Η ενεργή ανάμειξη του Παρναόζ στην πολιτική της χώρας του ήρθε με την άνοδο τού ετεροθαλούς αδελφού του Γεωργίου ΙΒ΄ στον θρόνο τού Κάρτλι και τού Καχέτι, μετά το τέλος του Ηρακλή Β΄ το 1798. Ο Γεώργιος ανέτρεψε τον κανόνα της διαδοχής, που είχε εγκριθεί το 1791 από τον Ηρακλή υπό την επιρροή της βασίλισσας Νταραγιάν, ορίζοντας τον διάδοχο τού βασιλιά όχι στους απογόνους του, αλλά στον μεγαλύτερο αδελφό του. Αυτό θα έκανε τον Παρναόζ τον 6ο στη σειρά της διαδοχής, πίσω από τον Γεώργιο και τους μεγαλύτερους αδελφούς του, Ιουλόν, Βαχτάνγκ, Μιριάν και Αλέξανδρο. Αντίθετα ο νέος μονάρχης, έχοντας ανανεώσει την αναζήτηση για ρωσική προστασία, έλαβε από τον Παύλο της Ρωσίας την αναγνώριση τού γιου του Δαβίδ, ως κληρονομικού διαδόχου στις 18 Απριλίου 1799. [1] Αυτό οδήγησε σε μία δυναστική διαμάχη, στην οποία ο Παρναόζ ήταν στο πλευρό του Iουλόν. [2][3]
Μέχρι τον Ιούλιο του 1800, η κρίση είχε πάρει τα χαρακτηριστικά στρατιωτικής σύγκρουσης. Ο Παρναόζ ενώθηκε με τα αδέλφια του, Ιουλόν και Βαχτάνγκ, κλείνοντας τους δρόμους προς την πρωτεύουσα της Τιφλίδας, σε μία προσπάθεια να σώσουν τη μητέρα τους, τη χήρα βασίλισσα Νταρεγιάν, η οποία είχε εξαναγκαστεί από τον Γεώργιο ΙΒ΄ σε περιορισμό στο δικό της παλάτι στο Αβλαμπάρι. Ο Παρναόζ απείλησε το Γκόρι και ο βασιλιάς διέταξε τον πρίγκιπα Οτάρ Αμιλάχβαρι να υπερασπιστεί την πόλη με κάθε κόστος. Η άφιξη πρόσθετων ρωσικών στρατευμάτων υπό τον υποστράτηγο Βασίλι Γκουλιάκοφ τον Σεπτέμβριο του 1800 στην Τιφλίδα, κατέστησε τη θέση τού Γεωργίου ΙΒ΄ σχετικά ασφαλή και οι επαναστάτες πρίγκιπες αποσύρθηκαν στις επαρχίες. Ο Παρναόζ πήρε τον έλεγχο τού σημαντικού φρουρίου τού Σουράμι και άρχισε να το οχυρώνει, ενώ ένας άλλος από τους αδελφούς του, ο πολεμοχαρής πρίγκιπας Αλέξανδρος, κατέφυγε στο Νταγκεστάν για να συσπειρώσει τους Αβάρους για τον σκοπό του. [4][5]
Αντι-Ρώσος επαναστάτης
Μετά το τέλος τού Γεωργίου ΙΒ΄ τον Δεκέμβριο του 1800, οι Ρώσοι εμπόδισαν τον κληρονόμο του Δαβίδ να ανέλθει στο θρόνο και προχώρησαν στην πλήρη προσάρτηση της Γεωργίας στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο Ρώσος διοικητής στη Γεωργία, στρατηγός Ιβάν Λαζάρεφ, ζήτησε να συγκεντρωθούν όλα τα μέλη τού βασιλικού οίκου και να παραμείνουν στην Τιφλίδα. Τον Απρίλιο του 1801 ο Iουλόν και ο Pαρναόζ αψήφησαν τη διαταγή και κατέφυγαν στη δυτική Γεωργία, στην αυλή τού εξ αδελφής ανιψιού τους βασιλιά Σολομώντα Β΄ τού Ιμερέτι[6], ο οποίος είχε υποστηρίξει την αξίωση τού Ιουλόν για τον θρόνο τού Κάρτλι και τού Καχέτι. [7]
Μετά από μία σειρά προσπαθειών να παρακινήσουν τους Γεωργιανούς να ξεσηκωθούν ενάντια στη ρωσική κυριαρχία, ο Ιουλόν και ο Παρναόζ πέρασαν τελικά, τον Ιούνιο του 1804, στο Κάρτλι, όπου οι Γεωργιανοί και οι Οσσέτιοι αγρότες είχαν εξεγερθεί. Οι πρίγκιπες δεν κατάφεραν να ενωθούν με τους επαναστάτες και επέστρεψαν στο Ιμερέτι. Ένα ρωσικό απόσπασμα, με διοικητή τον λοχαγό Nοβίτσκυ και καθοδηγούμενο από τον πιστό Γεωργιανό πρίγκιπα Γκιόργκι Αμιρεγίμπι, έσπευσε από το Tσχινβάλι και αιφνιδίασε τους κοιμισμένους άνδρες του Iουλόν στα Ιμερετικά σύνορα. [4] Σε μία σύντομη αψιμαχία στις 24 Ιουνίου 1804, ο Ιουλόν συνελήφθη, μόλις γλίτωσε τον θάνατο και στάλθηκε υπό κράτηση στην Τιφλίδα. Ο Παρναόζ κατέφυγε στο ελεγχόμενη από το Ιράν έδαφος, [8] αλλά σύντομα επέστρεψε, για να αναζωπυρώσει την εξέγερση μεταξύ των γεωργιανών ορεινών και των Οσετών, που ζούσαν και στις δύο πλευρές της κορυφής τού Μεγάλου Καυκάσου. [9]
Οι αρχικές επιτυχίες των ανταρτών ανατράπηκαν με την αποφασιστική δράση του ταγματάρχη Πιοτρ Νεσβετάγιεφ τον Σεπτέμβριο του 1804. Ο Νεσβετάγιεφ απέτρεψε την προσπάθεια τού Παρναόζ να εμποδίσει την πτώση τού Στεπαντσμίντα στους Ρώσους, νίκησε τις δυνάμεις του στο Σιόνι και καταδίωξε τον πρίγκιπα που υποχωρούσε μέχρι την κοιλάδα του Τερέκ, όπου κατέλαβε γρήγορα την κύρια βάση του στο Ανανούρι. Ο Παρναόζ, με τους 30 οπαδούς του, συμπεριλαμβανομένου τού νεαρού πρίγκιπα Aλεξάντερ Τσαβτσαβάτζε, τού μελλοντικού ποιητή και στρατηγού τού ρωσικού στρατού, [10] προσπάθησε να πολεμήσει για το Eριβάν, αλλά συνελήφθη τον Οκτώβριο του 1804, ενώ προχωρούσε στον ποταμό Kούρα στο Ντεμουρτσάσαλυ. 43 χλμ. νότια της Τιφλίδας, από ρωσικό «ιπτάμενο απόσπασμα» με διοικητή τον συγγενή της συζύγου του, ταξίαρχο πρίγκιπα Ταμάζ Ορμπελιάνι. [9]
Η ζωή στη Ρωσία
Ο πρίγκιπας Πάβελ Τσιτσιάνοφ, ο Ρώσος διοικητής στη Γεωργία, συνέλαβε τον Παρναόζ και τον Ιουλόν στις 4 Απριλίου 1805 και εκτόπισε τον Παρναόζ στο Βορόνεζ και τον Ιουλόν στην Τούλα. [8] Συνοδευόμενος από τη σύζυγό του και τις τέσσερις κόρες του, ο Παρναόζ πήρε αργότερα άδεια να μετακομίσει στην Αγία Πετρούπολη, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Κατά την εξορία του στο Βορονέζ, τυφλώθηκε μεταφράζοντας στα γεωργιανά τα έργα του Ζαν Ζακ Ρουσό. Ο Παρναόζ ήταν επίσης ποιητής με κάποιο ταλέντο. Τα πιο γνωστά γραπτά του, ιδιαίτερα, το ποίημά του "Όλοι εσείς, θυμηθείτε τις περασμένες εποχές" (იგონეთ κάθε დრონი წინარე), ήταν εμποτισμένα με τη γλώσσα τού θρήνου για το χαμένο βασίλειό του. [11] Απεβίωσε το 1852, έχοντας ζήσει περισσότερο από τη γυναίκα του και τα τέσσερα από τα έξι παιδιά του. Κηδεύτηκε στον ναό των Αγίων Θεοδώρων, στη Λαύρα του Αλεξάνδρου Νιέφσκι. [12][13]
Οικογένεια
Νυμφεύτηκε το 1795 την Άννα (1777 – 25 Μαΐου 1850), κόρη του πρίγκιπα Γεωργίου τελευταίου δούκα τού Κσάνι. Ήταν η Κυρία τού Μικρού Σταυρού τού Τάγματος της Αγίας Αικατερίνης (1841). Απεβίωσε στην Αγία Πετρούπολη και τάφηκε στη Λαύρα Aλεξάντερ Νέβσκυ. Το ζευγάρι τους πρίγκιπες: [12][13]
Δαβίδ, απεβ. σε βρεφική ηλικία.
Σαλώμη (1797 – 20 Αυγούστου 1860), κυρία της τιμής της Αυτοκράτειρας της Ρωσίας. Απεβ. ανύπαντρη στην Αγία Πετρούπολη.
Σοφία (1798 – ;), απεβ. πολύ νέα.
Ελένη (1799 – 7 Ιουλίου 1867), κυρία της τιμής της αυτοκράτειρας της Ρωσίας. Απεβ. ανύπαντρη στο Tσάρσκογιε Σελό.
Ελισάβετ (4 Οκτωβρίου 1800 – 21 Δεκεμβρίου 1819). Απεβ. ανύπαντρη στην Αγία Πετρούπολη και ετάφη στη Λαύρα Aλεξάντερ Νέβσκυ.
Νίνα (28 Σεπτεμβρίου 1802 – 1 Σεπτεμβρίου 1828), Κυρία του Μικρού Σταυρού τού Τάγματος της Αγ. Αικατερίνης (1833). Παντρεύτηκε το 1822, ως πρώτη του σύζυγο, τον συνταγματάρχη πρίγκιπα Αλέξανδρο Νταντιάνι (1800 – 1865) και απέκτησε έναν γιο, τον Νικολάι (1824 – 1829). Τάφηκε στη Λαύρα Aλεξάντερ Νέβσκυ.