Ίσως ο τελευταίος ικανός αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο Ανθέμιος προσπάθησε να λύσει τις δύο πρωταρχικές στρατιωτικές προκλήσεις: τους αναδυόμενους Βησιγότθους, που επεκτάθηκαν στα Πυρηναία, και τους αχαλίνωτους Βανδάλους υπό τον Γιζέριχο, για τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο της Βορείου Αφρικής.
Διαδέχθηκε τον Λίβιο Σεβήρο, ενώ μετά τη δολοφονία του, τον διαδέχθηκε ο Γλυκέριος. Ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας με τη βοήθεια του Ρωμαίου στρατηγού με Γερμανική καταγωγή Ρικίμερ (ηγέτη των Σουηβών) και την υποστήριξη του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντα Α´[2].
Η στέψη του ήταν αποτέλεσμα ενεργειών του Ρικίμερου ο οποίος είχε αποκτήσει εκ των πραγμάτων την εξουσία να τοποθετεί και να καθαιρεί στην ουσία εγκάθετους από τον ίδιο αυτοκράτορες.[4] Επιπροσθέτως ο Ανθέμιος για να αποκτήσει εύνοια στη βασιλεία του, πάντρεψε την κόρη του Αλυπία με τον Ρικίμερο με λαμπρές τελετές και γιορτές στη Ρώμη, με συμμετοχή από όλες τις κοινωνικές τάξεις και με υπονοούμενα από συγγραφείς της εποχής ότι η νύφη δεν επιθυμούσε ιδιαίτερα το γάμο με έναν βάρβαρο.[5] Η βασιλεία του Ανθέμιου χαρακτηρίζεται από καλές διπλωματικές σχέσεις με την ανατολική αυτοκρατορία. Ως αποτέλεσμα είναι ο τελευταίος αυτοκράτορας της δύσης που καταγράφεται από το δίκαιο της ανατολής[6]. Συμμετείχε μαζί με τον αυτοκράτορα της ανατολής Λέοντα και τον μετέπειτα αυτοκράτορα Βασιλίσκο σε δύο τουλάχιστον εκστρατείες κατά των Βανδάλων, έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την αυτοκρατορία, στη βόρεια Αφρική. Το αποτέλεσμα της δεύτερης εκστρατείας ήταν ολέθριο για τους Ρωμαίους, με τεράστιες απώλειες σε έμψυχο όσο και σε άψυχο υλικό (κατεστράφη ο μισός ρωμαϊκός στόλος). Όσο ο Ανθέμιος δεν κινούνταν ενάντια στον τοποτηρητή του (Ρικίμερο), διατηρούσε την έστω περιορισμένη και παρηκμασμένη εξουσία του. Η σύγκρουσή του με τον Ρικίμερο, δρομολόγησε το τέλος του, όταν ο Γερμανός στρατηγός απέστειλε άμεσα στρατό για να τον εκθρονίσει.
Το τέλος
Ο Ανθέμιος προσπάθησε να δραπετεύσει και κρύφτηκε στην εκκλησία του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη (σύμφωνα με άλλες πηγές στη Σάντα Μαρία στο Τραστεβέρε), αλλά συνελήφθη και αποκεφαλίστηκε είτε από τον Γουνδοβάδος[7] ή από τον Ρικίμερο [8] στις 11 Ιουλίου του 472.[9]
↑Cassiodorus, Chronicle, 1293; Marcellinus Comes, Chronicon, s.a.472; Procopius of Caesarea, Bellum Vandalicum, vii.1–3. Chronica gallica anno 511 (n. 650, s.a. 472) records both versions.