To μυρώνι ή ανθρίσκος (Ανθρίσκος το χαιρέφυλλον [Anthriscus cerefolium]), που στην Ελλάδα ανάλογα με τον τόπο ονομάζεται και κάντζικο, κτενόχορτο της Αφροδίτης, μερόνα, μερόνι, μπερόνικα, μυριαλίδα, μυρωνήθρα, πορτσαλίδα ή γαλλικός μαϊντανός, είναι ένα ευαίσθητο ετήσιο βότανο το οποίο σχετίζεται με τον μαϊντανό. Συνήθως χρησιμοποιείται για τον ήπιο αρωματισμό πιάτων και είναι ένα συστατικό του γαλλικού μείγματος των «εκλεπτυσμένων χορταρικών» (fines herbes)[Σημ. 1] της γαλλικής κουζίνας, το οποίο περιλαμβάνει επίσης το εστραγκόν, το σχοινόπρασο και τον μαϊντανό. Κατά το μάζεμά του από τους αγρούς χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς εμφανισιακά ομοιάζει με το φυτό κώνειο, το οποίο είναι ιδιαιτέρως τοξικό και δηλητηριώδες για τον άνθρωπο.
Μέλος της οικογένειας των Απιίδων (Apiaceae), το μυρώνι είναι εγγενές στον Καύκασο, αλλά διαδόθηκε από τους Ρωμαίους στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, όπου έχει πλέον εγκλιματισθεί.[1]
Τα φυτά αναπτύσσονται σε ύψος 40-70 cm (16-28 in), με τριπτεροειδή (tripinnate) φύλλα που μπορεί να είναι σγουρά. Τα μικρά λευκά άνθη του σχηματίζουν μικρά σκιάδια μήκους 2,54-5 cm (1,00-1,97 in). Ο καρπός έχει μήκος περίπου 1 cm και είναι επιμήκης ωοειδής με ένα λεπτό ραβδωτό ράμφος.[1]
Το μυρώνι είναι πολύ ευαίσθητο και διατηρείται στο ψυγείο μία ή δύο ημέρες, αποξηραίνεται πολύ εύκολα και χρειάζεται διπλάσια ποσότητα για να αποδώσει αρωματικά.[2] Είναι ένα από τα «εκλεπτυσμένα χορταρικά» (fines herbes) της γαλλικής κουζίνας, η οποία περιλαμβάνει επίσης το εστραγκόν, τον μαϊντανό και το σχοινόπρασο.[3] Σε αντίθεση με τα πιο πικάντικα, ισχυρά βότανα, όπως το θυμάρι, δενδρολίβανο κ.λπ., τα οποία είναι ανθεκτικά στο παρατεταμένο μαγείρεμα, τα «εκλεπτυσμένα χορταρικά» (fines herbes) προστίθενται την τελευταία στιγμή σε σαλάτες, ομελέτες και σούπες.
Επειδή η γεύση του είναι χαρακτηριστική και πολύ έντονη, χρησιμοποιείται σε μικρές ποσότητες στις χορτόπιτες ή προστίθεται σε ελάχιστη φυσική ποσότητα -για άρωμα- στις τυρόπιτες. Μαγειρεύεται με αρνάκι ή κατσίκι και του Ευαγγελισμού όπως και των Βαΐων το φτιάχνουν με μπακαλιάρο.[2]
Το μυρώνι χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως στη Γαλλία, για να αρωματίσει πουλερικά, θαλασσινά και νεαρά λαχανικά της άνοιξης (όπως καρότα), σούπες και σάλτσες. Πιο ευαίσθητο από τον μαϊντανό, έχει την αχνή γεύση της γλυκόριζας ή του γλυκάνισου.[4]
Σύμφωνα με ορισμένους, οι γυμνοσάλιαγκες έλκονται από τα μυρώνια και το φυτό μερικές φορές χρησιμοποιείται ως δόλωμά τους.[5]
Το μυρώνι έχει διάφορες χρήσεις στην παραδοσιακή ιατρική. Φέρεται να είναι χρήσιμο ως ενισχυτικό της πέψης, για τη μείωση της υψηλής πίεσης του αίματος και, εμποτισμένο με ξύδι, για τη θεραπεία του λόξυγγα.[6] Πέραν των χωνευτικών του ιδιοτήτων, χρησιμοποιείται ως ήπιο διεγερτικό.[4]
Το μυρώνι εμπλέκεται επίσης με τη χορτοκοπτική (strimmer) δερματίτιδα ή φυτοφωτοδερματίτιδα (phytophotodermatitis), λόγω ψεκασμού από τα κοπτικά των ζιζανίων και τις άλλες μορφές επαφής. Άλλα φυτά της οικογένειας των Απιίδων (Apiaceae) μπορεί να έχουν παρόμοια αποτελέσματα.[7]
Το μυρώνι είναι χωνευτικό, διουρητικό, αποχρεμπτικό, διεγερτικό, τονωτικό.[8] Ο χυμός που εξάγεται από το φρέσκο ανθοφόρο βότανο χρησιμοποιείται ευρέως για διάφορους σκοπούς, που περιλαμβάνουν τη χελώνια, το έκζεμα, τις πέτρες ουρικής αρθρίτιδας, τα αποστήματα, την ιατρική υδρωπικία και κοιλιακές ενοχλήσεις γυναικών.[8] Η έγχυσή του χρησιμοποιείται ευρέως στην Ευρώπη για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης.[8]
Το μυρώνι περιέχει θειάφι και τα φύλλα του καπνίζονται ως ένα μη-νικοτινούχο υποκατάστατο του τσιγάρου.[9] Τέλος, αστρολογικά κυβερνάται από τον Δία.[9]
Στην Ελλάδα, αυτά τα σπάνια χόρτα βρίσκονται στην Ηλεία, Κορινθία, Αιτωλία και Βοιωτία (συγκεκριμένα στον Ελικώνα σε υψόμετρο πάνω από 600 m).[2] Επίσης, είναι γνωστό ότι υπάρχουν και στη Σκιάθο (σ.σ. τα αναφέρει και ο Παπαδιαμάντης).[2]
Η μεταφύτευση των μυρωνιών μπορεί να είναι δύσκολη, λόγω της μακράς κεντρικής ρίζας (taproot).[Σημ. 2][6] Προτιμά δροσερά και υγρά μέρη, διαφορετικά γρήγορα πηγαίνει προς σπορά (επίσης γνωστή και ως αποσκίρτηση (bolting)).[Σημ. 3][6] Συνήθως καλλιεργείται ως μια καλλιέργεια κρύας εποχής, όπως το μαρούλι και θα πρέπει να φυτευτεί νωρίς την άνοιξη και αργά το φθινόπωρο ή σε χειμερινό θερμοκήπιο. Η τακτική συγκομιδή των φύλλων, επίσης, βοηθά στην αποτροπή της αποσκίρτησης (bolting).[6] Αν παρά τις προφυλάξεις τα φυτά αποσκιρτήσουν, το φυτό μπορεί να σπαρθεί περιοδικά ολόκληρη την καλλιεργητική περίοδο, με αποτέλεσμα την παραγωγή νωπών φυτών, καθώς τα μεγαλύτερα φυτά αποσκιρτούν και βγαίνουν εκτός παραγωγής.
Το μυρώνι αναπτύσσεται σε 12 έως 24 in (300 έως 610 mm) ύψος και 6 έως 12 in (150 έως 300 mm) πλάτος.[6]