Γεννήθηκε γύρω στο 730[2] στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του, ονόματι Γεώργιος, ήταν πατρίκιος και έπαρχος της Κωνσταντινούπολης. Και ο ίδιος ο Ταράσιος αναδείχθηκε ύπατος, πρωτοσπαθάριος και πρωτασηκρήτις (επικεφαλής του ανώτατου αυτοκρατορικού δικαστηρίου[3]).
Επελέγη από την αυτοκράτειρα Ειρήνη να γίνει Πατριάρχης, ενώ ήταν ακόμη λαϊκός. Στη «Χρονογραφία» του Θεοφάνους του Ομολογητού αναφέρεται ο ενθρονιστήριος λόγος του Ταρασίου, από τον οποίο συνάγεται ότι δεν αποδέχτηκε εξαρχής το αξίωμα[4], ισχυριζόμενος ότι δεν θέλει να είναι επικεφαλής μιας Εκκλησίας που είναι σε σχίσμα με τις υπόλοιπες χριστιανικές εκκλησίες[3]. Κατέστησε σαφή την πρόθεσή του να εγκαταλείψει την Εικονομαχία, εξελέγη ομόθυμα από τη Σύνοδο[3] και χειροτονήθηκε τα Χριστούγεννα του 784. Το γεγονός ότι από λαϊκός έγινε κατευθείαν Πατριάρχης, λαμβάνοντας και τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης, προκάλεσε τη χλιαρή διαμαρτυρία του Πάπα Αδριανού Α΄ και μερικών μοναχών[5], αλλά και έκπληξη στους συγχρόνους του. Η τακτική αυτή πάντως επρόκειτο να επαναληφθεί συχνά στα επόμενα χρόνια[5].
Στα 22 χρόνια της μακράς Πατριαρχίας του πήρε σαφή θέση υπέρ της προσκύνησης των εικόνων, προς την οποία επηρέασε και τους Αυτοκράτορες. Το 787 διηύθυνε τις εργασίες της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (Δεύτερη Σύνοδος της Νίκαιας)[6], η οποία αναστήλωσε τις εικόνες και όρισε ότι όποιος καταστρέφει εικόνες ή προσπαθεί να παρεμποδίσει την προσκύνησή τους, αφορίζεται[7]. Μετά την αναστήλωσή τους, ήρθε σε ρήξη με ζηλωτέςμοναχούς, οι οποίοι θεώρησαν ανεπαρκές μέτρο το επιτίμιο ακοινωνησίας ενός έτους, το οποίο ο Ταράσιος επέβαλε στους εικονομάχους επισκόπους. Μάλιστα, μεταξύ των κορυφαίων ζηλωτών, συγκαταλεγόταν και ο ανιψιός του Ταρασίου, Θεόδωρος, ηγούμενος της Μονής Στουδίου.
Το 795 ξέσπασε νέα σύγκρουσή του με τους μοναστικούς κύκλους, με αφορμή αυτή τη φορά το δεύτερο γάμο του νεαρού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ'. Ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να παντρευτεί για δεύτερη φορά, καθώς η πρώτη του σύζυγος ήταν επιλογή της μητέρας του, Ειρήνης της Αθηναίας. Ο Ταράσιος δεν τέλεσε μεν τον γάμο, αλλά και δεν αφόρισε τον ιερέα που τον τέλεσε[8]. Ο Πλάτων, ηγούμενος της μονής Σακκουδίωνος, και ο Θεόδωρος Στουδίτης τον κατηγόρησαν για την διαλλακτική αυτή στάση του ως προς το γάμο, χαρακτηρίζοντάς την ως αποδοχή μοιχείας. Ο αυτοκράτορας εξόρισε και τους δύο στη Θεσσαλονίκη. Η έριδα, γνωστή ως «περί μοιχείας σχίσμα[8]» έληξε το 797, όταν η Ειρήνη ανέλαβε ξανά την εξουσία, αφού τύφλωσε τον γιο της Κωνσταντίνο ΣΤ΄. Έτσι, ο Πλάτων και ο Θεόδωρος επέστρεψαν από την εξορία και ο Ταράσιος έστειλε επιστολή στον Πλάτωνα, καλώντας τον σε ενότητα.
Ο Ταράσιος θεωρούταν ευσεβής, τίμιος και φιλεύσπλαχνος. Ανέπτυξε πλούσιο φιλανθρωπικό έργο, παρέχοντας τροφή και ρουχισμό σε απόρους και διοργανώνοντας συσσίτια. Τέλος, ίδρυσε νοσοκομείο και πτωχοκομεία.
Πέθανε ειρηνικά στις 25 Φεβρουαρίου του 806, ταλαιπωρημένος από ασθένεια που του αφαίρεσε την ομιλία. Η σορός του μεταφέρθηκε και ετάφη στη Μονή των Αγίων Πάντων, στην ευρωπαϊκή πλευρά του Βοσπόρου, την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται στις 25 Φεβρουαρίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες και στις 18 Φεβρουαρίου από την Λατινική Εκκλησία. Από τα έργα του σώζονται έξι επιστολές και μία ομιλία για τη γιορτή των Εισοδίων. Το βίο του έγραψε ο διάκονος Ιγνάτιος[9].
Παραπομπές
↑Martyrologium Romanum, Libreria Editrice Vaticana (2001) ISBN 88-209-7210-7)
↑Beck, H.-G., Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich (München 1959), σελ. 489