Ο Ρότζερ Ντέιβιντ Γκλόβερ (αγγλικά: Roger David Glover) είναι Άγγλος μπασίστας και μουσικός παραγωγός, γνωστότερος για τη συμμετοχή του στο χαρντ ροκ συγκρότημα των Deep Purple.
Βιογραφία
Τα πρώτα χρόνια
Ο Ρότζερ Γκλόβερ γεννήθηκε στο Μπρίκον της Ουαλίας, στις 30 Νοεμβρίου του 1945.[4] Στα δέκα του χρόνια, η οικογένεια του μετακόμισε στο Λονδίνο και τρία χρόνια αργότερα ξεκίνησε να παίζει κιθάρα, επηρεαζόμενος από τη μουσική μπλουζ και το ροκ εντ ρολ. Το 1959, μετακόμισε σε διαμέρισμα στο προάστιο Φούλαμ και εντάχθηκε στην εκκλησιαστική χορωδία, ενώ την επόμενη χρονιά μετακόμισε στο Μίντλσεξ. Εκείνο το διάστημα, οι γονείς του πήραν διαζύγιο. Το 1961, κατατάχθηκε για δόκιμος στην Βρετανική Βασιλική Αεροπορία και δημιούργησε το συγκρότημα The Madisons, οι οποίοι έδωσαν την πρώτη τους συναυλία τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς, παίζοντας ροκ εντ ρολ τραγούδια των Moontrekkers, των Fentones και του Φλόιντ Κρέιμερ.[5]
Το 1962, οι Madisons συνενώθηκαν με τους Lightnings, οι οποίοι αποτέλεσαν τη βάση για το συγκρότημα των Episode Six.[6] Αφού ολοκλήρωσε την εκπαίδευση του στη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία, ο Γκλόβερ εγγράφηκε στη σχολή Τεχνών του Χόρνσεϊ, στο Λονδίνο. Το 1965 εγκατέλειψε τις σπουδές του για να γίνει επαγγελματίας μουσικός, ξεκινώντας με ζωντανές εμφανίσεις στην Φρανκφούρτη. Μία εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, καθυστέρησε τα σχέδια του Γκλόβερ για μερικούς μήνες, αλλά όταν ο τραγουδιστής Άντι Τέιτ αποφάσισε να αποχωρήσει, στη θέση του ήλθε ο Ίαν Γκίλαν, φίλος και συνάδελφος του Ρότζερ Γκλόβερ από εκεί και έπειτα. Σ' εκείνο το διάστημα, το μάνατζμεντ των Episode Six αναλαμβάνει η Γκλόρια Μπρίστοου, η οποία τους προωθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παίζουν σχεδόν κάθε βράδυ, ενώ στις 21 Ιανουαρίου1966, κυκλοφόρησε μέσω της "Pye Records" το πρώτο τους σινγκλ, με τίτλο "Put Yourself In My Place".[7] Οι Episode Six συνέχισαν να κυκλοφορούν 7" σινγκλ, όπως το "I Hear Trumpets Blow" και το "Here, There and Everywhere",[8][9] ενώ περιόδευσαν ανοίγοντας συναυλίες της Ντάστι Σπρίνγκφιλντ και του Άλαν Πράις, ενώ έπαιζαν ζωντανά για εννέα εβδομάδες στο καζίνο "Du Liban" της Βηρυτού, στο Λίβανο.[10] Το 1967, αποχώρησε ο ντράμερ Χάρβεϊ Σιλντ, για αντικατασταθεί αρχικά, από τον Τζον Κέρισον και λίγο αργότερα, από τον Μικ Άντεργουντ. Σε αυτό το διάστημα, οι Episode Six κυκλοφόρησαν άλλα έξι σινγκλ, τα "Love-Hate-Revenge" (1967), "Morning Dew" (1967), "I Can See Through You" (1967), "Little One" (1968), "Lucky Sunday" (1968), "Mozart Versus The Rest" (1969), χωρίς να καταφέρουν να γνωρίσουν εμπορική επιτυχία.[11]
Το καλοκαίρι του 1969, ο συνάδελφος του Άντεργουντ στους Outlaws, Ρίτσι Μπλάκμορ, προσκάλεσε τον Ρότζερ Γκλόβερ στο συγκρότημα στο οποίο έπαιζε, τους Deep Purple, ενώ ο Ίαν Γκίλαν είχε ήδη αναλάβει τα φωνητικά του συγκροτήματος.
Πρώτη δουλειά του Ρότζερ Γκλόβερ με τους Deep Purple ήταν το σινγκλ "Hallelujah",[12] το οποίο κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 1969, ενώ ταυτόχρονα, οι Episode Six διαλύθηκαν. Η πρώτη τους ζωντανή εμφάνιση ήταν στο "Speakasy Club" του Λονδίνου, στις 10 Ιουλίου1969.[13] Δύο μήνες αργότερα, εμφανίστηκαν στο Royal Albert Hall μαζί με τη Βασιλική Φιλαρμονική Ορχήστρα, υπό τη διεύθυνση του Μάλκολμ Άρνολντ, στη σύνθεση του Τζον Λορντ, "Concerto for Group and Orchestra".[14] Η συγκεκριμένη συναυλία ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, ανεβαίνοντας στο # 26 των βρετανικών τσαρτ. Αυτή ήταν η πρώτη κυκλοφορία του συγκροτήματος, η οποία παρουσίασε αξιόλογες πωλήσεις στην πατρίδα τους, τη Μεγάλη Βρετανία.
Το 1970, ο Ρότζερ Γκλόβερ μετακόμισε σε νέο διαμέρισμα στο Φούλαμ, με συγκάτοικο τον ντράμερ των Deep Purple, Ίαν Πέις. Η μουσική κατεύθυνση την οποιά ήθελαν να δώσουν στο συγκρότημα, ήταν αυτή του χαρντ ροκ με προοδευτικά στοιχεία, δεχόμενοι επιρροές από την κλασική μουσική και τα μπλουζ, ενώ η τελευταία κυκλοφορία τους θα μπορούσε να λειτουργήσει παραπλανητικά σε αυτό τον τομέα, λόγω της καθαρά συμφωνικής ηχητικής κατεύθυνσης την οποία είχε. Γι' αυτό το λόγο, κυκλοφόρησαν τον στούντιο δίσκο Deep Purple in Rock, ο οποίος κινούνταν σε πολύ δυνατότερη ηχητικά κατεύθυνση και γνώρισαν πολύ μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη και την Αυστραλία.[15] Το Deep Purple in Rock ήταν ο δίσκος ο οποίος τους καθιέρωσε στο ευρύ κοινό, με τον Γκλόβερ να συγγράφει όλα τα τραγούδια του δίσκου. Παράλληλα, κυκλοφόρησε το σινγκλ "Black Night", το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία, ανεβαίνοντας στο Top-10 των περισσοτέρων χωρών του κόσμου.[16]
Το 1971, ακολούθησε το επιτυχημένο σινγκλ "Strange Kind of Woman", ενώ τον Σεπτέμβριο εκείνου του έτους, κυκλοφόρησε ο δίσκος Fireball ο οποίος έγινε το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος το οποίο έφθασε στην κορυφή των βρετανικών τσαρτ, ενώ έγινε χρυσός στις Ηνωμένες Πολιτείες.[17] Ταυτόχρονα, με το δίσκο κυκλοφόρησε σε μορφή σινγκλ και το κομμάτι "Fireball", ανεβαίνοντας στο Top-20 στη Μεγάλη Βρετανία. Εκείνη τη χρονιά, ο Γκλόβερ έκανε την πρώτη του δουλειά ως μουσικός παραγωγός στο δίσκο Pick Up a Bone του Ρούπερτ Χάιν.[18] Την επόμενη χρονιά, οι Deep Purple κυκλοφόρησαν τον πιο επιτυχημένο τους δίσκο, με τίτλο Machine Head, ο οποίος ανέβηκε στο # 1 στα περισσότερα τσαρτ του πλανήτη.[19] Στο συγκεκριμένο άλμπουμ, υπάρχει ένα από τα γνωστότερα και πιο χαρακτηριστικά τραγούδια της ροκ μουσικής, το "Smoke on the Water", το οποίο περιγράφει την πυρκαγιά που ξέσπασε στο καζίνο του Μοντρέ της Ελβετίας κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων του δίσκου και τον τίτλο του τραγουδιού εμπνεύστηκε ο Ρότζερ Γκλόβερ την επόμενη ημέρα της πυρκαγιάς, βλέποντας τον καπνό να έχει σκεπάσει τη λίμνη της περιοχής.[20] Ο Γκλόβερ συμμετείχε στη συγγραφή όλων των τραγουδιών του "Fireball" και του "Machine Head", ενώ το 1972 έκανε την παραγωγή του πρώτου δίσκου των Elf, συγκρότημα στο οποίο τραγουδούσε ο Ρόνι Τζέιμς Ντίο.[21] Τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς, κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο στην Ιαπωνία το καλοκαίρι του 1972, Made in Japan, φθάνοντας στο Top-10 των αμερικανικών τσαρτ όπου βραβεύθηκε ως πλατινένιο.[22]
Το 1973, κυκλοφόρησε ο δίσκος Who Do We Think We Are με την επιτυχία "Woman from Tokyo",[23] αλλά οι σχέσεις μεταξύ των μελών του συγκροτήματος ήταν ιδιαίτερα τεταμένες, με τον Ίαν Γκίλαν και τον Ρίτσι Μπλάκμορ να αποφεύγουν συνεχώς να μιλήσουν ο ένας στον άλλο. Στις 29 Ιουνίου1973, ο Γκίλαν και ο Γκλόβερ έδωσαν την τελευταία τους συναυλία με τους Deep Purple, στο "Koseinenkin Hall" της Οσάκα, στην Ιαπωνία. Η δημοτικότητα του συγκροτήματος εκείνη την εποχή, είχε φτάσει στο απόγειο της, με τους Deep Purple να είναι το πρώτο συγκρότημα σε πωλήσεις για το 1973, στις Ηνωμένες Πολιτείες.[24]
Παραγωγές δίσκων και Rainbow
Επιστρέφοντας στην Αγγλία, ο Γκλόβερ έμαθε ότι οι Nazareth βρισκόταν σε ψηλές θέσεις των βρετανικών τσαρτ με τον δίσκο Razamanaz, του οποίου είχε κάνει την παραγωγή.[25] Επίσης, έκανε την παραγωγή και για τα επόμενα δύο άλμπουμ του συγκροτήματος, Loud 'n' Proud (1973) και Rampant (1974), ενώ για τα επόμενα έξι χρόνια, ο Γκλόβερ δούλεψε σε παραγωγές δίσκων και λίγες προσωπικές κυκλοφορίες, χωρίς να ενταχθεί σε κάποιο συγκρότημα. Το 1974 έκανε την παραγωγή για το Living in a Back Street των Spencer Davis Group και το Carolina County Ball των Elf.[26] Εκείνη τη χρόνια κυκλοφόρησε και η πρώτη προσωπική δουλειά του Γκλόβερ, με τίτλο \The Butterfly Ball and the Grasshopper's Feast, μία ροκόπερα, βασισμένη στο ομώνυμο παιδικό ποίημα.[27] Μαζί με το δίσκο, κυκλοφόρησε και το 7" σινγκλ "Love is All", το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη, ανεβαίνοντας στο # 1 στην Ολλανδία.[28] Στις 16 Οκτωβρίου1975, ανέβηκε ζωντανά το The Butterfly Ball and the Grasshopper's Feast στο Royal Albert Hall του Λονδίνου, με τη συμμετοχή των Ίαν Γκίλαν, Ρόνι Τζέιμς Ντίο, Βίνσεντ Πράις, Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ, Γκλεν Χιούζ, κ.ά.[29]
Το 1976, ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στο επόμενο σόλο άλμπουμ του, το οποίο κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1978, με τον τίτλο Elements.[30] Στο δίσκο συμμετείχαν ο Μίκι Λι Σουλ, ο Ρόνι Άσπερι, η Λίζα Στράικ, ο Μάρτιν Μπερτς, ο Σάιμον Φίλιπς και ο Γκράχαμ Πρέσκετ. Από το 1976 μέχρι και το 1978, έκανε την παραγωγή του πρώτου δίσκου των Ian Gillan Band με τίτλο Child in Time,[31] του ομώνυμου άλμπουμ και του Secret Damage των Strapps,[32] του Calling Card του Ρόρι Γκάλαχερ,[33] του Sin After Sin των Judas Priest,[34] του ομώνυμου άλμπουμ των Young & Moody,[35] των άλμπουμ Whitesnake και Northwinds του Ντέιβιντ Κόβερντεϊλ,[36] αλλά και σε δίσκους της Μπάρμπι Μπέντον, των Grand Theft και του Τζο Μπριν.
Το 1979, δέχεται πρόταση από τον Ρίτσι Μπλάκμορ να ενταχθεί στο συγκρότημα των Rainbow. Το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν με τον Γκλόβερ στη σύνθεση τους, είναι το "Down to Earth" του 1979, το οποίο ανέβηκε στο # 6 των βρετανικών τσαρτ και παρείχε στους Rainbow δύο επιτυχίες, το "Since You've Been Gone" (# 6) και το "All Night Long" (# 5).[37] Ο τραγουδιστής Γκράχαμ Μπονέτ αντικαταστάθηκε από τον Τζο Λιν Τέρνερ, για να κυκλοφορήσουν το "Difficult to Cure" (# 3) το 1981, το οποίο περιείχε τις επιτυχίες "I Surrender" (# 3) και "Can't Happen Here" (# 20).[38] Την παραγωγή του δίσκου έκανε ο Γκλόβερ, όπως και των επόμενων δύο δίσκων του συγκροτήματος, "Straight Between the Eyes" και "Bent Out Of Shape".[39][40] Κατά τη δεκαετία του '80, ο Γκλόβερ σταμάτησε να δουλεύει σαν μουσικός παραγωγός, με εξαίρεση τα τρία τελευταία άλμπουμ των Rainbow, όπως και το "Finyl Vinyl" του 1986,[41] αλλά και του ομώνυμου άλμπουμ των Michael Schenker Group, το οποίο κυκλοφόρησε το 1980.[42]
Η επανένωση και οι αλλαγές μελών
Τον Ιούνιο του 1984, κυκλοφόρησε το τρίτο σόλο άλμπουμ του Ρότζερ Γκλόβερ, με τίτλο Mask και με την συμμετοχή των Τζο Τζάμερ, Κέιτ ΜακΓκάριμπλ, Μαρκ Κονίζ, Ντέιβιντ Ρόζενταλ, Ντέιβ Γκέλις, Τζιν Ρούσελ και Τσακ Μπούρτζι.[43] Δύο μήνες νωρίτερα, η δεύτερη γραμμή μελών των Deep Purple επανενώθηκε μετά από έντεκα χρόνια. Το πρώτο τους άλμπουμ ήταν το πλατινένιο Perfect Strangers, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία παγκοσμίως,[44] με τους Deep Purple να είναι το δεύτερο συγκρότημα σε έσοδα συναυλιών για το 1985, μετά τον Μπρους Σπρίνγκστιν. Δύο σινγκλ του δίσκου, το "Knockin' at your Back Door" και το "Perfect Strangers", μπήκαν στη βρετανική λίστα επιτυχιών και γυρίστηκαν βίντεο κλιπ για την προώθηση τους.[45]
Το 1986, ηχογράφησαν το επόμενο στούντιο άλμπουμ τους, The House of Blue Light, το οποίο κυκλοφόρησε στις 12 Ιανουαρίου1987, ανεβαίνοντας στο βρετανικό Top-10 αλλά και στο # 1 αρκετών ευρωπαϊκών τσαρτ.[46] Παρ' όλα αυτά, ο πειραματισμός των Deep Purple με νέους ήχους στα πλήκτρα και synth κιθάρες, προκάλεσε μεικτές αντιδράσεις στους μουσικοκριτικούς και τους οπαδούς του συγκροτήματος, ενώ το 1988 κυκλοφόρησε το ζωντανά ηχογραφημένο Nobody's Perfect, λαμβάνοντας μέτριες κριτικές.[47] Τον Φεβρουάριο του 1988, κυκλοφόρησε το άλμπουμ Accidentaly on Purpose, αποτέλεσμα της συνεργασίας του Ίαν Γκίλαν με τον Ρότζερ Γκλόβερ.[48]
Η ένταση στις σχέσεις του Γκίλαν με τον Ρίτσι Μπλάκμορ επανήλθε, με αποτέλεσμα την αποχώρηση του πρώτου, μέσα στο 1989.[49] Αντικαταστάτης του, ο Τζο Λιν Τέρνερ, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τον Γκλόβερ στους Rainbow. Το 1990, κυκλοφόρησαν τον δίσκο Slaves and Masters και περιόδευσαν σε παγκόσμια κλίμακα.[50] Το 1992 και με την 25η επέτειο από την δημιουργία των Deep Purple να πλησιάζει, το υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος πίεσαν τον Μπλάκμορ να δεχθεί να συνεργαστεί ξανά με τον Ίαν Γκίλαν με αποτέλεσμα τον τελευταίο δίσκο της δεύτερης γραμμής του συγκροτήματος, με τίτλο The Battle Rages On, τον Αύγουστο του 1993.[51] Την παραγωγή των τελευταίων δύο δίσκων του συγκροτήματος ανέλαβε ο Ρότζερ Γκλόβερ. Κατά τη διάρκεια του ευρωπαϊκού κομματιού της περιοδείας για την προώθηση του δίσκου, ο Μπλάκμορ αποχώρησε, για να αντικατασταθεί από τον Τζο Σατριάνι για τις υπόλοιπες συναυλίες και από τον Στηβ Μορς, ως μόνιμο μέλος των Deep Purple.[52]
Το 2002, ο Ντον Έρεϊ αντικατέστησε τον Τζον Λορντ στη θέση του κιμπορντίστα του συγκροτήματος, ενώ ο Γκλόβερ κυκλοφόρησε τον προσωπικό του δίσκο, Snapshot με τους Ράνταλ Μπράμπλετ, Τζο Μπονάντιο, Βανίς Τόμας, Ντίνα Μίλερ, Μίκι Λε Σουλ, Γουόρεν Χέινς, Λάρι Σάλτσμαν και την κόρη του Ρότζερ Γκλόβερ, Γκίλιαν.[58] Την επόμενη χρονιά, οι Deep Purple μετέβησαν στο Λος Άντζελες για να ηχογραφήσουν τον επόμενο τους δίσκο, με τίτλο Bananas.[59] Ο Γκλόβερ εμφανίστηκε με τους Govt Mule στο φεστιβάλ τζαζ της Νέας Ορλεάνης. Τον Ιούνιο του 2003, εμφανίστηκαν για δεύτερη φορά με τον Λουτσιάνο Παβαρότι, ενώ η περιοδεία για την προώθηση του Bananas διήρκεσε δεκαοκτώ μήνες. Το 2005, οι Deep Purple κυκλοφόρησαν το Rapture of the Deep, με παραγωγή του Μάικλ Μπράντφορντ, για δεύτερη φορά. Στις 31 Μαρτίου2006, ο Γκλόβερ εμφανίστηκε με το συγκρότημα του Ίαν Γκίλαν στη συναυλία εις μνήμην του Τόμι Βανς, ενώ την επόμενη χρονιά συνεργάστηκε με την κόρη του Γκίλιαν, για τον πρώτο της προσωπικό δίσκο, "Red Handed".[60] Ο Γκλόβερ έκανε τη μίξη του ήχου για το δίσκο Made in Japan, τον οποίο ηχογράφησαν προς τιμή των Deep Purple οι Dream Theater.[61] Από το 2005 ως και το 2011, οι Deep Purple περιόδευαν συνεχώς, ενώ το 2008, ο Γκλόβερ έκανε την παραγωγή του δίσκου L'Art délicat du Rock & Roll για τους Γάλλους Café Bertrand.[62] Το 2011, κυκλοφόρησε ο προσωπικός του δίσκος, με τίτλο If Life Was Easy, ενώ τον Δεκέμβριο του 2012,[63] οι Deep Purple ανακοίνωσαν την κυκλοφορία του νέου τους δίσκου, του πρώτου μετά από οκτώ χρόνια, με επίσημη ημερομηνία έκδοσης, τις 26 Απριλίου2013. Το άλμπουμ έφερε την ονομασία Now What?! και ήταν το πιο επιτυχημένο το οποίο κυκλοφόρησαν οι Deep Purple την τελευταία εικοσαετία, γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία στα ευρωπαϊκά τσαρτ και ανεβαίνοντας για πρώτη φορά από το The Battle Rages On του 1993 στον κατάλογο επιτυχιών του Billboard στις Ηνωμένες Πολιτείες.[64]
Προσωπική ζωή
Ο Ρότζερ Γκλόβερ, παντρεύτηκε στις αρχές της δεκαετίας του '70 και στις 18 Δεκεμβρίου1976, γεννήθηκε η κόρη του και μετέπειτα τραγουδίστρια, Γκίλιαν Γκλόβερ. Το 1979 χώρισε με τη σύζυγό του και το διαζύγιο εκδόθηκε τρία χρόνια αργότερα. Τον Ιούλιο του 1989, παντρεύτηκε την Λέσλι Έντμουντς με την οποία χώρισε το 2002. Πλέον, διαμένει στην Ελβετία με την τρίτη σύζυγο του, Μίριαμ, η οποία γέννησε την μικρή τους κόρη, Λουσίντα, τον Ιούνιο του 2009.[65]