Ο Βαχτάνγκγεωργιανά: ვახტანგი, επίσης γνωστός ως Αλμασχάν ალმასხანი, (22 Ιουνίου 1761 – 28 Οκτωβρίου 1814) ήταν Γεωργιανόςβασιλικός πρίγκιπας (batonishvili) τού Οίκου των Μπαγκρατιόνι, γεννημένος από τον βασιλιά Ηρακλή Β΄ και τη βασίλισσα Νταρετζάν Νταντιάνι. Διακρίθηκε στον πόλεμο με το Ιράν το 1795 και στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε σε αντίθεση με τον ετεροθαλή αδελφό του Γεώργιο ΙΒ΄ της Γεωργίας και τη νεοσύστατη ρωσική διοίκηση στη Γεωργία. Το 1802 παραδόθηκε στις ρωσικές αρχές και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του στην Αγία Πετρούπολη, συγγράφοντας μία επισκόπηση της ιστορίας της Γεωργίας. Στη Ρωσία ήταν γνωστός ως ο τσάρεβιτςΒαχτάνγκ Ιρακλίεβιτς Γρουζίνσκι (ρωσικά: Вахтанг Ираклиевич Грузинский, Γρουζίνσκι = της Γεωργίας).
Βασιλικός πρίγκιπας
Γεννήθηκε το 1761 στην οικογένεια τού Ηρακλή Β΄, βασιλιά τού Καχέτι (και τού Κάρτλι μετά το 1762) και της 3ης συζύγου του Νταρετζάν των πριγκίπων Νταντιάνι. Ήταν συνονόματος τού εκλιπόντος ετεροθαλούς αδελφού του, Βαχτάνγκ (απεβ. το 1756), και έφερε επίσης το δεύτερο όνομα, Αλμασκάν. Μετά το τέλος του αδερφού του Λέβαν το 1781, ο Βαχτάνγκ τον διαδέχθηκε στο πριγκιπικό φέουδο (appanage) στην ορεινή κοιλάδα Αράγκβι, για το οποίο κωδικοποίησε το ποινικό και οικογενειακό δίκαιο (Ganchiba Baris kai Mthiurta Vendta, Οι κανονισμοί για τα Πεδινά και τα Ορεινά μέρη ) το 1782. Τον Σεπτέμβριο του 1795 ο Βαχτάνγκ πολέμησε στις τάξεις τού στρατού τού πατέρα του, εναντίον τού ιρανικού στρατού εισβολής τού Αγά Μωάμεθ Χαν στη μάχη τού Κρτσανίσι, κατά τη διάρκεια της οποίας διοικούσε την τελευταία μοίρα των ορεινών του πλησίον της Τιφλίδας. [1][2]
Εμφύλια αναταραχή
Μετά το τέλος τού Ηρακλή το 1798, ο Βαχτάνγκ ενώθηκε με τη μητέρα του χήρα βασίλισσα Νταρετζάν και τους αδελφούς Ιουλόν, Παρναόζ και Αλέξανδρο, σε αντίθεση με τον ετεροθαλή αδελφό του, τον βασιλιά Γεώργιο ΙΒ΄. Η κρίση προκλήθηκε από την άρνηση τού Γεωργίου ΙΒ΄ να συμμορφωθεί με τη διαθήκη τού Ηρακλή Β΄ το 1791, η οποία ζητούσε ο διάδοχος τού βασιλιά να είναι όχι στους απογόνους αυτού, αλλά στον μεγαλύτερο αδελφό του, καθιστώντας έτσι τον Βαχτάνγκ τον 3ο στη σειρά διαδοχής, μετά από τον Γεώργιο και τον Ιουλόν. Ο Γεώργιος ΙΒ΄ ανανέωσε το άιτημα τού Ηρακλή Β΄ για ρωσική προστασία και έλαβε από τον ΤσάροΠαύλο την αναγνώριση τού γιου του, Δαβίδ, ως κληρονόμου στις 18 Απριλίου 1799 [3].
Μέχρι τον Ιούλιο τού 1800, το βασίλειο αντιμετώπισε την προοπτική ενός επικείμενου εμφυλίου πολέμου, καθώς οι αντίπαλες φατρίες κινητοποίησαν τις πιστές τους δυνάμεις. Ο Iουλόν, ο Βαχτάνγκ και ο Παρναόζ έκλεισαν τους δρόμους προς την Τιφλίδα και προσπάθησαν να σώσουν τη μητέρα τους, τη χήρα βασίλισσα Νταρετζάν, η οποία είχε αναγκαστεί από τον Γεώργιο ΙΒ΄ σε περιορισμό στο δικό της παλάτι στο Aβλαμπάρι. Η άφιξη πρόσθετων ρωσικών στρατευμάτων υπό τον υποστράτηγο Βασίλι Γκουλιάκοφ τον Σεπτέμβριο του 1800 στην Τιφλίδα, κατέστησε τη θέση του Γεωργίου ΙΒ΄ σχετικά ασφαλή, αλλά μετά το τέλος του τον Δεκέμβριο τού 1800 οι Ρώσοι εμπόδισαν τον διάδοχό του Δαβίδ να προσέλθει στο θρόνο και προχώρησαν στην πλήρη προσάρτηση της Γεωργίας στη Ρωσική Αυτοκρατορία. Ο Βαχτάνγκ, ο οποίος είχε αποσυρθεί εκείνη την εποχή στην κατοικία του στο Ντουσέτι, στην κοιλάδα Αράγκβι, ήταν ύποπτος από τους Ρώσους ότι ήταν υπεύθυνος για υπονόμευση των ρωσικών επικοινωνιών και ότι ήταν σε επαφή με τον επαναστάτη αδελφό του Αλέξανδρο, ο οποίος είχε επιχειρήσει, με τους Αβάρους συμμάχους του, μία αποτυχημένη εισβολή στο Kαχέτι (ανατολική Γεωργία) τον Νοέμβριο τού 1800 [4].
Σύλληψη και εξορία
Τον Ιούλιο τού 1802, όταν η αντι-ρωσική αντιπολίτευση έγινε πιο έντονη στη Γεωργία, οι Ρώσοι προσπάθησαν να αποσπάσουν τον Βαχτάνγκ από το Ντουσέτι. Ο Βαχτάνγκ διέφυγε από το κάστρο του στα βουνά τού Μτιουλέτι, αλλά όταν το Σύνταγμα Γρεναδιέρων τού Καυκάσου, υπό τη διοίκηση τού στρατηγού Σεργκέι Τούτσκοφ, προχώρησε στην περιοχή, παραδόθηκε στις 10 Αυγούστου 1802 για να αποφύγει την αιματοχυσία. Μεταφέρθηκε στην Τιφλίδα και τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό μαζί με τη μητέρα του Νταρετζάν στο παλάτι τού Αβλαμπάρι. [5] Στις 19 Φεβρουαρίου 1803 ο Βαχτάνγκ και ο πρώην εχθρός του, Δαβίδ, γιος τού Γεωργίου ΙΒ΄, αναχώρησαν υπό τη ρωσική στρατιωτική συνοδεία στην Αγία Πετρούπολη, όπου απεβίωσε το 1814 και ενταφιάστηκε στον Ναό Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της Λαύρας τού Αλεξάνδρου Νιέφσκι . [1] Το επιτάφιο επίγραμμα στα γεωργιανά, που παραγγέλθηκε από τη χήρα τού Βαχτάνγκ, θρηνεί που απεβίωσε σε μία ξένη χώρα, χωρίς να μπορεί να δει τη μητέρα πατρίδα. [6]
Κατά τη διάρκεια των ετών στην Αγία Πετρούπολη, ο πρίγκιπας Βαχτάνγκ έγραψε για την ιστορία και την πολιτική της πατρίδας του. [1] Οι προβληματισμοί του για τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα στη Γεωργία μεταφράστηκαν από έναν Γεωργιανό, τον Iγκόρ Τσιλαγίιεφ, στα ρωσικά και δημοσιεύτηκαν ως Письма царевича Вахтанга Ираклиевича (Τα γράμματα τού βασιλικού πρίγκιπα Βαχτάνγκ, γιου τού Ηρακλή) στην Αγία Πετρούπολη το 1812. Ο Βαχτάνγκ έγραψε επίσης Обозрение истории грузинскаго народа ( Επισκόπηση της Ιστορίας τού Γεωργιανού Έθνους), που δημοσιεύτηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1814. Ένα μέρος του, μεταφρασμένο από τον γερμανό λόγιο Ιούλιο Κλάπροθ, δημοσιεύτηκε στα αγγλικά ως "Επιτομή της Ιστορίας της Γεωργίας" στο The Asiatic Journal το 1831. [7]
Οικογένεια
Νυμφεύτηκε δύο φορές. Η ταυτότητα της πρώτης συζύγου του, της πριγκιπικής οικογένειας Tσουλουκίτζε, δεν είναι γνωστή. Έκανε δεύτερο γάμο, το 1784, με την πριγκίπισσα Μαριάμ (1769 – 27 Σεπτεμβρίου 1837), κόρη τού πρίγκιπα Δαβίδ Αντρονικασβίλι και της Ντάμε τού Αυτοκρατορικού Τάγματος της Αγ. Αικατερίνης (1810). Δεν είχε παιδιά. [8]
Megrelidze, D. (1979). «ვახტანგ (ალმასხან) ბატონიშვილი [Vakhtang (Almaskhan) Batonishvili]» (στα Georgian). ვახტანგ (ალმასხან) ბატონიშვილი [Vakhtang (Almaskhan) Batonishvili]. 4. Tbilisi.
Tuchkov, Sergei Alekseyevich (1808). Voyensky, Konstantin Adamovich, επιμ. (στα Russian). St. Petersburg: Svet https://books.google.com/books?id=OBIRAAAAIAAJ.Missing or empty |title= (βοήθεια)CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)