Ο Λέων, γεωργιανά: ლეონი, ლევანი Λεόν, Λεβάν (1786 – 1812) ήταν εγγονός τού βασιλιά Ηρακλή Β΄ τού Κάρτλι και τού Καχέτι, ο οποίος ηγήθηκε μίας εξέγερσης Γεωργίας - Οσετίας κατά της ρωσικής κυριαρχίας το 1810. Σκοτώθηκε από τους Λεσγιανούς ληστές τον Οκτώβριο του 1812.
Πρώιμη ζωή
Ο Λέων γεννήθηκε στην οικογένεια τού πρίγκιπα Iουλόν της Γεωργίας και της συζύγου του, πριγκίπισσας Σαλώμης, κόρης τού Ρεβάζ Αμιλαχβάρι, το 1786. Η οικογένεια έζησε στην Τιφλίδα, την πρωτεύουσα τού Ηρακλή Β΄, μέχρι τη λεηλασία της από τους Ιρανούς το 1795. Μετά από αυτό, ο Iουλόν μετέφερε το σπίτι του στην πριγκιπική του επικράτεια στην κοιλάδα Kσάνι, όπου ο νεαρός Λέων εκπαιδεύτηκε ιδιωτικά από τον σεβαστό κοσμήτορα Iοάνε Καρτβελισβίλι.
Μετά το τέλος τού ετεροθαλούς αδελφού του Γεωργίου ΙΒ΄ τον Δεκέμβριο τού 1800, ο Iουλόν διεκδίκησε τα δικαιώματα στον θρόνο τού Kάρτλι και τού Kαχέτι, αλλά η βασιλική διαδοχή διακόπηκε από τη ρωσική κυβέρνηση, η οποία προχώρησε με το σχέδιο της οριστικής προσάρτησης της Γεωργίας. Τον Απρίλιο τού 1801, σε πείσμα τού ρωσικού καθεστώτος, ο Ιουλόν αποσύρθηκε στη δυτική Γεωργία, στον εξ αδελφής ανιψιό, τον βασιλιά Σολομώντα Β΄ τού Ιμερέτι. Τον Ιούνιο του 1804, ο 18χρονος Λέων συνόδευσε τον πατέρα του, Iουλόν, και τον θείο του, ΠΑρναόζ, σε μία μάταιη προσπάθεια να συμμετάσχουν στην εξέγερση των Γεωργιανών ορεινών κατά των Ρώσων. Κατά την υποχώρησή τους στο Ιμερέτι, τα ρωσικά στρατεύματα αιφνιδίασαν τους φυγάδες πρίγκιπες και συνέλαβαν τον Ιουλόν. Ο Λέων και ο Παρναόζ κατάφεραν να διαφύγουν στο Ιράν, το οποίο τότε βρισκόταν σε πόλεμο με τη Ρωσία. Ο Παρναόζ αιχμαλωτίστηκε από τους Ρώσους αργότερα το ίδιο έτος στην επαναστατημένη γεωργιανή επαρχία Μτιουλέτι, ενώ ο Λέων ενώθηκε με έναν άλλο θείο του, τον Αλέξανδρο, στην υπηρεσία του στον ιρανικό στρατό στο Ερεβάν.
Εξέγερση των Οσετίων
Τον Ιούλιο του 1810, ο Λέων, μέσω τού Αχαλτσίχε και τού Ιμερέτι, διείσδυσε στην κοιλάδα τού Λιάχβι και στις 26 Ιουλίου εξέδωσε μία προκήρυξη από το χωριό Κέχβι, καλώντας τους ευγενείς τού Κάρτλι να συμμετάσχουν στην εξέγερση κατά της Ρωσίας. Κανονίστηκε ότι οι δυνάμεις τού Λέοντα θα ενώνονταν στη συνέχεια με τους Ιμερετίους αντάρτες υπό τον εξάδελφό του, τον έκπτωτο βασιλιά Σολομώντα Β΄, και με τη βοήθεια τού οθωμανικού και τού ιρανικού στρατού να εκτοπίσουν τους Ρώσους από τη Γεωργία. Ο Λεόν συγκέντρωσε μία δύναμη περίπου 2.000 Οσετών αγροτών και πολιόρκησε την πόλη Τσκινβάλι, αλλά δεν κατάφερε να την καταλάβει. Στο πλευρό τού Λέοντα στάθηκαν οι πρίγκιπες Mατσαμπέλι, στα εδάφη των οποίων ζούσαν πολλοί Οσσέτιοι. Ο Ρώσος διοικητής στη Γεωργία, Αλεξάντερ Τορμάσοφ, έλαβε επίσης πληροφορίες ότι ο Λέων ετοιμαζόταν να αρπάξει τον θείο του, τον Καθολικό-Πατριάρχη της Γεωργίας Αντώνιο Β΄, ο οποίος είχε πιεστεί από τους Ρώσους να φύγει για τη Ρωσία. Ο Aντώνιος Β΄ τελικά οδηγήθηκε έξω από την Τιφλίδα στις 3 Νοεμβρίου 1810 και στις 11 Ιουλίου 1811 τού αφαιρέθηκε το αξίωμα.
Τον Σεπτέμβριο του 1810, οι ρωσικές ενισχύσεις υπό τον συνταγματάρχη Σταχλ νίκησαν μεγάλα τμήματα ανταρτών στην κοιλάδα Λιάχβι. Τα επαναστατημένα χωριά κάηκαν, οι πύργοι των Οσετίων οικογενειών ανατινάχτηκαν και οι πρίγκιπες Μαχαμπέλι συγκεντρώθηκαν. Από τους ευγενείς συμμάχους τού Λέοντα, ο Ντουρμισχάν Tουσισβίλι σκοτώθηκε σε μάχες, ο Λουαρσάμπ Ματσαμπέλι εξορίστηκε στη Ρωσία και ο Μπααντούρ Μπορτισβίλι απεβίωσε στη φυλακή στην Τιφλίδα. Οι ηγέτες των Οσετίων αγροτών, Toκχ και Μπίμπο Σανακοσβίλι, απαγχονίστηκαν στο Γκόρι στις 7 Φεβρουαρίου 1811.
Μετά την ήττα του, ο Λέων βρήκε καταφύγιο μεταξύ των Οσετίων τού φαραγγιού τού Ναρ, βόρεια των βουνών τού Μεγάλου Καυκάσου. Μάταια ο πρίγκιπας Ιουλόν, που ζει τώρα στη Ρωσία, και ο στρατηγός Τορμάσοφ προσπάθησαν να πείσουν τον Λέοντα να παραδοθεί με αντάλλαγμα το δικαίωμα να ενωθεί με τον πατέρα του στην ασφαλή εξορία του. Ο πρίγκιπας Γιερεμέι Μπαγκρατιόνι, ένας αξιωματικός τού ρωσικού στρατού γεωργιανής καταγωγής, στάλθηκε να συζητήσει, αλλά ο Λέων τον βασάνισε και τον πώλησε στους Kαμπαρντιανούς. Μία αμοιβή 2.000 ρούβλια και μία σύνταξη προσφέρθηκε για τη σύλληψη τού Λέοντα. Ο Λεόντας, συνοδευόμενος από μόνο τρεις Οσετίους, αποφάσισε να πάρει τον δρόμο του προς την ελεγχόμενη από τους Οθωμανούς Αχαλτσίχε, αλλά μαχαιρώθηκε μέχρι θανάτου από τους Λέσγκιανούς, που συνάντησε σε ένα χωράφι με καλαμπόκι στο Γκογκίας-Τσίχε στο φαράγγι Μποργιόμι τον Οκτώβριο του 1812. Έτσι, μόνο το κομμένο κεφάλι και τα αιματοβαμμένα ενδύματα τού Λέοντα έφτασαν στον πασά τού Αχαλτσίχε , ο οποίος έβαλε τους Λεσγκιανούς δολοφόνους να συλληφθούν και να εκτελεστούν. Τα λείψανα τού Λέοντα ενταφιάστηκαν από τους δουλοπάροικους των πριγκίπων Τσιτσισβίλι στο τότε αδρανές μοναστήρι τού Αγίου Νικολάου στο Κιντσβίσι.
Παραπομπές
Βιβλιογραφικές αναφορές