Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν.Μπορείτε να βοηθήσετε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Υλικό που είναι ατεκμηρίωτο μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί.
Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 22/06/2015.
Το Ζρένιανιν (σερβικά: Зрењанин/Zrenjanin, ουγγρικά: Nagybecskerek, σλοβάκικα: Zreňanin) είναι πόλη και το διοικητικό κέντρο της Επαρχίας του Κεντρικού Βανάτου στην αυτόνομη επαρχία της Βοϊβοντίνας της Σερβίας. Η πόλη έχει πληθυσμό 76.511 κατοίκους, ενώ ο δήμος της 123.362 κατοίκους (στοιχεία απογραφής του 2011).
Το Ζρένιανιν είναι η μεγαλύτερη πόλη στο σερβικό τμήμα της γεωγραφικής περιοχής του Βανάτου, η τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Βοϊβοντίνας (μετά το Νόβι Σαντ και τη Σουμπότιτσα) και η έκτη μεγαλύτερη πόλη της Σερβίας.
Ονομα
Η πόλη πήρε το όνομά της προς τιμή και ανάμνηση του Ζάρκο Ζρένιανιν (1902-1942), που ήταν ταν ένας από τους ηγέτες των Παρτιζάνων της Βοϊβοντίνας. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε αφού βασανίστηκε από τους Ναζί επί μήνες. Αργότερα σκοτώθηκε προσπαθώντας να αποφύγει την εκ νέου σύλληψή του. Το πρώην Σερβικό όνομα της πόλης ήταν Μπέτσκερεκ (Бечкерек) ή Βέλικι Μπέτσκερεκ (Велики Бечкерек). Το 1935 η πόλη μετονομάστηκε σε Πέτροβγκραντ (Петровград) προς τιμή του Βασιλιά Πέτρου Α΄ της Σερβίας και ονομαζόταν έτσι από το 1935 έως το 1946.
Στα Ουγγρικά η πόλη είναι γνωστή ως Nagybecskerek, στα γερμανικά ως Großbetschkerek ή Betschkerek, στα ρουμανικά ως Becicherecul Mare ή Zrenianin, στα σλοβάκικα ως Zreňanin, στα κροατικά ως Zrenjanin και στα τουρκικά ως Beşkelek (που σημαίνει πέντε πεπόνια) ή Beçkerek.
Θεωρείται ότι το αρχικό όνομα Μπέτσκερεκ (Bečkerek / Becskerek) του Ζρένιανιν προέρχεται από την ουγγρική λέξη kerek ("δάσος, άλσος") και το επώνυμο του ευγενούς Imre Becsei του 14ου αιώνα, που είχε μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή. Ως εκ τούτου το όνομα μεταφράζεται ως "Δάσος του Becsei". Το αρχικό όνομα έλαβε ένα επίθετο που σημαίνει "μεγάλο" στις γλώσσες του Βανάτου (Σερβικά: Veliki ή Велики, Γερμανικά: Groß, Ουγγρικά: Nagy, Ρουμανικά: Mare) για να ξεχωρίζει από ένα ομώνυμο χωριό όνομα στο Ρουμανικό Βανάτο, που συνήθως αναφέρεται ως Μικρό Μπέτσκερεκ (Σερβικά: Mali Bečkerek ή Мали Бечкерек, Γερμανικά: Kleinbetschkerek, Ρουμανικά: Becicherecu Mic, Ουγγρικά: Kisbecskerek).
Ιστορία
Προϊστορία
Η προϊστορία μπορεί να διαιρεθεί στην Παλαιολιθική και τη Νεολιθική Εποχή. Στην περιοχή του Ζρένιανιν δεν έχουν βρεθεί αρχαιολογικοί χώροι της Παλαιολιθικής Εποχής. Τη μόνη εξαίρεση αποτελεί η ανακάλυψη του κεφαλιού και άλλων οστών ενός μαμούθ που βρέθηκαν στις όχθες τουΠοταμού Tίσα κοντά στο Nόβι Μπέτσε το 1952. Οι ανακαλυφθείσες αρχαιολογικές τοποθεσίες δείχνουν ωστόσο ότι αυτές οι περιοχές είχαν ήδη κατοικηθεί στην πρώιμη νεολιθική περίοδο περίπου 5000 χρόνια π.Χ. Ο σημαντικότερος αρχαιολογικός χώρος από την περίοδο αυτή είναι ο λεγόμενος τύμβος Κρστιτς, κοντά στη Μούζλια, περίπου 10χλμ. από το Ζρένιανιν. Εδώ βρέθηκαν κεραμικά, με ενδιαφέρουσες διακοσμήσεις. Κοντά στον χώρο της ζυθοποιίας έχουν βρεθεί ωραία χρωματισμένα κεραμικά (πολιτισμός Στάρτσεβο). Η μέση Νεολιθική περίοδος εμφανίστηκε στην περιοχή αυτή ως πολιτισμός Βίντσα και Ποτίσιε, στον κάτω ρου του ποταμού Tίσα. Αυτό που κάνει αυτή την περιοχή σημαντική είναι το γεγονός ότι η επιρροή δύο παραλλήλων πολιτισμών τη διαπερνούσε ταυτόχρονα. Η Εποχή του Σιδήρου δεν έχει εξερευνηθεί ακόμα αρκετά. Λίγες περιοχές έχουν βρεθεί με αρχαιολογικό υλικό από την εποχή αυτή : στην κατοικημένη περιοχή Σούμιτσα βρέθηκε η αιχμή από ένα δόρυ και κοντά στο εργοστάσιο πετρελαίου ανακαλύφθηκαν κομμάτια κεραμικής από την Εποχή του Χαλκού.
Στην αρχή της ιστορικής εποχής η περιοχή αυτή κατοικήθηκε από πολλές γηγενείς φυλές, αλλά και από πολλές νεοφερμένες: τους Ιλλυριούς, τους Κέλτες, τους Γότθους, τους Γέτες και τους Σαρμάτες. Στα τέλη του 3ου αιώνα και στα μέσα του 4ου αιώνα, στην περιοχή Ζρενανιάν και τα περίχωρά της, εμφανίστηκε η Σαρματική φυλή των Ροξολάνων. Από την εποχή εκείνη έχει βρεθεί ένα Σαρματικό νεκροταφείο σε μια συνοικία της πόλης, κοντά στη σιδηροδρομική γέφυρα. Τέλος στη νεκρόπολη "Μέτσκα", κοντά στο Αραντατς, ανασκάφηκαν το 1952 πάνω από 120 τάφοι, που χρονολογούνται από τα τέλη του 6ου και τις αρχές του 7ου αιώνα.
Μεσαίωνας
Τα πρώτα ιστορικά αρχεία που αναφέρουν το Ζρένιανιν ( Μπέτσκερεκ ) χρονολογούνται από τον 14ο αιώνα, όταν ο Κάρολος Α΄, Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας (1301-1342) επισκεπτόταν το Βανάτο και έμενε στην πρωτεύουσά του Τιμισοάρα. (Κοντά στο σημερινό Ζρένιανιν βρέθηκε ένα νόμισμα με την επιγραφή "Κάρολος Α΄".) Πολλοί ευγενείς ήρθαν μαζί με τον βασιλιά, συμπεριλαμβανομένου του ισχυρού Ιμρε Μπέσεϊ. Οι περιοχές όπου εγκαταστάθηκε ο Μπέσεϊ ονομάστηκαν από αυτόν, "Μπετσέρεκι" και "Μπέτσε" (Nόβι Μπέτσε).
Οι παλαιότερες γραπτές αναφορές του Μπέτσκερεκ χρονολογούνται από το έγγραφο Budim Capitulum για τη συλλογή των φόρων της δεκάτης για τον Πάπα το 1326, 1331 και 1332. Κρίνοντας από το μέγεθος των φόρων το Μπέτσκερεκ του 1330 ήταν ένα μέσο χωριό. Οι πρώτοι που εγκαταστάθηκαν ήταν άστεγοι Ούγγροιαγρότες. Υπήρχαν επίσης οι Σέρβοι στο Βανάτο. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λουδοβίτου Α΄ της Ουγγαρίας (1343-1382) περισσότεροι Σέρβοι μετανάστευσαν στην περιοχή από τον νότο και με αυτούς πολλοί Ορθόδοξοι ιερείς. Τον 15ο αιώνα το Μπέτσκερεκ κατοικείτο κυρίως από Σέρβους, αλλά μετά τη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389) μετανάστευσαν εδώ και Τούρκοι.
Μετά την τουρκική νίκη στη Μάχη της Νικόπολης (1396) ο Ούγγρος Βασιλιάς Σιγισμόνδος (1387-1437) σχεδίαζε να υπερασπισθεί τα εδάφη που κατοικούντο από Σέρβους και είναι γνωστό ότι επισκέφθηκε το Μπέτσκερεκ στις 30 Σεπτεμβρίου 1398. Η πόλη παραχωρήθηκε στον Στέφανο Λαζαρέβιτς στα τέλη του 1403. Ο δεσπότης έγινε υποτελής στον Ούγγρο Βασιλιά, αλλά πήρε το Μπέτσκερεκ και τον τίτλο του Μεγάλου Αρχηγού της Κομητείας Tόρονταλ.
Οθωμανική περίοδος
Ο Ούγγρος Βασιλιάς Φερδινάνδος ανέθεσε στον διοικητή των δυνάμεών του Τζόρτζε Μαρτινίβιτς να υπερασπιστεί την πόλη από τους Οθωμανούς. Η Ουγγαρία δέχτηκε επίθεση από 80.000 Οθωμανούς στρατιώτες υπό τη διοίκηση του ΒεζίρηΣοκολού Μεχμέτ Πασά. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1551 η πολιορκία της πόλης Μπέτσε άρθηκε και η πόλη καταλήφθηκε μετά από τέσσερις ημέρες. Στις 24 Σεπτεμβρίου πολιορκήθηκε το φρούριο του Μπέτσκερεκ. Πολλοί εγκατέλειψαν την πόλη νωρίτερα και με λίγους υπερασπιστές η πόλη δεν μπορούσε να αμυνθεί και οι ογδόντα που απέμειναν παρέδωσαν την πόλη την επόμενη μέρα. Οταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Τιμισοάρα το 1552, το Βανάτο έγινε ξεχωριστή επαρχία, το Βιλαέτι της Τεμεσβάρ, που αποτελείτο από αρκετά σαντζάκια, ένα από τα οποία ήταν το Σαντζάκι του Μπέτσκερεκ.
Κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής, το σαντζάκι είχε στρατιωτική διοίκηση. Λόγω της καλής συμπεριφοράς τους, οι ραγιάδες κάτοικοι απαλλάχθηκαν από πολεμικούς φόρους. Κατά τα 165 χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας το Μπέτσκερεκ αποτελείτο από δύο χωριστούς οικισμούς: τον ομώνυμο τουρκικό οικισμό και το σερβικό χωριό Γκραντνούλιτσα. Το τουρκικό τμήμα ήταν περιφραγμένο και κλειστό ενώ το σερβικό ανοιχτό. Στην κεντρική πλατεία υπήρχε ένα μεγάλο τζαμί και μέσα στο φρούριο υπήρχε ένα μικρό. Υπήρχε ένα τούρκικο λουτρό και γύρω του περίπου είκοσι καταστήματα. Το Gradnulica ήταν ένα ανοργάνωτο χωριό, το κέντρο του οποίου ήταν περίπου στο σταυροδρόμι των σημερινών δρόμων Σιντγελίτσεβα και Τζούρτζεβσκα. Πριν από την οθωμανική κατοχή, οι πολίτες ήταν Σέρβοι. Στα τέλη του 18ου αιώνα υπήρχαν περίπου πενήντα τουρκικές οικογένειες.
Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς το Βιλαέτι της Τεμεσβάρ, συμπεριλαμβανομένου του Μπέτσκερεκ, παρέμεινε υπό Οθωμανική κυριαρχία, ενώ τα εδάφη που συνόρευαν με αυτό, για άλλη μια φορά, περιήλθαν στην Επαρχία της Στρατιωτικής Μεθορίου (των Αψβούργων. Μετά τον Αυστροτουρκικό Πόλεμο του 1716-18 το Μπέτσκερεκ περιήλθε υπό την κυριαρχία των Αψβούργων.
Περίοδος των Αψβούργων και της Αυστρίας (1718–1914)
Ως επαρχία του στέμματος το Βανάτο υπαγόταν απευθείας στην αυλή της Βιέννης. Ο πρώτος κυβερνήτης, που διορίστηκε από τον Αυτοκράτορα, ήταν ο Κόμης Κλωντ ντε Μερσί. Με το αυτοκρατορικό διάταγμα στις 12 Σεπτεμβρίου 1718 το Βανάτο χωρίστηκε σε 13 επαρχίες, με τη διοίκησή του στην Τιμισοάρα. Μετά την αποχώρηση των Τουρκικών δυνάμεων και οικογενειών η ύπαιθρος απέμεινε ερημωμένη χωρίς εργατικό δυναμικό, που θα καλλιεργούσε το έδαφος και θα πλήρωνε φόρους. Αυτός είναι ο λόγος που η Αυστριακή αυλή προσπάθησε να εποικίσει το Βανάτο το ταχύτερο δυνατό.
Ο εποικισμός διήρκεσε από το 1718 έως το 1724, οπότε η πολη εποικίσθηκε κυρίως από Γερμανούς, χωρίς να σταματήσουν να έρχονται Σέρβοι. Τα στρατιωτικά σύνορα στο Potisje εκτοπίστηκαν. Τα επόμενα χρόνια έφθασαν Ιταλοί, Γάλλοι, Ρουμάνοι και στη συνέχεια Καταλανοί από τη Βαρκελώνη, που εγκαταστάθηκαν στη σημερινή "Ντόλια", που ονομάστηκε "Νέα Βαρκελώνη". Αλλά η ζωή ήταν δύσκολη σε αυτό το βαλτότοπο με πολλές μολυσματικές ασθένειες, έτσι πολλοί από αυτούς πέθαναν ή έφυγαν. Μόνιμους κίνδυνος για τους νεοφερμένους ήταν οι τουρκικές συμμορίες, που επέδραμαν πολύ συχνά στην πόλη λεηλατώντας και σκοτώνοντας.
Το καλοκαίρι του 1738 ξέσπασε μεγάλη επιδημία πανώλης. Ο Κόμης ντε Μερσί θέλησε να μετατρέψει τα έλη σε γόνιμο έδαφος και άρχισε εργασίες στον ποταμό Μπέγκα. Στη μέση και την κάτω πορεία του ποταμού κατασκευάστηκε ένα μακρύ κανάλι, ώστε να καταστεί δυνατή η πλωτή κυκλοφορία μεταξύ Μπέτσκερεκ και Τιμισοάρας. Την 1η Νοεμβρίου 1745 ο Σέμπαστιαν Κρατσάισεν άρχισε να παράγει μπύρα στο πρώτο ζυθοποιείο και αυτό σήμαινε την αρχή της εκβιομηχάνισης. Την ίδια χρονιά αναφέρεται το πρώτο Σερβικό σχολείο.
Στις 6 Ιουνίου 1769 η Μαρία Θηρεσία χορήγησε στην Κοινότητα του Μεγάλου Μπέτσκερεκ το προνόμιο να είναι εμπορικό κέντρο. Με αυτό το προνόμιο ευνοήθηκε ολόκληρη η κοινωνικοοικονομική ζωή του πρώην Μπέτσκερεκ, που απέκτησε το καθεστώς της πόλης. Το 1769 κατασκευάστηκε το πρώτο νοσοκομείο. Το 1779, με το νέο οργανισμό της Κομητείας Tόρονταλ, το Μπέτσκερεκ έγινε το κέντρο της. Η πόλη επέστρεψε για λίγο στην Οθωμανική διοίκηση από το 1787 έως το 1788 κατά τον Αυστροτουρκικό Πόλεμο (1787-91).
Τον 18ο αιώνα αναπτύχθηκε σε ανθηρό οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο, αλλά μια μεγάλη πυρκαγιά, που προήλθε από τη ζυθοποιία στις 30 Αυγούστου 1807, κατέστρεψε μεγάλο τμήμα της πόλης. Μετά την πυρκαγιά πόλη σύντομα ανοικοδομήθηκε, έγινε αναδιάταξη των δρόμων, που ανακατασκευάστηκαν και τα σπίτια ανοικοδομήθηκαν με ανθεκτικότερα υλικά. Η κυκλοφορία του ποταμού ήταν ιδιαίτερα έντονη. Το κτίριο του θεάτρου με μια όμορφα διακοσμημένη αίθουσα χτίστηκε το 1839. Το 1846 άνοιξε η Σχολή Δημοτικής Εκπαίδευσης και το 1847 το πρώτο τυπογραφείο.
Οι Επαναστάσεις του 1848-49 είχαν τις επιπτώσεις του στο Μπέτσκερεκ. Οι Σέρβοι εξεγέρθηκαν, επιδιώκοντας την αυτονομία μέσα στην Αυστριακή Αυτοκρατορία. Στη Συνέλευση του Μαΐου (13-15 Μαΐου 1848) ανακηρύχτηκε αυτόνομη η Σερβική Βοϊβοντίνα, που περιλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της σημερινής Βοϊβοντίνας. Οι Σέρβοι του Μπέτσκερεκ συμμετείχαν στην εξέγερση εναντίον των Ουγγρικών αρχών (που αρνήθηκαν δικαιώματα στους Σέρβους) και από τις 26 Ιανουαρίου ως τις 29 Απριλίου 1849 η πόλη ήταν υπό τον έλεγχο των Σέρβων εξεγερμένων. Στη συνέχεια η πόλη αποτέλεσε τμήμα του του Βοεβοδάτου Σερβίας και Βανάτου Τέμεσβαρ μέχρι το 1860.
Παρόλο που η περίοδος αυτή έμεινε γνωστή στην ιστορία ως "απολυταρχία του Μπαχ", το δεύτερο μέρος του 19ου αιώνα έφερε στην πόλη νέα αναπτυξιακά οφέλη. Νέες βιομηχανικές εγκαταστάσεις και βιοτεχνικά καταστήματα άνοιξαν σε κάθε γωνιά της πόλης. Το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν εποχή προόδου για το Βελίκι Μπέτσκερεκ. Ο σιδηρόδρομος έφθασε το 1883.
Η Ουγγρική κοινότητα του Ζρένιανιν ήταν πάντα αξιοσημείωτη Χαρακτηριστικό είναι ότι στις αρχές του εικοστού αιώνα, η πλειοψηφία των κατοίκων είχε ως μητρική γλώσσα τα Ουγγρικά.
Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας
Μετά τη δολοφονία στο Σεράγιεβο περισσότεροι από 30 κάτοικοι του Μπέτσκερεκ κατηγορήθηκαν από τις αρχές της Αυστροουγγαρίας για εσχάτη προδοσία. Μεταξύ αυτών ήταν ο δρ. Εμιλ Γκάβριλα, που μαζί με τους Σβέτοζαρ Μίλετιτς και Γιάσα Τόμιτς εργάστηκαν πολύ σκληρά για την πολιτισμική και κοινωνική τόνωση των Σέρβων. Οι Σέρβοι που στρατολογήθηκαν στον στρατό της Αυστροουγγαρίας άρχισαν σύντομα να λιποτακτούν, για να μην πολεμήσουν εναντίον του ίδιου τους του λαού. 7000 από αυτούς (από το Βανάτο και τη Σύρμια) σχημάτισαν εθελοντικά αποσπάσματα στο Ανατολικό μέτωπο και πολέμησαν στη Δοβρουτσά, ενώ 79 από αυτούς πολέμησαν στο μέτωπο της Θεσσαλονίκης.
Μετά από τέσσερα σκληρά χρόνια και τον Γολγοθά του Σερβικού λαού, οι Σερβικές δυνάμεις διέσπασαν το μέτωπο της Θεσσαλονίκης το 1918 και άρχισαν να απελευθερώνουν τη χώρα τους. Ο Πρώτη Στρατιά υπό τη διοίκηση του Βοεβόδα Πέταρ Μπόγιοβιτς απελευθέρωσε το Βελιγράδι την 1η Νοεμβρίου 1918 και άρχισε να απελευθερώνει τη Βοϊβοντίνα. Στις 17 Νοεμβρίου ο Σερβικός στρατός έφτασε στο Βελίκι Μπέτσκερεκ. Ήταν η τελευταία ημέρα του Οκτωβρίου του 1918 όταν η πνοή της ελευθερίας έγινε αισθητή και ιδρύθηκε εν μέσω του πολέμου το Σερβικό Επιμελητήριο του Λαού της πόλης, ως προσωρινή διοίκηση με επικεφαλής τον Δρ Σλάβκο Ζούπουνσκι. Ο Σερβικός στρατός, το σύνταγμα πεζικού "Ντούκε Μιχαϊλο" και η ταξιαρχία πεζικού με διοικητή το συνταγματάρχη Ντράγκουτιν Ρίστιτς εισήλθαν στην πόλη στις 17 Νοεμβρίου 1918. Λίγες μέρες μετά την απελευθέρωση της Βοϊβοντίνας, οι επαρχίες της ενώθηκαν με το Βασίλειο της Σερβίας και την 1η Δεκεμβρίου 1918 ιδρύθηκε το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, ως το πρώτο Νότιο Σλαβικό κράτος.
Η πόλη Βελίκι Μπέτσκερεκ έγινε το διοικητικό κέντρο της Επαρχίας Τόρονταλ-Τάμις. Το 1929 η πόλη αποτέλεσε τμήμα της Μπανόβινας του Δούναβη. Με την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου στις 29 Σεπτεμβρίου 1934 που επικυρώθηκε από τη Δημοτική Αρχή στις 18 Φεβρουαρίου 1935, η πόλη μετονομάστηκε σε Πέτροβγκραντ, προς τιμή του Βασιλιά Πέτρου Α΄.
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ΣΟΔ Γιουγκοσλαβία
Οταν το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας συνθηκολόγησε στις 18 Απριλίου 1941 και το Τρίτο Ράιχ κατέλαβε τη χώρα, οι Γερμανικές δυνάμεις μπήκαν στο Πέτροβγκραντ. Η διοίληση του Βανάτου είχε ντόπιους Γερμανούς, που άρχισαν αμέσως να κατάσχουν τις περιουσίες των Εβραίων και να συλλαμβάνουν πατριώτες. Η πόλη μετονομάστηκε Μεγάλο Μπέτσκερεκ και ήταν το αρχηγείο της κατοχικής διοίκησης του Βανάτου (1941-44), με την περιβόητο αστυνομικό διοικητή Γιούρα Σπίλερ και με στρατόπεδο συγκέντρωσης στην οδό Cara Dušana. Το στρατόπεδο υπήρχε για σχεδόν δύο χρόνια και χιλιάδες άνθρωποι πέρασαν από αυτό. Στην πόλη υπήρχαν πολλές μυστικές ομάδες που υποστήριζαν το Κομμουνιστικό Κόμμα, που πολεμούσε εναντίον των Γερμανικών δυνάμεων κατοχής. Εγιναν ακόμη πολλά σαμποτάζ και οι Γερμανοί απάντησαν με αντίποινα. Οι μεμονωμένες αντιστάσεις στην πόλη συντρίφτηκαν χωρίς έλεος.
Στις 2 Οκτωβρίου 1944 οι Δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού μπήκαν στην πόλη και μετά από σύντομη μάχη ανέλαβαν τη διοίκηση στα περισσότερα ζωτικά δημόσια κτίρια. Την επόμενη ημέρα πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης για την πόλη του Πέτροβγκραντ. Οκτώ μέλη της εθνικοαπελευθερωτικής αντίστασης από την πόλη και τα περίχωρά της, ανακηρύχτηκαν Εθνικοί Ηρωες: οι Ζάρκο Ζρένιανιν, Σβέτοζαρ Μάρκοβιτς Τόζα, Παπ Πάβλε, Στέβιτσα Γιοβάνοβιτς, Σέρβο Μιχάλι, Δρ. Μπόσκο Βρέμπαλοφ, Νέντελκο Μπάρνιτς Ζαρκι, Μπόρα Μίκιν Μάρκο. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι υποδομές της πόλης διατηρήθηκαν σχεδόν ανέπαφες. Εκτός από τις τελικές μάχες για την πόλη, δεν υπήρξαν πολεμικές ενέργειες στην περιοχή της. Οι Γερμανοί προσπάθησαν να βλάψουν και να καταστρέψουν ορισμένα βιομηχανικά κτίρια, αλλά παρεμποδίστηκαν. Μόνο ο μύλος του Αναου-Βίνκλερ και η μνημειώδης εβραϊκή συναγωγή στο κέντρο της πόλης καταστράφηκαν.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έγιναν σημαντικές κοινωνικο-πολιτικές αλλαγές στη χώρα, που φυσικά επηρέασαν την ανάπτυξη του Ζρένιανιν, που ονομάστηκε έτσι το 1946. Τον Αύγουστο του 1945 τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος για την Αγροτική Μεταρρύθμιση, τον Ιούνιο του 1950 ο Νόμος για την Εργατική Αυτοδιαχείριση, το 1959 εγκρίθηκε το πρώτο άμεσο πολεοδομικό σχέδιο ανάπτυξης της πόλης, που έδινε τις κατευθύνσεις για την πολεοδομική και οικονομική ανάπτυξη της πόλης. Η ανάπτυξη την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία ακολούθησε τα κατευθυντήρια πλάνα, που βασίζονταν στις αρχές της σοσιαλιστικής οικονομίας, με σημαντικότεροους οικονομικούς κλάδους τη βιομηχανία και τη γεωργία. Τη δεκαετία του 1980 πολλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν τα χωριά τους και μετακόμισαν σε πόλεις, γεγονός που επέφερα πολλές αλλαγές στην κοινωνική, εκπαιδευτική και εθνοτική δομή της πόλης. Υπήρξε μόνιμα έλλειψη στέγασης. Γι 'αυτό χτίστηκαν πολλά νέα τμήματα της πόλης και πολλές νέες πολυκατοικίες. Το Ζρένιανιν έγινε σημαντικό γεωργικό, βιομηχανικό, πολιτιστικό και αθλητικό κέντρο και τότε η πόλη ήταν ένα από τα μεγαλύτερα βιομηχανικά κέντρα της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας με επικεφαλής τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο.
Μετά το 1991
Η ανάπτυξη της πόλης επηρεάστηκε πάντοτε από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της συγκεκριμένης ιστορικής-πολιτικής περιόδου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν ξέσπασε ο πόλεμος στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας και η χώρα διαμελίσθηκε, αυτό οδήγησε σε μεγάλη κοινωνική και οικονομική κρίση στην περιοχή. Όλα αυτά προκάλεσαν οικονομική στασιμότητα, ανεργία, μεγάλες μετακινήσεις προσφύγων από τις πρώην Γιουγκοσλαβικές Δημοκρατίες: Κροατία και Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Η πόλη γνώρισε τις πρώτες πολιτικές αλλαγές με την εισαγωγή του πολυκομματικού συστήματος στα τέλη του 1996, όταν την τοπική κυβέρνηση ανέλαβε ο συνασπισμός Ζάγεντνο (Μαζί) και το 2000 ο συνασπισμός Δημοκρατική Αντιπολίτευση της Σερβίας. Στις 24 Μαρτίου 1999 άρχισε η επίθεση του ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας. Κατά τις 77 ημέρες αυτής της επίθεσης η πόλη δεν βομβαρδίστηκε. Η ζωή στην πόλη ήταν φυσιολογική, παρά την επικίνδυνη αυτή κατάσταση.
Στα πρώτα χρόνια μετά το τέλος των εχθροπραξιών η πόλη και οι πολίτες της προσαρμόσθηκαν στις νέες οικονομικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, γνωστές ως μετάβαση. Αντί των προηγούμενων μεγάλων οικονομικών συγκροτημάτων και εταιρειών, δημιουργήθηκαν πολλές νέες ευέλικτες ιδιωτικές επιχειρήσεις και άρχισε η εισροή ξένων κεφαλαίων στο Ζρένιανιν. Δημιουργήθηκαν νέες βιομηχανικές και εργασιακές και οικιστικές ζώνες και εκπονήθηκαν και εγκρίθηκαν το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο 2006-2026 και η Στρατηγική Αειφόρου Ανάπτυξης 2006-2013. Στα τέλη του 2007, με την εισαγωγή μιας νέας εθνικής εδαφικής οργάνωσης ακολουθούμενης από την απαραίτητη νομοθεσία, ο Δήμος του Ζρένιανιν αναβαθμίστηκε στο διοικητικό και εδαφικό καθεστώς της πόλης.
Γεωγραφία
Το Ζρένιανιν βρίσκεται στη δυτική άκρη του οροπεδίου του Βανάτου, στο σημείο όπου ο διευθετημένος ποταμός Μπέγκα εισρέει στην προηγούμενη κοίτη του Ποταμού Τίσα. Το έδαφος της πόλης είναι κατά κύριο λόγο επίπεδο. Ο Δήμος του Ζρένιανιν βρίσκεται σε γεωγραφικό μήκος 20 ° 23 'ανατολικά και γεωγραφικό πλάτος 45 ° 23' βόρεια, στο κέντρο του Σερβικού τμήματος της περιοχής του Βανάτου, στις όχθες των ποταμών Μπέγκα και Τίσα. Η πόλη βρίσκεται 80 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Το Ζρένιανιν απέχει περίπου 70 χιλιόμετρα από το Βελιγράδι και 50 χιλιόμετρα από το Νόβι Σαντ, όση είναι και η απόσταση από τα σημερινά σύνορα με την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ρουμανία), γεγονός που καθιστά τη θέση του ένα ιδιαίτερα σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο και δυνάμει κόμβο στις κατευθύνσεις του βορρά-νότου και ανατολής-δύσης.
Η μέση ετήσια θερμοκρασία στο Ζρένιανιν είναι 11,5 ° C. Ο θερμότερος μήνας, κατά μέσο όρο, είναι ο Ιούλιος με μέση θερμοκρασία 22,2 ° C. Ο ψυχρότερος μήνας κατά μέσο όρο είναι ο Ιανουάριος, με μέση θερμοκρασία 0,1 ° C.
Η υψηλότερη καταγραφείσα θερμοκρασία στο Ζρένιανιν είναι 42,9 ° C και έχει καταγραφεί τον Ιούλιο. Η χαμηλότερη καταγραφείσα θερμοκρασία είναι -27,3 ° C, τον Ιανουάριο.
Η μέση ετήσια ποσότητα βροχόπτωσης είναι 584,2 mm. Ο μήνας με τις περισσότερες βροχοπτώσεις είναι κατά μέσο όρο ο Ιούνιος με βροχόπτωση 88,9 mm. Ο μήνας με τις λιγότερες βροχοπτώσεις κατά μέσο όρο είναι ο Φεβρουάριος με μέσο όρο 30,5 mm. Υπάρχουν κατά μέσο όρο 127,0 ημέρες κατακρήμνισης, με τις περισσότερες τον Δεκέμβριο (13,0) και τις λιγότερες τον Αύγουστο (8,0).
Οικισμοί με Σερβική εθνοτική πλειοψηφία: Ζρένιανιν, Μπάνατσκι Ντεσπότοβατς, Μπότος, Ελεμιρ, Ετσκα, Κλεκ, Κνίτσανιν, Λαζάρεβο, Λουκίτσεβο, Μέλεντσι, Ορλοβαρ, Πέρλεζ, Σταγίτσεβο, Τάρας, Τομάσεβατς, Φάρκαζντιν και Τσέντα. Οικισμοί με Ουγγρική εθνοτική πλειοψηφία: Λούκινο Σέλο και Μιχαήλοβο. Οικισμός με Ρουμανική εθνοτική πλειοψηφία: Γιάνκοβ Μοστ. Εθνοτικά μεικτοί οικισμοί : Αραντατς (με σχετική Σερβική πλειοψηφία) και Μπέλο Μπλάτο (με σχετική Σλοβάκικη πλειοψηφία).
Εθνοτικές ομάδες στην πόλη
Ο πληθυσμός της πόλη του Ζρένιανιν αποτελείται από:
Σέρβοι = 54,648 (71.43%)
Ούγγροι = 10,000 (13.07%)
Ρομά = 2,109 (2.76%)
Ρουμάνοι = 635 (0.83%)
Γιουγκοσλάβοι = 467 (0.61%)
Κροάτες = 373 (0.49%)
άλλοι.
Θρησκεία
Σύμφωνα με την απογραφή του 2002 οι περισσότεροι κάτοικοι του Δήμου του Ζρένιανιν ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί (77,28%). Άλλες θρησκείες περιλαμβάνουν τη Ρωμαιοκαθολική (12,01%), τον Προτεσταντισμό (2,13%) και άλλες. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί του Ζρένιανιν ανήκουν στην Επαρχία του Βανάτου της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με έδρα στο Βρσατς. Το Ζρένιανιν είναι επίσης το κέντρο της Ρωμαιοκαθολικής μητρόπολης της περιοχής του Βανάτου που ανήκει στη Σερβία.
Πολιτισμός
Κύρια αξιοθέατα
Δημαρχείο, χτισμένο το 1816, ανακατασκευασμένο το 1887, νεομπαρόκ, Γκιούλα Πάρτος και Εντεν Λέχνερ.
Οικονομικό μέγαρο, σήμερα Εθνικό μουσείο, χτισμένο το 1894 σε νεοαναγεννησιακό ρυθμό από τον Ιστβαν Κις.
Θέατρο, χτισμένο το 1839, κλασικισμού, το παλαιότερο θέατρο στη Σερβία.
Δικαστικό Μέγαρο, χτισμένο μεταξύ 1906 and 1908, ρομαντισμού, Σάντορ Είγκνερ και Μάρκους Ρέμερ.
Σερβική Ορθόδοξη εκκλησία Ουσπένσκα, χτισμένη το 1746, μπαρόκ, η παλαιότερη εκκλησία της πόλης.
Εκκλησία Βαβέντενσκα, χτισμένη το 1777 σε ρυθμό μπαρόκ.
Ευαγγελική εκκλησία, χτισμένη το 1837, κλασικισμού.
Ρωμαιοκαθολικός καθεδρικός, χτισμένος μεταξύ 1864 και 1868, ρωμανικός, Στέβαν Τζόρτζεβιτς.
Προτεσταντική εκκλησία, χτισμένη το 1891, νεογοτθική, Φέρεντς Ζαμπορέτσκι.
Συναγωγή, χτισμένη το 1896, Μαυριτανικής Αναβίωσης, Λίποτ Μπάουμχορν, κατεδαφισθείσα το 1941 από τους Ναζί.
Μέγαρο Μπούκοβατς, χτισμένο το 1905, νεοαναγεννησιακό.
Ξενοδοχείο Παλιά Βοϊβοντίνα, χτισμένο το 1886, νεοαναγεννησιακό, Μπέλα Πέκλο.
Γυμνάσιο, χτισμένο το 1846, ανακατασκευασμένο το 1937 και μεταγενέστερα.
Μικρή Γέφυρα, χτισμένη το 1904, η παλιότερη γέφυρα της πόλης.
Εμπορική ακαδημία, χτισμένη το 1892, νεοαναγεννησιακή, Ιστβαν Κις.
Το Ζρένιανιν έχει μακρά αθλητική παράδοση. Οι πρώτοι σύλλογοι ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1880. Ηταν η έδρα του ποδοσφαρικού συλλόγου Προλέτερ από το 1947 έως το 2005. Σήμερα η ΦΚ Μπανάτ έχει έδρα της το Στάδιο Καρατζόρτζεβ παρκ και αγωνίζεται στη Σερβική Λίγκα της Βοϊβοντίνας, που είναι τρίτου επιπέδου λίγκα της Σερβίας.
Διάσημοι κάτοικοι
Ντέγιαν Μποντιρόγκα, Σέρβος μπασκετμπολίστας, ασημένιο Ολυμπιακό μετάλλιο, Ευρωπαϊκός και Παγκόσμιος πρωταθλητής, παίκτης του Παναθηναϊκού 1998–2002