Το Υπουργείο Προεδρίας Κυβερνήσεως (μεταπολιτευτικά, στη δημοτική: Υπουργείο Προεδρίας της Κυβέρνησης) της ελληνικής κυβέρνησης υπήρχε από το 1954 έως το 1973 και ξανά από το 1975 μέχρι το 1995. Αποτελούσε το σημαντικότερο υπουργείο της μεταπολεμικής Ελλάδας και σχεδόν πάντα ήταν είτε πρώτο στην ιεραρχία, είτε δεύτερο πίσω από το Υπουργείο Συντονισμού.
Αποστολή και αρμοδιότητά του ήταν η εποπτεία διάφορων υπηρεσιών και οργανισμών (ετερόκλητων μεταξύ τους) που είχαν υπαχθεί άμεσα στην προεδρία της κυβέρνησης (δηλαδή, στον πρωθυπουργό). Επειδή στη μεταπολεμική Ελλάδα το γραφείο του πρωθυπουργού ήταν ολιγομελές και πολιτικά (αλλά και νομικά) ανίσχυρο (κάτι που άλλαξε το 1981 με την έλευση στην εξουσία του Ανδρέα Παπανδρέου), το Υπουργείο Προεδρίας λειτουργούσε, κατά κάποιον τρόπο, ως το προσωπικό επιτελείο του πρωθυπουργού. Ο εκάστοτε υπουργός Προεδρίας αποτελούσε πρόσωπο μεγάλης ισχύος στην κυβέρνηση, και συνήθως της απόλυτης εμπιστοσύνης του πρωθυπουργού. Χαρακτηριστικά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε χρησιμοποιήσει σε αυτή την θέση τον Κωστή Στεφανόπουλο και τον Γεώργιο Ράλλη, ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου τον Μένιο Κουτσόγιωργα και τον Αναστάσιο Πεπονή.
Ανάμεσα στους οργανισμούς και τις υπηρεσίες (ετερόκλητοι μεταξύ τους) που επόπτευε το Υπουργείο Προεδρίας συγκαταλέγονταν:[1]
Βουλευτικές Εκλογές 1981
Σημειώνεται ότι κατά την περίοδο της θητείας του αναφερόταν ως υπουργός Προεδρίας και ο τότε πραξικοπηματίας Γεώργιος Παπαδόπουλος, για τη θέση που είχε ως «Υπουργός παρά τη Προεδρία της Κυβερνήσεως» στην Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Κόλλια 1967. Στην επόμενη, επίσης δικτατορική Κυβέρνηση Γεωργίου Παπαδόπουλου 1967, είχε ορκιστεί ως πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου και Υπουργός Εθνικής Αμύνης και «Προεδρίας Κυβερνήσεως».