Ο καρπός (λατ.: fructus) στη βοτανική θεωρείται το σύνολο των ιστών του θηλυκού – και των γύρω από αυτό μερών του – άνθους, οι οποίοι συμμετέχουν σε όλες εκείνες τις διεργασίες που συμβαίνουν στις σπερματικές βλάστες, κατά τα διάφορα στάδια αναπτύξεώς τους, μετά τη γονιμοποίηση ή και χωρίς αυτή.
Η ανάπτυξη του καρπού αρχίζει μετά τη γονιμοποίηση. Στα αγγειόσπερμα συντελείται διπλή γονιμοποίηση, δηλαδή γονιμοποίηση του ωοκυττάρου και των πολικών πυρήνων, και παράγονται το διπλοειδές ζυγωτό, το οποίο εξελίσσεται και δίνει το διπλοειδές έμβρυο, και το πολυπλοειδές ενδοσπέρμιο. Εκτός όμως από τις γονιμοποιημένες σπερματικές βλάστες, οι οποίες θα δώσουν τα σπέρματα και το ενδοσπέρμιο, στον σχηματισμό του καρπού λαμβάνουν μέρος και άλλοι ιστοί της ωοθήκης και της ανθοδόχης του άνθους[1].
Ο καρπός είναι μια δομή των φυτών που περιέχει τους σπόρους τους. Το περικάρπιο μπορεί να είναι σαρκώδες (όπως στις ράγες ή τις δρύπες).
Ο καρπός συμβάλλει:[2]
Οι καρποί, αναλόγως της προέλευσής τους, του αριθμού δηλαδή των ανθέων και των υπέρων από τους οποίους προέρχονται, κατατάσσονται σε τρεις μεγάλες ομάδες (με τις γαλλικές ονομασίες στην παρένθεση):[3]
Αναλόγως των χαρακτηριστικών τους, μπορεί να είναι ξηροί ή σαρκώδεις, διαρρηκτοί ή αδιάρρηκτοι, με ένα ή περισσότερα σπέρματα.[4]
Αναλυτικά, η ταξινόμηση των καρπών και οι χαρακτηριστικοί φυτικοί εκπρόσωποί τους, έχουν ως εξής:
ένα άνθος, ένας ύπερος
ένα άνθος, πολλοί ύπεροι
πολλά άνθη, πολλοί ύπεροι