Η εκκλησία ανοικοδομήθηκε, κατά παραγγελία, από τον Μέγα Κωνσταντίνο λίγο μετά την επίσκεψη της μητέρας του Ελένης στα Ιεροσόλυμα και τη Βηθλεέμ το 325–326, στη θέση που παραδοσιακά θεωρούνταν η γενέτειρα του Ιησού.[5][6] Αυτή η αρχική βασιλική πιθανότατα χτίστηκε μεταξύ 330 και 333, αναφέρθηκε ήδη το 333, και αφιερώθηκε στις 31 Μαΐου 339.[5][6] Πιθανότατα, καταστράφηκε από πυρκαγιά κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων των Σαμαρειτών του έκτου αιώνα, πιθανώς το 529 και μια νέα βασιλική χτίστηκε μερικά χρόνια αργότερα από τον Βυζαντινό αυτοκράτοραΙουστινιανό Α´ (527–565), ο οποίος πρόσθεσε ένα νάρθηκα και αντικατέστησε το οκταγωνικό ιερό με ένα σταυροειδές εγκάρσιο με τρεις αψίδες, αλλά διατήρησε σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό χαρακτήρα του κτιρίου, με αίθριο και βασιλική που αποτελείται από τον κυρίως ναό με τέσσερις πλευρικούς διαδρόμους.[5][6]
Η Βασιλική της Γεννήσεως, ενώ παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητη από την Ιουστινιανική ανοικοδόμηση, έχει δεχθεί πολλές επισκευές και προσθήκες, ιδιαίτερα από την περίοδο των Σταυροφόρων, όπως δύο καμπαναριά (σήμερα εξαφανισμένα), αγιογραφίες και πίνακες (μερικώς διατηρημένοι).[7] Με την πάροδο των αιώνων, η γύρω περιοχή επεκτάθηκε και σήμερα καλύπτει περίπου 12.000 τετραγωνικά μέτρα, αποτελούμενη από τρία διαφορετικά μοναστήρια ένα ελληνορθόδοξο, ένα ρωμαιοκαθολικό και ένα αρμενικό.[8] από τα οποία τα δύο τελευταία περιέχουν καμπαναριά που χτίστηκαν στη σύγχρονη εποχή.[7]
Το ασημένιο αστέρι, που σηματοδοτεί το σημείο όπου γεννήθηκε ο Χριστός, γραμμένο στα λατινικά, αποσπάστηκε τον Οκτώβριο του 1847 από Έλληνες μοναχούς που ήθελαν να αφαιρέσουν αυτό το καθολικό αντικείμενο.[5] Μερικοί ισχυρίζονται ότι αυτός ήταν ένας παράγοντας που συνέβαλε στον Κριμαϊκό πόλεμο κατά της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.[9] Άλλοι ισχυρίζονται ότι ο πόλεμος προήλθε από την ευρύτερη ευρωπαϊκή κατάσταση..[10]
Από το 1852 τα δικαιώματα των τριών θρησκευτικών κοινοτήτων διοικούνται από το Status quo.[13][14]
Βάσει των γραφών
Από τα τέσσερα κανονικά ευαγγέλια, Ματθαίος και ο Λουκάς αναφέρουν τη γέννηση του Ιησού, τοποθετώντας και τα δύο στη Βηθλεέμ.[15] Ο Λουκάς αναφέρει τη φάτνη: «καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν ἐν τῇ φάτνῃ, διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι.».[16]
Περί το 130 μ.Χ., το Άγιο Σπήλαιο μετατράπηκε σε τόπο προσκυνήματος για τους χριστιανούς. Το 135, ο ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Αδριανός (που προηγουμένως είχε δώσει εντολή για την ανοικοδόμηση ναού, αφιερωμένου στην Αφροδίτη, στο Γολγοθά), διέταξε την ανέγερση ιερού αφιερωμένου στον Άδωνι, τον θνητό εραστή της. Παρόλ' αυτά, το σχέδιό του δεν πραγματοποιήθηκε.[17][18]
Ο Ιερώνυμος ισχυρίστηκε το 420 ότι το σπήλαιο είχε αφιερωθεί στη λατρεία του Άδωνι και ότι ένα ιερό άλσος φυτεύτηκε εκεί προκειμένου να εξαφανιστεί εντελώς η μνήμη του Ιησού από τον κόσμο.[19]
Στη Βηθλεέμ επισημαίνεται το σπήλαιο όπου Γεννήθηκε και η φάτνη στο σπήλαιο όπου ήταν Τυλιγμένος με σπάργανα. Και η φήμη είναι σε εκείνα τα μέρη, και ανάμεσα στους ξένους της Πίστεως, ότι όντως σε αυτό το σπήλαιο γεννήθηκε ο Ιησούς που τον λατρεύουν και τον σέβονται οι Χριστιανοί.[20]
Η πρώτη Βασιλική σε αυτήν την τοποθεσία χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Α', στη θέση που προσδιορίστηκε από τη μητέρα του, αυτοκράτειρα Ελένη[21] και τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, Μακάριο Α΄.[22] Η κατασκευή ξεκίνησε το 326[21] υπό την επίβλεψη του Μακαρίου, ο οποίος ακολούθησε τις εντολές του Κωνσταντίνου[23] και αφιερώθηκε στις 31 Μαΐου339[24] — ωστόσο, είχε ήδη επισκεφθεί το 333 ο προσκυνητής του Μπορντό,[25][26] οπότε ήταν ήδη σε χρήση.[25] Ο προσκυνητής του Μπορντό αναφέρει: "δύο μίλια πέρα από τον τάφο της Ραχήλ, είναι η Βηθλεέμ, όπου γεννήθηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Στο σημείο αυτό οικοδομήθηκε χριστιανικός ναός, με διαταγή του Μεγάλου Κωνσταντίνου". Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Ευσέβιο τον Καισαρεία (275-339), ο αυτοκράτορας κόσμισε τα αναθήματα με χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμους λίθους.
Η ανέγερση αυτής της πρώιμης εκκλησίας πραγματοποιήθηκε ως μέρος ενός μεγαλύτερου έργου μετά την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου, με στόχο την οικοδόμηση εκκλησιών στις τοποθεσίες που υπήρχαν μαρτυρίες των κρίσιμων γεγονότων στη ζωή του Ιησού.[21][27] Ο σχεδιασμός της Βασιλικής επικεντρώθηκε γύρω από τρία μεγάλα αρχιτεκτονικά τμήματα:[28]
Στο ανατολικό άκρο, αψίδα σε πολυγωνικό σχήμα (σπασμένο πεντάγωνο, παρά το άλλοτε προτεινόμενο, αλλά απίθανο πλήρες οκτάγωνο), που περιβάλλει υπερυψωμένη εξέδρα με άνοιγμα στο δάπεδό της περίπου. Διάμετρος τεσσάρων μέτρων που επέτρεπε την άμεση θέα του τόπου της Γεννήσεως από κάτω. Ένα περιπατητικό με πλαϊνά δωμάτια περιέβαλλε την αψίδα.[28]
Πεντάκλιτη Βασιλική στη συνέχεια της ανατολικής αψίδας, κατά ένα κόλπο μικρότερο από την ιουστινιανική ανοικοδόμηση.[28]
Η Βασιλική έμεινε ανέπαφη για δύο αιώνες. Τον 5ο αιώνα, ο Ιουστινιανός ανήγειρε ένα μεγαλύτερο ναό. Ήθελε να κάνει την εκκλησία αυτή, το λαμπρότερο οικοδόμημα στην Παλαιστίνη. Ο αρχιτέκτονας διατήρησε -εν μέρει- το αρχικό σχήμα της Βασιλικής. Μετά την εποχή του Ιουστινιανού οι πληροφορίες για την τύχη του ναού λιγοστεύουν.[4] Τον 6ο αιώνα, η εκκλησία καταστράφηκε από πυρκαγιά, όμως ξαναχτίστηκε και στολίστηκε με ψηφιδωτά δάπεδα.[31]
Ανοικοδομήθηκε στη σημερινή της μορφή τον 6ο αιώνα με πρωτοβουλία του βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α´ (527–565), μετά την καταστροφή είτε του 529 είτε του 556.[5] Πιθανότατα ολοκληρώθηκε μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα, όπως αναφέρεται από τη χρονολόγηση των ξύλινων στοιχείων που είναι ενσωματωμένα στους τοίχους του ναού μεταξύ 545 και 665, η οποία προέκυψε από τις δενδροχρονολογικές αναλύσεις που έγιναν κατά τις πρόσφατες αναστηλωτικές εργασίες.[32]
Οι Πέρσες (Αυτοκρατορία των Σασσανιδών) υπό τον Χοσρόη Β΄ εισέβαλαν στην Παλαιστίνη και κατέκτησαν την κοντινή Ιερουσαλήμ το 614, αλλά δεν κατέστρεψαν τη δομή. Σύμφωνα με το μύθο, ο διοικητής τους Σαρβαραζάς συγκινήθηκε από την απεικόνιση -πάνω από την είσοδο της εκκλησίας- των Τριών Μάγων που φορούσαν την ενδυμασία των Περσών Ζωροαστρικών ιερέων, οπότε διέταξε να σωθεί το κτίριο.[33][34]
Η εισβολή των Περσών του 614 μ.Χ., ίσως να επέφερε καταστροφές και στη Βηθλεέμ, όμως η γερή κατασκευή δεν επέτρεψε ανεπανόρθωτες υλικές ζημιές. Οι βλάβες επιδιορθώθηκαν εύκολα και η εκκλησία επανήλθε στην αρχική της κατάσταση.
Τον 11ο αιώνα, όλες οι εκκλησίες των Αγίων Τόπων καταστράφηκαν από τον χαλίφη Χακίμ ιμπν Αμρ-ιλλάχ, εκτός από αυτήν της Βηθλεέμ. Σύμφωνα με το Γάλλοχρονογράφο Αντεμάρ, οι Σαρακηνοί χτυπήθηκαν ως εκ θαύματος από φως, με τη μορφή αστραπής, και ο ναός έμεινε άθικτος. Το 1099 μ.Χ. οι Σταυροφόροι έφθασαν στα Ιεροσόλυμα και βρήκαν την εκκλησία της Βηθλεέμ ανέγγιχτη. Τέσσερα χρόνια αργότερα (1103 μ.Χ.), ο Ταγκρέδος, πρίγκιπας της Γαλιλαίας κατέλαβε την πόλη μαζί με εκατό ιππότες, με εντολή του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν. Ο Γοδεφρείδος αναφέρει πως, αν και ολόκληρη η περιοχή είχε ερημώσει, μόνο ο ο Ναός του Σπηλαίου είχε αντέξει. Πενήντα χρόνια μετά, λόγω της τεράστιας φθοράς, ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α' Κομνηνός επισκεύασε με δικά του έξοδα τη Βασιλική της Γεννήσεως. Όπως αναλύεται στη δίγλωσση ελληνική και λατινική επιγραφή στον χώρο του βωμού, η ψηφιδωτή διακόσμηση έγινε από ομαδική εργασία με επικεφαλής έναν ζωγράφο ονόματι Εφραίμ. Μια άλλη δίγλωσση, λατινική και συριακή, επιγραφή που βρίσκεται στο κάτω μισό ψηφιδωτού πίνακα που απεικονίζει έναν άγγελο στο βόρειο τοίχο του ναού, μαρτυρεί το έργο ενός ζωγράφου ονόματι Βασίλειος, ο οποίος πιθανότατα ήταν ένας ντόπιος ΣύριοςΜελκίτης. Οι δύο καλλιτέχνες συνεργάστηκαν στο ίδιο εργαστήριο.[35]
Μετά το τέλος των Σταυροφοριών και τη διάλυση των βασιλείων τους, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες -προσφέροντας μεγάλα ανταλλάγματα στους εξαγριωμένους και διψασμένους για εκδίκηση Μουσουλμάνους- κατάφεραν να κρατήσουν τους Ορθόδοξους μοναχούς στην περιοχή.
Μετά την οθωμανική κατάκτηση της Παλαιστίνης το 1516, η Βασιλική της Γεννήσεως υπέφερε από μακρά παρακμή. Ο ναός εγκαταλείφθηκε σε μεγάλο βαθμό και χρησιμοποιήθηκε για βέβηλους σκοπούς. Προκειμένου να αποτραπεί η είσοδος των ανθρώπων στην εκκλησία με άλογα και βοοειδή, η κύρια είσοδος περιτοιχίστηκε και μετατράπηκε σε μια μικρή πόρτα, γνωστή μέχρι τις μέρες μας ως «Πόρτα της Ταπεινότητας», αφού οι επισκέπτες αναγκάζονται να σκύψουν για να περάσουν μέσα.[36] Ένα υπερυψωμένο τέμπλο, εφοδιασμένο με τρεις πόρτες, χώριζε επιμελώς τον κυρίως ναό από το ανατολικό άκρο του κτηρίου, το οποίο προοριζόταν για λειτουργικές δραστηριότητες. Η οθωμανική περίοδος χαρακτηρίστηκε από αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των διαφόρων χριστιανικών δογμάτων.
Το 1637, οι Έλληνες έλαβαν ηγεμονία από την Υψηλή Πύλη και οι Φραγκισκανοί εκδιώχθηκαν από το ιερό σπήλαιο. Το 1621 ο Αρμένιος Πατριάρχης Κρικόρ Παρόντερ αγόρασε τα εν μέρει ερειπωμένα κτίρια στα νότια της αυλής και ίδρυσε εκεί ένα μοναστήρι και ένα ξενώνα για τους προσκυνητές. Το 1639, ο Κρητικός ζωγράφος Ιερεμίας Παλλάδας ανάλαβε από τον Έλληνα Πατριάρχη να ζωγραφίσει νέες εικόνες για να εξωραΐσει την εκκλησία. Περαιτέρω εργασίες έγιναν το 1671 με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Δοσίθεου Β΄.
Τα εγκαίνια του Ναού του Σπηλαίου της Γεννήσεως έγιναν τον Ιούλιο του ίδιου εκκλησιαστικού έτους, από τη Σύνοδο, η οποία απήλλαξε τον πρώην Πατριάρχη ΚωνσταντινουπόλεωςΚύριλλο Λούκαρι (1572-1637), από τις κατηγορίες των Ιησουιτών. Το 1675 ο Δοσίθεος κατόρθωσε να αποκτήσει τον έλεγχο και του ναού και προώθησε τις αναστηλώσεις του δαπέδου και της στέγης, καθώς και την κατασκευή νέου τέμπλου. Οι Φραγκισκανοί αποκαταστάθηκαν στα δικαιώματά τους το 1690, αλλά χάνουν την ηγεμονία τους για άλλη μια φορά το 1757, όταν η πλήρης ιδιοκτησία της άνω εκκλησίας και η άδεια να κρατήσουν τα κλειδιά του σπηλαίου παραχωρήθηκε στους Ελληνορθόδοξους.[37]
Εξαιτίας των αδιάκοπων διεισδύσεων νερού από την οροφή, τα ψηφιδωτά των Σταυροφόρων άρχισαν να πέφτουν, όπως τεκμηριώνεται σε πολλές αφηγήσεις προσκυνητών από τον 16ο αιώνα και μετά.[38] Το 1842 έγινε η τελευταία μεγάλη ανακαίνιση της εκκλησίας, επί Αθανασίου Γ'. Η οροφή αντικαταστάθηκε και μολυβδοσκεπάστηκε, όπως η προηγούμενη. Το Καθολικό -εντός του ναού- στρώθηκε με μάρμαρο, ενώ το εξωτερικό στρώθηκε με πέτρα. Οι κατεστραμμένοι, από το πέρασμα του χρόνου, μωσαϊκοί τοίχοι, επικαλύφθηκαν με μαρμαρόσκονη.[4]
Νεώτερα χρόνια
19ος αιώνας
Οι σεισμοί προκάλεσαν σημαντικές ζημιές στον Ναό της Γεννήσεως μεταξύ 1834 και 1837.[39] Ο σεισμός του 1834 στα Ιεροσόλυμα κατέστρεψε το καμπαναριό της εκκλησίας, τα έπιπλα του σπηλαίου στο οποίο είναι χτισμένη η εκκλησία και άλλα μέρη της δομής της.[40] Μικρές ζημιές προκλήθηκαν περαιτέρω από μια σειρά ισχυρών μετασεισμών το 1836 και από τον σεισμό της Γαλιλαίας του 1837.[39][41] Ως μέρος των επισκευών που εκτέλεσαν οι Ελληνορθόδοξοι μετά την παραλαβή φιρμάνι το 1842, χτίστηκε ένας τοίχος μεταξύ του ναού και των κλιτών, που χρησιμοποιούσαν τότε ως αγορά, και το ανατολικό τμήμα της εκκλησίας που περιείχε χορωδία, η οποία επέτρεψε τη συνέχιση της λατρείας εκεί.[5]
Το θρησκευτικά σημαντικό ασημένιο αστέρι που σηματοδοτεί την ακριβή γενέτειρα του Ιησού αφαιρέθηκε τον Οκτώβριο του 1847 από το Σπήλαιο της Γεννήσεως από τους Ελληνορθόδοξους.[5][42] Η εκκλησία ήταν υπό τον έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά γύρω στα Χριστούγεννα του 1852, ο Ναπολέων Γ΄ ανάγκασε τους Οθωμανούς να αναγνωρίσουν την ρωμαιοκαθολική Γαλλία ως την «κυρίαρχη αρχή» των χριστιανικών ιερών τοποθεσιών στους Αγίους Τόπους.[43] Ο Σουλτάνος της Τουρκίας αντικατέστησε το ασημένιο αστέρι στο σπήλαιο, με μια λατινική επιγραφή, αλλά η Χριστιανική Ορθόδοξη Ρωσική Αυτοκρατορία αμφισβήτησε την αλλαγή στην εξουσία. Ανέφεραν τη Συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή και στη συνέχεια ανέπτυξαν στρατούς στην περιοχή του Δούναβη. Ως αποτέλεσμα, οι Οθωμανοί εξέδωσαν φιρμάνια ουσιαστικά ανατρέποντας την προηγούμενη απόφασή τους, αποκηρύσσοντας τη γαλλική συνθήκη και αποκαθιστώντας στους Ορθόδοξους Χριστιανούς την κυρίαρχη εξουσία επί των εκκλησιών των Αγίων Τόπων προς το παρόν, αυξάνοντας έτσι τις τοπικές εντάσεις - και όλα αυτά τροφοδότησαν την σύγκρουση μεταξύ της Ρωσικής και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για τον έλεγχο των ιερών τόπων γύρω από την περιοχή.
20ος αιώνας μέχρι σήμερα
Το 1918 ο Βρετανός κυβερνήτης, συνταγματάρχης Ρόναλντ Στορς, κατεδάφισε το τείχος που είχε ανεγερθεί το 1842 από τους Ελληνορθόδοξους μεταξύ του ναού και της χορωδίας.[5]
Το πέρασμα που συνδέει το Σπήλαιο του Αγίου Ιερώνυμου και το Σπήλαιο της Γεννήσεως επεκτάθηκε τον Φεβρουάριο του 1964, επιτρέποντας ευκολότερη πρόσβαση στους επισκέπτες. Ο Αμερικανός επιχειρηματίας, Στάνλεϊ Σλότκιν, επισκέφτηκε εκείνη την εποχή και αγόρασε μια ποσότητα από ασβεστολιθικά ερείπια, περισσότερα από ένα εκατομμύριο ακανόνιστα θραύσματα πλάτους περίπου 5 mm (0,20 in). Τα πούλησε στο κοινό εγκλωβισμένα σε πλαστικούς σταυρούς και διαφημίστηκαν σε πληροφοριακά στοιχεία το 1995.[44]
Κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Ιντιφάντα τον Απρίλιο του 2002, η εκκλησία ήταν ο τόπος πολιορκίας για ένα μήνα, όταν περίπου 50 ένοπλοι Παλαιστίνιοι καταζητούμενοι από τις Ισραηλινές Αμυντικές Δυνάμεις (IDF) κατέφυγαν μέσα στην εκκλησία. Οι Χριστιανοί στην εκκλησία έδωσαν καταφύγιο στους μαχητές, δίνοντάς τους τροφή, νερό και προστασία από τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν έξω. Ισραηλινά μέσα ενημέρωσης ισχυρίστηκαν ότι οι Χριστιανοί που βρίσκονταν μέσα κρατούνταν όμηροι,[45] ωστόσο, οι ενορίτες μέσα στην εκκλησία λένε ότι αυτοί και η εκκλησία τους αντιμετώπθσαν με σεβασμό.[46]
Στις 27 Μαΐου 2014, οι κουρτίνες πήραν φωτιά στο σπήλαιο κάτω από την εκκλησία, με αποτέλεσμα να προκληθούν μικρές ζημιές.[47]
Οι έχοντες την συγκυριότητα της εκκλησίας ανέλαβαν μια μεγάλη ανακαίνιση ξεκινώντας τον Σεπτέμβριο του 2013,[48] με εκτίμηση ολοκλήρωσης το 2021.
Το 2012, το εκκλησιαστικό συγκρότημα έγινε ο πρώτος παλαιστινιακός χώρος που καταγράφηκε ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς στην 36η σύνοδό της στις 29 Ιουνίου.[49] Εγκρίθηκε με μυστική ψηφοφορία[50] με 13–6 στην 21μελή επιτροπή, σύμφωνα με την εκπρόσωπο της UNESCO Sue Williams,[51] και μετά από μια επείγουσα διαδικασία υποψηφιότητας που παρέκαμψε τη διαδικασία των 18 μηνών για τις περισσότερες τοποθεσίες και παρά την αντίθεση των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ισραήλ. Η τοποθεσία εγκρίθηκε με τα κριτήρια τέσσερα και έξι.[52] Η απόφαση ήταν αμφιλεγόμενη τόσο από τεχνική όσο και από πολιτική άποψη..[51][53] Τοποθετήθηκε στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς σε κίνδυνο από το 2012 έως το 2019, καθώς υπέστη ζημιές λόγω διαρροής νερού.[54]
Ιδιοκτησία και διοίκηση
Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας, η λειτουργική χρήση και η συντήρηση της εκκλησίας ρυθμίζονται από ένα σύνολο εγγράφων και κατανοήσεων γνωστών ως Status quo.[14] Η εκκλησία ανήκει σε τρεις εκκλησιαστικές αρχές, το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο Ιεροσολύμων (το μεγαλύτερο μέρος του κτιρίου και την επίπλωση), την Αρμενική Αποστολική Εκκλησία και τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (καθεμία από αυτές με μικρότερες περιουσίες).[14] Οι Κόπτες Ορθόδοξοι και οι Σύροι Ορθόδοξοι κατέχουν δευτερεύοντα δικαιώματα λατρείας στην Αρμενική εκκλησία στο βόρειο τμήμα και στο Βωμό της Γέννησης.[14] Αρκετές φορές υπήρξαν φιλονικίες μεταξύ ασκουμένων μοναχών που διατάραξαν τον ήρεμο σεβασμό και τις προσευχές των άλλων, τους ύμνους και ακόμη και την κατανομή του χώρου στο πάτωμα για τα καθήκοντα καθαριότητας.[55] Η Παλαιστινιακή Αστυνομία καλείται συχνά να αποκαταστήσει την ειρήνη και την τάξη.[56]
Περιγραφή
Ο Φράγκοςεπίσκοπος Αρκούλφος, τον 7ο αιώνα και ο Βιλιβάρδος τον 8ο, περιγράφουν με θαυμασμό τη Βασιλική της Γεννήσεως. Ο Βερνάρδος γράφει στην Θ' εκατονταετηρίδα: "στη Βηθλεέμ υπάρχει μεγάλη εκκλησία, στο μέσο της οποίας είναι ένα σπήλαιο υπόγειο, του οποίου η είσοδος βρίσκεται προς το νότο και η έξοδος προς ανατολάς (ίσως προς βορρά). Μέσα στο σπήλαιο, δυτικά, αναδεικνύεται η Αγία Φάτνη".[4] Σήμερα, γύρω από αυτήν την περιοχή υπάρχουν λατινικά, ελληνορθόδοξα, φραγκισκανικά και αρμένικαμοναστήρια, καθώς και κήποι και καμπαναριά.
↑εβραϊκά: כנסיית המולד; αραβικά: كَنِيسَةُ ٱلْمَهْد; αγγλικά: Basilica of the Nativity; αρμενικά: Սուրբ Ծննդեան տաճար; λατινικά: Basilica Nativitatis
Παραπομπές
↑Cust, Lionel G. A. (1929). The Status Quo in the Holy Places. London.
↑For a detailed introduction to the history of the site and its architectural, spatial, and figural mise-en-scène since Antiquity to the present cf. Bacci, Michele (2017), The Mystic Cave. A History of the Nativity Church in Bethlehem, Rome-Brno, Viella
↑ 8,08,1Shomali, Qustandi. «Church of the Nativity: History & Structure». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Απριλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2018. Σήμερα, το συγκρότημα της εκκλησίας της Γέννησης καλύπτει έκταση περίπου 12.000 τετραγωνικών μέτρων και περιλαμβάνει, εκτός από τη Βασιλική, το λατινικό μοναστήρι στα βόρεια, το ελληνικό μοναστήρι στα νοτιοανατολικά και το αρμενικό στα νοτιοδυτικά. Ένα καμπαναριό και ένα σκευοφυλάκιο χτίστηκαν δίπλα στη νοτιοανατολική γωνία της Βασιλικής.
↑Pearlman, Moshe (1980). Digging up the Bible. New York: William Morrow and Co. σελίδες 33–34. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιανουαρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2020 – μέσω Church of the Holy Sepulchre, 325 CE: Center for Online Judaic Studies (COJS).