Η Ιερά Μητρόπολις Ίμβρου και Τενέδου είναι μία από της Μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου εντός της Τουρκίας. Στην εκκλησιαστική και πνευματική δικαιοδοσία της ανήκουν τα νησιά της Ίμβρου και της Τενέδου[1].
Μητροπολίτης της είναι από τον Μάρτιο του 2020 ο Κύριλλος (Συκής).
Κατά την πρώτη χριστιανική χιλιετία, η Ίμβρος υπαγόταν κατά πάσα πιθανότητα στη Μητρόπολη Λήμνου και η Τένεδος στη Μητρόπολη Μυτιλήνης, όχι όμως ως Επισκοπές, αλλά ως απλές εκκλησιαστικές παροικίες εφόσον δεν θεωρούνταν σημαντικές πληθυσμιακά. Το 1010 για πρώτη φορά η Ίμβρος εμφανίζεται ως Πατριαρχική Εξαρχία, η οποία δόθηκε στον Μιχαήλ Κηρουλάριο, τον μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη. Η κατάσταση αυτή της Πατριαρχικής Εξαρχίας διατηρείται μέχρι τον 14ο αιώνα[2].
Επί αυτοκράτορος Μανουήλ του Παλαιολόγου (1391-1426) η Ίμβρος προήχθη σε Αρχιεπισκοπή, από δε τα μέσα του 15ου αιώνα αναφέρεται ως Μητρόπολη στην 70ή θέση μεταξύ των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η έδρα της Μητροπόλεως βρισκόταν στον οικισμό Κάστρο μέχρι τον 20ό αιώνα, στις αρχές του οποίου μεταφέρθηκε στον οικισμό Παναγία.
Μετά την Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, η Ίμβρος και η Τένεδος ανήκουν στην Τουρκία. Έτσι, το 1923 αποσπάστηκε από τη Μητρόπολη Μυτιλήνης η Τένεδος και προσαρτήθηκε στη Μητρόπολη Ίμβρου, η οποία έκτοτε φέρει τον τίτλο «Ίμβρου και Τενέδου». Σήμερα είναι η τρίτη κατά τάξη Μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, εντός Τουρκίας.
Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου είναι από τον Μάρτιο του 2020 ο Κύριλλος (Συκής).
Στην Ιερά Μητρόπολη σήμερα, υπάρχουν συνολικά οκτώ (8) Κοινότητες. Επτά (7) Ιερείς εξυπηρετούν αυτές τις Κοινότητες και τους Ναούς.
Πιο συγκεκριμένα: