Ο Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ ήταν ο ανώτατος κυβερνήτης στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το Σταυροφορικό κράτος ιδρύθηκε από χριστιανούς πρίγκιπες της δύσης στην Α΄ Σταυροφορία.[1] Ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν πρώτος κυβερνήτης του βασιλείου αρνήθηκε τον τίτλο του βασιλιά, έδωσε στον εαυτό του μόνο τον τίτλο του "Προστάτη του Παναγίου Τάφου". Τον τίτλο του βασιλιά ασπάστηκε ο μικρότερος αδελφός και διάδοχος του Βαλδουίνος Α΄ της Ιερουσαλήμ (1100). Η πόλη των Ιεροσολύμων χάθηκε (1187) αλλά το βασίλειο συνέχισε να υπάρχει και η πρωτεύουσα του μετακινήθηκε στην Άκρα. Η πόλη των Ιεροσολύμων ανακαταλήφθη δυο φορές για σύντομο χρόνο στην ΣΤ΄ Σταυροφορία (1229 - 1239 και 1241 - 1244), το βασίλειο διαλύθηκε με την πτώση της Άκρας στη λήξη των Σταυροφοριών στους Άγιους Τόπους. Με τον τερματισμό του βασιλείου ο τίτλος του βασιλιά της Ιερουσαλήμ διεκδικήθηκε από πλήθος Ευρωπαίους ευγενείς ιδιαίτερα απογόνους των βασιλέων της Κύπρου και της Νεαπόλεως. Τον τίτλο του βασιλιά της Ιερουσαλήμ χρησιμοποίησε ο Φίλιππος ΣΤ΄ της Ισπανίας. Διεκδικήθηκε από τον Όθων των Αψβούργων σαν διεκδικητή του Οίκου των Αψβούργων και από τους βασιλείς της Ιταλίας μέχρι το 1946.
Ιστορία του βασιλείου
Δημιουργία του βασιλείου
Το βασίλειο της Ιερουσαλήμ έχει τις ρίζες του στην Α΄ Σταυροφορία όταν ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν αρνήθηκε τον τίτλο του βασιλιά με τον ισχυρισμό ότι "είναι απαράδεκτο να φοράω χρυσό στεφάνι αφού ο Ιησούς Χριστός ο πραγματικός βασιλιάς της πόλης φορούσε ακάνθινο".[2] Ο Γοδεφρείδος πήρε τον τίτλο του "Προστάτη του Παναγίου Τάφου" και χρίστηκε κυβερνήτης της πόλης στη Βασιλική της Γεννήσεως. Την επόμενη χρονιά με τον θάνατο του (1100) ο αδελφός του Βαλδουίνος Α΄ δέχτηκε τον τίτλο του βασιλιά στον Πανάγιο Τάφο. Το βασίλειο της Ιερουσαλήμ ήταν τμηματικά αιρετό και τμηματικά κληρονομικό, την περίοδο της μεγάλης του ακμής στα μέσα του 12ου αιώνα ένας οίκος κυβερνούσε και ένας συγγενικός διεκδικούσε.
Η εκλογή του νέου βασιλιά γινόταν από Συνέλευση ευγενών στην Υψηλή Αυλή, ο βασιλιάς ήταν "πρώτος μεταξύ ίσων" και στην απουσία τον αντικαταστούσε ο Καγκελάριος.
Τα νεόκτιστα βασιλικά ανάκτορα που χρησιμοποιήθηκαν από τη δεκαετία του 1160 βρίσκονταν στη νότια πλευρά της Ακρόπολης.[3] Το βασίλειο χρησιμοποιούσε Γαλλικές διοικητικές δομές ενώ τα δώρα που κρατούσε ο βασιλιάς άλλαζαν με τον διάδοχο. Ο βασιλιάς ήταν υπεύθυνος για την ηγεσία του βασιλείου στους πολέμους αν και ο ρόλος μπορούσε να ανατεθεί σε κάποιον Καγκελάριο. Η δύναμη των Ευρωπαίων βασιλέων ανέβαινε τότε σημαντικά, ο βασιλιάς των Ιεροσολύμων αντίθετα έχανε συνεχώς την ισχύ του λόγω της εκλογής πολλών ανήλικων διαδόχων στη θέση που κυβερνούσαν με πολλούς αντιβασιλείς. Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ (1187) η πρωτεύουσα μετακινήθηκε στην Άκρα που παρέμεινε μέχρι το 1291 αν και οι στέψεις γινόντουσαν στην Τύρο.
Άνοδος των Ανδεγαυών
Ο μελλοντικός Φούλκων της Ιερουσαλήμ δέχτηκε αποστολή (1127) από τον Βαλδουίνο Β΄ της Ιερουσαλήμ που δεν είχε γιους με προορισμό να ορίσει διάδοχο τη μεγαλύτερη κόρη του Μελισσάνθη της Ιερουσαλήμ. Ο Βαλδουίνος Β΄ είχε σκοπό να εξασφαλίσει την κληρονομιά της κόρης του με τον γάμο της με έναν ισχυρό λόρδο, ο Φούλκων ήταν πλούσιος Σταυροφόρος, έμπειρος στρατηγός και χήρος, οι ικανότητες του θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να επεκταθεί στα υπόλοιπα κράτη. Ο Φούλκων ζήτησε να είναι συμβασιλέας με τη Μελισσάνθη, ο Βαλδουίνος Β΄ γνωρίζοντας τις ικανότητες και την περιουσία του το δέχτηκε. Ο Φούλκων παραιτήθηκε στην πατρίδα του Ανζού υπέρ του μεγαλύτερου γιου από το πρώτο γάμο του Γοδεφρείδου Πλανταγενέτη, έφυγε για τα Ιεροσόλυμα όπου παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τη Μελισσάνθη (2 Ιουνίου 1129). Ο Βαλδουίνος Β΄ στο τέλος της ζωής του από υποψίες για τον Φούλκωνα όρισε τη Μελισσάνθη μοναδική κηδεμόνα για λογαριασμό του μικρού διαδόχου Βαλδουίνου που γεννήθηκε το 1130.
Οι Φούλκων του Ανζού και η Μελισσάνθη ορκίστηκαν συμβασιλείς της Ιερουσαλήμ μετά τον θάνατο του Βαλδουίνου Β΄ (1131). Ο Φούλκων από την πρώτη στιγμή παραμέρισε τη Μελισσάνθη απαιτώντας να έχει ο ίδιος όλη την εξουσία, έδωσε σημαντικά προνόμια στους πατριώτες του από το Ανζού υποτιμώντας την τοπική αριστοκρατία. Τα βόρεια Σταυροφορικά κράτη φοβήθηκαν τις φιλοδοξίες του Φούλκωνα που ήθελε να τους επιβληθεί αλλά η ισχύς του στην Ανατολή ήταν πολύ μικρότερη σε σχέση με τον πεθερό του και τον απέρριψαν.
Σύγκρουση του Φούλκωνα και της Μελισσάνθης
Ο Φούλκων βρέθηκε σε σύγκρουση στα Ιεροσόλυμα με τη δεύτερη γενιά Σταυροφόρων που ζούσαν από την Α΄ Σταυροφορία, οι γηγενείς προτίμησαν για βασιλιά τον ξάδελφο της Μελισσάνθης Ούγο Β΄ της Γιάφας που ήταν πάντα πιστός στη βασίλισσα. Ο Φούλκων φοβήθηκε την εξουσία του Ούγου και τον έστειλε εξορία με ψευδείς κατηγορίες για μοιχεία με τη Μελισσάνθη (1134). Ο Ούγος της Γιάφας συμμάχησε στη Γιάφα με τους Μουσουλμάνους της Ασκελόν και ήταν έτοιμος να ανατρέψει τον Φούλκωνα κάτι που δεν έγινε. Ο πατριάρχης μεσολάβησε και έλυσε τη σύγκρουση υπέρ της Μελισσάνθης, ο Ούγος Β΄ της Γιάφας δέχτηκε τρία χρόνια εξορία σαν μια επιεική τιμωρία. Ακολούθησε μια δολοφονική απόπειρα εναντίον του Ούγου για την οποία κατηγορήθηκαν ο Φούλκων και οι οπαδοί του αλλά δεν αποδείχτηκε τίποτα, η απόπειρα ήταν νέα πρόφαση για τους αντιπάλους του Φούλκωνα να προχωρήσουν σε νέα επανάσταση. Ο ιστορικός Βερνάρδος Χάμιλτον σημειώνει ότι οι οπαδοί του Φούλκωνα "ζούσαν στα ανάκτορα με τρόμο". Ο Γουλιέλμος της Τύρου από την άλλη γράφει ότι "ποτέ ο Φούλκωνας δεν έπαιρνε απόφαση χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της συζύγου του", η Μελισσάνθη είχε τον πλήρη έλεγχο στο βασίλειο μετά το 1136. Ο Φούλκων και η Μελισσάνθη τελικά συμφιλιώθηκαν και γεννήθηκε ένας δεύτερος γιος ο Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ (1136). Την εποχή που ο βασιλιάς και η βασίλισσα βρισκόντουσαν σε διακοπές στην Άκρα (1143) ο Φούλκων πέθανε σε σοβαρό ατύχημα με το άλογο του που τινάχτηκε, ο ίδιος έπεσε από μεγάλο ύψος και το κρανίο του άνοιξε στα δύο. Σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου "τα μυαλά του έβγαιναν από τα αυτιά και τα ρουθούνια του", πέθανε αφού έζησε άλλες τρεις μέρες σε κατάσταση αναισθησίας. Η ταφή του Φούλκωνα έγινε στον Πανάγιο Τάφο, η Μελισσάνθη άν και είχε άσχημες σχέσεις μαζί του το μεγαλύτερο διάστημα τον θρήνησε έντονα. Οι γιοι του αν και πέθαναν όλοι πρόωρα επέζησαν μετά τον ίδιο.
Βαλδουίνος Γ΄ και Αμαλρίκ
Ο Βαλδουίνος Γ΄ ανέβηκε στον θρόνο των Ιεροσολύμων με τη μητέρα του συμβασιλέα (1143), τα πρώτα χρόνια συγκρούστηκε με τη μητέρα του για την κυβέρνηση μέχρι το 1153 που ανέλαβε προσωπικά. Πέθανε χωρίς απογόνους (1163) και τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Αμαλρίκ που ήρθε σε σύγκρουση με την αριστοκρατία χάρη στη σύζυγο του Αγνή του Κουρτεναί. Η αριστοκρατία αρχικά δεν αντέδρασε στους γάμο επειδή πίστευε ότι διάδοχος θα ήταν κάποιος γιος του Βαλδουίνου Γ΄, όταν τον διαδέχθηκε αναπάντεχα ο Αμαλρίκ οι βαρόνοι δεν τη δέχτηκαν για βασίλισσα και ζήτησαν από τον Αμαλρίκ να πάρει διαζύγιο. Η εχθρότητα στην Αγνή ίσως μεγαλοποιήθηκε από τον Γουλιέλμο της Τύρου που τον είχε εμποδίσει να γίνει πατριάρχης των Ιεροσολύμων, ο Έρνουλ συνεργάτης του Γουλιέλμου έγραψε "είναι πολύ μικρή για να γίνει βασίλισσα σε τόσο ιερή πόλη". Ο Αμαλρίκ υπέκυψε στον εκβιασμό και στέφτηκε βασιλιάς χωρίς τη σύζυγο του, η Αγνή εξακολουθούσε να είναι κόμισσα της Γιάφας και της Ασκελόν και δέχτηκε μια σύνταξη από τα έσοδα της. Η εκκλησία επικύρωσε τη νομιμότητα των παιδιών του Αμαλρίκ και της Αγνής, με αυτόν τον τόπο η Αγνή μέσω τον παιδιών της είχε έντονη επίδραση στην πολιτική των Ιεροσολύμων τα επόμενα 20 χρόνια, τον Αμαλρίκ Α΄ ή Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ διαδέχθηκε ο γιος του Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ. Η Αγνή του Κουρτεναί παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Ρέτζιναλντ της Σιδώνας και ο Αμαλρίκ προχώρησε σε δεύτερο γάμο με τη Μαρία Κομνηνή της Ιερουσαλήμ, όταν χήρεψε η Μαρία Κομνηνή παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Μπαλιάν του Ιμπελέν από τον Οίκο του Ιμπελέν. Η κόρη του Αμαλρίκ και της Αγνής του Κουρτεναί Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ ήταν ενήλικη και ικανή να διαδεχτεί τον άρρωστο αδελφό της, είχε αποκτήσει γιο τον Βαλδουίνο και είχε τη στήριξη των Ιμπελίν της οικογένειας του θετού της πατέρα.
Η διαδοχή του Βαλδουίνου Δ΄
Ο ασθενής και άτεκνος Βαλδουίνος Δ΄ σχεδίαζε να παντρέψει την αδελφή του Σιβύλλα με τον Ούγο Γ΄ της Βουργουνδίας (1179) αλλά το θέμα την άνοιξη του 1180 δεν είχε λυθεί. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ της Τρίπολης σχεδίαζε πραξικόπημα για να παντρευτεί η αδελφή του βασιλιά έναν υποψήφιο της επιλογής του όπως ο Βαλδουίνος του Ιμπελέν μεγαλύτερος αδελφός του Μπαλιάν του Ιμπελέν. Ο βασιλιάς για να αντιμετωπίσει την κατάσταση πάντρεψε γρήγορα την αδελφή του με τον Γκυ των Λουζινιάν μικρότερο αδελφό του Αμωρί της Κύπρου Κοντόσταυλου του βασιλείου. Ένας ισχυρός γάμος ήταν απαραίτητος για μια εξωτερική συμμαχία, η άνοδος του Γκυ ήταν χρήσιμη την εποχή που ο Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας ήταν ακόμα ανήλικος και ο ξάδελφος της Σιβύλλας Ερρίκος Β΄ της Αγγλίας είχε υποσχεθεί προσκύνημα στον πάπα.
Η λέπρα του Βαλδουίνου Δ΄ χειροτέρευσε σημαντικά την υγεία του και τον έκανε ανίκανο (1182), όρισε τον Γκυ των Λουζινιάν διάδοχο του. Ο Ραϋμόνδος δυσαρεστήθηκε έντονα αλλά όταν ο βασιλιάς σταμάτησε να εμπιστεύεται τον Γκυ τον διόρισε μπάιλλο και του έδωσε την κατοχή της Βηρυτού. Ο Βαλδουίνος Δ΄ έκανε στην Υψηλή Αυλή νέα συμφωνία με τον Ραϋμόνδο Γ΄ να ορίσει διάδοχο τον γιο της Σιβύλλης από τον πρώτο της γάμο με τον Γουλιέλμο του Μομφερράτου. Το μικρό παιδί στέφτηκε βασιλιάς ως Βαλδουίνος Ε΄ της Ιερουσαλήμ (1183) σε τελετή με πρόεδρο τον Ραϋμόνδο, αν ο Βαλδουίνος Ε΄ πέθαινε ανήλικος η αντιβασιλεία θα πέρναγε στους βασιλείς της Αγγλίας, της Γαλλίας και τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσσα, ο πάπας θα όριζε τον διάδοχο.
Ο Βαλδουίνος Δ΄ πέθανε την άνοιξη του 1185 και τον διαδέχθηκε ο μικρός ανιψιός του. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ έγινε μπάιλλος αλλά η κηδεμονία του μικρού παιδιού δόθηκε στον θείο του Ζοσλέν Γ΄ της Έδεσσας επειδή ο Ραϋμόνδος δεν ήθελε να πέσει καμιά υποψία πάνω του άν το άρρωστο παιδί πέθαινε πρόωρα. Ο Βαλδουίνος Ε΄ πέθανε το καλοκαίρι του 1186 στην Άκρα χωρίς να κάνει διαθήκη.
Μετά τη κηδεία του παιδιού ο Ζοσλέν όρισε τη Σιβύλλα διάδοχο του αδελφού της υπό τον όρο να χωρίσει τον Γκυ και να επιλέξει νέα σύζυγο η ίδια ωστόσο στέφτηκε νέα βασίλισσα μαζί με τον Γκυ. Ο Ραϋμόνδος Γ΄ πήγε στη Ναμπλούς και συγκάλεσε όλους τους ευγενείς που ήταν πιστοί στην Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ κόρη του Αμωρί Α΄ και της δεύτερης συζύγου του Μαρίας Κομνηνής και στον Οίκο των Ιβελίνων. Ο Ραϋμόνδος ζήτησε να ορκιστούν νέοι βασιλείς η Ισαβέλλα και ο σύζυγος της Χάμφρεϋ Δ' του Τορόν αλλά ο Χάμφρεϋ που ο θετός του πατέρας Ραϋνάλδος του Σατιγιόν ήταν σύμμαχος του Γκυ το αρνήθηκε και ορκίστηκε πίστη στον Γκυ και τη Σιβύλλα.
Πτώση του βασιλείου
Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ (1187) οι βασιλείς κατοικούσαν στα Ευρωπαϊκά τους κράτη, δεν ζούσαν σχεδόν ποτέ στην Άκρα. Όταν έγινε βασιλιάς ο νεαρός Κορραδίνος που ζούσε στη δυτική Γερμανία ο δεύτερος ξάδελφος του πατέρα του Ούγος του Μπριέν διεκδίκησε την αντιβασιλεία και τη διαδοχή του βασιλείου. Τα δικαιώματα του προήλθαν (1264) σαν νόμιμος διάδοχος της Αλίκης της Καμπανίας που ήταν δεύτερη κόρη της Ισαβέλλας Α΄ της Ιερουσαλήμ. Η συνέλευση αποφάσισε ωστόσο να ορίσει διάδοχο του τον ξάδελφο του Ούγο της Αντιόχειας που στέφτηκε βασιλιάς ως Ούγος Γ΄ της Κύπρου και Ούγος Α΄ της Ιερουσαλήμ. Μετά την εκτέλεση του νεαρού Κορραδίνου από τον Κάρολο τον Ανδεγαυό (1268) ο Οίκος των Λουζινιάν κυβέρνησε τα βασίλεια των Ιεροσολύμων και της Κύπρου. Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός αγόρασε τα κληρονομικά δικαιώματα του βασιλείου για τους διαδόχους του (1277).
Την ίδια χρονιά απεστάλη από τον Κάρολο ο Ρογήρος του Σεβερίνο σαν μπάιλος στην Ανατολή, κυρίευσε την Άκρα και δέχτηκε όρκο υποτέλειας από τους βαρόνους, ο Ρογήρος ανεκλήθη όταν έγινε ο Σικελικός Εσπερινός (1282) και άφησε στη θέση του τον Όθων Ποαλετσιέν. Οι εξουσίες του Όθων ήταν ελάχιστες και όταν έφτασε από την Κύπρο ο Ερρίκος Β΄ της Κύπρου στέφθηκε νέος βασιλιάς. Μετά τη σύλληψη του από τους Μαμελούκους (1291) το βασίλειο της Ιερουσαλήμ τερμάτισε.
Μετά την πτώση του βασιλείου (1291) ο Ερρίκος Β΄ της Κύπρου εξακολουθούσε να έχει τον τίτλο του βασιλιά της Ιερουσαλήμ σαν διεκδικητής· τα δικαιώματα πέρασαν στους διαδόχους του βασιλείς της Κύπρου. Ο Κάρολος Α΄ ο Ανδεγαυός αγόρασε τα Κυπριακά δικαιώματα από τη Μαρία της Αντιόχειας (1277), εγγονής της Ισαβέλλας Α΄ της Ιερουσαλήμ· από τότε τα δικαιώματα πέρασαν στο στέμμα της Νεαπόλεως, που άλλαζαν περισσότερο με κατάκτηση ή διαθήκη, παρά με κληρονομιά. Το Βασίλειο της Νεαπόλεως ήταν παπικό δώρο, γι'αυτό ο πάπας χρησιμοποιούσε συχνά τον τίτλο του βασιλέως της Ιερουσαλήμ όπως επίσης και της Νεαπόλεως.
Με τον θάνατο του Καρόλου Β΄ της Σαβοΐας τα δικαιώματα του δουκάτου της Σαβοΐας πέρασαν στον Φίλιππο Β΄ της Σαβοΐας αδελφό του παππού του Αμεδαίου Θ΄ της Σαβοΐας. Η αδελφή του Καρόλου Β΄ Γιολάντα Λουίζα της Σαβοΐας δεν κληρονόμησε το δουκάτο της Σαβοΐας λόγω του φύλου της, κληρονόμησε όμως τα δικαιώματα της οικογένειας της στην Κύπρο και την Ιερουσαλήμ.
Οι δούκες της Σαβοΐας για να αποφύγουν τις συγκρούσεις με τους μεγάλους Οίκους των Βουρβόνων και των Αψβούργων που ήταν επίσης διεκδικητές χρησιμοποιούσαν στον τίτλο το κρυφό σύμβολο "&c."[4]
Διεκδικητές απόγονοι του Φιλίππου Β΄ της Σαβοΐας ήταν :
Διεκδικητές απόγονοι του Αμεδαίου Θ΄ της Σαβοΐας ήταν :
Γιολάντα Λουίζα της Σαβοΐας (1496 - 1499). Παντρεύτηκε τον πρώτο ξάδελφο της Φιλιβέρτο Β΄ της Σαβοΐας ανιψιό του Αμεδαίου Θ΄ χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Ο σύζυγος της συνέχισε να χρησιμοποιεί τους τίτλους διεκδίκησης των βασιλείων της Κύπρου και της Ιερουσαλήμ, διάδοχος τους έγινε η ξαδέλφη της Καρλόττα το μοναδικό παιδί της Άννας της Σαβοΐας της μεγαλύτερης κόρης του Αμεδαίου Θ΄ με τον σύζυγο της Φρειδερίκο της Νεαπόλεως.
Τα παιδιά του συνέχισαν να έχουν τα Κυπριακά δικαιώματα του βασιλείου της Ιερουσαλήμ μετά τον θάνατο του, και σαν απόγονοι του Φρειδερίκου Α΄ της Νεαπόλεως συνέχισαν να διεκδικούν και το βασίλειο της Νεαπόλεως.[5][6] Διαδέχθηκε επίσης τα κληρονομικά δικαιώματα των Μπριέν στα Ιεροσόλυμα από τον μακρινό του εξάδελφο Ιωάννη Β΄ Καζιμίρ της Πολωνίας μετά το τέλος εκείνου (1672), ενώνοντας τα δικαιώματα των Μπριέν με αυτά της Κύπρου.
Τα δικαιώματα της Νάπολης
Η Μαρία της Αντιόχειας κόρη του Βοημούνδου Δ΄ της Αντιόχειας από τη δεύτερη σύζυγο του Μελισσάνθη των Λουζινιάν που ήταν μικρότερη κόρη της Ισαβέλλας Α΄ της Ιερουσαλήμ και του τέταρτου συζύγου της Αμωρί της Κύπρου διεκδίκησε τον θρόνο της Ιερουσαλήμ (1269 - 1277). Η Μαρία την εποχή που πέθανε ο Κορραδίνος ήταν το μοναδικό εγγόνι της Ισαβέλλας Α΄ που είχε επιζήσει και ζήτησε να γίνει διεκδικητής του θρόνου βάση του αίματος. Η Υψηλή Αυλή της το αρνήθηκε πήγε κατόπιν στη Ρώμη και με παπική βούλα τα πούλησε στον Κάρολο τον Ανδεγαυό, από τότε τα κληρονομικά δικαιώματα στον θρόνο της Ιερουσαλήμ παραχωρήθηκαν στον θρόνο της Νεαπόλεως και κληρονομήθηκαν περισσότερο με κατάκτηση ή διαθήκη παρά με διαδοχή.
Φρειδερίκος της Νεαπόλεως (1496 - 1501) Την περίοδο της βασιλείας του τα εδάφη του στη Νάπολη δέχτηκαν επίθεση, αρχικά από τον Λουδοβίκο ΙΒ΄ της Γαλλίας και στη συνέχεια από τον Φερδινάνδο Β΄ της Αραγωνίας (1504), που ήθελε να εκδιώξει τόσο τον Φρειδερίκο όσο και τον Λουδοβίκο ΙΒ΄.
Φίλιππος Ε΄ της Ισπανίας (1700 - 1724) Την περίοδο της βασιλείας του τα κληρονομικά δικαιώματα της Ισπανίας στο βασίλειο της Νεαπόλεως χάθηκαν από τον Κάρολο ΣΤ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1707) και η Σικελία από τον Βίκτωρ Αμεδαίο Β΄ της Σαρδηνίας. Ο Φίλιππος Ε΄ συνέχισε να χρησιμοποιεί τους τίτλους διεκδίκησης του βασιλείου της Ιερουσαλήμ και του βασιλείου των Δυο Σικελιών, οι τίτλοι κληρονομήθηκαν από τους Βουρβόνους απογόνους του.
Κάρολος ΣΤ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1702 - 1740), διεκδίκησε τις Ισπανικές κτήσεις, παραιτήθηκε στο βασίλειο της Νεαπόλεως υπέρ του Βουρβόνου πρίγκιπα Καρόλου (1734) αλλά διατήρησε τους τίτλους για τη Νεάπολη και την Ιερουσαλήμ.
Τα δικαιώματα των Δύο Σικελιών
Κάρολος Γ΄ της Ισπανίας (1734 - 1788), υποχρεώθηκε να αποτρέψει την ένωση ανάμεσα στα στέμματα της Ισπανίας και των Δύο Σικελιών, παραιτήθηκε στο βασίλειο των Δυο Σικελιών υπέρ του γιου του Φερδινάνδου Α΄ αλλά κράτησε τους τίτλους για τα στέμματα της Ιερουσαλήμ και των Δυο Σικελιών.
Φραγκίσκος Β΄ των Δύο Σικελιών (1859 - 1894), το βασίλειο των Δύο Σικελιών κατακτήθηκε και ενσωματώθηκε στη Γερμανία (1860) αλλά ο Φραγκίσκος Β΄ συνέχισε να διεκδικεί τους τίτλους