Οι Ιταλικοί πόλεμοι, αναφέρονται και ως Μεγάλοι πόλεμοι της Ιταλίας και η δεύτερη περίοδος ως πόλεμοι Αψβούργων-Βαλουά, ήταν μια μακρά σειρά πολέμων που έλαβαν χώρα μεταξύ 1494 και 1559 στην Ιταλία κατά την Αναγέννηση. Διεξήχθησαν από Γάλλους ηγεμόνες για να διεκδικήσουν αυτά που θεωρούσαν ως κληρονομικά τους δικαιώματα στο Βασίλειο της Νεαπόλεως και το Δουκάτο του Μιλάνου και ενεπλάκησαν όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής στην προσπάθεια να ελέγξουν τα μικρά ανεξάρτητα κράτη της Ιταλικής χερσονήσου, η οποία, οικονομικά εύρωστη αλλά πολιτικά διαιρεμένη μεταξύ πολλών κρατών-πόλεων, έγινε το κύριο πεδίο μάχης για την ευρωπαϊκή υπεροχή. [1]
Στη συνέχεια, εξελίχθηκαν σε αγώνα επικράτησης μεταξύ του βασιλείου της Γαλλίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στα πλαίσια της ισορροπίας των δυνάμεων, σύμφωνα με την οποία κανένα κράτος δεν θα έπρεπε να γίνει τόσο ισχυρό ώστε να επιβληθεί επί των άλλων.[2]
Το 1486, ορισμένοι βαρόνοι του βασιλείου της Νάπολης, που παρέμειναν πιστοί στους Ανδεγαυούς (Ανζού), εξεγέρθηκαν, ηττήθηκαν και κατέφυγαν στη Γαλλία ενθαρρύνοντας τον βασιλιά για επέμβαση στην Ιταλική χερσόνησο.
Επιπλέον, ο Κάρολος Η' υποστηρίχθηκε και από μια φατρία με επικεφαλής τον καρδινάλιο Τζουλιάνο ντέλλα Ρόβερε, ο μελλοντικός Πάπας Ιούλιος Β΄, αλλά και τον αντίπαλό του Πάπα Αλέξανδρο ΣΤ΄-Βοργία.[4]
Οι πρώτοι πόλεμοι (1494-1516)
Οι πρώτοι Ιταλικοί πόλεμοι διεξήχθησαν μεταξύ 1494 και 1516 κυρίως στην Ιταλία. Οι συγκρούσεις ακολούθησαν το τέλος της 40χρονης ειρήνης του Λόντι που συμφωνήθηκε το 1454 με τη δημιουργία του Ιταλικού Συνδέσμου μεταξύ των ιταλικών πόλεων.
Πρώτος πόλεμος - Πόλεμος του Καρόλου Η' (1494-1495)
Η κατάρρευση της συμμαχίας των ιταλικών πόλεων στη δεκαετία του 1490 άφησε την Ιταλία ανοιχτή στις φιλοδοξίες του Καρόλου Η' της Γαλλίας, ο οποίος, σπεύδοντας σε βοήθεια του Λουδοβίκο Σφόρτσα, διεκδικητή του θρόνου του δουκάτου του Μιλάνου, εισέβαλε στο βασίλειο της Νάπολης το 1494 με το πρόσχημα της διεκδίκησης των δυναστικών δικαιωμάτων του στον θρόνο της Νάπολης.
Η εκστρατεία ήταν εύκολη για τους Γάλλους, καθώς δεν χρειάστηκε να εμπλακούν σε μάχες και αρχικά είχαν τη στήριξη και άλλων Ιταλών ηγεμονιών, όπως της Φλωρεντίας και των Παπικών κρατών.
Όμως, κατέδειξε την πολιτική διάσπαση της Ιταλικής χερσονήσου και την αδυναμία των μεμονωμένων ιταλικών κρατών να συγκροτήσουν εθνικούς στρατούς συγκρίσιμους με αυτούς των μεγάλων μοναρχιών της Ευρώπης, προκαλώντας έτσι το ενδιαφέρον τους, γεγονός που συντέλεσε στους επόμενους Ιταλικούς πολέμους.
Δεύτερος και τρίτος πόλεμος - Λουδοβίκος ΙΒ' (1499-1504)
Το 1499, ο Λουδοβίκος ΙΒ' της Γαλλίας ξεκίνησε μια δεύτερη εκστρατεία εναντίον της Νάπολης, αναλαμβάνοντας αρχικά τον έλεγχο του δουκάτου του Μιλάνου χάρη στον Καίσαρα Βοργία, γιο του Πάπα Αλέξανδρου ΣΤ' και κοντοτιέρο του Λουδοβίκου ΙΒ', γεγονός που σηματοδότησε μια ανοιχτή συμμαχία μεταξύ του Πάπα και της Γαλλίας. Στη συνέχεια, ήρθε σε διαπραγματεύσεις με τους Ισπανούς βασιλείς Φερδινάνδο και Ισαβέλλα, με σκοπό να μοιραστούν μεταξύ τους το βασίλειο της Νάπολης, απομακρύνοντας τους Αραγωνέζους. Τις διαφωνίες της κυριαρχίας τους στη Νάπολη, ακολούθησε πόλεμος στον οποίο οι Γάλλοι ηττήθηκαν και αποχώρησαν.
Ο δεύτερος πόλεμος τελείωσε με τις συνθήκες του Μπλουά και της Λυών το 1504, με τις οποίες ο Λουδοβίκος ΙΒ' έγινε κυρίαρχος του δουκάτου του Μιλάνου, ενώ ο Φερδινάνδος Β' της Ισπανίας (ήδη κυβερνήτης των βασιλείων της Σικελίας και της Σαρδηνίας) κατέλαβε και το βασίλειο της Νάπολης.[6]
Τέταρτος - Πόλεμος της Συμμαχίας του Καμπραί (1508-1513)
Όμως, καθώς η Γαλλία είχε καταλάβει σχεδόν όλη τη βόρεια Ιταλία και η Ισπανία υπό τον Φερδινάνδο Β' είχε εγκαθιδρυθεί ως κυρίαρχος ολόκληρου του νότου, ο Ιούλιος Β΄ σχεδίαζε να «απελευθερώσει την Ιταλία από τους βάρβαρους», άλλαξε στρατόπεδο και ενορχήστρωσε την ανάκτηση της χερσονήσου. Έτσι, το 1510, συγκρότησε μια νέα αντιγαλλική συμμαχία, την Ιερή συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν η Βενετία, η Ελβετική Συνομοσπονδία, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και η Ισπανία, αφού αναγνώρισε κτήσεις της ως παπικό φέουδο. Ο Ιούλιος Β' οδήγησε προσωπικά τις ένοπλες δυνάμεις του και ανάγκασε τους Γάλλους του Λουδοβίκου ΙΒ' να φύγουν από την Ιταλία.
Ο πόλεμος τελείωσε με τη Συνθήκη της Ντιζόν με την οποία οι Γάλλοι εγκατέλειψαν τις αξιώσεις τους στην Ιταλία στο όνομα του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΒ', ο οποίος όμως δεν επικύρωσε αυτήν τη συνθήκη.[7]
Με τη συνθήκη της Νουαγιόν το 1516, με τη μεσολάβηση του αυτοκράτορα Μαξιμιλιανού Α΄ και του Πάπα Λέοντα Ι', αναγνωρίστηκε η γαλλική κυριαρχία στο δουκάτο του Μιλάνου και η ισπανική κυριαρχία στο βασίλειο της Νάπολης, στο νότο της Ιταλίας, ολοκληρώνοντας αυτή την περίοδο των Ιταλικών Πολέμων.[8]
Η σύγκρουση Βαλουά-Αψβούργων (1521-1559)
Το 1516 ο Κάρολος των Αψβούργων στέφθηκε βασιλιάς της Ισπανίας και το 1519, σε ηλικία 19 ετών, εξελέγη αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως Κάρολος Ε΄. Έτσι η Γαλλία βρέθηκε περικυκλωμένη από εδάφη των Αψβούργων, γεγονός ιδιαίτερα ανησυχητικό για τον βασιλιά της Γαλλίας, Φραγκίσκο Α'. Ο ανταγωνισμός μεταξύ τους και η προσωπική αντιπαλότητα, που προέρχονταν επίσης και από το γεγονός ότι στην αυτοκρατορική εκλογή του 1519 ήταν υποψήφιος και ο Φραγκίσκος Α' αλλά επικράτησε ο Κάρολος Ε'- αν και είχαν δωροδοκήσει τους εκλέκτορες και οι δύο-, οδήγησε σε συνεχείς πολέμους που συνεχίστηκαν και από τους διαδόχους τους έως το 1559, οπότε και έληξαν οι Ιταλικοί πόλεμοι με τη Συνθήκη του Κατώ-Καμπρεζί και την κυριαρχία των Αψβούργων στην Ιταλική χερσόνησο.
Οι συγκρούσεις δεν περιορίσθηκαν πλέον στην Ιταλία, η οποία ωστόσο παρέμεινε ένα από τα κύρια πεδία μάχης, αλλά μετατοπίστηκαν προς τη Γαλλία και τη Φλάνδρα.
Το 1527, στο Μποργκοφόρτε, κοντά στη Μάντοβα, τα στρατεύματα του Καρόλου Ε' νίκησαν τα στρατεύματα της Συμμαχίας του Κονιάκ. Στη συνέχεια, αυτοκρατορικά στρατεύματα Λουθηρανών που είχαν στασιάσει, λεηλάτησαν τη Ρώμη (1527) και απέλασαν τους Μεδίκους από τη Φλωρεντία.
Αφού διέταξε την υποχώρηση των αυτοκρατορικών στρατευμάτων από τα Παπικά κράτη, ο Κάρολος Ε' με τη συνθήκη του Καμπραί επέστρεψε στον Φραγκίσκο Α' τη Βουργουνδία υπό τον όρο ότι η Γαλλία θα εγκατέλειπε τη βόρεια Ιταλία. Στο Συνέδριο της Μπολόνια το 1530, ο Κάρολος Ε' έλαβε τον τίτλο του Βασιλιά της Ιταλίας από τον Πάπα Κλήμη Ζ'. Σε αντάλλαγμα, ο Πάπας πέτυχε την αποκατάσταση των Μεδίκων στη Φλωρεντία.
Ο Πάπας Παύλος Γ΄ βρήκε έτσι ευκαιρία να τερματίσει τους Αυτοκρατορικούς-Γαλλικούς πολέμους στην Ιταλία, συμφιλιώνοντας την αντι-Καλβινιστική γαλλική βασιλεία με τους Καθολικούς Αψβούργους εναντίον του κοινού εχθρού, καθώς οι συγκρούσεις μεταξύ τους είχαν ξαναρχίσει: αμέσως μετά την κατάληψη του κενού θρόνου του δουκάτου του Μιλάνου από τον Κάρολο Ε', ο Φραγκίσκος Α’, με σύμμαχο τον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Η΄ και τον Οθωμανό Σουλτάνο Σουλεϊμάν Α΄ τον Μεγαλοπρεπή - ο στόλος του οποίου έφθασε να αγκυροβολήσει στα ανοιχτά της Γένοβας - έσπευσε προς την Ιταλική χερσόνησο και οι πολεμικές αναμετρήσεις στα σύνορα της Λομβαρδίας και του Πεδεμόντιου είχαν καταλήξει σε γαλλική κατοχή στο κράτος της Σαβοΐας. Ως εκ τούτου, ο Πάπας Παύλος Γ΄ μεσολάβησε για την Ειρήνη της Νίκαιας (1538) μεταξύ του Φραγκίσκου και του Καρόλου, με την οποία η Γαλλία αποκόμισε τη Σαβοΐα και το Πεδεμόντιο.
Ο Φραγκίσκος Α’, με συμμάχους τους Οθωμανούς, τον Ιούλιο 1542 επανέλαβε τις εχθροπραξίες ανοίγοντας δύο μέτωπα, ένα στις Κάτω Χώρες και ένα στο Ρουσιγιόν στα Πυρηναία, και στα δύο ηττήθηκε. Τον Αύγουστο του 1543, οι Γάλλοι πολιόρκησαν και κατέλαβαν τη Νίκαια με τη βοήθεια του οθωμανικού στόλου υπό τον Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα. Συνέχισαν την επίθεση προς το Μιλάνο και νίκησαν τους αυτοκρατορικούς τον Απρίλιο 1544 αποκομίζοντας τη Μαρκιωνία του Μομφερράτου.
Ο Ερρίκος Η΄ της Αγγλίας και ο Κάρολος Ε' συμφώνησαν σε κοινή επίθεση στα βόρεια και ανατολικά της Γαλλίας. Ο πόλεμος τελείωσε με τη συνθήκη του Κρεπί, σύμφωνα με την οποία Γαλλία έχασε τη Σαβοΐα και το Πεδεμόντιο και παραιτήθηκε από διεκδικήσεις στο Αρτουά, τη Φλάνδρα, το Μιλάνο και τη Νάπολη. Ο Κάρολος Ε' παραιτήθηκε από διεκδικήσεις του στη Βουργουνδία αλλά επιβεβαιώθηκε η κυριαρχία του στο δουκάτο του Μιλάνου. Τρία χρόνια αργότερα, ο Φραγκίσκος Α’ πέθανε και τον πόλεμο συνέχισε ο γιος του Ερρίκος Β΄.[10]
Οι πόλεμοι του Ερρίκου Β΄ με τον Κάρολο Ε΄ και τον Φίλιππο Β' (1551-1559)
Το 1551, ο νέος βασιλιάς της Γαλλίας Ερρίκος Β΄ εισέβαλε στην Τοσκάνη και υποστήριξε τη Σιένα σε πόλεμο εναντίον του Καρόλου Ε', ενώ ο δούκας της Φλωρεντίας υποστήριζε τον αυτοκράτορα. Το 1552, με την υποστήριξη των Λουθηρανών Πριγκίπων, η Γαλλία απέκτησε τις Τρεις Επισκοπές ( Μετς, Βερντέν και Τουλ στη Λωρραίνη), που ανήκαν στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αλλά κατοικούνταν κυρίως από γαλλόφωνους πληθυσμούς. Ανανεώνοντας τη συμμαχία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Γαλλία εισέβαλλε στην Κορσική που τότε βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Γένοβας.
Ο Κάρολος Ε' απάντησε σχηματίζοντας συμμαχία με το Βασίλειο της Αγγλίας και ανέστειλε τη συμφιλίωση με τους Γερμανούς Λουθηρανούς. Η Φλωρεντία προσάρτησε τη Σιένα μετά από μακρά πολιορκία και νίκη επί των Γάλλων-Σιένων στη μάχη του Μαρτσιάνο το 1554. Ο Γενουάτης ναύαρχος Αντρέα Ντόρια επανακατέλαβε την Κορσική. Η είσοδος της Αγγλίας στον πόλεμο το 1557 οδήγησε στην απώλεια του Πα-ντε-Καλαί από τη Γαλλία.[11]
Ο πόλεμος συνεχίστηκε μεταξύ των Αψβούργων και της Γαλλίας, με το επίκεντρο του πολέμου να μετατοπίζεται από την Ιταλία προς τη Φλάνδρα. Η Γαλλία ηττήθηκε από τον ισπανικό-αυτοκρατορικό στρατό με επικεφαλής τον Εμμανουήλ Φιλιβέρτο δούκα της Σαβοΐας (που έτσι ανέκτησε τα εδάφη του) στη μάχη του Σαιν-Κεντέν το 1557. Ωστόσο, οι Γάλλοι ανέκαμψαν και οι συγκρούσεις παρατάθηκαν μέχρις ότου επιτευχθεί συμβιβασμός στη Συνθήκη του Κατώ-Καμπρεζί το 1559, που αναγνώριζε μόνιμα την ισπανική κυριαρχία στην Ιταλική Χερσόνησο.
Οι Ιταλικοί πόλεμοι με την εμπλοκή ξένων δυνάμεων στα ιταλικά εδάφη επέφεραν το τέλος της ανεξαρτησίας και της ελευθερίας των ιταλικών ηγεμονιών και ανέστειλαν οποιαδήποτε προσπάθεια πολιτικής ενοποίησής τους μέχρι το κίνημα της εθνικής ενοποίησης της Ιταλίας τον 19ο αιώνα.
Οι πόλεμοι, αν και καταστροφικοί για την Ιταλία, συνέβαλαν στη διάδοση της Ιταλικής Αναγέννησης στη Δυτική Ευρώπη. Ο Φραγκίσκος Α', ενθουσιασμένος από την ιταλική τέχνη, κάλεσε στη Γαλλία πολλούς Ιταλούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων τον Λεονάρντο ντα Βίντσι ο οποίος έζησε και εργάστηκε μέχρι το θάνατό του στο αρχοντικό του Κλο-Λυσέ, κοντά στην κατοικία του βασιλιά, το Κάστρο του Αμπουάζ.
Από στρατιωτικής άποψης, οι Ιταλικοί πόλεμοι σηματοδότησαν το τέλος της ιπποσύνης, η οποία βρήκε τον τελευταίο εκπρόσωπό της στον ιππότη Πιέρ Τεράιγ ντε Μπαγιάρ, καθώς καταδείχτηκε η υπεροχή του πεζικού επί του ιππικού, που χαρακτήριζε τους στρατούς του Μεσαίωνα και τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου από τους ευγενείς. Η χρήση Ελβετών και Γερμανών μισθοφόρων ήταν χαρακτηριστική των πολέμων όπως και η ευρεία χρήση των νέων κατακτήσεων στην πολεμική τεχνολογία, όπως η χρήση μεγάλων κανονιών και πυροβολικού, τα φορητά όπλα κ.ά. [1]