Με τον όρο αρχαιολογικό πλαίσιο εννοείται η ακριβής θέση ενός αρχαιολογικού ευρήματος στον χώρο και στον χρόνο, μαζί με το άμεσο περιβάλλον του. Δημιουργείται υπό την επίδραση παραγόντων διαμόρφωσης ή μετασχηματισμού του αρχαιολογικού αρχείου σε μία συγκεκριμένη θέση απόθεσης του ευρήματος. Είναι θεμελιώδης έννοια για την αρχαιολογία και παρέχει στα ευρήματα την αυθεντικότητα και την αρχαιολογική σημασία τους[1]. Τα αρχαιολογικά ευρήματα έχουν επιστημονική αξία, μόνο όταν είναι γνωστό το πλαίσιό τους. Σύμφωνα με τον Γουόλτερ Τέιλορ «όσο περισσότερα είναι γνωστό για το πλαίσιο που σχετίζεται με ευρήματα, τόσο περισσότερα είναι δυνατόν να συναχθούν όχι μόνο για τη λειτουργία τους σε μια κοινωνία του παρελθόντος, αλλά και για τον τρόπο και την αιτία κατασκευής τους, όπως και για ευρύτερα ζητήματα που εμπλέκουν την αρχαία οικονομία, το εμπόριο ή τη θρησκεία»[2]. Η μελέτη του αρχαιολογικού πλαισίου των ευρημάτων είναι δυνατόν να παρέχει λεπτομερείς ενδείξεις σχετικά με το νόημά τους, συμβάλλοντας έτσι στην κατανόηση και ερμηνεία της αρχαίας ανθρώπινης συμπεριφοράς και του αρχαίου υλικού πολιτισμού[3].
Πρωτογενές, δευτερογενές και συστημικό πλαίσιο
Το αρχαιολογικό πλαίσιο ενός ευρήματος είναι το αποτέλεσμα των παραγόντων σχηματισμού ή των παραγόντων μετασχηματισμού του αρχαιολογικού αρχείου, που ευθύνονται για την απόθεση του ευρήματος. Διακρίνεται σε πρωτογενές και δευτερογενές αρχαιολογικό πλαίσιο. Το πρωτογενές πλαίσιο είναι το πλαίσιο ενός αρχαιολογικού ευρήματος όπως αυτό δημιουργήθηκε από τους παράγοντες σχηματισμού της αρχαιολογικής μαρτυρίας. Με άλλα λόγια είναι το προϊόν της πρωτογενούς απόθεσης του ευρήματος. Διακρίνεται για την αδιατάρακτη συσχέτιση, μήτρα και προέλευση, κατάσταση, δηλαδή, στην οποία δεν έχει διαταραχθεί η αρχική εναπόθεση των αρχαιολογικών δεδομένων[4]. Το δευτερογενές πλαίσιο είναι το πλαίσιο ενός αρχαιολογικού ευρήματος, που έχει διαταραχθεί από ανθρώπινη δραστηριότητα ή από φυσικά φαινόμενα. Η προέλευση, η συσχέτιση και η μήτρα τέτοιων αρχαιολογικών δεδομένων έχουν μεταβληθεί πλήρως ή μερικώς από μετασχηματιστικές διαδικασίες μετά την αρχική εναπόθεση[5]. Η διάκριση ανάμεσα σε πρωτογενές και δευτερογενές πλαίσιο φαίνεται ότι προστέθηκε στις συζητήσεις για το αρχαιολογικό πλαίσιο και τη σχετική βιβλιογραφία μετά τη δεκαετία του ‘60[6].
Έχει προταθεί και ένα άλλο πλαίσιο, το συστημικό. Πρόκειται για συμπεριφορικό σύστημα, στο οποίο τα τέχνεργα γίνονται μέρος ενός ανακυκλούμενου συστήματος κατασκευής, χρήσης, επαναχρησιμοποίησης και απόρριψης. Μόλις τα αρχαιολογικά δεδομένα εισέλθουν στο έδαφος, αποτελούν μέρος του αρχαιολογικού πλαισίου και μπορούν να συνεχίσουν να επηρεάζονται από την ανθρώπινη δράση και από φυσικές διαδικασίες[7].
Προσδιορισμός του πλαισίου
Το αρχαιολογικό πλαίσιο ενός ευρήματος προσδιορίζεται με το περίβλημα (μήτρα), την προέλευση (οριζόντια και κάθετη θέση μέσα στη μήτρα) του ευρήματος, καθώς και τη συσχέτισή του με άλλα ευρήματα. Το περίβλημα (μήτρα) είναι, το υλικό (απόθεση ή στρώμα) που περικλείει και συγκροτεί τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα. Οι αποθέσεις και το έδαφος του αρχαιολογικού χώρου είναι η βασική μήτρα των υλικών υπολειμμάτων που παρουσιάζουν αρχαιολογικό ενδιαφέρον[8]. Στις περισσότερες περιπτώσεις το περίβλημα του ευρήματος είναι φυσικό, εφόσον τα υλικά που περιβάλλουν οφείλονται σε φυσικά φαινόμενα. Ενδέχεται, όμως, να είναι και πολιτισμικό, δηλαδή προϊόν ανθρώπινης δραστηριότητας. Οι φυσικές και χημικές ιδιότητες του περιβλήματος των αρχαιολογικών καταλοίπων, εφόσον καταγραφούν ορθά, είναι ενδείξεις για να κατανοήσουν οι αρχαιολόγοι τα αίτια της πρωτογενούς ή δευτερογενούς απόθεσής τους[9].
Τέχνεργα και αρχαιολογικό πλαίσιο
Πολλά από τα αρχαία αντικείμενα, που εκτίθενται στην αγορά έργων τέχνης και στα μουσεία είναι προϊόντα λαθρανασκαφών και βρίσκονται, επομένως, «εκτός αρχαιολογικού πλαισίου». Ο Cannon-Brookes αναφέρεται στα λεηλατημένα αντικείμενα ως «πολιτιστικά ορφανά, τα οποία, αποκομμένα από το πλαίσιό τους, παραμένουν για πάντα βουβά και είναι ουσιαστικά άχρηστα για ακαδημαϊκούς σκοπούς»[10]. Άλλοι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι τα συλημένα τέχνεργα έχουν χάσει το 95% της ερευνητικής αξίας τους, γιατί δεν μπορούν να αφηγηθούν τι συνέβη στο παρελθόν[11]. Έτσι, γίνεται πιθανώς κατανοητό ότι, από επιστημονική άποψη, τέχνεργα εκτός πλαισίου δεν είναι εξίσου χρήσιμα με εκείνα που ανακτώνται μέσω μιας ορθής ανασκαφικής μεθόδου. Η συγκεκριμένη άποψη δεν είναι νέα. Σύμφωνα με τον Howard Carter, ανασκαφέα του τάφου του βασιλέα Τουταγχαμών στην Αίγυπτο, «αν το έργο στο πεδίο διεξαγόταν με συστηματικό και επιστημονικό τρόπο η γνώση μας για την αιγυπτιακή αρχαιολογία θα ήταν τουλάχιστον 50% μεγαλύτερη. Υπάρχουν αμέτρητα εγκαταλελειμμένα αντικείμενα στις αποθήκες των μουσείων που θα μάς έδιναν πολύτιμες πληροφορίες και θα μπορούσαν να μάς πουν από πού ήρθαν»[12].
Carter, H., Mace, A.C. 1923, The tomb of Tutankh Amen, Vol. 1. London: Cassell and Co ISBN 9780715631720
Garrison, E. 2016, Techniques in Archaeological Geology, Berlin: Springer ISBN 978-3-319-30232-4
Ford, R. 1977. Systematic research collections in anthropology. Cambridge, Mass.: Peabody Museum for the Council for Museum Anthropology. tDAR id: 67458
Hardesty, D. L. 2010, Archaeology, Vol. 1, Paris: UNESCO EOLSS Publications.
Κουκουζέλη, Α. κ.ά. 2003. Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο, Τόμ. Α΄, Πάτρα: ΕΑΠ, ISBN 9605384892
Lyman, R.L. 2012. A Historical Sketch on the Concepts of Archaeological Association, Context, and Provenience, Journal of Archaeological Method and Theory, 19(2), 207–240. http://www.jstor.org/stable/23256839.