSuami/istriWinantiyaniAnak1Alma materUniversitas Gadjah Mada Institut Teknologi BandungPekerjaanDosen, PolitikusSitus webWeb Endro S. YahmanSunting kotak info • L • B Ir. H. Endro Suswantoro Yahma...
For the American film director, see Morgan Galen King. This article includes a list of general references, but it lacks sufficient corresponding inline citations. Please help to improve this article by introducing more precise citations. (June 2021) (Learn how and when to remove this template message) Morgan KingBackground informationBorn (1961-03-28) 28 March 1961 (age 62)OriginPetticoat Lane, Spitalfields, LondonGenresElectronic, synth-pop, ambient, alternative, houseOccupation(s)Music...
Species of plant in the genus Chamaedorea Chamaedorea microspadix Habit Close-up of fruit Conservation status Least Concern (IUCN 3.1)[1] Scientific classification Kingdom: Plantae Clade: Tracheophytes Clade: Angiosperms Clade: Monocots Clade: Commelinids Order: Arecales Family: Arecaceae Genus: Chamaedorea Species: C. microspadix Binomial name Chamaedorea microspadixBurret[2] Chamaedorea microspadix, or the hardy bamboo palm, is a species of flowering plant in the g...
Een drankje, of drank, is een vloeistof die specifiek is voor menselijke consumptie. Naast het vervullen van een fundamentele menselijke behoefte, maken dranken deel uit van de cultuur van de menselijke samenleving. Er wordt vaak (in wetgeving) onderscheid gemaakt tussen alcoholhoudende drank en alcoholvrije drank. Water Zie Drinkwater voor het hoofdartikel over dit onderwerp. Water wordt in de wereld het meest gedronken. Van al het water op aarde is echter maar 3% drinkbaar.[1] Alcoh...
Berner Sonntagstracht Die Bernertracht, auch schwarze Bernertracht, Berner Sonntagstracht oder Berner Festtagstracht, ist eine Schweizer Volkstracht, die auch heute noch von Bernerinnen bei festlichen Anlässen getragen wird. Sie ist seit der zweiten Hälfte des 19. Jahrhunderts praktisch unverändert. Inhaltsverzeichnis 1 Beschreibung 1.1 Varianten 2 Siehe auch 3 Weblinks Beschreibung Sie besteht aus einem schwarzen Faltenrock (genannt Kittel) und ebensolchem Mieder, darunter ein weisses Hem...
Église Saint-Roch Façade van de kerk Plaats Parijs Gewijd aan Rochus van Montpellier Coördinaten 48° 52′ NB, 2° 18′ OL Gebouwd in 1653-1736 Begraafplaats niet aanwezig Architectuur Architect(en) Jacques Lemercier Stijlperiode Jezuïtische barok Detailkaart Portaal Christendom Het middenschip van de kerk Binnenzijde van de koepel van de Mariakapel De Église Saint-Roch (Nederlands: Sint-Rochuskerk) is een kerk in het 1e arrondissement van de Franse hoofd...
Este artigo não cita fontes confiáveis. Ajude a inserir referências. Conteúdo não verificável pode ser removido.—Encontre fontes: ABW • CAPES • Google (N • L • A) (Novembro de 2020) p-XilenoAlerta sobre risco à saúde Outros nomes para-Xileno1,4 Dimetilbenzenop-Xilol Identificadores Número CAS 106-42-3 Número EINECS 203-396-5 Número RTECS ZE2625000 SMILES CC1=CC=C(C)C=C1 Propriedades Fórmula molecular C8H10 Ma...
Parque Nacional de Mammoth Cave ★ Património Mundial da UNESCO Vista de um dos saguões da Caverna do Mamute Critérios C (vii) (viii) (x) Referência 150 en fr es País Estados Unidos Coordenadas 37° 11′ N, 86° 06′ O Histórico de inscrição Inscrição 1981 ★ Nome usado na lista do Património Mundial O Parque Nacional de Mammoth Cave (em inglês: Mammoth Cave National Park) é um parque situado no estado de Kentucky, nos Estados Unidos, muito célebre por nele se encontrar...
Provision of water by public utilities, commercial organisations or others Waterworks redirects here. For other uses, see Waterworks (disambiguation). A girl collects clean water from a communal water supply in Kawempe, Uganda. Water supply is the provision of water by public utilities, commercial organisations, community endeavors or by individuals, usually via a system of pumps and pipes. Public water supply systems are crucial to properly functioning societies. These systems are what suppl...
Questa voce o sezione tratta di un programma televisivo in corso. Le informazioni possono pertanto cambiare rapidamente con il progredire degli eventi. Se vuoi scrivere un articolo giornalistico sull'argomento, puoi farlo su Wikinotizie. Non aggiungere speculazioni alla voce. Voce principale: American Horror Story. La dodicesima stagione della serie televisiva American Horror Story, intitolata American Horror Story: Delicate e composta da nove episodi, è trasmessa in prima visione negli Stat...
Conceptual fallacy by Nassim Taleb This article relies largely or entirely on a single source. Relevant discussion may be found on the talk page. Please help improve this article by introducing citations to additional sources.Find sources: Ludic fallacy – news · newspapers · books · scholar · JSTOR (August 2015) The ludic fallacy, proposed by Nassim Nicholas Taleb in his book The Black Swan (2007), is the misuse of games to model real-life situations.&...
SS Tjisalak on Tanjung Priok Dock of 8,000 tons History NameTanjung Priok Dock of 8,000 tons BuilderBurgerhout Launched10 February 1923 CompletedJune 1923 Commissioned15 December 1923 DecommissionedAfter 1960 HomeportTanjung Priok General characteristics (as completed) Displacement 4,000t(empty) 12,500t(loaded)[1] Length156.40 m (513.1 ft)[2] Beam29.00 m (95.1 ft)[2] Depth of hold3.20 m (10.5 ft)(pontoon)[2] Tanjung Priok Dock of 8...
SoompiBahasaBahasa Inggris, Prancis, Spanyol, Portugis, dan ThaiPemilikRakuten Inc.(Viki)Situs webwww.soompi.comPeringkat Alexa▲ 4,688 (Agustus 2015[update])[1]Daftar akunOpsionalDiluncurkan1998StatusAktif Soompi adalah sebuah situs web berbahasa Inggris yang menyediakan liputan mengenai budaya pop Korea.[2] Situs ini menjadi salah satu situs komunitas K-pop terbesar di internasional,[3] kebanyakan berkonsentrasi pada forumnya. Lebih dari 7,500,000 orang meng...
Красно-чёрное дерево Тип дерево поиска Год изобретения 1972 Автор Рудольф Байер Сложность в О-символике В среднем В худшем случае Расход памяти O(n) O(n) Поиск O(log n) O(log n) Вставка O(log n) O(log n) Удаление O(log n) O(log n) Медиафайлы на Викискладе Красно-чёрное дерево (англ. red-bl...
Radiasi elektromagnetik sinar putih dalam sebuah prisma (optik) yang terurai menjadi beberapa warna cahaya yang terpisah Artikel ini merupakan bagain dari seriListrik dan MagnetMichael Faraday. Bapak kelistrikan dunia, dan sosok penting pada ilmu kemagnetan. Buku rujukan Statika listrik Muatan listrik Medan listrik Insulator Konduktor Ketribolistrikan Induksi Listrik Statis Hukum Coulomb Hukum Gauss Fluks listrik / energi potensial Momen polaritas listirk Statika magnet Hukum Ampere Meda...
Modification of a video game Part of a series on theVideo game industry Development Producer Developer Designer Artist Programmer Design Level design Programming Engine AI Graphics Music Testing Products Video game Specialized / alternative-paradigmatic types: Casual Erotic Indie Interactive movie Nonviolent Serious Art game Edugame Exergame Non-game Arcade cabinet Console Accessory Publishing Markets China U.S. Japan South Korea Localization Censorship Content rating Piracy Clone Intellectua...
2009 novel by Marlon James The Book of Night Women First US editionAuthorMarlon JamesCover artistMarie-Guillemine BenoistCountryJamaica, United States, United Kingdom/AustraliaLanguageEnglishSubjectEighteenth century, slaveryGenreFictionPublished2009, Riverhead Books, North America; Oneworld Publications, UK/Australia/NZMedia typePrint, e-book, audiobookPages417 pagesISBN1594488576 (North America); ISBN 9781780746524 (UK/Australia/NZ) The Book of Night Women is a 2009 novel by ...
Questa voce sull'argomento attori britannici è solo un abbozzo. Contribuisci a migliorarla secondo le convenzioni di Wikipedia. Segui i suggerimenti del progetto di riferimento. Roland Bartrop a sinistra insieme a Totò nel celebre dialogo del film I due colonnelli (1963) Roland Bartrop, all'anagrafe Rowland Bartrop (Walthamstow, 21 dicembre 1925 – Walthamstow, 13 febbraio 1969), è stato un attore inglese. Indice 1 Biografia 2 Filmografia parziale 2.1 Cinema 2.2 Televisione 3 Doppiat...
Nalas of Pushkari6th century–6th centurySouth Asia500 CELICCHAVISZHANGZHUNGGAUDAKAMARUPAKALABHRASWESTERNGANGASAULIKARASTOCHARIANSNEZAKSKADAMBASPALLAVASALCHONHUNSRAISVAKATAKASKALINGAVISHNU-KUNDINASSHARABHA-PURIYASNALASSAMATATASGUPTAEMPIREHEPHTHALITESMAITRAKASSASANIANEMPIRE ◁ ▷ class=notpageimage| Location of the Nalas and neighbouring South Asian polities circa 500 CE.[1]StatusKingdomCapitalPushkari (modern day Garhdhanora in Bastar district)Religion HinduismGovernmentMonar...
Hypertext-based personal knowledge base system Scan of printed screenshot of NoteCards hypertext application Information mapping Topics and fields Business decision mapping Data visualization Graphic communication Infographics Information design Knowledge visualization Mental model Morphological analysis Ontology (computer science) Schema (psychology) Visual analytics Visual language Node–link approaches Argument map Cladistics Cognitive map Concept lattice Concept map Conceptual graph Deci...