Ο δίσκος δίχασε οπαδούς και κριτικούς αφού οι jazz και funk επιρροές ήταν ολοφάνερες πλέον στον τρόπο παιξίματος του συγκροτήματος. Η αλλαγή αυτή στο στυλ των Deep Purple ήταν και ο λόγος της αποχώρησης μετά από λίγους μήνες του κιθαρίστα Ρίτσι Μπλάκμορ.
Το "Stormbringer" έκανε σχετικά μεγάλες πωλήσεις και παρ' όλο που δεν κατάφερε να μπει στο Top-10 των Ηνωμένων Πολιτειών, έγινε χρυσό, ενώ έφτασε ως το #6 στη Μεγάλη Βρετανία και στο Top-10 πολλών ευρωπαϊκών τσαρτ.[2]
Ιστορία του δίσκου και ανάλυση τραγουδιών
Τον Ιούνιο του 1974 οι Deep Purple έκαναν ένα διάλειμμα από τις ζωντανές εμφανίσεις για κάποιες ημέρες και στα τέλη του μήνα άρχισαν να κάνουν πρόβες για τον επόμενο δίσκο τους. Ένα τραγούδι του οποίου η βάση δημιουργήθηκε ήταν το "Stormbringer", που αποτέλεσε ένα από τα γνωστότερα κομμάτια του δίσκου.[3] Οι πρόβες διακόπηκαν στις 27 Ιουνίου γα μία συναυλία στο Σάουθεντ και από εκεί και μετά, ως τα τέλη Ιουλίου συνέχισαν να ηχογραφούν, δημιουργώντας τα περισσότερα από τα κομμάτια του δίσκου. Στις 25 Ιουλίου έπαιξαν για πρώτη φορά στο "Rimini festival" στην Ιταλία, στην πρώτη επίσκεψη αυτής της σύνθεσης του συγκροτήματος στη συγκεκριμένη χώρα.[4]
Τον Αύγουστο του 1974, οι Deep Purple πήγαν στο Μόναχο της Γερμανίας, για να ηχογραφήσουν τα κομμάτια για τον επόμενο τους δίσκο. Τα μόνα πραγματικά χαρντ ροκ τραγούδια που ηχογραφήθηκαν, ήταν το "Stormbringer", το "Lady Doyble Dealer", το "Highball Shooter" και το "The Gypsy", όμως, και αυτά είχαν blues επιρροές.[5] Στο δίσκο επίσης, υπήρχε μία από τις καλύτερες μπαλάντες που ηχογράφησαν ποτέ οι Deep Purple, το "Soldier of Fortune", ένα κομμάτι που για πολλούς ανήκει στις κορυφαίες ροκ μπαλάντες όλων των εποχών.[6] Κατά τα άλλα ο δίσκος κυμαινόταν από blues / jazz κομμάτια μέχρι και funk, πράγμα που απογοήτευσε πολλούς οπαδούς του συγκροτήματος που είχαν στα χέρια τους δίσκους σαν το "Deep Purple in Rock" και το "Machine Head". Το συγκεκριμένο άλμπουμ δεν κατάφερε να σταθεί ανάλογα με τις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει το "Burn", πράγμα που πολλοί θεωρούν ως αποτέλεσμα της αποστασιοποίησης του Ρίτσι Μπλάκμορ από τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται για πρώτη φορά κομμάτια των Deep Purple με τον Μπλάκμορ στην κιθάρα και να μην αναφέρεται αυτός ανάμεσα στους δημιουργούς τους, όπως το "Hold On" και το "Holy Man".[7] Ούτως ή άλλως, στο συγκεκριμένο δίσκο φάνηκε περισσότερο από οποτεδήποτε, κάτι που ήταν γεγονός τον τελευταίο ένα χρόνο: η τεράστια διαφορά στο στυλ και τις μουσικές προτιμήσεις του Ρίτσι Μπλάκμορ με αυτό του Γκλεν Χιούζ, πράγμα που αποτέλεσε και τον κύριο λόγο του διχασμού μέσα στο συγκρότημα. Πρέπει να αναφερθεί ότι το "Holy Man" ήταν το πρώτο κομμάτι των Deep Purple στο οποίο τραγουδούσε αποκλειστικά ο Γκλεν Χιούζ.
Οι πρώτες τους συναυλίες μετά τις ηχογραφήσεις ήταν στα τέλη Αυγούστου όταν και έπαιξαν στη Φλόριντα, το Κονέκτικατ, το Κάνσας και το Χιούστον στις 24, 26, 28 και 30 του μήνα. Μετά από μία διακοπή δύο εβδομάδων, ο Τζον Λορντ με τον φίλο του, Τόνι Άστον έδωσαν μία συναυλία στο "Palladium" του Λονδίνου με σκοπό την προώθηση του δίσκου τους "The First of the Big Bands". Τρεις ημέρες αργότερα, ξεκίνησαν άλλη μία περιοδεία στη Γερμανία, όπου από τις 18 ως τις 28 Σεπτεμβρίου έπαιξαν 8 συναυλίες από τη Νυρεμβέργη ως το Βούλτσμπουργκ, για να τελειώσουν τη συγκεκριμένη περιοδεία με μία συναυλία στη Βέρνη της Ελβετίας στις 29 Σεπτεμβρίου.[8]
Μέσα στον Οκτώβριο κυκλοφόρησε το σινγκλ "Lady Double Dealer" μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες με b-side το "Love Don’t Mean A Thing", ενώ στον υπόλοιπο κόσμο κυκλοφόρησε το "You Can't Do It Right" με b-side το "Highball Shooter", χωρίς κανένα από αυτά να καταφέρει να μπει στα αμερικανικά ή βρετανικά τσαρτ.[9] Το επόμενο σινγκλ της συγκεκριμένης γραμμής ήταν το "Stormbringer" με b-side το "Love Don’t Mean A Thing", το οποίο κυκλοφόρησε σε όλη την Ευρώπη και πάλι χωρίς επιτυχία.
Στις 13 Νοεμβρίου έδωσαν την πρώτη από τις 16 συναυλίες τους στη Βόρεια Αμερική ως μέρος της δεύτερης μεγάλης τους περιοδείας εκεί, από την κυκλοφορία του "Burn". Ξεκινώντας από τις Δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες και περνώντας από το Βανκούβερ του Καναδά στις 17, τελείωσαν τη συγκεκριμένη περιοδεία στη Βιρτζίνια των Η.Π.Α. στις 17 Δεκεμβρίου. Σε αυτή την περιοδεία έγινε φανερό ότι ο Ρίτσι Μπλάκμορ είχε αποστασιοποιηθεί από τον τρόπο που έπαιζε το συγκρότημα και ήθελε να επιστρέψει στους παλιούς χαρντ ροκ ήχους, πράγμα που εμπόδιζε η παρουσία των Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ και Γκλεν Χιουζ.
Μέσα στο Δεκέμβριο κυκλοφόρησε και ο δίσκος με τίτλο "Stormbringer" και με εξώφυλλο που παρουσίαζε ένα άλογο πάνω σε ένα τυφώνα. Ο δίσκος έγινε χρυσός, αλλά οι πωλήσεις του ήταν πολύ χαμηλότερες σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους στούντιο δίσκους στη Βρετανία, από το "Deep Purple in Rock" μέχρι και το "Burn". Το άλμπουμ ανέβηκε στο # 6 στην πατρίδα τους αλλά οι πωλήσεις δεν ήταν στο ίδιο επίπεδο στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου κατάφερε σε αρκετές χώρες να ανέβει ως το Top-10, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες έφτασε ως το # 20, τη χαμηλότερη θέση δίσκου των Purple από το "Fireball".[10] Ο δίσκος γενικά θεωρείται μακριά από τα μουσικά εδάφη που κινούνταν οι Deep Purple την προηγούμενη πενταετία, πράγμα που έκανε τον Μπλάκμορ να απογοητευτεί σε τέτοιο σημείο, δηλώνοντας στενοχωρημένος ότι είχε χαθεί η χημεία του συγκροτήματος από το 1972, όταν και σταμάτησαν να μπαίνουν στο στούντιο για πρόβες.
Μετά από μία συναυλία στο "Sunbury festival" της Μελβούρνης στις 25 Ιανουαρίου1975, ο Μπλάκμορ μετέβη στο Μόναχο όπου μαζί με τα περισσότερα μέλη των Elf, μεταξύ των οποίων και ο τραγουδιστής Ρόνι Τζέιμς Ντίο, ξεκίνησε να ηχογραφεί τον πρώτο προσωπικό του δίσκο, με τίτλο "Ritchie Blackmore's Rainbow".[11] Αφού ικανοποιήθηκε από την πορεία των ηχογραφήσεων αποφάσισε να αποχωρήσει από τους Deep Purple μετά την επόμενη περιοδεία. Το νέο συγκρότημα ονομάστηκε Rainbow, ένα από τα γνωστότερα χαρντ ροκ συγκροτήματα του δεύτερου μισού της δεκαετίας του '70.
Μετά την αποχώρηση του Μπλάκμορ από το συγκρότημα πολλοί ήταν αυτοί που σκέφτηκαν ότι οι Deep Purple θα έπρεπε να διαλυθούν. Τη συγκεκριμένη θεωρία στήριζαν στο ότι ο ο θρυλικός κιθαρίστας ήταν η κύρια πηγή έμπνευσης για το συγκρότημα από την κυκλοφορία του "Deep Purple in Rock" ως και το "Stormbringer" και μετά τη φυγή του δεν θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των οπαδών τους. Παρ' όλα αυτά, τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος αποφάσισαν να τον αντικαταστήσουν με τον Τόμι Μπόλιν, κυκλοφορώντας το "Come Taste the Band" το 1975.[13]
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1974 κυκλοφόρησε ο δίσκος "Stormbringer" σε μορφή βινυλίου. Ο δίσκος επανεκδόθηκε σε μορφή CD το 1990 από την εταιρεία Metal Blade Records, το 1991 από την "Warner", το 1995 από την "EMI" και, επίσης από την "EMI", στις 23 Φεβρουαρίου του 2009 ως επετειακή έκδοση για τα 35 χρόνια από την αρχική κυκλοφορία του δίσκου (35th Anniversary Edition).[1]