Η Κύπρος και οι Λατινικές κατακτήσεις της Ανατολής (1140)
Ο Άγγλος βασιλιάς δεν είχε στόχο να κατακτήσει το νησί αλλά στον δρόμο για την πολιορκία της Άκρας ο στόλος του δέχτηκε μεγάλο πλήγμα από καταιγίδα, τρία από τα πλοία του προσάραξαν στις ακτές της Κύπρου όταν οι ναύτες είδαν το λιμάνι της Λεμεσού.[1] Οι ναύτες του πλοίου αιχμαλωτίστηκαν από τον Ισαάκιο Κομνηνό, την επόμενη μέρα έφτασε ένα πλοίο με την αρραβωνιαστικιά του Ριχάρδου Βερεγγαρία της Ναβάρρας και την αδελφή του Ιωάννα της Αγγλίας αλλά ο Ισαάκιος Κομνηνός τους απαγόρευσε την επιβίβαση.[2] Όταν έμαθε ο Ριχάρδος για την αιχμαλωσία του πληρώματος του και την προσβολή στη μνηστή και την αδελφή του αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Ισαάκιο Κομνηνό σε μάχη. Η απόφαση του ισχυροποιήθηκε χάρη σε φήμες που κυκλοφόρησαν ότι ο Ισαάκιος Κομνηνός είχε συμμαχήσει με τον Σαλαντίν για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του στην Κωνσταντινούπολη από τον Οίκο των Αγγέλων.[1] Η Κύπρος αποτελούσε επιπλέον σημείο στρατηγικής σημασίας για τις επιχειρήσεις των Σταυροφόρων, ο στρατός του Ριχάρδου ενισχύθηκε με πολλούς Κύπριους. Ο Κομνηνός δραπέτευσε τη νύχτα στους γύρω λόφους αλλά ο Ριχάρδος συγκρότησε τον στρατό του πριν ξημερώσει, ο Κομνηνός δραπέτευσε με λίγους άνδρες και οι υπόλοιποι Κύπριοι ευγενείς ορκίστηκαν πίστη στον Ριχάρδο.[1]
Κατάκτηση του Ριχάρδου
Τις επόμενες μέρες ο Ισαάκιος Κομνηνός αναγνωρισε την ήττα του, έκανε προσφορά 20.000 κομμάτια χρυσού στον Ριχάρδο και 500 ιππότες, του υποσχέθηκε επιπλέον να του παραδώσει την κόρη του και κάστρα σαν ένδειξη καλής θέλησης.[1]
Ο Ισαάκιος Κομνηνός δεν αισθανόταν ασφαλής στα χέρια των Φράγκων κατακτητών και αποφάσισε να δραπετεύσει σε οχυρό στην Καντάρα. Μερικές βδομάδες μετά τον γάμο του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου με τη Βερεγγαρία της Ναβάρρας (12 Μαΐου 1191) ο Κομνηνός σχεδίαζε να δραπετεύσει με πλοίο στην απέναντι ακτή αλλά συνελήφθη στο Ακρωτήριο Αποστόλου Ανδρέα στο ανατολικό άκρο του νησιού και πέθανε φυλακισμένος στη Συρία.[1] Ο Ριχάρδος ήθελε να συνεχίσει το ταξίδι του στην Άκρα αλλά χρειαζόταν περισσότερες ενισχύσεις και στρατό, έφτασε στους Αγίους Τόπους υπό τη συνοδεία του Βασιλέως της ΙερουσαλήμΓκυ των Λουζινιάν και πολλών άλλων Φράγκων Σταυροφόρων. Ο Άγγλος βασιλιάς άφησε φρουρές σε όλα τα κάστρα και τις πόλεις της Κύπρου.[3] Μια επανάσταση του τοπικού πληθυσμού που ακολούθησε μετά την αναχώρηση του έπεισε τον Ριχάρδο ότι δεν μπορούσε να κρατήσει το νησί με ασφάλεια και το πούλησε στους Ναΐτες Ιππότες. Η Φραγκική κυριαρχία στη Κύπρο διατηρήθηκε 400 χρόνια, το νησί κυβερνήθηκε με το φεουδαρχικό σύστημα των Νορμανδών και η εκκλησία μετατράπηκε από Ορθόδοξη σε Καθολική.
Ναΐτες Ιππότες
Χρυσό μπεζάντιο του βασιλείου της Κύπρου με Βυζαντινό σχέδιο (1218 - 1253) (αριστερά) και Κυπριακά Δυτικής μορφής (1285 - 1324) (δεξιά)
Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος πούλησε το νησί στους Ναΐτες με 100.000 μπεζάντια από τα οποία θα έπαιρνε τα 40.000 αμέσως και τα υπόλοιπα σε δόσεις.[1] Οι Ναΐτες ήταν ένα από τα μεγαλύτερα τάγματα στην Ευρώπη με τεράστιες εκτάσεις και περιουσία, αυτό έφερε γρήγορα τον φθόνο του τοπικού πληθυσμού. Το Πάσχα του 1192 οι Κύπριοι αποπειράθηκαν να σφάξουν τους κυβερνήτες στα κάστρα των Ναιτών, οι Ιππότες οπισθοχώρησαν στο οχυρό τους στη Λευκωσία. Οι Ναΐτες προσπάθησαν να διαπραγματευτούν με τους επαναστάτες, όταν είδαν ότι ήταν ανένδοτοι αποφάσισαν να τους υποτάξουν με τη βία και έσκαψαν τα χαράματα τους δρόμους για να αιφνιδιάσουν τους Κύπριους. Η σφαγή των Κυπρίων που ακολούθησε από τους Ναΐτες ήταν η μεγαλύτερη στην ιστορία του νησιού, οι Ιππότες ωστόσο γρήγορα κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να κρατήσουν την Κύπρο επειδή ήταν ανεπιθύμητοι από ολόκληρο τον πληθυσμό και αποφάσισαν να την επιστρέψουν στον Ριχάρδο. Ο Ριχάρδος δέχτηκε την προσφορά ταξίδευσε στο νησί άφησε νέες φρουρές και επέστρεψε στους Αγίους Τόπους.[4] Ο Φραγκικός πληθυσμός του νησιού ζούσε σε παραλιακές μεγάλες πόλεις όπως η Αμμόχωστος και η πρωτεύουσα Λευκωσία, οι Έλληνες Ορθόδοξοι ζούσαν κυρίως στην ύπαιθρο. Οι Λατίνοι επέτρεψαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία να υπάρχει στην Κύπρο με τον δικό της αρχιεπίσκοπο αλλά την εκκλησιαστική εξουσία όσο κυβερνούσαν αυτοί είχε η Καθολική Εκκλησία.
Δημιουργία του βασιλείου
Η Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ πέθανε (1190) και ο σύζυγος της Γκυ των Λουζινιάν που ήταν αντιπαθής στους Σταυροφόρους αλλά σύμμαχος του Ριχάρδου έχασε τα δικαιώματα του στον θρόνο και εκδιώχθηκε.[1] Ο Άγγλος βασιλιάς για να τον ανταμείψει για την υποστήριξη του επέτρεψε στον Γκυ να πάρει το βασίλειο της Κύπρου, είναι ασαφές αν την πούλησε ή τη δώρισε στον Γκυ αλλά ακόμα και στην περίπτωση που την πούλησε δεν πήρε τα χρήματα ποτέ.[1] Ο Γκυ πέθανε χωρίς απογόνους (1194) και το νησί κληροδοτήθηκε στον μεγαλύτερο αδελφό του Αμωρί Β΄ της Ιερουσαλήμ, ο Ερρίκος ΣΤ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αναγνώρισε τον Αμωρί πρώτο βασιλιά της Κύπρου.[1] Ο Αμωρί Β΄ δίκαιος και σοφός κυβερνήτης ξεκίνησε από την αναδιανομή των φέουδων ώστε να διατηρήσει στην κατοχή του επαρκείς σε έκταση γαίες. Αρχικά, χώρισε την Κύπρο σε 12 Κομητείες, οπού η κάθε μια χωριζόταν σε φέουδα. [5]Στη συνέχεια ανέλαβε τη διαμόρφωση της εκκλησιαστικής διοίκησης, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την Αγία Έδρα για τη δημιουργία Λατινικής αρχιεπισκοπής στη Λευκωσία και τρεις επισκοπές στην Πάφο, τη Λεμεσό και την Αμμόχωστο. Ο Αμωρί Β΄ παντρεύτηκε την Ισαβέλλα Α' της Ιερουσαλήμ στον τέταρτο γάμο της και έγινε επιπλέον βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1197 - 1205).
Τον Ούγο Γ΄ διαδέχθηκαν οι γιοι του : Ιωάννης Α΄ της Κύπρου και Ερρίκος Β΄ της Κύπρου. Την εποχή του Ερρίκου Β΄ χάθηκε η Άκρα και οι υπόλοιπες πόλεις του βασιλείου της Ιερουσαλήμ από τους Μαμελούκους (1291), οι απόγονοι του συνέχισαν να είναι βασιλείς αλλά μόνο σαν τιτλούχοι. Η Κύπρος είχε Υψηλή Βασιλική Αυλή όπως το βασίλειο της Ιερουσαλήμ αν και ήταν ήταν λιγότερο ισχυρή, ο τεράστιος πλούτος που είχε το νησί επέτρεψε στους βασιλείς να αγνοήσουν την Ιερουσαλήμ. Οι Κύπριοι βασιλείς όμως είχαν προβλήματα με τη σύγκρουση τους με τους Ιταλούς εμπόρους αφού μετά την πτώση της Άκρας το νησί έγινε το μεγαλύτερο Ευρωπαϊκό εμπορικό κέντρο με την Αφρική και την Ασία. Τον 14ο αιώνα οι βασιλείς έχασαν την εξουσία τους από τους Γενουάτες εμπόρους, την εποχή του Μεγάλου Σχίσματος της Καθολικής Εκκλησίας οι βασιλείς υποστήριξαν τους Πάπες στην Αβινιόν με την ελπίδα να διώξουν τους Ιταλούς. Οι Μαμελούκοι έκαναν το βασίλειο της Κύπρου υποτελές και οι βασιλείς έχασαν την ανεξαρτησία τους (1426), η τελευταία βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο πούλησε το νησί στη Βενετική Δημοκρατία.[4]
Η πτώση του βασιλείου
Στη διάρκεια της Φράγκικης και της Βενετικής κατοχής ο τοπικός Ελληνορθόδοξος πληθυσμός υποβαθμίστηκε στο καθεστώς της σκλαβιάς και επαναστάτησε ανεπιτυχώς πολλές φορές σε τέτοιο βαθμό που κατέληξε να υποδεχτεί ως ελευθερωτές τις δυνάμεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1571). Ωστόσο η μεταχείρισή τους από τους Τούρκους δεν ήταν καλύτερη αυτής των Λατίνων με τους Τούρκους να εγκαθιδρύουν ένα νέο σύστημα εκμετάλλευσης : των Τιμαρίων. Η Κύπρος παρέμεινε στα χέρια των Τούρκων περίπου τρεις αιώνες, κατόπιν κατακτήθηκε από τη Βρετανική Αποικιακή Αυτοκρατορία (1878). Το 1960 η μεγαλόνησος έγινε για δεύτερη φορά στην ιστορία της ανεξάρτητο κράτος.
René Grousset, L'Empire du Levant : Histoire de la Question d'Orient, Paris, Payot, coll. « Bibliothèque historique », 1949 (réimpr. 1979), 648 p. (ISBN 2-228-12530-X)