Το 1562 ο Ερρίκος διαδέχθηκε τον πατέρα του ως βασιλιάς της Ναβάρρας (ψιλώ ονόματι, γιατί το βασίλειό του περιλάμβανε μόνο τη μικρή γαλλική επαρχία της Μπεάρν) και παρουσιάστηκε στη γαλλική αυλή προς εκπαίδευσιν, δεδομένου ότι η μέχρι τότε ανατροφή του ήταν μάλλον «επαρχιώτικη». Ασπάστηκε τον Καθολικισμό, τον οποίον απαρνήθηκε σε τέσσερα χρόνια όταν επέστρεψε στην Μπεάρν. Σε ηλικία 16 ετών ανέλαβε τη διοίκηση στρατού των Προτεσταντών (Ουγενότων) και πήρε μέρος στους θρησκευτικούς πολέμους που συντάραζαν τη Γαλλία.
Το 1570 ο νεαρός Κάρολος Θ΄ της Γαλλίας, που σπανίως εξέφραζε γνώμη, υπέγραψε απροσδόκητα την Ειρήνη του Σαιν-Ζερμαίν-αν-Λαι, παραχωρώντας στους Ουγενότους πολύ περισσότερα απ’ όσα δικαιολογούσαν οι συχνές ήττες τους. Η μητέρα του, Αικατερίνη των Μεδίκων, ουσιαστικά κυβερνήτης της Γαλλίας, είτε από ειλικρινή επιθυμία να συμπαρασταθεί στην προσπάθεια του γιου της και να ειρηνεύσει το βασίλειο είτε για «να κερδίσει καιρό», όπως καθησύχαζε τον Πάπα και τον Φίλιππο Β΄ της Ισπανίας, σχεδίασε τον γάμο της κόρης της, Μαργαρίτας, με τον Ερρίκο.
Η Ιωάννα ντ’ Αλμπρέ, είδε ν’ ανοίγονται μεγάλες προοπτικές για τον γιο της, που ήταν άλλωστε κι αυτός απόγονος του Αγίου Λουδοβίκου: μόνο οι δύο αδελφοί του Καρόλου Θ΄ θα τον χώριζαν από τον θρόνο της Γαλλίας. Συμφώνησε, θέτοντας όμως τους όρους της: ο γάμος δεν θα γινόταν κατά το Καθολικό τυπικό και οπωσδήποτε ο Ερρίκος δεν θα παρακολουθούσε την εν συνεχεία λειτουργία. Η Αικατερίνη δέχθηκε, παρά τις παπικές αντιδράσεις.
Ο γάμος και η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου
Ο γάμος ορίστηκε για τις 18 Αυγούστου 1572. Στις 19 Ιουνίου η Ιωάννα ντ’ Αλμπρέ πέθανε από πλευρίτιδα στο Παρίσι, όπου είχε πάει για αγορές. Οι Ουγενότοι υποπτεύθηκαν ότι δηλητηριάστηκε.[1] Ο Ερρίκος ήρθε στο Παρίσι τον Αύγουστο συνοδευόμενος από τον ναύαρχο Γκασπάρ ντε Κολινύ και οκτακόσιους Ουγενότους.[2] Άλλες τέσσερις χιλιάδες ένοπλοι τους ακολούθησαν τις επόμενες μέρες. Τα πνεύματα στο Παρίσι ήταν εξαιρετικά οξυμένα.[3] Οι Καθολικοί κατηγορούσαν την ηγεσία του κράτους ότι παραδόθηκε στους Ουγενότους. Ο γάμος έγινε στις 18 Αυγούστου όπως προέβλεπαν οι όροι της συμφωνίας, αλλά στις 24 του μηνός, ημέρα γιορτής του Αγίου Βαρθολομαίου, συνωμοσία που εξυφάνθηκε από την οικογένεια ντε Γκυζ, με την εκβιασμένη έγκριση του αλλοπρόσαλλου Καρόλου Θ΄ και ύστερα από παλίμβουλη στάση της Αικατερίνης, κατέληξε σε σφαγή χιλιάδων Ουγενότων στο Παρίσι και σε όλη τη Γαλλία.
Ύστερα από επιμονή της Αικατερίνης, ο Ερρίκος σώθηκε, ασπαζόμενος όμως και πάλι τον Καθολικισμό. Έμεινε υπό επιτήρησιν στο Λούβρο, και παρέμεινε φίλος του Βασιλιά, ο οποίος εξέπληξε πάλι τους πάντες τον Ιούλιο του 1573 υπογράφοντας την Ειρήνη της Λα Ροσέλ και εγγυώμενος θρησκευτική ελευθερία στους Ουγενότους. Όλα άρχιζαν από την αρχή. Τον Μάιο του 1574 ο Κάρολος, φυματικός και υπό το κράτος φοβερών τύψεων για την σφαγή,[4] πέθανε στην αγκαλιά του Ερρίκου.
Ερρίκος Γ΄ - Ο Ερρίκος της Ναβάρρας διάδοχος της Γαλλίας
Βασιλιάς έγινε άλλος γιος της Αικατερίνης, ο Ερρίκος, Δούκας του Ανζού, ως Ερρίκος Γ΄. Το 1575 ο Ερρίκος (στο εξής με το όνομα αυτό θα εννοείται ο εν θέματι), δραπέτευσε κατά τη διάρκεια ενός κυνηγιού, διέσχισε μεταμφιεσμένος τη Γαλλία και έφτασε στην Μπεάρν. Αποκήρυξε τον Καθολικισμό, ανέλαβε την ηγεσία των Ουγενότων και κυβέρνησε με δικαιοσύνη και ευφυΐα.
Το 1576 ο βασιλιάς Ερρίκος Γ΄ υπέγραψε την «Ειρήνη του Κυρίου» (ή Έδικτο του Μπωλιέ) που τερμάτιζε τον Πέμπτο Θρησκευτικό Πόλεμο που είχε ξεσπάσει εν τω μεταξύ. Οι Καθολικοί εξανέστησαν πάλι και οι ντε Γκυζ συγκρότησαν την Καθολική ή Ιερή Λίγκα (ένωση, ομοσπονδία - Ligue catholique ή Sainte Ligue). Ακολούθησαν άλλοι τρεις θρησκευτικοί πόλεμοι.
Το 1584 ο Φραγκίσκος, Δούκας του Αλανσόν, τελευταίος γιος της Αικατερίνης των Μεδίκων και διάδοχος του θρόνου, πέθανε, και ο άτεκνος Βασιλιάς αναγνώρισε τον Ερρίκο ως διάδοχό του και συνεχιστή της δυναστείας των Καπετιδών-Βαλουά. Αλλά οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές. Ήταν αδιανόητο ένας Ουγενότος να γίνει βασιλιάς της Γαλλίας. Ο Βασιλιάς παρασύρθηκε προς στιγμήν και απαίτησε από τους Ουγενότους να ασπαστούν τον Καθολικισμό ή να εγκαταλείψουν τη Γαλλία. Ο καρδινάλιος Κάρολος των Βουρβόνων αυτοανακηρύχθηκε διάδοχος του θρόνου και ο Πάπας αφόρισε τον Ερρίκο. Αυτός απηύθυνε έκκληση σ’ όλη την Ευρώπη να αναγνωρίσει τα δίκαιά του και η Αικατερίνη του υποσχέθηκε να τον βοηθήσει αν απαρνούνταν τον Προτεσταντισμό. Αρνήθηκε, κατέλαβε δώδεκα πόλεις και νίκησε το 1587 στο Κουτράς ένα στράτευμα της Λίγκας διπλάσιο από το δικό του. Οι Ουγενότοι που αποτελούσαν το ένα δωδέκατο του πληθυσμού, κατείχαν τώρα τις μισές από τις σπουδαιότερες πόλεις της Γαλλίας.
Ο Ερρίκος Γ΄ πιεζόμενος αφόρητα από όλες τις πλευρές αλλά κυρίως από τη Λίγκα, που τον κατηγορούσε για τη χλιαρή στάση του και είχε εγκαταστήσει επαναστατική κυβέρνηση στο Παρίσι, άρχισε να παίρνει αλληλοσυγκρουόμενες αποφάσεις και τελικά συγκάλεσε συνέλευση των Γενικών Τάξεων στο Μπλουά. Όταν εμφανίστηκε εκεί ο Ερρίκος, Δούκας ντε Γκυζ, χαιρετίστηκε με βασιλικές σχεδόν τιμές από τους αντιπροσώπους. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την κατάσταση στο Παρίσι και τις πληροφορίες που είχε ο Βασιλιάς για σχέδιο απαγωγής του από τη Λίγκα και ισπανική εισβολή, εξώθησε τον καχύποπτο Ερρίκο Γ΄ να διατάξει τη δολοφονία του Δούκα ντε Γκυζ και του καρδιναλίου αδελφού του. Η Αικατερίνη πληροφορήθηκε με συντριβή τις δολοφονίες που κατά τη γνώμη της έπλητταν τον Καθολικισμό, και σε δώδεκα μέρες πέθανε, μισημένη απ’ όλους για τις δολοπλοκίες της. Η Καθολική Γαλλία διατελούσε σε επαναστατικό αναβρασμό, νιώθωντας να απειλείται. Στο Παρίσι οι σπουδαστές ζητούσαν την εκθρόνιση του Βασιλιά και ο Πάπας, διά των θεολόγων της Σορβόννης, απήλλαξε τον λαό από την υποχρέωση πίστεως.
Ο Ερρίκος Γ΄ κατέφυγε στην Τουρ με λίγους ευγενείς και στρατιώτες. Από τον βορρά ερχόταν εναντίον του ο στρατός της Λίγκας του οποίου ηγούνταν ο Κάρολος, Δούκας του Μαγιέν (ένας ακόμη από τους αδελφούς Γκυζ), και από το νότο ο στρατός του Ερρίκου της Ναβάρρας. Αυτός του προσέφερε τη συμμαχία του, ο Βασιλιάς δέχτηκε και οι ενωμένες δυνάμεις τους νίκησαν τον Μαγιέν και βάδισαν κατά του Παρισιού. Την 1 Αυγούστου 1589 ο Ζακ Κλεμάν, ένας μοναχός που κατόρθωσε να εισχωρήσει στο βασιλικό στρατόπεδο, μαχαίρωσε τον Βασιλιά. Ο Ερρίκος Γ΄ πέθανε την άλλη μέρα εξορκίζοντας τους οπαδούς του να ταχθούν υπό τον εξάδελφό του Ερρίκο της Ναβάρρας.
Ο αγώνας για τον θρόνο
Στρατιωτικές νίκες
Σύμφωνα με το νόμο και την τελευταία θέληση του Ερρίκου Γ΄, ο Ερρίκος της Ναβάρρας ήταν τώρα ο βασιλιάς Ερρίκος Δ΄. Αλλά πόσο βασιλιάς ήταν; Οι ευγενείς του Ερρίκου Γ΄ έφυγαν στα κτήματά τους και οι Καθολικοί του βασιλικού στρατοπέδου εξαφανίστηκαν. Το Παρίσι πανηγύριζε έξαλλα για την τελευταία αυτή δολοφονία [5] και το Παρλαμέντο του αναγνώρισε ως βασιλιά τον Καθολικό θείο του Ερρίκου, τον Καρδινάλιο των Βουρβόνων.
Αναγνωρίζοντας ότι ήταν αδύνατο να επιχειρήσει κάτι κατά του Παρισιού, ο Ερρίκος αποσύρθηκε προς τη Μάγχη για να είναι κοντά στις Προτεσταντικές Αγγλία και Ολλανδία. Ο Μαγιέν τον ακολούθησε, και τον Σεπτέμβριο του 1589 ο στρατός του Ερρίκου αποτελούμενος από 7.000 άντρες κατήγαγε περιφανή νίκη στην Αρκ κατά του τριπλασίου στρατού του Μαγιέν. Η νίκη αυτή είχε καθοριστικά αποτελέσματα. Πολλές πόλεις άνοιξαν τις πύλες τους στον Ερρίκο, η Βενετία τον αναγνώρισε ως βασιλιά της Γαλλίας και η Ελισάβετ της Αγγλίας του έστειλε σημαντική βοήθεια σε άντρες, χρυσό και εφόδια. Βενετία και Αγγλία ενήργησαν έτσι φοβούμενες τον Φίλιππο Β΄, του οποίου οι βλέψεις επί της Γαλλίας ήταν πια φανερές. Αυτός διέταξε να ενισχυθεί ο Μαγιέν με τμήματα του ισπανικού στρατού της Φλάνδρας.
Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Ιβρύ- σήμερα Ιβρύ-λα-Μπατάιγ- εις ανάμνησιν της μάχης, στις 14 Μαρτίου 1590. Ο Ερρίκος παρότρυνε τους στρατιώτες του με μιαν ομιλία που έκλεισε με την παροιμιώδη πια (αν και ελαφρώς παρηλλαγμένη) φράση «Ακολουθείστε το άσπρο μου λοφίο» (Ralliez-vous à mon panache blanc). Πολέμησε όπως συνήθως στην πρώτη γραμμή και τόσο το χέρι του όσο και το ξίφος του παραμορφώθηκαν από τα χτυπήματα που έδωσε. Ενδεχομένως όμως η νίκη του οφειλόταν στους Ελβετούςμισθοφόρους του Μαγιέν που παραδόθηκαν κατά χιλιάδες: Ο Ερρίκος είχε τη φήμη ότι ήταν επιεικής, οι Ελβετοί διέκειντο συμπαθώς προς τον Προτεσταντισμό και ο Μαγιέν τους είχε απλήρωτους.
Η τελική νίκη: Το Παρίσι αξίζει μια λειτουργία
Ανεμπόδιστος πια ο Ερρίκος βάδισε κατά του Παρισιού και το πολιόρκησε. Οι στρατιώτες του τον πίεζαν να επιτεθεί, γιατί τα εφόδιά τους είχαν εξαντληθεί, αυτός όμως δίσταζε φοβούμενος σφαγή αντεκδικήσεως. Στο Παρίσι βέβαια τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα. Οι κάτοικοί του έτρωγαν σκύλους, γάτες και χόρτα. Ο Ερρίκος, σε μιαν επίδειξη μεγαλοψυχίας ή από πολιτική σκοπιμότητα, επέτρεψε να εισαχθούν τρόφιμα. Ύστερα απέσυρε τα στρατεύματά του στη Ρουέν γιατί ο Αλέξανδρος Φαρνέζε, Δούκας της Πάρμα και κυβερνήτης των Ισπανικών Κάτω Χωρών, ερχόταν εναντίον του με εμπειροπόλεμο στράτευμα. Σύγκρουση δεν έγινε, μονομαχία τακτικής μόνο, ο Δούκας όμως αρρώστησε σοβαρά και ο Ερρίκος επανέλαβε την πολιορκία της πρωτεύουσας.
Αλλά βρισκόταν προ αδιεξόδου. Η κατάληψη της πόλης εξ εφόδου με τα όσα θα επακολουθούσαν, θα τον αποξένωνε από ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Το 90 τοις εκατό περίπου των Γάλλων ήταν Καθολικοί. Καθολικοί ήταν και οι περισσότεροι από τους στρατιώτες του, τους οποίους δεν μπορούσε πια να πληρώνει. Κάλεσε τους συνεργάτες του και τους δήλωσε ότι σκεπτόταν να ασπαστεί τον Καθολικισμό. Κάποιοι συμφώνησαν, κάποιοι το θεώρησαν εγκατάλειψη των Ουγενότων. Ο Ερρίκος συνόψισε το πιστεύω του ως εξής: «Εκείνοι που ακλόνητα ακολουθούν τη συνείδησή τους είναι της δικής μου θρησκείας κι εγώ ανήκω στη θρησκεία όλων εκείνων που είναι γενναίοι και καλοί». Πολλοί Προτεστάντες ηγέτες εγκατέλειψαν το στρατόπεδο αλλά ο Ερρίκος είχε πάρει την απόφασή του: «Το Παρίσι αξίζει μια λειτουργία» (Paris vaut bien une messe).[6]
Τον Μάιο του 1593 ο Ερρίκος έστειλε μήνυμα στον Πάπα και στη γαλλική ιεραρχία ότι επιθυμούσε να κατηχηθεί στον Καθολικισμό. Η Εκκλησία δέχτηκε και τον Ιούλιο ο Ερρίκος έγραψε στην ερωμένη του εκείνης της εποχής Γκαμπριέλ ντ'Εστρέ«θα κάνω ένα επικίνδυνο πήδημα». Στις 25 του μηνός, στο Αββαείο του Αγίου Διονυσίου (τότε έξω από το Παρίσι), εξομολογήθηκε, έλαβε άφεση αμαρτιών και παρακολούθησε την (Καθολική βέβαια) Θεία Λειτουργία.
Πολλοί Καθολικοί και Προτεστάντες τον χαρακτήρισαν υποκριτή. Οι Ιησουίτες απέρριψαν τη μεταστροφή του και η Λίγκα αντιστεκόταν ακόμη. Αλλά ο διεκδικητής του θρόνου, καρδινάλιος Κάρολος των Βουρβόνων, είχε πεθάνει, καθώς και ο Δούκας της Πάρμα. Η σοβαρότερη υποψηφιότητα των Καθολικών ήταν αυτή της ινφάντας Ισαβέλλας, κόρης του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας, που η μητέρα της, Ελισάβετ, ήταν κόρη του Ερρίκου Β΄ της Γαλλίας. Αλλά η Γαλλία ήταν ήδη περικυκλωμένη από τους Αψβούργους της Γερμανίας και της Ισπανίας και δεν ήθελε μία γόνο τους στον γαλλικό θρόνο. Οι υποστηρικτές αυτής της πρότασης (κυρίως οι άνθρωποι της Λίγκας, οι πραξικοπηματίες του Παρισιού) έχασαν τη λαϊκή εκτίμηση και πολλοί μετριοπαθείς Καθολικοί ευγενείς, εκκλησιαστικοί και αστοί (οι λεγόμενοι «Πολιτικοί») είχαν συμφιλιωθεί με την ιδέα της θρησκευτικής ανοχής και είχαν εκτιμήσει τις ικανότητες και τον ανθρωπισμό του Ερρίκου, που θα οδηγούσαν στην ανόρθωση του κράτους μετά από σαράντα περίπου χρόνια εμφυλίων θρησκευτικών πολέμων. Στο Παρίσι ο λαός κραύγαζε για ειρήνη και η Βουλή γνωμοδότησε ότι βάσει του Σαλικού Νόμου μια γυναίκα δεν μπορούσε να γίνει βασίλισσα της Γαλλίας.
Για μερικούς μήνες οι εχθροπραξίες, μικρής όμως έκτασης, συνεχιζόταν, αλλά τον Φεβρουάριο του 1594 ο Ερρίκος στέφθηκε στον Καθεδρικό Ναό της Σαρτρ βασιλιάς της Γαλλίας και στις 22 Μαρτίου μπήκε στο Παρίσι επευφημούμενος από μέγα πλήθος. Εγκαταστάθηκε στο Λούβρο όπως και πριν είκοσι δύο χρόνια και χορήγησε αμνηστία σε όλους, ακόμη και στους Γκυζ. Κέρδισε πολλούς από τους εχθρούς του με την επιεική του συμπεριφορά και άλλους φρόντισε να τους δωροδοκήσει με διάφορες παροχές.
Αλλά υπήρχαν ακόμη πολλοί που αντιστέκονταν μολονότι ο Πάπας είχε άρει τον αφορισμό του. Τον Δεκέμβριο του 1594 ένας νεαρός, ο Ζαν Σατέλ, αποπειράθηκε να τον δολοφονήσει με αποτέλεσμα να τον τραυματίσει ελαφρά στο στόμα. Οι Ιησουίτες, που ο Σατέλ παραδέχθηκε ότι ήταν μαθητής τους πριν εκτελεστεί δια διαμελισμού, θεωρήθηκαν υπεύθυνοι της στρατολογίας βασιλοκτόνων και διατάχθηκαν να εγκαταλείψουν τη Γαλλία. Η Λίγκα συνέχισε να πολεμά ως το 1598 βοηθούμενη φανερά από τους Ισπανούς, αλλά ο Ερρίκος κατανίκησε τις ενωμένες δυνάμεις τους στο Φονταίν-Φρανσαίζ (1595) και στην Αμιένη (1597), και η Ειρήνη του Βερβέν το 1598 έβαλε τέλος στον πόλεμο Γαλλίας – Ισπανίας. Ο Μαγιέν είχε ήδη συνθηκολογήσει το 1596.
Βασιλιάς της Γαλλίας
Ο κυβερνήτης
Όταν το 1594 ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο Ερρίκος, η Γαλλία ήταν σε κατάσταση υλικής και ηθικής διαλύσεως. Εκατοντάδες χιλιάδες σπιτιών είχαν καταστραφεί καθώς και ο εμπορικός της στόλος. Ληστές λυμαίνονταν τους δρόμους και τα χωριά, οι ευγενείς ήταν ανεξέλεγκτοι, οι επαρχίες ενεργούσαν αυτόνομα. Οι Ουγενότοι απαιτούσαν θρησκευτική και πολιτική ανεξαρτησία, η Λίγκα διατηρούσε ακόμη εχθρικό στρατό μέσα στο κράτος, το μίσος κυριαρχούσε. Ιδρυτής μιας νέας δυναστείας, των Βουρβόνων, ο Ερρίκος ήταν αυτός που την ταύτισε με την απόλυτο μοναρχία. Έκρινε ότι μια απολυταρχική διακυβέρνηση ήταν αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης και είχε σ’ αυτό τη λαϊκή υποστήριξη.
Ο Ουγενότος Δούκας ντε Συλλύ ήταν ο πολυτιμότερος συνεργάτης του. Είχε πολεμήσει δίπλα στον Ερρίκο επί δεκατέσσερα χρόνια και ανέλαβε τώρα να καταπολεμήσει την ακμάζουσα διαφθορά, να εισπράττει τους φόρους που πληρώνονταν αλλά δεν έφταναν στο δημόσιο ταμείο, να εποπτεύει, να κατασκευάζει και να επισκευάζει τους δρόμους, τις γέφυρες, τις διώρυγες, τα δημόσια κτίρια, τις οχυρώσεις, τα πάντα. Σταθεροποίησε το νόμισμα, πάταξε τη γραφειοκρατία, υποχρέωσε όσους είχαν κλέψει το κράτος και καταπατήσει την περιουσία του κατά τη διάρκεια τον πολέμων, να αποδώσουν τα αρπαγέντα και υποχρέωσε σαράντα χιλιάδες φοροφυγάδες να πληρώσουν επί τέλους. Όταν ανέλαβε, το δημόσιο χρέος ήταν 296 εκατομμύρια λίβρες. Οι υποχρεώσεις αυτές πληρώθηκαν όλες και υπήρξε πλεόνασμα 13 εκατομμυρίων λιβρών.
Προκειμένου να έχει ένα αντίβαρο κατά της απείθαρχης αριστοκρατίας, ο Ερρίκος ευνόησε την τάξη των νομικών που στελέχωναν τα δικαστήρια και τα παρλαμέντα, επιτρέποντας (αντί τιμήματος εννοείται) την κληρονομική μεταβίβαση των σχετικών αξιωμάτων –μέτρο που κρίθηκε ως μια από τις αιτίες που «έσκαψαν τον λάκκο» της μοναρχίας. Ανύψωσε έτσι τη μεσαία τάξη, δημιουργώντας την «αριστοκρατία της τηβέννου» (noblesse de robe κατ’ αντιδιαστολήν προς την παραδοσιακή noblesse d'épée, την αριστοκρατία του ξίφους). Γενικοί τοποτηρητές και περιφερειακοί επίτροποι ασκούσαν πλέον την εξουσία αντί των κατά τόπους ανυπότακτων ευγενών.
Στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις του στέμματος, ο Ερρίκος εφήρμοσε τις νέες μεθόδους που πρότεινε ο Ολιβιέ ντε Σερρές στο βιβλίο του «Το θέατρο της γεωργίας». Απαγόρευσε στους ευγενείς να περνούν έφιπποι από τους αγρούς των χωρικών κατά τα κυνήγια τους, και τη λεηλασία των αγρών από τα στρατεύματα. Διέγραψε είκοσι εκατομμύρια αγροτικών χρεών, εισήγαγε την καλλιέργεια της μουριάς και αποξήρανε έλη. Έλεγε ότι ήθελε να βλέπει κάθε γεωργό στο βασίλειό του να έχει κάθε Κυριακή «μια όρνιθα στη χύτρα» (une poule dans son pot). Η πρόθεσή του ήταν αγαθότατη, αμφισβητείται όμως η επιτυχία των προσπαθειών του στον αγροτικό τομέα.
Στον τομέα της βιομηχανίας και του εμπορίου, με σημαντικότερο συνεργάτη του Μπαρτελεμύ ντε Λαφφεμά, ο Ερρίκος προστάτευσε δασμολογικά τις υφιστάμενες βιομηχανίες και ίδρυσε νέες που όχι μόνο θα περιόριζαν τις εισαγωγές πολυτελών ειδών αλλά θα παρήγαν αυτά τα είδη προς εξαγωγήν. Ίδρυσε έτσι την ταπητουργία των Γκομπλέν, την υφαντουργία της Ρενς, τη μεταξουργία της Τρουά, κ.α. Η συντεχνιακή δομή της βιομηχανίας καταργήθηκε. Εργοδότες, υπάλληλοι και εργάτες υπάγονταν στην κοινή ρύθμιση που θα αποφάσιζε το κράτος. Τέλος, χρηματοδότησε ευρύ πρόγραμμα δημοσίων έργων για ν’απασχολήσει χιλιάδες ανέργους, απολυμένους στρατιώτες και αργόσχολους.
Το Διάταγμα της Νάντης
Στις 13 Απριλίου 1598 ο Ερρίκος εξέδωσε το περίφημο Διάταγμα της Νάντης με το οποίο καθιερωνόταν η θρησκευτική και πολιτική ελευθερία των Προτεσταντών. Ήταν ένα προοδευτικό βήμα προς τη θρησκευτική ανοχή αλλά οι Καθολικοί εξεγέρθηκαν πάλι. Ο πάπας Κλήμης Η΄ το χαρακτήρισε καταραμένο και οι Καθολικοί συγγραφείς άρχισαν πάλι να εξυμνούν τη βασιλοκτονία. Και αντιθέτως, Προτεστάντες συγγραφείς που επί Ερρίκου Γ΄ είχαν υποστηρίξει τη λαϊκή κυριαρχία, εξυμνούσαν τώρα τα καλά της απολυταρχίας. Το Παρλαμέντο του Παρισιού αρνούνταν να επικυρώσει το Διάταγμα μέχρις ότου ο Ερρίκος εξήγησε στα μέλη του πως ό,τι έκανε ήταν για το καλό της Γαλλίας. (Εννοείται ότι στην ειδική και κρίσιμη αυτή περίπτωση ο Ερρίκος προτίμησε να πείσει παρά να διατάξει. Εν γένει τα διατάγματά του καταχωρούνταν υποχρεωτικά από το Παρλαμέντο πριν ακόμη συζητηθούν). Για να καθησυχάσει τέλος τους Καθολικούς, ο Ερρίκος, μεταξύ άλλων, ανακάλεσε τους Ιησουίτες. Ο Συλλύ προέβλεψε δολοφονία του Βασιλιά με την παρότρυνσή τους, αλλά ο Ερρίκος απάντησε ότι η απουσία τους θα ήταν πιο επικίνδυνη από την παρουσία τους. [7]
Γάμοι, έρωτες, απόγονοι
Ο πρώτος γάμος του κατά τις παραμονές της Νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου με τη Μαργαρίτα των Βαλουά, τη «Βασίλισσα Μαργκό», κόρη του Ερρίκου Β΄ της Γαλλίας, υπήρξε υποδειγματικά ατυχής. Παιδιά δεν υπήρξαν και οι δύο σύζυγοι απατούσαν συστηματικά ο ένας τον άλλο. Σύμφωνα με τα Απομνημονεύματά της, σύντομα έφτασαν στο σημείο να μη μιλιούνται και η κατάσταση αυτή διήρκεσε μέχρι το 1600.
Αναρίθμητες υπήρξαν οι ερωμένες του Ερρίκου Δ΄. Με τη Γκαμπριέλ ντ'Εστρέ συνδέθηκε το 1590 και απέκτησε τρία παιδιά μαζί της. Ο Συλλύ τον κατηγόρησε, ότι ξόδευε τα χρήματα του κράτους σε πόρνες και ο Ερρίκος απολογήθηκε, ότι μετά από τόσα χρόνια πολέμων εδικαιούτο κάποια αναψυχή.[8] Σκεπτόταν να τη νυμφευτεί, αλλά η Γκαμπριέλ πέθανε σε έναν ακόμη τοκετό το 1599.
Ακολούθησε αμέσως μετά η Κατρίν Ανριέτ ντε Μπαλζάκ. Δασκαλεμένη από τους οικείους της, αρνούνταν να υποκύψει στον Βασιλιά, ο οποίος συνέταξε έγγραφη υπόσχεση γάμου, αν του γεννούσε γιο. Ο Συλλύ έσχισε το έγγραφο μπροστά στον Ερρίκο Δ΄, αλλά αυτός της έστειλε άλλο μαζί με είκοσι χιλιάδες κορώνες, οπότε η Ανριέτ ενέδωσε. Γέννησε γιο τελικά και ισχυριζόταν ότι αυτός ήταν ο νόμιμος διάδοχος του θρόνου, οργανώθηκε μάλιστα συνωμοσία από τον πατέρα της (1604) με σκοπό την απαγωγή της ίδιας και του παιδιού στην Ισπανία, προκειμένου να αναγνωριστεί αυτό από τον Φίλιππο Γ΄ ως διάδοχος της Γαλλίας. Η συνωμοσία αποκαλύφθηκε, αλλά παρ’ όλα αυτά ο Ερρίκος Δ΄ εξακολούθησε ασυγκράτητος με την Ανριέτ τις σχέσεις του, τις οποίες δεν εμπόδιζε ούτε ο νέος του γάμος.
Τελικά οι σύμβουλοι του Βασιλιά φρόντισαν για τη συνέχιση της δυναστείας. «Έπεισαν» την, «ανενεργό» από πάσης απόψεως, Μαργαρίτα να συγκατατεθεί στη λύση του γάμου τους, υπό τον όρο, ότι ο Ερρίκος δεν θα νυμφευόταν την ερωμένη του. Ο πάπας Κλήμης Η΄ συμφώνησε με τον ίδιο όρο και πρότεινε τη Μαρία των Μεδίκων, κόρη του Φραγκίσκου Α΄ της Τοσκάνης. Οι τραπεζίτες της Φλωρεντίας συνέβαλαν στην προσπάθεια, υποσχόμενοι διαγραφή των μεγάλων απαιτήσεων, που είχαν από τη Γαλλία. Ο Ερρίκος Δ΄ ενέδωσε και τον Οκτώβριο του 1600 έγινε ο δεύτερος γάμος του, με τη Μαρία των Μεδίκων. Σε δέκα χρόνια γέννησε έξι παιδιά:
Πέραν αυτών, γνωρίζουμε τα ονόματα δέκα τουλάχιστον εξωγάμων τέκνων του Ερρίκου, από τα προφανώς πολύ περισσότερα, που απέκτησε από τις απειράριθμες ερωμένες του. Μερικά είναι:
Το 1609 πέθανε χωρίς απογόνους ο ηγεμόνας του παραρρήνιου δουκάτου Γύλιχ-Κλέβης-Μπεργκ. Ο αυτοκράτορας Ροδόλφος Β΄, ως επικυρίαρχός του, ήθελε να τον διαδεχθεί ένας Καθολικός ηγεμόνας. Ο Ερρίκος Δ΄ διαμαρτυρήθηκε, ότι ένας άνθρωπος των Αψβούργων τόσο κοντά στα σύνορα θα ήταν κίνδυνος για τη Γαλλία. Όταν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα κατέλαβαν το δουκάτο, ο Ερρίκος Δ΄ συμμάχησε με τους διαμαρτυρομένους Γερμανούς ηγεμόνες του Βρανδεμβούργου και του Παλατινάτου και με τις Ηνωμένες Επαρχίες (σημ. Ολλανδία), έλαβε υπόσχεση βοήθειας από τον Ιάκωβο Α΄ της Αγγλίας και ετοιμάστηκε για πόλεμο.
Οι Καθολικοί της Γαλλίας, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού της, αναστατώθηκαν. Ο Καθολικισμός απειλούνταν ευθέως από τον Προτεσταντισμό. Και πλήρωναν φόρους γι’ αυτό! Η δημοτικότητα τού Ερρίκου Δ΄ έφτασε σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν, ότι επρόκειτο να δολοφονηθεί.
Στα μέσα Μαΐου 1610 οι πολεμικές προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί και η Μαρία των Μεδίκων είχε οριστεί στις 13 Μαΐου αντιβασίλισσα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Ο Ερρίκος Δ΄ θα συναντούσε τον στρατό μια από τις αμέσως επόμενες ημέρες. Το πρωί της 14ης Μαΐου τον ειδοποίησαν, ότι σύμφωνα με διάφορες πληροφορίες η μέρα αυτή ήταν επικίνδυνη. Δεν έπρεπε να βγει από το παλάτι. Αλλά τέτοιες προειδοποιήσεις ερχόταν καθημερινά σχεδόν. Αποφάσισε να βγει το απόγευμα με την άμαξα, για να επισκεφθεί τον άρρωστο Συλλύ και «να αναπνεύσει λίγο». Κράτησε λίγους μόνο συνοδούς για να μη κινήσει την προσοχή και ξεκίνησε. Σε ένα σημείο του δρόμου η άμαξα σταμάτησε, λόγω κυκλοφοριακής συμφόρησης. Τότε ο Φρανσουά Ραβαγιάκ, ένας φανατικός Καθολικός που παρακολουθούσε το Λούβρο, πήδησε στο σκαλοπάτι της άμαξας και χτύπησε με το μαχαίρι τον Βασιλιά στην καρδιά. Ο Ερρίκος πέθανε σχεδόν αμέσως, σε ηλικία 56 ετών. Ενταφιάστηκε την 1η Ιουλίου 1610 στη Βασιλική του Αγίου Δινουσίου.
Αποτίμηση
Ο Ερρίκος Δ΄ παρέλαβε ένα κράτος σε κατάσταση αποσυνθέσεως και το άφησε δυνατό, οργανωμένο και δίκαιο, με τους πολίτες του να ευημερούν –όσο τουλάχιστον επέτρεπαν οι καιροί. Κατέπαυσε τις θρησκευτικές έριδες και συμφιλίωσε τους Γάλλους με το Διάταγμα της Νάντης, που τόσο απερίσκεπτα και με τραγικές συνέπειες για τη Γαλλία, ανακάλεσε ο εγγονός του Λουδοβίκος ΙΔ΄. Μπόρεσε να σταθεί απέναντι στην πανίσχυρη Ισπανία και ν’ αντιταχθεί στους Αψβούργους της Γερμανίας.
Ο Ερρίκος μεγάλωσε σαν χωρικός και έζησε σαν στρατιώτης. Ήταν προσιτός και ανθρώπινος, σε αντίθεση με όλους τους απογόνους του που έμοιαζαν με απρόσιτα είδωλα. Ιδιαίτερα μορφωμένος δεν ήταν, αλλά οι επιστολές του προδίδουν ένα σπινθηροβόλο πνεύμα. Θεωρήθηκε ο ευφυέστερος απ’ όλους τους Γάλλους βασιλείς και σώζονται πολλές πνευματώδεις ρήσεις του. Ήταν ο μόνος από τους Βουρβόνους που αγαπήθηκε πραγματικά από τους Γάλλους –τους συγχρόνους του και τους μετέπειτα. Ακόμη και κατά τη Γαλλική Επανάσταση δεν επισκιάστηκε η φήμη του. Ο λαός τον ονόμασε «Ο καλός βασιλιάς Ερρίκος» (Bon roi Henri) και η Ιστορία Μέγα (Henri le Grand).
Ανέκδοτα
Τα διάφορα ανέκδοτα που έφτασαν ως τις ημέρες μας, επιβεβαιώνουν το πνεύμα του και την ανεκτικότητά του:
Όταν κάποιος διορίστηκε σε ένα αξίωμα και άρχισε να τον ευχαριστεί πομπωδώς, λέγοντας «Κύριε, είμαι ανάξιος...», ο Ερρίκος τον διέκοψε: «Το ξέρω καλά, αλλά ο ανεψιός μου με παρακάλεσε να σας διορίσω».[9]
Όταν κάποτε, ενώ πήγαινε να δειπνήσει, τον σταμάτησε κάποιος με μια αίτηση και άρχισε να λέει «Μεγαλειότατε, ο βασιλεύς των ΛακεδαιμονίωνΑγησίλαος...», «Διάβολε» είπε ο Ερρίκος «τον έχω ακουστά, αλλά εκείνος είχε δειπνήσει, ενώ εγώ όχι». [10]
Πήγαινε στα θέατρα να δει τις κωμωδίες, που τον σατίριζαν. Γελούσε πρώτος αυτός και εξουδετέρωνε τη σάτιρα. «Όλα τα δάση του βασιλείου μου δεν θα έφταναν για ικριώματα, αν έπρεπε να κρεμάσω όλους αυτούς που γράφουν ή κηρύττουν εναντίον μου».[11]
Ο αρχιεπίσκοπος του Παρισιού τον επέπληττε συνεχώς για τις ερωτικές του αταξίες. Μία ημέρα ο Ερρίκος Δ΄ του είπε: «Αύριο είστε καλεσμένος μου στο γεύμα. Τι φαγητό σας αρέσει;», «Φασιανός». Μετά το γεύμα η πρόσκληση επανελήφθη για την άλλη μέρα. Και πάλι φασιανός. Και τρίτη, τέταρτη και δέκατη μέρα. Πάντα φασιανός. Στο τέλος ο αρχιεπίσκοπος δεν άντεξε: «Μα κάθε μέρα φασιανό, Μεγαλειότατε;», «Μα κάθε βράδυ βασίλισσα, Σεβασμιότατε;»