Ο Ρενάτο Ντουλμπέκκο γεννήθηκε στο Καταντζάρο της νότιας Ιταλίας, αλλά μεγάλωσε στη Λιγουρία, και συγκεκριμένα στην παραλιακή πόλη Ιμπέρια. Τελείωσε τη μέση εκπαίδευση σε ηλικία 16 ετών, οπότε και εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο. Παρά το ότι ενδιαφερόταν πολύ για τα μαθηματικά και τη φυσική, απεφάσισε να σπουδάσει ιατρική. Διδάχθηκε ανατομία και παθολογία από τον καθηγητή Τζουζέππε Λέβι. Κατά τα φοιτητικά του χρόνια γνώρισε τους Σαλβαδόρ Λούρια και Ρίτα Λέβι Μονταλτσίνι, των οποίων η φιλία και η ενθάρρυνση θα συντελούσε στο να μεταναστεύσει αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Το 1936 κλήθηκε στον στρατό, όπου υπηρέτησε στο Υγειονομικό Σώμα και αποστρατεύθηκε το 1938. Αλλά το 1940 με την είσοδο της Ιταλίας στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ντουλμπέκκο επιστρατεύθηκε και στάλθηκε στο μέτωπο, στη Γαλλία και μετά στη Ρωσία, όπου και τραυματίσθηκε. Μετά τη νοσηλεία του και την κατάρρευση του φασιστικού καθεστώτος στην Ιταλία το θέρος του 1943, εντάχθηκε στην αντίσταση κατά της γερμανικής κατοχής της χώρας.[23]
Σταδιοδρομία και έρευνες
Μετά τον πόλεμο, ο Ντουλμπέκκο ξανάπιασε δουλειά στο εργαστήριο του Τζουζέππε Λέβι, αλλά λίγο καιρό αργότερα με την προτροπή της Μονταλτσίνι εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ, στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, όπου συνεργάσθηκε με τον Σαλβαδόρ Λούρια ερευνώντας τους βακτηριοφάγους ιούς. Το καλοκαίρι του 1949 εντάχθηκε στην ομάδα του Μαξ Ντελμπρούκ στο Κάλτεκ. Εκεί άρχισε τις μελέτες του επί των ζωικών ογκοϊών, ιδίως της οικογένειας των πολυωμάτων.[24] Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, πήρε ως βοηθό του τον μεταπτυχιακό φοιτητή Χάουαρντ Τέμιν, με τον οποίο και τον Ντέιβιντ Μπάλτιμορ, μοιράσθηκε αργότερα το Βραβείο Νομπέλ για «τις ανακαλύψεις τους σχετικώς με την αλληλεπίδραση μεταξύ των ογκοϊών και του γενετικού υλικού των κυττάρων». Ο Ντουλμπέκκο είχε διδάξει στους δύο άλλους ερευνητές τις δύο μεθόδους του που τους επέτρεψαν να ανακαλύψουν το 1970 την αντίστροφη μεταγραφάση ταυτοχρόνως, αλλά ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο.[25]
Την ίδια περίοδο ο Ντουλμπέκκο συνεργαζόταν και με τη Μάργκεριτ Φοχτ. Το 1962 προσλήφθηκε από το Ινστιτούτο Salk και δέκα χρόνια αργότερα από το «Αυτοκρατορικό Καταπίστευμα Ερευνών Καρκίνου» (Imperial Cancer Research Fund, το σημερινό Cancer Research UK) στο Λονδίνο, όπου έγινε τελικώς καθηγητής πρώτης βαθμίδας.[26] Καθώς και πολλοί άλλοι Ιταλοί επιστήμονες, ο Ντουλμπέκκο δεν ήταν κάτοχος διδακτορικού, καθώς αυτό δεν υπήρχε στο ιταλικό σύστημα ανώτατης εκπαιδεύσεως[27]) μέχρι το 1980. Το 1986 ήταν ένας από τους επιστήμονες που ξεκίνησαν το Πρόγραμμα Ανθρώπινου Γονιδιώματος.[28][29] Από το 1993 μέχρι το 1997 ο Ντουλμπέκκο είχε επιστρέψει στην Ιταλία, όπου διετέλεσε πρόεδρος του Ινστιτούτου Βιοϊατρικών Τεχνολογιών στο Εθνικό Συμβούλιο Ερευνών (C.N.R.) της Ιταλίας, στο Μιλάνο. Διατηρούσε επίσης τη θέση του στο Ινστιτούτο Salk και συνέχιζε να ασχολείται με την έρευνα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2011, με τελευταίο αντικείμενο την ταυτοποίηση και τον χαρακτηρισμό των καρκινικών βλαστοκυττάρων από μαστικό αδένα.[30] Αυτές οι έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ένα και μόνο κακόηθες κύτταρο που έχει ιδιότητες βλαστοκυττάρου μπορεί να είναι αρκετό για να προκαλέσει καρκίνο σε ποντίκια και μπορεί να γεννήσει διακριτούς πληθυσμούς κυττάρων ογκογενέσεως, τα οποία έχουν επίσης ιδιότητες βλαστοκυττάρων.[31]
Γενικότερα, επειδή οι μηχανισμοί της καρκινογένεσης που προκαλείται από ογκοϊούς μοιάζουν πολύ με τη διαδικασία της καρκινογένεσης από άλλα αίτια, οι ανακαλύψεις του Ντουλμπέκκο επέτρεψαν την καλύτερη κατανόηση και καταπολέμηση του καρκίνου από τον άνθρωπο. Επιπλέον, η κατανόηση της δράσεως της αντίστροφης μεταγραφάσης μαζί με την κατανόηση της φύσεως και των χαρακτηριστικών του HIV, του ιού που προκαλεί το AIDS, οδήγησε στην ανάπτυξη της πρώτης ομάδας φαρμάκων που μπορούσαν να θεωρηθούν αποτελεσματικά κατά του ιού αυτού, των «αναστολέων της αντίστροφης μεταγραφάσης», των οποίων γνωστό παράδειγμα αποτελεί η αζιτοθυμιδίνη (Zidovudine). Αυτά τα φάρμακα είναι σε χρήση και σήμερα, ως μέρος του «κοκτέιλ» φαρμάκων της σημερινής «υψηλής ενεργότητας αντιρετροϊικής θεραπείας».
Τιμητικές διακρίσεις
Πριν από την απονομή του Βραβείου Νόμπελ το 1975, ο Ρενάτο Ντουλμπέκκο είχε ήδη τιμηθεί με σημαντικά βραβεία στο πεδίο του, όπως τα ακόλουθα: