Ο Γάιος Βίβιος Αφίνιος Τρεβωνιανός Γάλλος (206 - Αύγουστος 253)[1][2]) ήταν Ρωμαίοςαυτοκράτορας από το 251 μ.Χ. έως το 253 μ.Χ. Συναυτοκράτοράας του ήταν ο Βολουσιανός.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Τρεβωνιανός γεννήθηκε στην Ιταλία, σε μια οικογένεια με καταγωγή από Ετρούσκους συγκλητικούς. Απέκτησε δύο παιδιά από τον γάμο του με την Αφινία Γεμίνα Βαιβιανή (Afinia Gemina Baebiana), τον Γάιο Βίβιο Βολουσιανό, αργότερα συναυτοκράτορα, και μια κόρη, τη Βιβία Γάλλα. Η πρώιμη σταδιοδρομία του ήταν ένα τυπικό cursus honorum (θέσεις κρατικών λειτουργών που προορίζονταν για συγκλητικούς), με πολλές τοποθετήσεις σε αξιώματα, τόσο πολιτικά όσο και στρατιωτικά. Υπήρξε αναπληρωματικός ύπατος και το 250 διορίστηκε διοικητής της ρωμαϊκής επαρχίας της Μοισίας, κάτι που δείχνει την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα Δέκιου σε αυτόν. Στη Μοισία ο Τρεβωνιανός ήταν βασικός συντελεστής στην απόκρουση των συχνών εισβολών από τις γοτθικές φυλές του Δούναβη και έγινε δημοφιλής στο στρατό, πράγμα που καταδεικνύεται κατά τη σύντομη βασιλεία του από την επίσημη εικόνα του: στρατιωτικό κούρεμα, σωματική διάπλαση μονομάχου, εκφοβιστική στάση (εικόνα αριστερά).[3]
Η άνοδός του στην εξουσία
Τον Ιούνιο του 251 ο αυτοκράτορας Δέκιος και ο γιος του συναυτοκράτορας Ερέννιος Ετρούσκος σκοτώθηκαν στη μάχη της Αβρίττου (λατ. Abritus) από τους Γότθους. Σύμφωνα με φήμες που υποστηρίζονται και από τον Δέξιππο (σύγχρονος Έλληνας ιστορικός) και τον δέκατο τρίτο Σιβυλλικό χρησμό, η αποτυχία του Δέκιου οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον Τρεβωνιανό ο οποίος είχε συνωμοτήσει με τους εισβολείς. Σε κάθε περίπτωση, όταν ο στρατός άκουσε την είδηση ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Τρεβωονιανό, μαζί με τον Οστιλιανό, επιζώντα γιο του Δέκιου, που όδευε για τον αυτοκρατορικό θρόνο της Ρώμης. Η αντίδραση του στρατού, και το γεγονός ότι ο Τρεβωνιανός φαίνεται να είχε καλές σχέσεις με την οικογένεια του Δέκιου, κάνει τον ισχυρισμό του Δέξιππου να φαίνεται απίθανος.[4] Ο Τρεβωνιανός δεν υποχώρησε από την πρόθεσή του να γίνει αυτοκράτορας, αλλά αποδέχθηκε τον Οστιλιανό ως συναυτοκράτορα, ίσως για να αποφύγει τον κίνδυνο ενός άλλου εμφύλιου πολέμου.
Στην προσπάθειά του να διασφαλίσει τη θέση του στη Ρώμη και να σταθεροποιήσει την κατάσταση στα σύνορα του Δούναβη, ο Τρεβωνιανός συνήψε ειρήνη με τους Γότθους. Σύμφωνα με τους όρους της ειρήνης, επετράπη στους Γότθους να εγκαταλείψουν τη ρωμαϊκή επικράτεια, διατηρώντας παράλληλα τους αιχμαλώτους και τα λάφυρά τους. Επιπλέον συμφωνήθηκε να τους καταβάλλεται ετήσια επιχορήγηση.[6] Φτάνοντας στη Ρώμη, η ανακήρυξη του Τρεβωνιανού επικυρώθηκε επισήμως από τη Σύγκλητο, με το γιο του Βολουσιανό να ορίζεται Καίσαρας. Στις 24 Ιουνίου το 251 ο Δέκιος θεοποιήθηκε αλλά, από τις 15 Ιουλίου, ο Οστιλιανός εξαφανίζεται από την ιστορία. Είναι πιθανό ότι ο τελευταίος πέθανε κατά τη διάρκεια της επιδημίας πανώλης που έπληττε τη Ρώμη εκείνη την εποχή.[7] Πρόθυμος να εμφανίσει τον εαυτό του κατάλληλο για τη θέση και να κερδίσει τη δημοτικότητα των πολιτών, ο Τρεβωνιανός γρήγορα αντιμετώπισε την επιδημία παρέχοντας ταφή για τα θύματά της, ακόμη και στους φτωχούς.[8]
Ο Τρεβωνιανός ίσως επίσης διέταξε ασυντόνιστους τοπικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών,[9] η μόνη ένδειξη αυτού του ισχυρισμού είναι η φυλάκιση του Πάπα Κορνήλιου το 252.
Η βασιλεία του Τρεβωνιανού, όπως και των προκάτοχων του, δεν ήταν εύκολη. Στην Ανατολή ένας ευγενής της Αντιόχειας, ο Μαριάδης, επαναστάτησε και άρχισε να λεηλατεί την Συρία και την Καππαδοκία, στη συνέχεια κατέφυγε στους Πέρσες. Ο Τρεβωνιανός διέταξε τα στρατεύματά του να επιτεθούν στους Πέρσες, αλλά ο Πέρσης αυτοκράτορας Σαπώρης Α' εισέβαλε στην Αρμενία και την κατέστρεψε, νικώντας ένα μεγάλο ρωμαϊκό στρατό στην Βαρβαλισσό το 252. Στη συνέχεια εισέβαλε στις ανυπεράσπιστες επαρχίες της Συρίας, καταλαμβάνοντας το σύνολο των φρουρίων και λεηλατώντας τις πόλεις της, συμπεριλαμβανομένης της Αντιοχείας, χωρίς καμία απάντηση.[10] Οι περσικές εισβολές επαναλήφθηκαν κατά το επόμενο έτος, αλλά ο Ουράνιος Αντωνίνος (ένας ιερέας που αρχικά ονομαζόταν Σαμψιγέραμος), απόγονος του ομώνυμου βασιλικού οίκου της Έμεσας, αντιμετώπισε τον Σαπώρη και τον ανάγκασε να υποχωρήσει. Ωστόσο ο ίδιος αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας[9] και έκοψε νομίσματα με την εικόνα του πάνω τους.[11][11] Στον Δούναβη οι "σκυθικές" φυλές ήταν για άλλη μια φορά σε αναβρασμό, παρά τη συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε το 251. Εισέβαλαν στη Μικρά Ασία από τη θάλασσα, έκαψαν το μεγάλο ναό της Αρτέμιδος στην Έφεσο και επέστρεψαν στις εστίες τους με τα λάφυρα. Επίσης εισέβαλαν στην Κάτω Μοισία, στις αρχές του 253,[12] όπου ο Αιμιλιανός, κυβερνήτης της Μοισίας και της Παννονίας, πήρε την πρωτοβουλία της μάχης και νίκησε τους εισβολείς.
Το τέλος
Δεδομένου ότι ο στρατός δεν ήταν πια ευχαριστημένος με τον αυτοκράτορα, οι στρατιώτες ανακήρυξαν αυτοκράτορα τον Αιμιλιανό. Με έναν σφετεριστή να απειλεί τον θρόνο του, ο Τρεβωνιανός προετοιμάστηκε για πόλεμο. Ανακάλεσε διάφορες λεγεώνες και διέταξε οι ενισχύσεις να επιστρέψουν στη Ρώμη από τη Γαλατία, κάτω από τις εντολές του μελλοντικού αυτοκράτορα Βαλεριανού. Παρά τις διευθετήσεις αυτές, ο Αιμιλιανός εκστράτευσε δια μέσου της Ιταλίας και συνάντησε τον Τρεβωνιανό στην Ιντέραμνα (σύγχρονο Τέρνι), πριν από την άφιξη του Βαλεριανού. Δεν είναι ξεκάθαρο τι ακριβώς συνέβη.[13] Μεταγενέστερες πηγές υποστηρίζουν ότι μετά την πρώτη ήττα, ο Τρεβωνιανός και ο Βολουσιανός δολοφονήθηκαν από τα στρατεύματά τους[12] ή πως ο Τρεβωνιανός δεν πρόλαβε να αντιμετωπίσει τον Αιμιλιανό γιατί ο στρατός του προσχώρησε στον σφετεριστή.[14] Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος και ο Βολουσιανός σκοτώθηκαν τον Αύγουστο του 253.[15]
Παραπομπές
↑Southern, Pat, The Roman Empire From Severus To Constantine, Routledge, 2004, σ.75.
↑Στα λατινικά το όνομα του είναι GAIVS VIBIVS AFINIVS TREBONIANVS GALLVS AVGVSTVS.
Bray, John. Gallienus: A Study in Reformist and Sexual Politics, Wakefield Press, 1997. ISBN 1-862-54337-2
Bowman Alan K., Garnsey Peter, Cameron Averil (ed.). The Cambridge Ancient History: The Crisis of Empire, A.D. 193–337, Cambridge University Press, 2005. ISBN 0521301998.
Potter, David S. The Roman Empire at Bay AD 180–395, Routledge, 2004. ISBN 0-415-10058-5.