Ο Ραμσής Β΄ (1303 π.Χ. - 1214 π.Χ.), γνωστός και ως Ραμσής ο Μέγας (στην ελληνική βιβλιογραφία συναντάται και ως Ραμεσσής Β΄, ενώ στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστός και ως Οσυμανδύας[1] από την παραφθορά του επίσημου βασιλικού τίτλου του Ραμσή που ήταν Ούσερ-μαατ-ρε Σέτεφ-εν-ρε), ήταν ο τρίτος φαραώ της 19ης δυναστείας της Αιγύπτου. Ήταν ο ισχυρότερος όλων των Αιγυπτίων ηγεμόνων.
Γεννήθηκε το 1303 π.Χ. και ήταν ο δεύτερος γιος του Φαραώ Σέτι Α΄ και της βασίλισσας Τούγιας, ο οποίος τον έχρισε αντιβασιλέα το 1289 π.Χ., όταν ο Ραμσής ήταν 14 ετών δηλαδή. Στα 24 του, 1279 π.Χ. ανέλαβε την εξουσία και βασίλεψε μέχρι το 1213 π.Χ. σύμφωνα με τον ιστορικό Μανέθων. Ο Ραμσής είχε δυο αδερφές, τη μεγαλύτερη του πριγκίπισσα Τία και την μικρότερη του πριγκίπισσα Χανουτμίρε, την οποία και παντρεύτηκε. Η επίσημη σύζυγος του Ραμσή ήταν η βασίλισσα Νεφερτάρι αλλά είχε άλλες 7 βασιλικές συζύγους. Αυτές ήταν η Ισετνοφρέτ, μητέρα του διαδόχου του Ραμσή, η Βιντάναθ, η Μεριχτάμην, η Νεμπετάβυ, και οι τρεις ήταν κόρες του Ραμσή, η Χανουτμίρε, η αδερφή του όπως ήδη αναφέρθηκε, η Μααθορνεφέρου, η κόρη του Χετταίου βασιλιά και ακόμα μια Χετταία πριγκίπισσα της οποίας το όνομα δεν σώζεται σε κανένα κείμενο. Στην αρχαία Αίγυπτο ήταν σύνηθες φαινόμενο να γίνονται γάμοι μεταξύ των μελών της βασιλικής οικογένειας, διότι θεωρούσαν τους εαυτούς τους απογόνους των θεών και δεν μπορούσανε να ενώσουν το αίμα τους με αίμα κοινών θνητών. Εκτός των άλλων ο Φαραώ είχε το δικαίωμα όταν πέθαινε η σύζυγος του να παντρευτεί την κόρη ή τις κόρες της, καθώς οι αρχαίοι Αιγύπτιοι πιστεύανε ότι μέσα από τους απογόνους τους ζει το πνεύμα τους και η συνέχεια τους. Ο Ραμσής έκανε περίπου 100 παιδιά, οι μελετητές υπολογίζουν πως έκανε 45 με 55 γιούς και 40 με 50 κόρες. Τα πιο γνωστά από τα παιδιά του είναι, ο διάδοχος του και 13ος γιος του, Μερνεφθά, ο Χαεμσέτ, ο Άμουν-χε-χέρεσεφ που ήταν ο πρωτότοκος γιος του Ραμσή και οι κόρες του και μετέπειτα σύζυγοι του Μειχταμήν, Βιντάναθ και Νεμπετάβυ. Ο Ραμσής χτυπήθηκε σε μεγάλη ηλικία από αρθριτικά και σκλήρυνση των αιμοφόρων αγγείων. Πέθανε το 1213 π.Χ. σε ηλικία περίπου 90 χρονών. Το όνομα του έμεινε δοξασμένο στους αιώνες και μέχρι και όταν έπεσε το Νέο Βασίλειο της Αιγύπτου, όλοι πιστεύανε ότι ένας απόγονος του θα έσωζε τη χώρα από την καταστροφή. Ύστερα από τον Ραμσή Β΄ άλλοι δέκα Φαραώ πήρανε το όνομα του, για να προσδώσουν κύρος στη βασιλεία τους. Ο μεγάλος ηγεμόνας θάφτηκε στην Κοιλάδα των Βασιλέων, στη νεκρόπολη που βρισκόταν στα δυτικά των Θηβών και συγκεκριμένα στο τύμβο που σήμερα ονομάζεται KV7. Η μούμια του φυλάσσεται στο Μουσείο του Καΐρου.
Η εξωτερική πολιτική του ήταν κυρίως επιθετική με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων της Αιγύπτου στη συριακή και παλαιστινιακή επικράτεια. Για αυτό το λόγο ο Ραμσής έκανε πολλούς πολέμους ενάντια στους γείτονες του.
Ο Ραμσής με τις εκστρατείες του επέφερε εσωτερική σταθερότητα και οικονομική άνθηση στην Αίγυπτο, για αυτό και στο 30ο έτος της βασιλείας του χαρακτηρίστηκε ως Θεός. Κανένας προκάτοχος του θρόνου δεν είχε καταφέρει τόσα πολλά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα και σε τόσο νεαρή ηλικία. Θέλοντας να αφήσει το όνομα του και τα κατορθώματα του αθάνατα στο πέρασμα των αιώνων, έχτισε πληθώρα μνημείων με απεικονίσεις των μαχών και των εκστρατειών του. Η οικονομική και πολιτιστική άνθηση που έφεραν τα έργα του, τον έκαναν ακόμα πιο αγαπητό στο λαό του. Τα πιο σημαντικά μνημεία που έχτισε είναι:
Ο Ραμσής θάφτηκε αρχικά στον τάφο KV7 της Κοιλάδας των Βασιλέων, αλλά εξ' αιτίας των κλοπών οι ιερείς αποφάσισαν να μετακινήσουν το σώμα, να το τυλίξουν ξανά και να το μεταφέρουν στον τάφο της βασίλισσας Ινχάπι, απ' όπου τον μετακίνησαν ξανά μετά από 3 μέρες. Αυτή τη φορά το σώμα του κατέληξε στον τάφο του ιερέα Πινουτζέμ Β', όπου και έμεινε μέχρι την ανακάλυψή του. Όλες αυτές οι πληροφορίες είναι καταγεγραμμένες πάνω στις γάζες με τις οποίες ο Ραμσής τυλίχτηκε[2]. Η μούμια του τώρα βρίσκεται στο Μουσείο της Αιγύπτου στο Κάιρο.
Από το πρόσωπο της μούμιας μπορούμε αν καταλάβουμε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Ραμσή. Η μούμια έχει γαμψή μύτη και ισχυρό σαγόνι, με μερικά μαλλιά ακόμη στην κεφαλή με αραίωση στο σχήμα πετάλου και στέκεται στο ύψος των 1.70 μέτρα. Μία ανάλυση των μαλλιών του Ραμσή, αποκαλύπτει ότι κατά την διάρκεια της ζωής του τα μαλλιά του είχαν κόκκινο χρώμα, το οποίο προϋποθέτει ότι καταγόταν από μια οικογένεια με κόκκινα μαλλιά. Αυτό είναι σημαντικό καθώς δεν παίζει μόνο αισθητικό ρόλο, αντιθέτως τα κόκκινα μαλλιά στην Αρχαία Αίγυπτο σχετίζονται με τον θεό Σετ, τον αντίπαλο του θεού Όσιρι στην αιγυπτιακή μυθολογία, και το όνομα του πατέρα του Ραμσή, σήμαινε "ακόλουθος του Σετ" γεγονός που μας οδηγεί στο να πιστέψουμε ότι και εκείνος είχε κόκκινα μαλλιά.
Το 1974 αρχαιολόγοι διαπίστωσαν ότι η κατάσταση της μούμιας χειροτέρευε καθώς οι συνθήκες διατήρησής της δεν ήταν ιδανικές και έτσι η μούμια μεταφέρθηκε στο Παρίσι για να πραγματοποιηθεί ανάλυση από επιστήμονες. Στη μούμια χορηγήθηκε αιγυπτιακό διαβατήριο με το επάγγελμα να αναφέρει "Βασιλιάς (αποθανών)". Η μούμια έφτασε στο αεροδρόμιο Le Bourget του Παρισιού με τιμητική παρουσία του στρατού, ανάλογη αφίξεως ενός βασιλιά.
Κατά την ανάλυση της μούμιας, οι επιστήμονες ανακάλυψαν τραύματα μάχης, παλιά κατάγματα, αρθρίτιδα και σημάδια κακής ροής του αίματος. Εξαιτίας της αρθρίτιδας του Ραμσή, πιθανολογείται ότι ο φαραώ ήταν αναγκασμένος να περπατάει με ένα μπαστούνι για την τελευταία περίπου δεκαετία της ζωής του[3]. Μία πρόσφατη έρευνα απέρριψε την πιθανότητα αγκυλοποιητικής σπονδυλοαρθρίτιδας ως την αιτία για την κατάσταση της υγείας του Ραμσή προς το τέλος της ζωής του. Οι επιστήμονες επίσης ανακάλυψαν την ύπαρξη μιας τρύπας στην κάτω γνάθο του Ραμσή. Ανακαλύφθηκε επίσης ένα απόστημα ανάμεσα στα δόντια του, που "θα μπορούσε να ήταν αρκετά σοβαρό, παρ' όλα αυτά αυτό δεν μπορεί να διευκρινιστεί με σιγουριά".
Μετά την επιστροφή της μούμιας στην Αίγυπτο, την επισκέφτηκε ο πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ και η γυναίκα του.