Η Τσεχοσλοβακική ή Τσεχική Λεγεώνα (Československé legie), ήταν στρατιωτική μονάδα που σχηματίστηκε μεταξύ του 1915 και 1917 από εθελοντές, (κυρίως Τσέχους και ένα μικρό ποσοστό Σλοβάκων),[1] και η οποία πολέμησε στο πλευρό των Δυνάμεων της Αντάντ κατά τον Α'ΠΠ. Σκοπός τους ήταν η νίκη των Συμμάχων με την προσδοκία της ίδρυσης ανεξάρτητου κράτους, από τα εδάφη της Αυστροουγγαρίας. Με τη συνδρομή διανοητών της αλλοδαπής, καθώς και πολιτικών όπως ο Τόμας Μάζαρυκ και ο Μίλαν Στέφανικ, κατορθώθηκε να συγκροτηθεί ένα σώμα αρκετών χιλιάδων ανδρών.
Με το ξέσπασμα όμως της Ρωσικής Επανάστασης τον Οκτώβριο του 1917, εγκλωβίστηκαν στη Ρωσία, και έτσι αναγκάστηκαν να επιδοθούν σε έναν μακρόχρονο και επίπονο αγώνα προκειμένου να διασχίσουν τα 9.000 χιλιόμετρα που τους χώριζαν από την άλλη άκρη της απέραντης αυτοκρατορίας, δηλαδή τον Ειρηνικό ωκεανό.
Την πορεία αυτή την πραγματοποίησαν μέσω της Υπερσιβηρικής σιδηροδρομικής γραμμής, δίνοντας συχνά μάχες με τους Μπολσεβίκους και καταλαμβάνοντας σημαντικές πόλεις. Μάλιστα, για ζήτημα μερικών ημερών, θα μπορούσαν ακόμη να είχαν απελευθερώσει και την αιχμάλωτη από τους Μπολσεβίκους τσαρική οικογένεια.
Ο σχηματισμός της Λεγεώνας και η πρώτη φάση: 1915-1917
Όταν ξέσπασε ο Α’ΠΠ, αρκετοί Τσέχοι και Σλοβάκοι που διέμεναν σε εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ζήτησαν από την κυβέρνηση να υποστηρίξουν την ανεξαρτητοποίηση των πατρικών τους εδαφών. Προς απόδειξη δε της νομιμοφροσύνης τους προς την Αντάντ, πρότειναν την ίδρυση μιάς μονάδας Τσέχων και Σλοβάκων εθελοντών, προκειμένου να πολεμήσουν στο πλευρό του ρωσικού στρατού.[2]
Τον Αύγουστο του 1914, η Στάβκα (Stavka, το Ρωσικό Επιτελείο Στρατού), ενέκρινε τον σχηματισμό ενός συντάγματος από Τσέχους και Σλοβάκους της Ρωσίας, που πήρε την ονομασία ″Τσεχικά Τάγματα″ (Česká družina), και ενσωματώθηκε στη Τρίτη Ρωσική Στρατιά τον Οκτώβρη του 1914.[3] Εκεί ανέλαβε καθήκοντα αναγνώρισης, ανακρίσεως αιχμαλώτων κ.ά.[4]
Προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των εθελοντών της Τσέχικης Λεγεώνας, προτάθηκε να στρατολογηθούν Τσέχοι και Σλοβάκοι του Αυστριακού Στρατού που βρίσκονταν αιχμάλωτοι σε ρωσικά στρατόπεδα. Η ιδέα αυτή όμως δεν βρήκε ανταπόκριση, με αποτέλεσμα η Λεγεώνα να λάβει το βάπτισμα του πυρός μόλις τον Ιούλιο του 1917.[5]
Τότε, ένα τμήμα 3.500 ανδρών έκανε νικηφόρο έφοδο εναντίον των αυστριακών χαρακωμάτων στη πόλη Σμπόρωφ (Zborov) στη σημερινή Ουκρανία.[6] Η νίκη αυτή αποτέλεσε μία από τις ελάχιστες επιτυχίες της άτυχης γενικώς ″Θερινής Επίθεσης του Κερένσκυ″, επίθεση που κατέληξε σε πανωλεθρία, και επιτάχυνε την πτώση του καθεστώτος. Έκαμψε όμως την επιφυλακτικότητα της Στάβκα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη ραγδαία αύξηση της δύναμης της Λεγεώνας, που έφθασε τους 40.000 μαχίμους κατά το 1918.[7]
Η διαφυγή από την Κομμουνιστική Ρωσία
Τον Οκτώβρη του 1917 (Νοέμβρης με το νέο ημερολόγιο), οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία και άρχισαν αμέσως διαπραγματεύσεις με τις Κεντρικές Δυνάμεις, οι οποίες κατέληξαν στη Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ τον Φεβρουάριο του 1918. Ο Πρόεδρος του Τσεχοσλοβακικού Εθνικού Συμβουλίου, Τόμας Μάζαρυκ, που είχε φθάσει στη Ρωσία νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, προσπάθησε να οργανώσει την αποχώρηση της Λεγεώνας και τη
μεταφορά της στη Γαλλία, ούτως ώστε να συνεχίσει τον αγώνα της στο πλευρό των Συμμάχων. Καθώς όμως, τα ρωσικά λιμάνια ήταν αποκλεισμένα, επελέγη η μεταφορά της Λεγεώνας από την Ουκρανία στο Βλαδιβοστόκ, το λιμάνι στον Ειρηνικό ωκεανό, με τη χρήση του Υπεριβηρικού σιδηροδρόμου, και από εκεί η προώθησή της στη Δυτική Ευρώπη.[8]
Οι Μπολσεβίκοι έδωσαν την άδεια, αλλά λίγες μέρες αργότερα, οι Γερμανοί εξαπέλυσαν επίθεση στο Ανατολικό Μέτωπο για να εξαναγκάσουν τη Σοβιετική κυβέρνηση να συμμορφωθεί με τους όρους της Συνθήκης. Στην επιχείρηση αυτή ενεπλάκη και η Λεγεώνα, η οποία νίκησε τους Γερμανούς στη μάχη του Μπάκμαχ (Bakhmach) και τους εξανάγκασε σε συνθηκολόγηση.[9]
Στη συνέχεια, εγκατέλειψε το γερμανοκρατούμενο ουκρανικό έδαφος και εισήλθε στη Σοβιετική Ρωσία, όπου το Τσεχοσλοβακικό Εθνικό Συμβούλιο ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τις μπολσεβικικές αρχές στη Μόσχα και την Πένζα προκειμένου να διευθετηθούν οι λεπτομέρειες της εκκένωσης του σώματος. Η συμφωνία που επήλθε όριζε ότι οι Λεγεωνάριοι έπρεπε να παραδώσουν τον περισσότερο οπλισμό τους, με αντάλλαγμα την απρόσκοπτη πορεία τους προς το Βλαδιβοστόκ. Οι εντάσεις όμως δεν έπαψαν, καθώς αμφότερες οι πλευρές παρέμεναν δύσπιστες μεταξύ τους. Οι Μπολσεβίκοι υποπτεύονταν τους Τσεχοσλοβάκους ότι θα συνέπραταν με τους Συμμάχους όταν συναντώντο με αυτούς, και οι Τσεχοσλοβάκοι φοβούνταν τους συμπατριώτες τους φιλοκομμουνιστές μη τυχόν και τους υπονομεύσουν.
Από τον Μάιο του 1918 η Τσεχοσλοβακική Λεγεώνα άρχισε να ″ξεδιπλώνεται″ κατά μήκος των γραμμών του Υπεριβηρικού σιδηροδρόμου. Η εκκένωση αποδείχθηκε πολύ πιο αργή από ότι αναμενόταν, όχι μόνο λόγω έλλειψης τροχιακού υλικού και της ανάγκης να διαπραγματεύεται τη διέλευσή της με τα κατά τα τόπους Σοβιέτ, αλλά και εξαιτίας της συμφόρησης που προκαλούσε το ρεύμα των γερμανών αιχμαλώτων, που όδευε προς την αντίθετη κατεύθυνση προκειμένου να απελευθερωθούν, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ.
Καθώς ταξίδευαν οι λεγεωνάριοι, είχαν μετατρέψει κάποια τεθωρακισμένα βαγόνια σε στρατώνες, ενώ άλλα χρησιμοποιούνταν ως αρτοποιεία, άλλα ως εργαστήρια και άλλα ως νοσοκομεία. Τύπωναν ακόμη και εφημερίδα. Οι διαταγές μεταδίδονταν από τραίνο σε τραίνο μέσω τηλεγραφημάτων, τα οποία έστελναν από τον εκάστοτε σταθμό από τον οποίο περνούσαν.[10]
Μια αψιμαχία στο σταθμό του Τσελιαμπίνσκ, ανάμεσα σε Τσεχοσλοβάκους λεγεωναρίους και Ούγγρους αιχμαλώτους που επέστρεφαν στην πατρίδα τους, ανάγκασε τον Λαϊκό Επίτροπο του Πολέμου Λέοντα Τρότσκυ, να διατάξει τον πλήρη αφοπλισμό και τη σύλληψη των λεγεωναρίων. Οι λεγεωνάριοι όμως αρνήθηκαν να αφοπλιστούν, πυροδοτώντας έτσι την ανοιχτή έναρξη των εχροπραξιών μεταξύ των δύο μερών.[11]
Συγκρούσεις ξέσπασαν σε διάφορα σημεία κατά μήκος της γραμμής του Υπεριβηρικού. Τον Ιούνιο οι δύο πλευρές αναμετρώνταν μεταξύ της Πένζας και του Κρασνογιάρσκ. Περί το τέλος του μηνός, οι λεγεωνάριοι που είχαν φθάσει στο Βλαδιβοστόκ, υπό τον στρατηγό Μίκαελ Ντίτερινκς, κατέλυσαν το τοπικό Σοβιέτ και κατευθύνθηκαν προς τα δυτικά για να ενισχύσουν τους συντρόφους τους που μάχονταν εκεί. Από τις αρχές Ιουλίου οι λεγεωνάριοι είχαν υπό τον έλεγχό τους τη σιδηροδρομική γραμμή από τη Σαμάρα ως το Ιρκούτσκ, ενώ ένα δεκαπενθήμερο αργότερα είχαν εκκαθαρίσει όλο το μήκος της γραμμής.[12]
Οι λεγεωνάριοι κατέκτησαν όλες τις μεγάλες πόλεις της Σιβηρίας καθώς και το Αικατερίνμπουργκ, το μέρος όπου κρατείτο η τσαρική οικογένεια. Ο τσάρος όμως Νικόλαος Β’ μαζί με όλη την οικογένειά του και το υπηρετικό προσωπικό εκτελέστηκε, κατόπιν προσωπικής διαταγής των Λένιν και Σβερντλώφ (Sverdlov ), λιγότερο από μια εβδομάδα πριν καταφθάσει εκεί η Λεγεώνα.[εκκρεμεί παραπομπή]
Η εμπλοκή στον Ρωσικό Εμφύλιο πόλεμο, 1918-1919
Τα νέα της Τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας έγιναν δεκτά με ευχαρίστηση από τους Συμμάχους. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, ο οποίος αντιδρούσε ως τώρα στις συμμαχικές προτάσεις για επέμβαση στη Ρωσία, υπέκυψε στις πιέσεις για υποστήριξη των λεγεωναρίων να διαφύγουν από τη Σιβηρία. Έτσι, εξέδωσε ένα μνημόνιο για περιορισμένη επέμβαση εκ μέρους των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας στη Σιβηρία, για τη διάσωση της Λεγεώνας η οποία είχε εγκλωβιστεί στην περιοχή της Βαϊκάλης.[13] Όμως, όταν οι Aμερικανο-ιαπωνικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο Βλαδιβοστόκ, βρήκαν να τους υποδέχονται αυτοί τους οποίους είχαν ως αποστολή να διασώσουν. Οι λεγεωνάριοι κατώρθωσαν να απεγκλωβιστούν μόνοι τους και να φτάσουν στο λιμάνι του Ειρηνικού.
Παρόλα αυτά, τα δυτικά στρατεύματα παρέμειναν στη Σιβηρία υποστηρίζοντας τους αντι-Μπολσεβίκους Ρώσους και τους Κοζάκους πολέμαρχους.[14]
Η περιπέτεια της Τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας στη Σιβηρία εντυπωσίασε τους Συμμάχους, που έδειξαν συμπάθεια προς τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου Τσεχοσλοβακικού κράτους,[15] και το οποίο έγινε τελικά πραγματικότητα τον Νοέμβριο του 1918 ντε φάκτο, και τον Σεπτέμβριο του 1919, με τη Συνθήκη του Σαιν Ζερμαίν αν Λαι (Saint-Germain-en-Laye), ντε γιούρε.
Από τις πρώτες αποφάσεις της κυβέρνησης του νεοπαγούς κράτους ήταν να ζητήσει την παραμονή της Λεγεώνας στη Σιβηρία, προκειμένου να υποστηρίξει τις επιχειρήσεις των Συμμάχων εναντίον του Κόκκινου Στρατού.
Η αρπαγή των αυτοκρατορικών αποθεμάτων χρυσού
Αμέσως μετά την έναρξη των εχθροπραξιών με τον Κόκκινο Στρατό, η νικηφόρα δράση των λεγεωναρίων έδινε την ευκαιρία στους αντιμπολσεβίκους να σχηματίζουν τις δικές τους τοπικές κυβερνήσεις στις περιοχές που είχαν εκκαθαριστεί. Οι σπουδαιότερες από αυτές τις κυβερνήσεις ήταν η ″Κόμουτς″ στη Σαμάρα, και η Προσωρινή Σιβηριανή Κυβέρνηση του Ομσκ. Με την ουσιαστική βοήθεια των Τσεχοσλοβάκων ο στρατός του Κόμουτς σημείωσε αρκετές σημαντικές νίκες, μεταξύ των οποίων ήταν και η κατάληψη του Καζάν τον Ιούλιο, στο οποίο βρίσκονταν τα αποθέματα χρυσού της Αυτοκρατορίας. Η τσεχοσλοβακική πίεση ήταν αποφασιστική και στο να καταπείσει τους Λευκούς Ρώσους στη Σιβηρία, να ενωθούν έστω και κατ’ όνομα, με την Πανρωσική Προσωρινή Κυβέρνηση, που σχηματίστηκε στην Ούφα τον Σεπτέμβρη του 1918.[16]
Κατά το φθινόπωρο όμως του 1918, ο ενθουσιασμός των λεγεωναρίων, η δραστηριότητα των οποίων περιοριζόταν ανάμεσα στον Βόλγα και τα Ουράλια, άρχισε να φθίνει. Η ταχεία αύξηση του Κόκκινου Στρατού και η ενδυνάμωσή του μέρα με τη μέρα, είχαν ως αποτέλεσμα την επανάκτηση εκ μέρους του του Καζάν, με τη Σαμάρα να ακολουθεί ένα μήνα αργότερα.[17] Οι λεγεωνάριοι, των οποίων η δύναμη ανερχόταν στην αρχή του 1918 στις 61.000 άνδρες,[18] τώρα υπέφεραν από έλλειψη ενισχύσεων ενώ τους κατάκλυζε και η απογοήτευση από την αποτυχία των Συμμαχικών μονάδων να ενωθούν μαζί τους. Το τελειωτικό χτύπημα στο ηθικό της Λεγεώνας δόθηκε τον Νοέμβρη του 1918, όταν ένα προξικόπημα ανέτρεψε την Προσωρινή Πανρωσική Κυβέρνηση στο Ομσκ και εγκαθίδρυσε δικτατορία υπό τον ναύαρχο των Λευκών Αλεξάντερ Κολτσάκ ( Kolchak).[19]
Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1919, ο στρατός του Κολτσάκ υποχωρούσε σταθερά κάτω από την πίεση του Κόκκινου Στρατού, ώσπου τον Νοέμβριο κατελήφθη η πρωτεύουσά του, το Ομσκ. Άρχισε τότε μία απελπισμένη φυγή προς τα ανατολικά από στρατιωτικούς και πολίτες κατά μήκος του Υπερσιβηρικού, ενώ δεν έλλειπαν κρούσματα ανυπακοής και εξεγέρσεων, πλέον της δράσης των ανταρτών.
Με τους λεγεωνάριους να νοσταλγούν την επιστροφή στην ανεξάρτητη και ελεύθερη πλέον τώρα πατρίδα τους, είχε έρθει η ώρα να εγκαταλείψουν μια για πάντα τη Ρωσία. Για την ασφαλή της αποχώρηση συμφωνήθηκε να παραδώσει στους Μπολσεβίκους τον χρυσό του Τσάρου και να μην προσπαθήσει να φυγαδεύσει τον ναύαρχο Κολτσάκ[ασαφές]. Ο τελευταίος, παρά τις αντίθετες οδηγίες του Κέντρου, θανατώθηκε αυθημερόν από εκτελεστικό απόσπασμα της Τσεκά.[20]
Η εκκένωση από το Βλαδιβοστόκ
Όταν επιτεύχθηκε η ανακωχή με τους Μπολσεβίκους, δεκάδες τραίνα βρίσκονταν ακόμη δυτικά του Ιρκούτσκ, με το τελευταίο να περνά από την πόλη τον Φλεβάρη του 1920. Έως τον Σεπτέμβρη του ίδιου έτους είχαν εγκαταλείψει και οι τελευταίοι λεγεωνάριοι το Βλαδιβοστόκ επιστρέφοντας στην πατρίδα, αλλοι διαπλέοντας τον Ινδικό ωκεανό και οι υπόλοιποι μέσω της διώρυγας του Παναμά.
Συνολικά, διακινήθηκαν από το λιμάνι πάνω από 60.000 άτομα, στρατιωτικοί και πολίτες. Με την επιστροφή τους στην Τσεχοσλοβακία, πολλοί από τους λεγεωνάριους αποτέλεσαν τον κορμό του νέου Τσεχοσλοβακικού Στρατού. Οι απώλειες της Λεγεώνας υπολογίστηκαν στις 4.112.[21] Σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται οι αγνοούμενοι, εκείνοι που αποφάσισαν να πάρουν μόνοι τους το δρόμο της επιστροφής, καθώς και όσοι αυτομόλησαν προς τους κομμουνιστές. Ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο Γιαροσλάβ Χάσεκ, μετέπειτα συγγραφέας του σατυρικού μυθιστορήματος ″Ο καλός στρατιώτης Σβέικ″.
Σαμάρα
Πένζα
Καζάν
Ούφα
Τσελιαμπίνσκ
Αικατερίνμπουργκ
Όμσκ
Τομσκ
Κρασνογιάρσκ
Ιρκούτσκ
Βλαδιβοστόκ
Μόσχα
Ο χάρτης της περιπέτειας της Τσεχοσλοβακικής Λεγεώνας
↑Josef Kalvoda, “Czech and Slovak Prisoners of War in Russia during the War and Revolution”, Peter Pastor, ed., Essays on World War I (New York: Brooklyn College Press, 1983) 225.