Κάποιες πηγές αναφέρουν ότι γεννήθηκε το 1775 στην Αδριανούπολη και είχε το κοσμικό όνομα Κωνσταντίνος, εντούτοις φαίνεται ότι τα τρία αυτά στοιχεία είναι αναληθή και προήλθαν από σύγχυση με τον Πατριάρχη Κύριλλο ΣΤ΄[α].
Τον Μάιο του 1831 εξελέγη Μητροπολίτης Αίνου και τον Μάρτιο του 1847Αμασείας. Πατριάρχης εξελέγη στις 20 Σεπτεμβρίου1855[4]. Επί της πατριαρχίας του συγκλήθηκε συνέλευση αντιπροσώπων των επαρχιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη σύνταξη και κύρωση των Γενικών Κανονισμών[3], οι οποίοι προκάλεσαν μεγάλες δυσαρέσκειες[5]. Ο Κύριλλος υπέβαλε την παραίτησή του το 1859, αλλά αυτή δεν έγινε δεκτή από την Υψηλή Πύλη.
Προσπάθησε να αντιμετωπίσει το Βουλγαρικό ζήτημα χειροτονώντας Βούλγαρους αρχιερείς. Ήταν όμως ήδη αργά, και επί των ημερών του, συγκεκριμένα το Πάσχα του 1860, για πρώτη φορά δεν μνημονεύτηκε το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη στον Βουλγαρικό ναό του Αγίου Στεφάνου στην Κωνσταντινούπολη[6]. Λόγω της αποτυχίας του στο ζήτημα αυτό, παραιτήθηκε την 5 Ιουλίου1860[7] και αποσύρθηκε στη Χάλκη[3], όπου και πέθανε στις 13 Μαρτίου1872[2].
Υποσημειώσεις και παραπομπές
Υποσημειώσεις
↑Η παλαιότερη πηγή και ίσως αρχική αιτία αυτής της σύγχυσης φαίνεται πως είναι το έργο «Βίοι Παράλληλοι τῶν ἐπὶ τῆς Ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος διαπρεψάντων ἀνδρῶν» του Αποστόλου Γούδα (1869) το οποίο υπό τον τίτλο «Κύριλλος Ζ΄» παραθέτει βιογραφία του Κυρίλλου ΣΤ΄[1]. Ακολουθούν άλλες πηγές που φαίνεται πως αντιγράφουν αυτήν[2]. Πάντως ο επίσης σύγχρονος Μανουήλ Γεδεών δεν αναφέρει τίποτε, ούτε για το κοσμικό του όνομα, ούτε για έτος και τόπο γεννήσεως[3]. Σε κάθε περίπτωση, εάν είχε όντως γεννηθεί το 1775, σημαίνει ότι έγινε επίσκοπος για πρώτη φορά σε ηλικία 56 ετών και Πατριάρχης στα 80 του και ότι πέθανε σε ηλικία 97 ετών, ηλικίες πολύ ασυνήθιστες για αυτή την εποχή.