Ο όρος "Καθολική" είναι δανεισμένος από το την αρχαία ελληνική καθολική που σημαίνει "καθ' ολοκληρίαν". Οι περισσότερες χριστιανικές εκκλησίες δηλώνουν "Καθολικές" με την έννοια της "καθολικής κλήσης", όπως αναφέρεται στο Σύμβολο της Πίστεως της Α' Οικουμενικής Συνόδου (Εἰς μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν).
Κάποιες αναφέρουν ρητά αυτή την οικουμενική πτυχή στο όνομά τους, όπως η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (ή σκέτο Καθολική όπως αποκαλείται). Η καθολική εκκλησία είναι ένα θρησκευτικό μέρος όπου οι Χριστιανοί έρχονται για να προσευχηθούν.
Η Καθολική Εκκλησία μπορεί επίσης να αναφέρεται σε:
Αναπαράσταση των κυρίων δογμάτων του Χριστιανισμού.[1][2] Δεν αποτελεί εξαντλητική αναπαράσταση.