H Ιστορίατης Ρουμανίας συμβατικά αφορά την ιστορία της γεωγραφικής περιοχής της Ρουμανικής επικράτειας και των ανθρώπων που έζησαν σε αυτήν, και οι οποίοι, παρά τις πολιτιστικές διαφορές και τις πολιτικές ανακατατάξεις, διαμόρφωσαν την εθνική ταυτότητα που οδήγησε στην αναγνώριση της Ρουμανίας ως ανεξάρτητου ιστορικού αντικειμένου. Με την στενή έννοια του όρου, ο όρος αναφέρεται στην ιστορία του σημερινού ενιαίου κράτους, του παλαιότερου Βασιλείου της Ρουμανίας, των ενδιάμεσων μορφών οργάνωσης και των ιστορικών γεγονότων που την διαμόρφωσαν.
Η Ιστορία της Ρουμανίας διακρίνεται σε περιόδους:
Αρχαία ιστορία / Ρωμαϊκή περίοδος (3600 π.Χ. - 500 μ.Χ.)
Παλαιολιθικά ευρήματα ανθρώπων από το Peștera cu Oase (Σπήλαιο των Οστών) στη Ρουμανία.
Οι στοχαστές του νεολιθικού πολιτισμού των Χαμάνγκια, 5250-4550 π.Χ.
Το 2002 στο «Σπήλαιο με τα Οστά» (ρουμανικά: Peștera cu Oase) στη σημερινή Ρουμανία ανακαλύφθηκαν ανθρώπινα οστά ηλικίας 34.950 - 40.050 ετών με νεαντερταλικά χαρακτηριστικά. [2] Μολονότι το 2011 ανακαλύφθηκαν ακόμα προγενέστερα ανθρώπινα οστά στο Ηνωμένο Βασίλειο (41.500 - 44.200 ετών στο Σπήλαιο Κεντς) και στην Ιταλία (43.000 - 45.000 ετών στο Σπήλαιο του Καβάλο), [3] τα Ρουμανικά ευρήματα παραμένουν μεταξύ των αρχαιότερων του Homo sapiens στην Ευρώπη, και ίσως είναι αντιπροσωπευτικά των πρώτων ανθρώπων που έζησαν στην ήπειρο. [4] Τα οστά έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον επειδή παρουσιάζουν ένα μείγμα μορφολογικών χαρακτηριστικών του αρχαϊκού, του πρώιμου σύγχρονου ανθρώπου και του Νεάντερταλ. [5][6][7]
Τα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στο «Σπήλαιο με τα Οστά» είναι από τις παλαιότερες ενδείξεις για την παρουσία σύγχρονων ανθρώπων στην Ευρώπη, και ίσως προέρχονται από τους πρώτους που βρέθηκαν στην ήπειρο. [8] Κατά τη νεολιθική περίοδο στη βορειοανατολική Ρουμανία αναπτύχθηκε ένας από τους αρχαιότερους ευρωπαϊκούς πολιτισμούς, ο πολιτισμός των Κουκουτένι-Τριπολί. [9] Επίσης, τα παλαιότερα γνωστά αλατωρυχεία στον κόσμο βρίσκονται στο Ποϊάνα Σλατινέι, κοντά στο χωριό Λούνκα (ρουμανικά: Vânători-Neamț) στη Ρουμανία, και χρησιμοποιήθηκαν πρώτα κατά την πρώιμη Νεολιθική περίοδο, περί το 6050 π.Χ., από τον πολιτισμό Στάρτσεβο, και αργότερα από τους προγόνους των Κουκουτένι. [10] Τα στοιχεία από αυτή και άλλες τοποθεσίες δείχνουν ότι οι Κουκουτένι εξήγαγαν άλατα από αλμυρά νερά πηγών με χρήση μπρικέτας.
Οι πρώτες γραπτές μαρτυρίες για ανθρώπους που έζησαν στα εδάφη της σημερινής Ρουμανίας, των Γετών, προέρχονται από τον Ηρόδοτο, και αναφέρονται στο βιβλίο του Ιστορίαι Δ' (~440 π.Χ.). [11] Τα εδάφη στα βόρεια του Δούναβη κατοικούνταν από τους Δάκες, οι οποίοι θεωρούνταν ότι ανήκαν στις φυλές των Γετών, που ανέφερε ο Ηρόδοτος ότι ήταν παρακλάδι του Θρακικού λαού. Το Βασίλειο της Δακίας έφθασε στο απόγειό του το 82- 44 π.Χ. κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βυρεβίστα.
Το ιερό της Ζαρζιμεγεθούσας, της αρχαίας πρωτεύουσας της Δακίας
Χρυσά βραχιόλια των Δάκων, που βρίσκονται στο Ρουμανικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Ο Ηρόδοτος στο βιβλίο του, Ιστορίαι Δ' του 440 π.Χ., έγραψε ότι η φυλετική συνομοσπονδία των Γετών νικήθηκε από τον Πέρση αυτοκράτορα Δαρείο τον Μέγα κατά την εκστρατεία του κατά των Σκυθών. [12] Οι Δάκες, που θεωρούνταν ευρέως ως μέρος των Γετών όπως περιγράφηκαν νωρίτερα από τους Έλληνες, ήταν ένα παράρτημα των Θρακών που κατοικούσαν στη Δακία (που αντιστοιχούσε στη σημερινή Ρουμανία, τη Μολδαβία, τη Βόρεια Βουλγαρία και τα περίγυρα).
Το Βασίλειο της Δακίας έφτασε τη μέγιστη έκτασή του κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Βυρεβίστα, το 82 - 44 π.Χ. Υπό την ηγεσία του, η Δακία έγινε ένα ισχυρό κράτος που απειλούσε τα περιφερειακά συμφέροντα των Ρωμαίων. Ο Ιούλιος Καίσαρας σχεδίαζε να εκστρατεύσει εναντίον των Δακών, με αιτιολόγηση την υποστήριξη που παρείχε ο Βυρεβίστας στον Πομπήιο, αλλά δολοφονήθηκε το 44 π.Χ. προτού προλάβει να την υλοποιήσει. Λίγους μήνες αργότερα, ο Βυρεβίστας είχε την ίδια μοίρα, και αυτός δολοφονήθηκε από τους ευγενείς του. Έχει υποτεθεί μία θεωρία, ότι ίσως ήταν φίλοι του Καίσαρα οι ένοχοι της δολοφονίας. Το ισχυρό κράτος του Βυρεβίστα χωρίστηκε στα τέσσερα και δεν ενοποιήθηκε ξανά μέχρι το 95 μ.Χ., επί της βασιλείας του Δάκου βασιλιά Δεκέβαλου .
Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέκτησε τη Μοισία το 29 π.Χ., και έφτασε ως το Δούναβη. Το 87 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Δομιτιανός έστειλε έξι λεγεώνες στη Δακία, που ηττήθηκαν στην Τάπαια. Οι Δάκες τελικά νικήθηκαν από τον αυτοκράτορα Τραϊανό σε δύο εκστρατείες που διήρκεσαν από το 101 μ.Χ. ως το 106 μ.Χ., [13] και ο πυρήνας του βασιλείου τους μετατράπηκε σε επαρχία της Ρωμαϊκής Δακίας.
Ρωμαϊκή Δακία (106-275 μ.Χ.)
Οι Ρωμαίοι εκμεταλλεύτηκαν τα πλούσια κοιτάσματα ορυκτών της Δακίας. Το χρυσό και το ασήμι βρίσκονταν σε αφθονία [14] στα δυτικά Καρπάθια. Μετά την κατάκτησή του, ο Τραϊανός επέστρεψε στη Ρώμη με πάνω από 165 τόνους χρυσού και 330 τόνους αργύρου. Οι Ρωμαίοι αποίκισαν εκτεταμένα την επαρχία [15] και έτσι ξεκίνησε μια περίοδος έντονου εκρομανισμού, κατά την οποία η Λαϊκή Λατινική γλώσσα γέννησε την Πρωτο-Ρουμανική γλώσσα. [16][17]
Λόγω γεωγραφικής θέσης η υπεράσπιση της Δακίας από τους βαρβάρους ήταν δύσκολη, και το 240-256 μ.Χ., με τις επιθέσεις των Καρπιανών και των Γότθων, η Δακία χάθηκε. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αποχώρησε από τη Ρωμαϊκή Δακία (Dacia Romana) γύρω στο 271 μ.Χ. καθιστώντας την έτσι την πρώτη επαρχία που εγκαταλείφθηκε. [18][19]
Το 668 μ.Χ., μετά το θάνατο του Χαν Χουβράτη και την επακόλουθη διάσπαση της Μεγάλης Βουλγαρίας, μια μεγάλη ομάδα Βουλγάρων ακολούθησε τον τρίτο γιο του μεγάλου Χαν, τον Ασπαρούχ, που κατευθύνθηκε προς τα δυτικά. Τη δεκαετία του 670 εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που ήταν γνωστή ως Ονγκάλ, στα βόρεια του Δέλτα του Δούναβη. Από εκεί το ιππικό του Ασπαρούχ, μαζί με τους ντόπιους Σλάβους με τους οποίους συμμάχησαν, έκαναν συστηματικές επιθέσεις στα βυζαντινά εδάφη στο νότο. Το 680 ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α' οδήγησε έναν μεγάλο στρατό εναντίον των Βουλγάρων, αλλά ηττήθηκε στη μάχη του Ονγκάλ και κατόπιν αυτού οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν το σχηματισμό μιας νέας χώρας, της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Τα βόρεια σύνορα της χώρας ταυτίζονταν με τις νότιες πλαγιές των Καρπαθίων βουνών, από τις Σιδηρές Πύλες ως τον ποταμό Δνείπερο στα ανατολικά.
Μεταξύ του 271 και 275, ο Ρωμαϊκός στρατός και η διοίκηση εγκατέλειψαν τη Δακία, η οποία στη συνέχεια δέχτηκε εισβολή από τους Γότθους. [20] Οι Γότθοι έζησαν αναμεμιγμένοι με τους ντόπιους μέχρι τον 4ο αιώνα, που έφτασε ένας νομαδικός λαός, οι Ούννοι. [21] Οι Γεπίδες,[22][23][24] οι Άβαροι, οι Βούλγαροι και οι Σλάβοι υποτελείς τους [25] κυβέρνησαν την Τρανσυλβανία μέχρι τον 8ο αιώνα. Τα εδάφη της Βλαχίας και της Μολδαβίας βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, από την ίδρυσή της το 681 μέχρι την κατάκτηση της Τρανσυλβανίας από τους Ούγγρους στα τέλη του 10ου αιώνα. [23]
Οι κύριοι αντίπαλοι της Βουλγαρίας στην περιοχή ήταν οι Άβαροι στα δυτικά και οι Χαζάροι στα ανατολικά. Οι τελευταίοι ήταν μια σοβαρή απειλή: αφού διέλυσαν την αντίσταση του μεγαλύτερου γιου του Χουβράτη, του Βαϊανού, προχώρησαν προς τα δυτικά. Κήρυξαν τον πόλεμο στον Ασπαρούχ ο οποίος σκοτώθηκε σε μια μάχη με τους εισβολείς το 700.
Για να προστατεύσουν τα βόρεια σύνορά τους, οι Βούλγαροι κατασκεύασαν πολλές τεράστιες τάφρους που διέσχιζαν όλο το μήκος των συνόρων, από τον ποταμό Τίμοκ μέχρι τον Εύξεινο Πόντο.
Το 803 ο Κρούμος έγινε Χαν. Ο νέος ενεργητικός ηγέτης επέστησε την προσοχή του στα βορειοδυτικά όπου οι παλιοί εχθροί της Βουλγαρίας, οι Άβαροι, αντιμετώπιζαν δυσκολίες και αποτυχίες εναντίον των Φράγκων του Καρλομάγνου. Το 804 - 806 οι Βουλγαρικοί στρατοί εξόντωσαν τον στρατό των Αβάρων και κατέστρεψαν το κράτος τους. Ο Κρούμος πήρε υπό έλεγχο τα ανατολικά τμήματα του πρώην Χαγανάτου των Αβάρων και την εξουσία των τοπικών Σλαβικών φυλών. Η επικράτεια της Βουλγαρίας επεκτάθηκε εις διπλούν, από τα μέσα του Δούναβη στα βόρεια της Βουδαπέστης ως τον Δνείστερο, μολονότι η κατοχή της Τρανσυλβανίας είναι αμφισβητήσιμη.
Το 813 ο Χάν Κρούμος κατέλαβε την Αδριανούπολη και λεηλάτησε ολόκληρη την Ανατολική Θράκη. Πήρε 50.000 αιχμαλώτους τους οποίους εγκατέστησε στη Βουλγαρία εκατέρωθεν του Δούναβη .
Στα ιστορικά χρονικά της Ρουμανικής γης αναφέρονται ότι ζούσαν και άλλες φυλές, όπως οι Πετσενέγοι, [26] οι Κουμάνοι[27] και οι Ουζέ, μέχρις ότου ιδρύθηκαν τα Ρουμανικά πριγκιπάτα της Βλαχίας στα νότια, από τον Μπασαράμπ Α' περί το 1310 κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα, [28] και της Μολδαβίας στα ανατολικά, από τον Βοεβόδα Ντράγκος περί το 1352. [29]
Οι Πετσενέγοι (ένας ημι-νομαδικός τουρκικός λαός των Κεντρασιατικών στεπών) κατέλαβαν τις στέπες στα βόρεια της Μαύρης Θάλασσας (8ος-12ος αιώνας) και από τον 10ο αιώνα έλεγχαν όλες τις περιοχές μεταξύ των ποταμών Ντον και Κάτω Δούναβη. [30] Κατά τη διάρκεια του 11ου και του 12ου αιώνα, η νομαδική συνομοσπονδία των Κουμάνων και των (Ανατολικών) Κιπτσάκων ήταν η κυρίαρχη δύναμη στις τεράστιες εκτάσεις που εκτείνονταν από το σημερινό Καζακστάν, τη νότια Ρωσία, την Ουκρανία, ως τη νότια Μολδαβία και τη δυτική Βλαχία. [31][32][33][34]
Η προέλευση των Ρουμάνων παραμένει ανοικτό θέμα επιστημονικών συζητήσεων. Περί αυτού υπάρχουν δύο επικρατούσες θεωρίες. Είτε πρόκειται για συνέχεια του Δακο-Ρωμαϊκού πληθυσμού που επέζησε τους Σκοτεινούς Αιώνες στην Τρανσυλβανία ή οι πρώτοι Βλάχοι / Ρουμάνοι εμφανίστηκαν στην περιοχή κατά τον 13ο αιώνα από μετανάστευση λαών από τη Βαλκανική Χερσόνησο και εποικισμό των βόρειων περιοχών. [35][36]
Υπάρχουν στοιχεία ότι η Δεύτερη Βουλγαρική αυτοκρατορία κυβέρνησε, τουλάχιστον κατ 'όνομα, τη γη της Βλαχίας μέχρι το ορεινό πέρασμα Ρούκαρ-Μπραν ως τα τέλη του 14ου αιώνα. Σε ένα χάρτη του Ράντου Α', ο βοεβόδας των Βλάχων ζητά από τον ΤσάροΙβάν Αλεξάνταρ της Βουλγαρίας να διατάξει τους τελωνειακούς υπαλλήλους του στη Ρουκάρ και και στη γέφυρα του ποταμού Νταμποβιτσά να εισπράττουν φόρους σύμφωνα με το νόμο. Η παρουσία Bουλγάρων φοροσυλλεκτών στα Καρπάθια δείχνει μια βουλγαρική επικυριαρχία στα εδάφη αυτά, αν και ο επιτακτικός τόνος του Ράντου ενδεικνύει μια ισχυρή και αυξανόμενη Βλάχικη αυτονομία. [37] Υπό την ηγεσία του Ράντου Α' και του διάδοχό του, του Νταν Α', οι περιφέρειες της Τρανσυλβανίας και του Σέβεριν παρέμειναν αντικείμενα διεκδίκησης με την Ουγγαρία. [38]
Τον Μπασαράμπ Α΄ διαδέχτηκε ο Νικολάε Α΄ Αλεξάντρου, και αυτόν ο Βλάντισλαβ Α'. Ο Βλάντισλαβ επιτέθηκε στην Τρανσυλβανία όταν ο Λουδοβίκος Α' κατέλαβε τα εδάφη στα νότια του Δούναβη, δέχτηκε να τον αναγνώρισει ως ηγεμόνα το 1368, αλλά επαναστάτησε τον ίδιο χρόνο. Επί της βασιλείας του συνέβηκε η πρώτη σύγκρουση της Βλαχίας με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (σε μια μάχη στην οποία ο Βλάντισλαβ είχε για σύμμαχο τον Ιβάν Σισμάν). [39] Μετά την κατάκτηση των Μαγυάρων (10ος-11ος αιώνας), η Τρανσυλβανία είχε γίνει ένα αυτόνομο και πολυεθνικό βοεβοδάτο, με βοεβόδα που οριζόταν από τον Βασιλιά της Ουγγαρίας μέχρι τον 16ο αιώνα. [40] Πολλοί Βασιλιάδες της Ουγγαρίας προσκάλεσαν εποίκους από την Κεντρική και τη Δυτική Ευρώπη, όπως τους Σάξονες, να έρθουν στην Τρανσυλβανία και να καταλάβουν την περιοχή. Οι Σέκελι ήρθαν στη νοτιοανατολική Τρανσυλβανία ως συνοριοφύλακες.
Η πρώτη αναφορά στον λαό των Ρουμάνων έγινε στα ουγγρικά έγγραφα της κομητείας του Μπιχάρ (Ολαχτελούκ) του 13ου αιώνα (1283). [41][42] Η «γη των Ρουμάνων» (Terram Blacorum)[43][44][45][42] αναφέρθηκε στο Φαγκαράς (ρουμανικά: Făgăraș), μια περιοχή ονομαζόμενη ως Ολάχι το 1285. [42] Μετά την κατάρρευση του Ουγγρικού Βασιλείου, που ακολούθησε την καταστροφική Μάχη του Μόχατς το 1526, η περιοχή έγινε το ανεξάρτητο Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας [46] μέχρι το 1711. [47]
Πολλά μικρά τοπικά κράτη με διαφορετικούς βαθμούς ανεξαρτησίας αναπτύχθηκαν στην επικράτεια της σημερινής Ρουμανίας, αλλά τον 14ο αιώνα μόνο τα μεγαλύτερα πριγκιπάτα της Μολδαβίας και της Βλαχίας αναδύθηκαν για να πολεμήσουν τους Οθωμανούς Τούρκους, που κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη το 1453.
Η ανεξάρτητη Βλαχία βρισκόταν κοντά στα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον 14ο αιώνα έως ότου σταδιακά υπέκυψε υπό την επιρροή των Οθωμανών κατά τους επόμενους αιώνες με μικρές περιόδους ανεξαρτησίας. Ο Βλάντ Γ' ο Ανασκολοπιστής (γνωστός επίσης ως Βλαντ Δράκουλας), Πρίγκιπας της Βλαχίας κατά τα έτη 1448, 1456-1462 και 1476 [48][49] είναι αξιομνημόνευτος για τις επιδρομές του εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και για την αρχική του επιτυχία στο να κρατήσει τη μικρή χώρα του ελεύθερη για λίγο καιρό. Στο δυτικό κόσμο, ο Βλαντ είναι περισσότερο γνωστός ως η πηγή έμπνευσης για το «βαμπίρ» που ήταν ο κύριος χαρακτήρας στο μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ το 1897 με τίτλο Δράκουλας. Στη Ρουμανική ιστοριογραφία αξιολογείται ως ένας θηριώδης αλλά δίκαιος ηγεμόνας [50] και ως υπερασπιστής της Βλάχικης ανεξαρτησίας και του Ευρωπαϊκού χριστιανισμού ενάντια στον Οθωμανικό επεκτατισμό.
Το Πριγκιπάτο της Μολδαβίας έφθασε στην πιο ένδοξη εποχή του επί βασιλείας του Στεφάνου Γ' του Μέγα μεταξύ 1457 - 1504. [51][52] Ο Στέφανος (ρουμανικά: Ștefan) κυβέρνησε για 47 χρόνια, ένα ασυνήθιστα μεγάλο διάστημα για εκείνη την περίοδο – δεδομένου ότι μόνο 13 ηγεμόνες σε όλο τον κόσμο έχει καταγραφεί ότι έχουν κυβερνήσει για τουλάχιστον 50 χρόνια μέχρι τα τέλη του 15ου αιώνα. Ήταν επιτυχημένος ως στρατιωτικός ηγέτης και ως κυβερνήτης του κράτους (χάνοντας μόνο 2 από 50 μάχες [53] ), και ενόψει κάθε νίκης του έκτιζε ένα ιερό, ιδρύοντας συνολικά 48 εκκλησίες και μοναστήρια, [54] πολλά από τα οποία είχαν ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό στυλ και συμπεριλήφθηκαν στον Κατάλογο της UNESCO με Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Η πιο σημαντική νίκη του Στεφάνου ήταν ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στη Μάχη του Βασλούι το 1475, για την οποία έκτισε τη Μονή Βορονέτς. Για αυτή τη νίκη, ο ΠάπαςΣίξτος Δ' τον ονόμασε ως verus christianae fidei athleta ( αληθινός Υπέρμαχος της Χριστιανικής Πίστης). Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η Μολδαβία ήρθε υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον 16ο αιώνα.
Παρά το γεγονός ότι το θρησκευτικό λεξιλόγιο της Ρουμανικής γλώσσας προέρχεται από τα λατινικά, [55] υπάρχουν πολλοί όροι που έχουν υιοθετηθεί από τη Σλαβική Ορθοδοξία, [56] δείχνοντας μια σημαντική επιρροή που χρονολογείται από τον καιρό της Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας (681-1396). [57]
Μέχρι το 1541, ολόκληρη η Βαλκανική χερσόνησος και το μεγαλύτερο μέρος της Ουγγαρίας είχαν γίνει Οθωμανικές επαρχίες. Αντίθετα, η Μολδαβία, η Βλαχία και η Τρανσυλβανία, βρίσκονταν υπό Οθωμανική επικυριαρχία, διατηρώντας όμως την πλήρη εσωτερική αυτονομία τους και, μέχρι τον 18ο αιώνα, αρκετή εξωτερική ανεξαρτησία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι Ρουμανικές χώρες χαρακτηρίστηκαν από την αργή και σταδιακή εξαφάνιση του φεουδαρχικού συστήματος και τη διάκριση κάποιων ηγετών όπως ο Βασίλε Λούπου και ο Δημήτρης Καντεμίρ στη Μολδαβία, ο Ματέι Μπασαράμπ και ο Κωνσταντίνος Μπρινκοβεάνου στη Βλαχία, και ο Γαβριήλ Μπετλέν στην Τρανσυλβανία. Εκείνο τον καιρό, η Ρωσική αυτοκρατορία φαινόταν να γίνεται πολιτική και στρατιωτική δύναμη που απειλούσε τα Ρουμανικά πριγκιπάτα.
Ο Βασιλιάς της Ουγγαρίας Ιωάννης Β', που δεν ήταν Αψβούργος, μετέφερε τη βασιλική του αυλή στην Άλμπα Ιούλια στην Τρανσυλβανία, και μετά την παραίτησή του από τον Ουγγρικό θρόνο, έγινε ο πρώτος «Πρίγκιπας της Τρανσυλβανίας». Το 1568 εξέδωσε το Διάταγμα της Τούρντα, το πρώτο διάταγμα ανεξιθρησκείας στη νεότερη Ευρωπαϊκή ιστορία. Ακολούθως, η Τρανσυλβανία κυβερνήθηκε κυρίως από Καλβινιστές Ούγγρους πρίγκιπες (μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα), και ο Προτεσταντισμός άκμασε στην περιοχή.
Ο Μιχαήλ ο Γενναίος ήταν ο Πρίγκιπας της Βλαχίας (1593-1601), της Τρανσυλβανίας (1599-1600) και της Μολδαβίας (1600). Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα επί της βασιλείας του, η Τρανσυλβανία κυβερνήθηκε μαζί με τη Μολδαβία και τη Βλαχία σε μια προσωπική ένωση. [58] Μετά το θάνατό του η ένωση διαλύθηκε και τα υποτελή κράτη, η Μολδαβία και η Βλαχία, διατήρησαν την εσωτερική αυτονομία τους και κάποια εξωτερική ανεξαρτησία, που όμως χάθηκαν κατά τον 18ο αιώνα.
Το Πριγκιπάτο της Τρανσυλβανίας έφθασε στη χρυσή εποχή του υπό την απολυταρχική κυβέρνηση του Γαβριήλ Μπετλέν (1613-1629). Το 1699, η Τρανσυλβανία έγινε μέρος της Μοναρχίας των Αψβούργων, μετά την Αυστριακή νίκη επί των Τούρκων. Οι Αψβούργοι, με τη σειρά τους, επέκτειναν γρήγορα την αυτοκρατορία τους: το 1718 ένα σημαντικό τμήμα της Βλαχίας, η Ολτενία, προσαρτήθηκε στη μοναρχία των Αψβούργων και δεν επιστράφηκε παρά μόνο μέχρι το 1739. Το 1775 οι Αψβούργοι κατέλαβαν το βορειοδυτικό τμήμα της Μολδαβίας, τη Βουκοβίνα, που προσαρτήθηκε στην Αυστριακή αυτοκρατορία το 1804. Το ανατολικό μισό του πριγκιπάτου (η Βεσσαραβία) καταλήφθηκε το 1812 από τη Ρωσία .
Κατά την περίοδο της Αυστρο-Ουγγρικής κυριαρχίας στην Τρανσυλβανία, οι Ρουμάνοι αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού, [59][60] και υπήρχαν ζητήματα εθνικότητας μεταξύ των Ούγγρων και των Ρουμάνων λόγω της πολιτικής Εκμαγυαρισμού.[61]
Μετά την ήττα από τους Ρώσους, η Οθωμανική Αυτοκρατορία επέστρεψε τα Δουνάβεια λιμάνια των πόλεων Τουρνού, Τζιούρτζιου και Βραΐλα στη Βλαχία, συμφώνησε να παραιτηθεί από το μονοπώλιο του εμπορίου και επίσης αναγνώρισε την ελευθερία ναυσιπλοΐας στο Δούναβη, όπως ορίστηκε στη Συνθήκη της Αδριανούπολης που υπογράφηκε το 1829. Παράλληλα, η πολιτική αυτονομία των ρουμανικών πριγκιπάτων αυξήθηκε καθώς οι ηγέτες τους εκλέγονταν για θητεία εφ' όρου ζωής από μια Κοινοτική Συνέλευση που απαρτιζόταν από βογιάρους, και τοιουτοτρόπως περιοριζόταν η πολιτική αστάθεια και οι οθωμανικές παρεμβάσεις. Μετά τον πόλεμο, τα ρουμανικά εδάφη περιήλθαν υπό ρωσική κατοχή, υπό τη διακυβέρνηση του στρατηγού Παύλου Κισέλιοφ, μέχρι το 1834. Εν τω μεταξύ, οι ντόπιοι βογιάροι θέσπισαν το πρώτο Ρουμανικό σύνταγμα.
Όπως και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, το 1848 έφερε την επανάσταση στη Μολδαβία, στη Βλαχία και στην Τρανσυλβανία, μέσω του Τούντορ Βλαντιμιρέσκου και των Πανδούρων του στη Βλαχική εξέγερση του 1821. Οι στόχοι των επαναστατών - η πλήρης ανεξαρτησία της Μολδαβίας και της Βλαχίας, και η εθνική χειραφέτηση στην Τρανσυλβανία - δεν εκπληρώθηκαν, αλλά αποτέλεσαν τη βάση των επακόλουθων επαναστάσεων. Η εξέγερση βοήθησε τον πληθυσμό και των τριών πριγκιπάτων να αναγνωρίσουν την ενότητα της γλώσσας και των συμφερόντων τους. Και τα τρία Ρουμανικά πριγκιπάτα βρίσκονταν πολύ κοντά, όχι μόνο στη γλώσσα, αλλά και γεωγραφικά .
Μετά την ανεπιτυχή Επανάσταση του 1848, οι Μεγάλες Δυνάμεις απέρριψαν τη ρητή επιθυμία των Ρουμάνων να ενωθούν επίσημα σε ένα ενιαίο κράτος, αναγκάζοντας τους Ρουμάνους να προχωρήσουν μόνοι τους στον αγώνα τους εναντίον των Τούρκων. Με μεγάλη φορολογία και κακή διαχείριση υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, το 1859, οι εκπρόσωποι των πολιτών στη Μολδαβία και τη Βλαχία επέλεξαν τον ίδιο «Ντόμνιτορ» (κυβερνών Πρίγκιπας των Ρουμάνων): τον Αλέξανδρο Ιωάννη Κούζα. [62]
Επομένως, η Ρουμανία δημιουργήθηκε ως προσωπική ένωση, με όνομα "Ηνωμένα Πριγκιπάτα της Μολδαβίας και Βλαχίας", που όμως δεν περιλάμβανε την Τρανσυλβανία όπου η ανώτερη τάξη και η αριστοκρατία παρέμειναν κυρίως Ουγγρικά, μολονότι το Ρουμανικό εθνικιστικό πνεύμα αναπόφευκτα εγέρθηκε κατά του Ουγγρικού εθνικισμού στα τέλη του 19ου αιώνα. Όπως και κατά τα προηγούμενα 900 χρόνια, η Αυστρία-Ουγγαρία, ειδικά στο καθεστώς Δυαδικής Μοναρχίας του 1867, κράτησε σταθερά τον έλεγχο της επικράτειάς της, ακόμη και σε τμήματα της Τρανσυλβανίας όπου οι Ρουμάνοι αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία.
Η κατάσταση των γυναικών
Στη Ρουμανία, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα (1750-1830), ο αποκλεισμός των προικισμένων κοπέλων από την οικογενειακή κληρονομιά οδήγησε σε αυξημένη συνοχή εντός της πυρηνικής οικογένειας.[63] Οι άντρες συγγενείς της συζύγου έλεγχαν την προίκα ενώ εκείνη διατηρούσε την αποκλειστική ιδιοκτησία της προίκας και των γαμήλιων δώρων. Οι συγγενείς της δικαιούνταν να διώξουν νομικά τον σύζυγο με την κατηγορία της σπατάλησης της προίκας. Επίσης, οι γυναίκες κέρδισαν το δικαίωμα να εγκαταλείψουν έναν καταχρηστικό γάμο. Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα ήταν η θέσπιση νόμων για την χειραφέτηση των γυναικών,[64] παράλληλα με την παροχή οικονομικής ασφάλειας σε διαζευγμένες γυναίκες, σε χήρες και παιδιά. [65]
Η Ρουμανία κήρυξε την ανεξαρτησία της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο το 1877-78, στον οποίο πολέμησε στο πλευρό των Ρώσων. [66]
Στη Συνθήκη του Βερολίνου του 1878 [67] η Ρουμανία τελικά αναγνωρίστηκε επίσημα ως ανεξάρτητο κράτος από τις Μεγάλες Δυνάμεις. [68] Με τη σειρά της, η Ρουμανία παραχώρησε την περιφέρεια της Βεσσαραβίας στη Ρωσία «με αντάλλαγμα» την πρόσβαση στα λιμάνια της ακτής της Μαύρης Θάλασσας, και απέκτησε την Δοβρουτσά .
Το 1881, το Ρουμανικό Πριγκιπάτο προάχθηκε σε Βασίλειο και την 26η Μαρτίου ο πρίγκιπας Κάρολος ονομάστηκε Βασιλιάς Κάρολος Α' της Ρουμανίας.
Με την ειρηνευτική Συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913) η Νότια Δοβρουτσά προσαρτήθηκε στη Ρουμανία - οι κομητείες Κουαντριλάτερ, Ντουροστόρ και Καλιάκρα. [69]
Οι κυβερνήσεις της Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών διαμαρτυρήθηκαν επανειλημμένα για τη βάρβαρη μεταχείριση των Ρουμάνων Εβραίων. Τους μεταχειρίζονταν ως ξένους χωρίς κοινωνικά ή πολιτικά δικαιώματα. Η κυβέρνηση έδειξε ανοχή στη συχνή τους ταπείνωση, και εμπόδισε την είσοδό τους σε πολλά επαγγέλματα και κυβερνητικές υπηρεσίες. Ενεπλάκη σε αυταρχικές απελάσεις ατόμων ως αλήτες, και ανέχτηκε βίαια πογκρόμ (διωγμούς) σε όλη τη χώρα. Πολλοί Εβραίοι διέφυγαν προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. [70][71]
Το νέο κράτος, περιορισμένο μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Οθωμανικής, της Αυστρο-Ουγγρικής και της Ρωσικής αυτοκρατορίας, κοίταξε προς τη Δύση, ιδιαίτερα στη Γαλλία, για τα πολιτιστικά, εκπαιδευτικά, στρατιωτικά και διοικητικά του πρότυπα.
Τον Αύγουστο του 1914, όταν ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η Ρουμανία δήλωσε ουδετερότητα. Δύο χρόνια αργότερα, υπό την πίεση των Συμμάχων (ειδικά της Γαλλίας που πάσχιζε να ανοίξει νέο μέτωπο), την 14/27 Αυγούστου 1916 προσχώρησε στους Συμμάχους, και σε αντάλλαγμα υποσχέθηκαν στη Ρουμανία στήριξη για την επίτευξη της εθνικής της ενότητας, με συμπεριλαμβανόμενη την αναγνώριση των Ρουμανικών διεκδικήσεων στην Τρανσυλβανία (που τότε ήταν μέρος της Αυστροουγγαρίας). Στη συνέχεια, η Ρουμανία κήρυξε πόλεμο στην Αυστροουγγαρία[72]
Η Ρουμανική στρατιωτική εκστρατεία κατέληξε σε καταστροφή για τη Ρουμανία, καθώς οι Κεντρικές Δυνάμεις κατέκτησαν τα 2/3 της χώρας και αιχμαλώτισαν ή σκότωσαν το μεγαλύτερο μέρος του Ρουμανικού στρατού μέσα σε περίοδο 4 μηνών. Ωστόσο, το 1917 που σταμάτησαν οι εισβολικές δυνάμεις η Μολδαβία παρέμενε σε Ρουμανικά χέρια. Τον Μάιο του 1918, η Ρουμανία δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τον πόλεμο και διαπραγματεύτηκε μια ειρηνευτική συνθήκη με τη Γερμανία (βλ. Συνθήκη του Βουκουρεστίου, 1918).
Τον Οκτώβριο του 1918, η Ρουμανία εισήλθε ξανά στον πόλεμο και μέχρι το τέλος του πολέμου, η Αυστροουγγρική και η Ρωσική αυτοκρατορία είχαν καταρρεύσει. Τα διοικητικά όργανα που θεσπίστηκαν από τους Ρουμάνους της Τρανσυλβανίας, της Βεσσαραβίας και της Μπουκοβίνας επέλεξαν να προχωρήσουν σε ένωση με το Βασίλειο της Ρουμανίας, οπότε προέκυψε η Μεγάλη Ρουμανία.
Ο Ρουμανικός όρος România Mare, που σημαίνει «Μεγάλη Ρουμανία», αναφέρεται γενικά στο Ρουμανικό κράτος της μεσοπολεμικής περιόδου, και κατ 'επέκταση στη Ρουμανική επικράτεια εκείνης της εποχής.Τότε η Ρουμανία είχε φτάσει τη μεγαλύτερη εδαφική της έκταση, σχεδόν 300.000 τ.χλμ.,[76]καταφέρνοντας να ενώσει όλα τα ιστορικά Ρουμανικά εδάφη.
Ιστορικά, η Μεγάλη Ρουμανία — România Mare — αντιπροσώπευε ένα από τα ιδανικά του Ρουμανικού εθνικισμού.Η Μεγάλη Ρουμανία εξακολουθεί να θεωρείται από πολλούς ως ένας «χαμένος παράδεισος», συχνά σε σύγκριση με την «ασταθή» Κομμουνιστική Ρουμανία.Ένα εθνικιστικό πολιτικό κόμμα χρησιμοποιεί τον όρο στο όνομά του, εκμεταλλευόμενο την εθνικιστική χροιά του.
Το 1918, στο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Βεσσαραβία ενώθηκε με το Παλαιό Βασίλειο της Ρουμανίας .Οι Αντιπρόσωποι των Ρουμάνων από την Τρανσυλβανία ψήφισαν να ενώσουν τη Τρανσυλβανία, τη Μπανάτ, τη Κρισάνα και τη Μαραμούρες με τη Ρουμανία με τη Διακήρυξη της Ένωσης του Άλμπα Ιούλια.Η Βεσσαραβία, αφού κήρυξε την ανεξαρτησία της από τη Ρωσία το 1917 με τη Συνδιάσκεψη της Χώρας (ρουμανικά: Sfatul Ţării), κάλεσε τα ρουμανικά στρατεύματα να προστατεύσουν την επαρχία από τους Μπολσεβίκους που εξάπλωναν τη Ρωσική Επανάσταση .
Τα περισσότερα από τα διεκδικούμενα εδάφη χορηγήθηκαν στο Παλαιό Βασίλειο της Ρουμανίας, με τη Συνθήκη του Τριανόν που υπογράφηκε και επικυρώθηκε το 1920, η οποία διευθέτησε τα νέα σύνορα μεταξύ του ανεξάρτητου Βασιλείου της Ουγγαρίας και του Βασιλείου της Ρουμανίας.Η ένωση της Μπουκοβίνας και της Βεσσαραβίας με τη Ρουμανία επικυρώθηκε το 1920 με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών.Επίσης, η Ρουμανία είχε αποκτήσει πρόσφατα την περιοχή της Νότιας Δοβρουτσά ονομαζόμενης ως «Το Τετράπλευρο», από τη Βουλγαρία ως αποτέλεσμα της συμμετοχής της στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο το 1913.
Ως αποτέλεσμα των ειρηνευτικών συνθηκών, οι περισσότερες περιφέρειες με σαφείς Ρουμανικές πλειοψηφίες βρέθηκαν εντός των ορίων ενός ενιαίου κράτους.Εν τούτοις, συμπεριλήφθηκαν επίσης διάφορες σημαντικές μειονότητες, όπως οι Μαγυάροι (εθνικοί Ούγγροι), Γερμανοί, Εβραίοι, Ουκρανοί, Βούλγαροι, κ.λπ., κατά ένα συνολικό ποσοστό περίπου 28% του πληθυσμού (εκ των οποίων οι Μαγυάροι βρίσκονταν κυρίως στην Τρανσυλβανία, οι Γερμανοί στην Τρανσυλβανία, στη Μπουκοβίνα και στη Μπανάτ, οι Ουκρανοί σε μέρη της Βεσσαραβίας και της Μπουκοβίνας και οι Βούλγαροι στη Δοβρουτσά).
Με την αναγνώριση του Συντάγματος της Ρουμανίας το 1923 και με την υποστήριξη από διάφορους νόμους (εκπαιδευτικούς, εκλογικούς, κλπ.), οι εθνικές μειονότητες εκπροσωπούνταν στο Κοινοβούλιο, και αρκετές από αυτές ίδρυσαν εθνικά κόμματα (οι Μαγυάροι το 1922, οι Γερμανοί το 1929, οι Εβραίοι το 1931). Ωστόσο, δεν εκπληρώθηκε η μοναδική θέση των μειονοτήτων με αυτονομία σε ευρεία βάση, όπως προβλεπόταν στη συνέλευση των Ρουμάνων της Τρανσυλβανίας την 1η Δεκεμβρίου 1918.
Μετάβαση σε αυταρχικό καθεστώς
Μεταξύ των δύο παγκόσμιων πολέμων μπορούν να διακριθούν δύο περίοδοι στη Ρουμανία.Από το 1918 έως το 1938, η Ρουμανία ήταν μια φιλελεύθερησυνταγματική μοναρχία, που ήταν αντιμέτωπη με την άνοδο των εθνικιστικών, αντισημιτικών κομμάτων, ιδίως της Σιδηράς Φρουράς, που κέρδισε το 15% περίπου των ψήφων στις γενικές εκλογές του 1937.Από το 1938 έως το 1944, η Ρουμανία ήταν δικτατορία.Ο πρώτος δικτάτορας ήταν ο Βασιλιάς Κάρολος Β', ο οποίος κατάργησε το κοινοβουλευτικό καθεστώς και κυβερνούσε με την καμαρίλα (κλίκα) του.
Το 1939, η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση υπέγραψαν το Σύμφωνο Μολότωφ - Ρίμπεντροπ, το οποίο προέβλεπε, μεταξύ άλλων, το Σοβιετικό «ενδιαφέρον» για τη Βεσσαραβία.Μετά τις σοβαρές εδαφικές απώλειες του 1940, ο Κάρολος αναγκάστηκε να παραιτηθεί, και αντικαταστάθηκε ως βασιλιάς από τον γιο του Μιχαήλ, αλλά η εξουσία ήρθε στα χέρια του στρατιωτικού δικτάτορα Ιόν Αντονέσκου (αρχικά, σε συνεργασία με τη Σιδηρά Φρουρά).Τον Αύγουστο του 1944 ο Αντονέσκου συνελήφθη από τον Μιχαήλ.
↑György Fejér, Codex diplomaticus Hungariae ecclesiasticus ac civilis, Volume 7, typis typogr. Regiae Vniversitatis Vngaricae, 1831 [3]
↑ 42,042,142,2Tamás Kis, Magyar nyelvjárások, Volumes 18–21, Nyelvtudományi Intézet, Kossuth Lajos Tudományegyetem (University of Kossuth Lajos). Magyar Nyelvtudományi Tanszék, 1972, p. 83 [4]</
↑Dennis P. Hupchick, Conflict and chaos in Eastern Europe, Palgrave Macmillan, 1995 p. 58 [5]
↑István Vásáry, Cumans and Tatars: Oriental military in the pre-Ottoman Balkans, 1185–1365, Cambridge University Press, 2005, p. 28 [6]
↑Heinz Stoob, Die Mittelalterliche Städtebildung im südöstlichen Europa, Böhlau, 1977, p. 204 [7]
↑Bobango, Gerald J (1979), The emergence of the Romanian national Stat, New York: Boulder, ISBN978-0-914710-51-6
↑Η πυρηνική οικογένεια είναι μορφή οικογένειας που αποτελείται από τους δύο γονείς, οι οποίοι μπορεί να είναι σύζυγοι ή όχι, καθώς και τα τέκνα τους, σε αντιπαραβολή με την ευρεία ή εκτεταμένη οικογένεια που μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερες γενεές
↑Anderson, Frank Maloy; Hershey, Amos Shartle (1918), Handbook for the Diplomatic History of Europe, Asia, and Africa 1870-1914, Washington D.C.: Government Printing Office
↑Satu Matikainen, Great Britain, British Jews and the international protection of Romanian Jews, 1900–1914: a study of Jewish diplomacy and minority rights (University of Jyväskylä, 2006).
↑Malbone W. Graham (October 1944), «The Legal Status of the Bukovina and Bessarabia», The American Journal of International Law38 (4)
↑«Romania (1919 - 1940)». web.archive.org. 8 Ιανουαρίου 2010. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 13 Ιουνίου 2019.CS1 maint: Unfit url (link)