Η Ιστορία της Ακαρνανίας είναι άμεσα συνυφασμένη με την ευρύτερη περιοχή που συμπεριελάμβανε την Αιτωλία, τη Λοκρίδα και την Ευρυτανία. Το ορεινό και, σε πολλά σημεία, δυσπρόσιτο τοπίο είχε ως αποτέλεσμα την απομόνωση των κατοίκων και τη διαμόρφωση ενός συγκεκριμένου ήθους και τρόπου ζωής που διέφερε αρκετά από εκείνον των πόλεων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική και πνευματική ανάπτυξη της ιστορικής Ελλάδας. Ακόμη και στους αρχαίους συγγραφείς, η ζωή και τα ήθη των Ακαρνάνων χρησίμευαν ως παράδειγμα για να φέρουν στη μνήμη τους το πώς διαβίωναν οι πρόγονοί τους.[1]
Αρχαίοι χρόνοι
Κατά τη νεολιθική εποχή η Ακαρνανία, όπως και η Δωδώνη και η Λευκάδα, ήσαν υπό την επίδραση του νεολιθικού πολιτισμού, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί στη Θεσσαλία.[2] Κέντρο της Ακαρνανίας υπήρξε το Αμφιλοχικό Άργος το οποίο, ιδρύθηκε από τον Αλκμέωνα. Ο Θουκυδίδης παραδίδει ότι ο Αλκμέων μετά το φόνο της μητέρας του ήλθε από το Άργος και εγκαταστάθηκε «εις τους περί Οινιάδος τόπους εδυνάστευσέ τε και από Ακαρνάνος παιδός εαυτού της χώρας την επωνυμίαν εγκατέλιπεν».[3] Σύμφωνα με τον Πολύβιο, η πόλη απείχε 180 στάδια από την Αμβρακία.[4]
Πολύ πιθανόν ο μύθος περί Αλκμέωνος να να δημιουργήθηκε από την εποχή του Κορινθιακού αποικισμού τους 7ο και 6ο αιώνες π.Χ. Η πόλη ήταν κτισμένη σε μια μικρή πεδιάδα, που την έκλειναν βουνά εκατέρωθεν, όπως ένα φρούριο με διπλή και τριπλή σειρά περιβόλων. Η διάπλαση της χώρας, λοιπόν, προδιαγράφει τη μελλοντική πορεία των κατοίκων της. Η αρχαία και η νεότερη ιστορία μας διδάσκουν πόσο επικίνδυνη ήταν πάντοτε η διάβαση του στενού του Μακρυνόρους με το πυκνό και αδιαπέραστο δάσος του, το οποίο δικαίως είχε αποκληθεί «Θερμοπύλες της Δυτικής Ελλάδος».[5] Διαφορετική είναι η φύση της Ακαρνανίας στην περιοχή του Ξηρομέρου, όπου, χωρίς να λείπουν τα βουνά και τα δάση υπάρχουν πεδιάδες στα νότια και ανατολικά που αρδεύονται από τον Αχελώο. Στην αρχαιότητα η περιοχή παρήγαγε δημητριακά, κάτι που προκαλούσε τις επιδρομές των γειτόνων. Ωστόσο, η Ακαρνανία ήταν γνωστή περισσότερο για τα περίφημα άλογά της, που οι κάτοικοι τα έκρυβαν στα γύρω βουνά σε περίπτωση πολέμου. Επίσης, υπήρχαν ολόγυρα δάση από βελανιδιές που έδιναν τους καρπούς τους, απαραίτητο -ακόμη και σήμερα- στοιχείο για την εκτροφή χοίρων. Το ορεινό, τραχύ, δυσπρόσιτο αυτό περιβάλλον, όπως είναι φυσικό, διαμόρφωσε από την αρχαιότητα όχι μόνο τη ζωή αλλά και τον χαρακτήρα και το ήθος των κατοίκων. Οι Ακαρνάνες ζούσαν ανέκαθεν με το φόβο των επιδρομών, αχολούνταν με την τέχνη του πολέμου και δεν είχαν καιρό για τη δημιουργία «ειρηνικών» έργων. Φημίζονταν ως ανδρείοι στρατιώτες και επιδέξιοι τοξότες.[6]
Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Ακαρνανίας ήσαν βάρβαροι, οι Κουρήτες στα ανατολικά και οι Λέλεγες στα δυτικά. Τους διαδέχθηκαν οι Τηλεβόες ή Τάφιοι, παρακλάδι των Λελέγων.[2] Σύμφωνα με άλλη παράδοση, η χώρα ονομαζόταν Κεφαλληνία στα ομηρικά χρόνια και την κατοικούσαν οι Κεφαλλήνες διάδοχοι των Ταφίων. Όλες αυτές οι φυλές πήραν, αργότερα, την επωνυμία Ακαρνάνες, ίσως γιατί δεν κούρευαν το κεφάλι τους, όπως αναφέρει ο Στράβων.[7] Ο Θουκυδίδης παραδίδει ότι ο ΑλκμέωνΧωρίς δείγματα κάποιου ιδιαίτερου πολιτισμού, οι κάτοικοι της Ακαρνανίας έγιναν περισσότερο γνωστοί για την τοιχοδομία τους. Τα σπουδαιότερα ερείπια αρχαίων τειχών που σώζονται μέχρι σήμερα βρίσκονται στους Οινιάδες («Τρικαρδόκαστρο»), στην Αλυζία,[8] στην Πάλαιρο, στη Λιμναία,[9] στη Μητρόπολη και, κυρίως στη Στράτο.[10]
Στα ομηρικά έπη οι Ακαρνάνες δεν αναφέρονται. Σύμφωνα με την περιγραφή των «Νηών καταλόγου» (Ιλιάδα Β’), μεγάλο τμήμα της Ακαρνανίας κατείχε το βασίλειο των Επειών. Στην Οδύσσεια, όμως, αναφέρεται ότι τμήμα της Ακαρνανίας ανήκε στο βασίλειο του Οδυσσέα.[11]
Ιστορικοί χρόνοι
Η περίοδος αυτή αρχίζει, ουσιαστικά, όταν οι κάτοικοι της χώρας συγκρούστηκαν με τους Αιτωλούς και οι Κορίνθιοι ίδρυσαν αποικίες στα δυτικά παράλια (Λευκάδα, Ανακτόριο, Αμβρακία, κ.λπ.), οι οποίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτιστική εξέλιξη της περιοχής. Οι Ακαρνάνες εμφανίζονται από τον 5ο αιώνα π.Χ., αλλά έμειναν μακριά από τους αγώνες κατά των Περσών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη Μάχη των Θερμοπυλών συμμετείχε μόνο ο μάντης Μεγιστίας, ο οποίος και έμεινε μέχρι το τέλος στο πλευρό των πεσόντων.[12]
Αντίθετα, οι Ακαρνάνες συμμετείχαν σε πολλούς εμφυλίους, κυρίως λόγω της αντιπαλότητάς τους με τους Αιτωλούς. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι συγκρούστηκαν με τους Μεσσηνίους το 455 π.Χ. στη Ναύπακτο, όταν τους είχαν εγκαταστήσει εκεί οι Αθηναίοι μετά την κυρίευση του οχυρού της Ιθώμης από τους Σπαρτιάτες.[13] Ο Θουκυδίδης αναφέρει εκστρατεία των Αθηναίων στην Ακαρνανία, υπό την ηγεσία του Περικλή, για να καταλάβουν τους Οινιάδες, η οποία απέτυχε.[14]
Ωστόσο, οι περισσότερες ακαρνανικές πόλεις («Ακαρνάνων οι πλείους») τάχθηκαν στο πλευρό των Αθηναίων κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και έμειναν πιστοί σύμμαχοί τους, εκτός από τους Οινιάδες και κάποιες άλλες που ελέγχονταν από φιλοκορινθιακά καθεστώτα.[15] Οι Σπαρτιάτες, υπό την ηγεσία του Κνήμου προσπάθησαν να καταλάβουν τη χώρα το 429 π.Χ., αλλά είχαν απώλειες και αποσύρθηκαν στους Οινιάδες.[16] Το 426 π.Χ. ο Δημοσθένης, νικητής στη μάχη των Ολπών, συμβούλευσε τους Ακαρνάνες και τους Αμφιλόχιους να καταλάβουν την Αμβρακία, αλλά εκείνοι δεν συμφώνησαν επειδή προτίμησαν να έχουν γείτονες τους ταπεινωμένους Αμβρακιώτες παρά τους Αθηναίους εγκατεστημένους στην Αμβρακία.[17] Μετά την αποχώρηση των αθηναϊκών δυνάμεων από την περιοχή, οι Ακαρνάνες και οι Αμφιλόχιοι συνήψαν εκατονταετή ειρήνη με τους Αμβρακιώτες, υπό τον όρο ούτε οι Αμβρακιώτες να πάρουν μέρος μαζί με τους Ακαρνάνες σε εκστρατεία κατά των Πελοποννησίων, ούτε οι Ακαρνάνες μαζί με τους Αμβρακιώτες σε πόλεμο κατά των Αθηναίων, αλλά να βοηθούνται μεταξύ τους.[18] Οι Ακαρνάνες, πάντα στο πλευρό των Αθηναίων, κατέλαβαν το 425 π.Χ. το Ανακτόριο και, αφού έδιωξαν τους Κορινθίους αποίκους, εγκατέστησαν δικούς τους.[19] Το 424 π.Χ. ο Δημοσθένης κατέλαβε τους Οινιάδες με ακαρνανική βοήθεια και τις προσάρτησε στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Επίσης, οι Ακαρνάνες συμμετείχαν στην εκστρατεία εναντίον της Σικελίας, παρακινούμενοι από πιθανό κέρδος, αλλά και γιατί συνδέονταν με ιδιαίτερη φιλία με τον στρατηγό Δημοσθένη.[20]
Από τον 5ο π.Χ. αιώνα, οι ακαρνανικές πόλεις είχαν συγκροτηθεί σε «ομοσπονδιακή» ενότητα, το Κοινό των Ακαρνάνων με έδρα τη Στράτο. Η επικεφαλής κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα να παίρνει αποφάσεις για όλες τις πόλεις-μέλη, παρόλο που αυτές διατηρούσαν την πολιτική τους ανεξαρτησία. Είχαν όμως την υποχρέωση να συνδράμουν στρατιωτικά σε περίπτωση πολέμου. Κόπηκαν και συμμαχικά νομίσματα με το κεφάλι του Αχελώου στην πρόσθια όψη και του θεού Απόλλωνα στην οπίσθια.[21]
Στον Κορινθιακό Πόλεμο οι Ακαρνάνες τάχθηκαν με τους αντιπάλους των Σπαρτιατών,[22] αλλά αναγκάστηκαν να συνάψουν ειρήνη μαζί τους μετά τις επιτυχίες του στρατού τους, ενώ ο Αγησίλαος, μετά από δύο εκστρατείες, τους επέβαλε τη σπαρτιατική κυριαρχία (389-388 π.Χ.). Ωστόσο, η ειρήνη με τους Σπαρτιάτες δεν κράτησε πολύ καθώς οι Ακαρνάνες έγιναν μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας.[19]
Οι ακαρνανικές πόλεις τράβηξαν την προσοχή του Φιλίππου ο οποίος, για να εξασφαλίσει τον έλεγχο του Αμβρακικού κόλπου, έκανε προσπάθειες να περιληφθεί η Αμβρακία στην Ήπειρο. Έτσι, όμως, δημιούργησε αντίδραση στους γείτονες Λευκαδίους, Κερκυραίους και Ακαρνάνες, οι οποίοι ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων, ως μέλη της Συμμαχίας. Ο Φίλιππος το μόνο που κέρδισε, τότε, ήταν να συνάψει συμμαχία με τους Αιτωλούς, στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την πολιτική του επιρροή στη δυτική Στερεά. Από επιγραφή (IG II2 1, 237) αντλείται η πληροφορία ότι, στη Μάχη της Χαιρωνείας, πήραν μέρος και οι Ακαρνάνες στο πλευρό των Αθηναίων και των συμμάχων.[2] Η ενέργειά τους αυτή είναι χαρακτηριστική των πολιτικών τους πεποιθήσεων, πολύ διαφορετικών από εκείνες των γειτόνων τους Αιτωλών. Μάλιστα, αυτές οι διαφορές οξύνθηκαν όταν οι Αιτωλοί κατέλαβαν τους Οινιάδες κατά τη διάρκεις της εκστρατείας του Μ. Αλέξανδρου στην Ασία (330 π.Χ.).[21]
Αργότερα, οι Ακαρνάνες πήραν το μέρος του Κασσάνδρου στον ανταγωνισμό του με τον Αντίγονο και τον βοήθησαν να καταλάβει το αιτωλικό Αγρίνιο. Ο Κάσσανδρος είχε συμβουλεύσει τους Ακαρνάνες «εκ των ανωχύρων και μικρών χωρίων εις ολίγας πόλεις μετοικήσαι.[23] Όταν όμως ο Κάσσανδρος έφυγε από την Ακαρνανία οι Αιτωλοί επανακατέλαβαν το Αγρίνιο και έσφαξαν πολλούς Ακαρνάνες. Το 300 π.Χ. οι Αιτωλοί κυρίευσαν την πρωτεύουσα των Ακαρνάνων, Στράτο, και η Λευκάδα πήρε τη θέση της ως έδρα του Κοινού των Ακαρνάνων.[21] Μετά τον θάνατο του Κασσάνδρου, οι ακαρνανικές πόλεις δόθηκαν μαζί με άλλες στον Πύρρο. Μετά τον θάνατο του Πύρρου, η Ακαρνανία απέκτησε την ανεξαρτησία της και οι ακαρνανικές και αιτωλικές πόλεις, στις οποίες προσχώρησε και η Λευκάδα αποτέλεσαν ενιαία πολιτική ενότητα (270 π.Χ.).[2] Ωστόσο, αυτή η ένωση δεν κράτησε πολύ, καθώς μετά τη συμμαχία του Κοινού των Αιτωλών με τον Αλέξανδρο, αποφασίστηκε να διαμοιραστεί η Ακαρνανία. Ο Αλέξανδρος πήρε το δυτικό τμήμα της μαζί με τη Λευκάδα, ενώ οι Αιτωλοί πήραν τη Στράτο, τους Οινιάδες, τη Μητρόπολη και τη Φθία.[24]
Ρωμαϊκοί χρόνοι
Το 238 π.Χ. οι Ακαρνάνες ζήτησαν τη βοήθεια των Ρωμαίων για να εξασφαλίσουν την ανεξαρτησία τους, χωρίς αποτέλεσμα όμως.[25] Το 231 π.Χ. μετά τη λήξη του πολέμου μεταξύ Μακεδόνων και Αιτωλών, οι Ακαρνάνες επανέκτησαν τμήμα της χώρας τους, που είχαν αποσπάσει οι Αιτωλοί, και να καταστήσουν πάλι τον Αχελώο δυτικό όριό της. Το 230 π.Χ. οι Ακαρνάνες συνέστησαν το νέο Κοινό των Ακαρνάνων, αλλά με μέλη μόνο τις βόρειες πόλεις της χώρας και αρχηγό έναν «στρατηγό» και τον «ύπαρχό» του ως υπαρχηγό.[21]
Το Κοινό, παρά την ακλόνητη πίστη του στη Ρώμη, έχασε τη Λευκάδα μετά τον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο (171-168 π.Χ.). Το Κοινό των Ακαρνάνων συνέχισε να υπάρχει ακόμη και μετά την τελική εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής δύναμης στην Ελλάδα το 146 π.Χ., αλλά ελεγχόταν από το πανίσχυρο φιλορωμαϊκό κόμμα.[21] Μετά τη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ., ενσωματώθηκε στη Ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας, μέχρι τα χρόνια του Αυγούστου. Οι Ακαρνάνες δεν υπέμεναν τον ρωμαϊκό ζυγό, απέφευγαν κάθε επαφή με τους κατακτητές και περιορίστηκαν ακόμη περισσότερο στις δύσβατες ορεινές περιοχές.[19]
Βυζαντινοί χρόνοι και Φραγκοκρατία
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες για τους Ακαρνάνες. Επειδή για αιώνες έζησαν σε ημιάγρια κατάσταση, δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή και τα έργα τους. Μπορούμε, όμως, να υποθέσουμε ότι ακολούθησαν τη μοίρα των λαών της περιοχής από τις διάφορες βαρβαρικές επιδρομές. Βάνδαλοι, Γότθοι, Σαρακηνοί, Ούννοι και Νορμανδοί στρέφονται κατά διαστήματα εναντίον τους. Με τη διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού στο τέλος του 3ου αιώνα, η Ακαρνανία εντάχθηκε στην επαρχία Ηπείρου με πρωτεύουσα τη Νικόπολη. Βαρβαρικές επιδρομές από τους Γότθους και τους Βησιγότθους στο τέλος του 4ου αιώνα, καθώς και πειρατικές από τους Βανδάλους της Β. Αφρικής κατά τον 5ο αιώνα, δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη χώρα από δυσμενείς επιπτώσεις. Η Ακαρνανία, όπως και όλες οι επαρχίες του Ανατολικού Ιλλυρικού εντάχθηκαν στην πνευματική εποπτεία του πάπα, το 535, με διάταγμα του Ιουστινιανού.[26]
Ο Ιουστινιανός ενέταξε και τον ελλαδικό χώρο στο πρόγραμμα ενίσχυσης της αυτοκρατορίας με οχυρωματικά έργα, στο οποίο είχε συμπεριληφθεί τόσο η Ακαρνανία, όσο και η Αιτωλία.[27] Ωστόσο, οι επιδρομές Σλάβων, Σαρακηνών και Βουλγάρων δημιουργούσαν προβλήματα στους κατοίκους. Στα μέσα του 11ου αιώνα ο Δελεάνος, βούλγαρος ηγεμόνας, κατέστρεψε τη Νικόπολη, πρωτεύουσα της περιφέρειας. Η Ακαρνανία πέφτει σε αφάνεια, αλλά οι κάτοικοι αρχίζουν να εξασκούνται στην πολεμική τέχνη και να δημιουργούν στρατιωτικά σώματα για την άμυνα της χώρας τους.[19] Ο ηγεμόνας των Νορμανδών Ρογήρος Β’ δεν συναντούσε ανυπέρβλητα εμπόδια στις εκστρατείες του στον ελλαδικό χώρο. Ο Νικήτας Χωνιάτης κάνει αναφορά για αυτές τις εκστρατείες σε Ακαρνανία και Αιτωλία, [i] (εκδ. Βόννης, σ. 98, 11), ενώ ο Ρογήρος προσθέτει στους τίτλους του και τον τίτλο του πρίγκηπα Αιτωλίας και Ακαρνανίας.[28]
Ο Μιχαήλ Άγγελος ίδρυσε το Δεσποτάτο της Ηπείρου έχοντας, μεταξύ άλλων, τους εμπειροπόλεμους Ακαρνάνες στο πλευρό του. Το δεσποτάτο περιελάμβανε και την Αιτωλία [29] και διατήρησε τη δόξα του για δύο αιώνες, περίπου, αλλά μετά το τέλος αυτής της περιόδου η Ακαρνανία πέρασε δύσκολες ημέρες. Οι Λατίνοι της Κεφαλονιάς, οι Σέρβοι επιδρομείς, οι αβασίλευτοι «αλβανοί» (αρμάνικης καταγωγής), οι Μαλακάσιοι, οι Μεσαριταίοι κ.α. κατέλαβαν και διαμοίρασαν την Ήπειρο, την Αιτωλία και την Ακαρνανία. Πάντως η Ακαρνανία ήταν τόσο φτωχή που στη Λατινοκρατία δόθηκε ολόκληρη ως προίκα. Ο Ιωάννης ΣΤ' Καντακουζηνός είχε ομολογήσει ότι μετά τη Σερβική κυριαρχία, η Ακαρνανία είχε ερημωθεί και οι κάτοικοι αναγκάζονταν να φεύγουν και να εργάζονται ως δούλοι σε ξένους τόπους για να μην πεθαίνουν από την πείνα στα χωριά τους. Οι Αλβανοί κατακτητές, όμως, υιοθέτησαν διαφορετική στάση, αφού μετά τη μάχη που δόθηκε στον Αχελώο (1359) όπου νικήθηκε ο Νικηφόρος, κληρονόμησαν την ηγεμονία ως ντόπιοι. Την Αιτωλία πήρε ο Πέτερ Μπούα, ενώ την Ακαρνανία κατέλαβε και διακυβέρνησε ο Πέτερ Λόσα (Λιόσας).[30]
Μετά το θάνατο του Λόσα (1374), την Ακαρνανία ανέλαβε ο γιος του Πέτερ Μπούα, Γκίνος, ο επονομαζόμενος «Σπάτας». Στην εποχή της ηγεμονίας του οι Ακαρνάνες αναδείχτηκαν ως ο πολεμικότερος λαός της περιοχής, με συνεχείς επιδρομές στις γειτονικές χώρες, από τις οποίες αποκόμιζαν πολλά λάφυρα. Ο Γκίνος, εξαιρετικά πολεμοχαρής, εξεστράτευσε ακόμη και εναντίον του Ησαύ Μπουοντελμόντι, ηγεμόνα της Ηπείρου, που ήταν συγγενής του. Έκτοτε, άρχισαν να δημιουργούνται στην Ακαρνανία οι πρώτες μάγκες, πρόδρομα στρατιωτικά σώματα των αρματολικών μπουλουκιών των καπεταναίων. Ωστόσο, οι πολεμικές επιχειρήσεις του Γκίνου Μπούα είχαν σαν αποτέλεσμα να ζητηθεί βοήθεια από διάφορες περιπλανώμενες φυλές (φάρες), τους ακιντζήδες που, αργότερα, έγιναν οι πρόδρομοι της οθωμανικής κατάκτησης στην περιοχή. Παρόλ’ αυτά, αυτή η κατάκτηση άργησε χάρη στις προσπάθειες του Καρόλου Τόκκου, παλατινού Κεφαλονιάς και ανηψιού του Ησαύ Μπουοντελμόντι. Οργάνωσε αξιόμαχα στρατιωτικά σώματα, εναντίον των Τούρκων κυρίως, αλλά και εναντίον των Ενετών, αν και με τους τελευταίους ήρθε σε τελική συνεννόηση, επειδή κατάλαβε ότι θα είχε πολλές απώλειες εάν συνέχιζε τον αγώνα εναντίον τους.[31]
Μετά τον θάνατο του Καρόλου (1429), το κράτος του διαμοιράστηκε στους τρεις νόθους γιους του και στον ανηψιό του Κάρολο Β’, αφού δεν είχε νόμιμους κληρονόμους. Οι πρώτοι πήραν την Αιτωλία και μέρος της Ακαρνανίας, ενώ ο δεύτερος την Ήπειρο και την Αμφιλοχία. Όμως, αυτή η μοιρασιά προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των «αδελφών» του, οι οποίοι ζήτησαν τη μεσολάβηση του Κωνσταντίνου Παλιολόγου δεσπότη του Μωρέως και επειδή αυτή δεν απέδωσε, κατέφυγαν στον σουλτάνο Μουράτ Β΄. Εκείνος έστειλε στρατό και υποχρέωσε τον Κάρολο Β΄ να υπογράψει στις 9 Οκτωβρίου του 1430 ταπεινωτική συνθήκη. Σύμφωνα με αυτή υποχρεωνόταν να παραδώσει τα Ιωάννινα, να πληρώνει στον σουλτάνο ετήσιο φόρο 500 δουκάτα, και άλλα τόσα να δίνει σαν δώρο στον εκάστοτε νεοδιοριζόμενο πασά Ιωαννίνων. Παρόλ’ αυτά, ο Κάρολος διατήρησε την Ακαρνανία με αποτέλεσμα να εξοργισθούν οι νόθοι αδελφοί του και να αρχίσουν επιδρομές. Κατέλαβαν μεγάλη έκταση στα δυτικά του Αχελώου που τη χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο για άλλα ακαρνανικά χωριά. Ο Κάρολος, ως υποτελής του σουλτάνου ζήτησε τη βοήθεια των Τούρκων, αλλά το μόνο που πέτυχε ήταν να λεηλατηθεί παραπάνω η Ακαρνανία. Φοβούμενος την προέλαση του Σουλτάνου, πήγε στην Ιταλία για να ζητήσει βοήθεια, αλλά απεβίωσε εκεί τον Οκτώβριο του 1448. Ο δρόμος για τα τουρκικά στρατεύματα ήταν πια ανοικτός, καθώς το 1449, υψώθηκε στην Άρτα η οθωμανική σημαία και η Ακαρνανία περιελήφθη στην επελαύνουσα αυτοκρατορία ως σαντζάκι, πλέον, με την ονομασία Κάρλελι. Η κατάκτηση της Ακαρνανίας από τους Τούρκους ολοκληρώθηκε το 1479, με την κατάληψη της Βόνιτσας.[30]
Τουρκοκρατία
Το Κάρλελι
Η Αιτωλοακαρνανία, σύμφωνα με τη συνήθεια των Τούρκων να ονομάζουν τις περιοχές που καταλαμβάνουν από τους προηγούμενους κυρίους τους, ονομάστηκε Κάρλελι «χώρα του Καρόλου». Η ονομασία αυτή διατηρήθηκε επίσημα μέχρι την Ανεξαρτησία, αλλά και αργότερα ο λαός εξακολουθούσε να τη χρησιμοποιεί. Από τους, αρχικά, έξι καζάδες του σαντζακίου που δημιουργήθηκε μετά την τουρκική κατάκτηση και αναδιοργανώθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα, οι τρεις, Ξηρόμερο, Βάλτος και Βόνιτσα, κάλυπταν την Ακαρνανία,[32] αν και για την τελευταία δεν φαίνεται να χρησιμοποιούσαν την ονομασία Κάρλελι.[29] Παρά τις διοικητικές μεταβολές που έγιναν στην περίοδο αυτή, η γενική διάρθρωση παρέμεινε η ίδια. Γι΄αυτό και, πολύ αργότερα, δύο τουρκικά έγγραφα του 1761 και 1764, αναφέρουν τον «καζά Ξηρομέρου» και υπογράφονται από Τούρκο καδή.[33] Επίσης, επί Καποδίστρια, στις απαντήσεις του στα «ερωτήματα» των αντιπροσώπων των Δυνάμεων για την κατάσταση της Ελλάδας (1828), αναφέρεται το «Σαντζάκι του Καρλελίου, περιέχον το Μεσολόγγι, Ανατολικόν, Ζυγόν, Βλοχόν, Ξηρόμερον, Βόνιτσαν και Βάλτον, η κυρίως λεγομένη Αιτωλία και Ακαρνανία». Από τα τμήματα του σαντζακίου αυτού, τα τρία τελευταία αποτελούν, σύμφωνα πάντοτε με τα έγγραφα του Καποδίστρια, την Ακαρνανία.[34]
Αρχική πρωτεύουσα του Κάρλελι είχε οριστεί ο Αετός, προς το τέλος του 17ου αιώνα, όμως, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στο Βραχώρι (Αγρίνιο). Επί Σουλεϊμάν Β΄, με το παλαιό σύστημα των κλεισωριών «ασφαλείας των οδών» από τους αρματολούς, τους καπετάνιους και τους δερβέναγες, το Κάρλελι παρέμεινε τυπικά ως σαντζάκι, το οποίο υπαγόταν μαζί με την υπόλοιπη Στερεά στον μπεκλέρμπεη της Ρούμελης, αλλά προσαρτήθηκε αργότερα στο σαντζάκι του Νεγρεπόντε (Εύβοια), με έδρα τη Χαλκίδα.[29] Η διοικητική αυτή μεταβολή εξηγείται καθώς η Εύβοια υπαγόταν στον καπουδάν πασά «διοικητή στόλου». Η Ακαρνανία δεχόταν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας συνεχείς πειρατικές επιθέσεις, οπότε η υπαγωγή της στον καπουδάν πασά, εξασφάλιζε άμεση και αποτελεσματική επέμβαση. Επίσης, η γειτνίαση της Ακαρνανίας με τα ενετικά Επτάνησα, ήταν ένας ακόμη λόγος γι’ αυτή τη μεταβολή, που κράτησε μέχρι την έναρξη του Αγώνα, το 1821.[32]
Ο διοικητής του Κάρλελι δεν ήταν πασάς, όπως στα άλλα σαντζάκια, αλλά μουσελίμης «άνθρωπος εμπιστοσύνης» και τούτο διότι η φορολογία της δεκάτης είχε δοθεί στη Βαλιδέ σουλτάνα «μητέρα του σουλτάνου» για να τη νέμεται, οπότε σ’αυτές τις περιπτώσεις, ο διοικητής διοριζόταν απ’ ευθείας από την Υψηλή Πύλη και τον διορισμό του, απλά, αναγνώριζε ο πασάς της Εύβοιας. Στη διοίκηση του Κάρλελι έπαιξαν σημαντικό ρόλο οι Αλαμπέηδες του Βραχωρίου που, κατά καιρούς, κατελάμβαναν σημαντικά αξιώματα. Σ΄αυτούς οφείλονται πολλά έργα, με γνωστότερα τα φερώνυμα γεφύρια που ένωναν τις λίμνες Τριχωνίδα και Λυσιμαχία, θαύματα αρχιτεκτονικής στην εποχή τους. Η ποιότητα του έργου ήταν τέτοια που, ο απεσταλμένος του σουλτάνου άλλαξε την αρχική του απόφαση να εξοντώσει την οικογένεια κατ’ εντολή του αφεντικού του και, μάλιστα, ανέλαβε να την υποστηρίξει.[30]
Αρματολίκια
Τα δυσπρόσιτα, δασωμένα βουνά της Ακαρνανίας, στη γειτονιά των βενετοκρατούμενων Επτανήσων, αποτελούσαν άσυλο καταδιωγμένων από την τουρκική εξουσία Ελλήνων. Σε όλη την Τουρκοκρατία ανθεί η κλέφτικη ζωή και οι κάτοικοι του Βάλτου και του Ξηρομέρου, σκληροτράχηλοι και σε ημιάγρια κατάσταση, ζουν σχεδόν ανεξάρτητοι μέχρι το 1821. Οι λίγοι Τούρκοι που υπήρχαν στην περιοχή ζούσαν αποκλειστικά στα πεδινά και, ακριβώς επειδή η Πύλη δεν μπορούσε να υποτάξει τους ανυπότακτους αυτούς πληθυσμούς, τους παραχώρησε οικονομικά και στρατιωτικά προνόμια, με σημαντικότερα τα δεύτερα. Ήδη από τα χρόνια που προηγήθηκαν της Άλωσης, οι Τούρκοι αναγνώρισαν επίσημα τα ένοπλα σώματα που είχαν δημιουργηθεί και τους παραχώρησαν δικαιοδοσίες. Στην περίοδο του Σουλεϊμάν Α’ τους παραχωρήθηκαν αρματολίκια, δηλαδή περιφέρειες στις οποίες τη φρούρηση των στενών (δερβενίων) αναλάμβαναν ένοπλα ελληνικά σώματα με καπετάνιο που διοριζόταν επίσημα από τις τουρκικές αρχές. Στην ευρύτερη περιοχή, ο Κασομούλης αναφέρει πως, υπήρχαν τρία αρματολίκια, του Βάλτου, του Ξηρομέρου και της Βόνιτσας. Αυτά μαζί με τα δύο αρματολίκια του Ζυγού και του Βλοχού, αποτελούν τα περίφημα πέντε βιλαέτια του δημοτικού τραγουδιού: «και στα πέντε βιλαέτια, φάτε, πιέτε, μωρ’ αδέλφια».[34]
Μετά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571), που γέννησε πολλές ελπίδες, οι Τούρκοι διατρέχουν την Ακαρνανία για να εξασφαλίσουν τα παράλια από τον χριστιανικό στόλο και κάνουν καταστροφές. Το 1585 ο ο αρματολός Βόνιτσας και Λούρου Γρίβας, με την υποκίνηση των Βενετών που βρίσκονταν σε πόλεμο με την οθωμανική αυτοκρατορία, ξεκίνησε εξέγερση σφάζοντας Οθωμανούς στο Ξηρόμερο και τη Βόνιτσα, σε μία νύχτα,[35] αλλά η τελική του προσπάθεια δεν στέφθηκε από επιτυχία. Κυνηγημένος από τον οθωμανικό στρατό, πέθανε στην Ιθάκη τραυματισμένος, και οι Τούρκοι διόρισαν στη θέση του αρματολού τον Τριμπούκη (Τρομπούκη) Συντεκνιώτη, που καταγόταν από τον Βάλτο.[36] Τα ηπειρωτικά λεηλατήθηκαν από τους Τούρκους, τα δε παράλια από Μελιταίους, Ουσκόκους και Αλγερινούς πειρατές – η Ναύπακτος είχε το παρατσούκλι «Μικρό Αλγέρι, εκείνους τους καιρούς).[37]
Μεγαλύτερη σημασία είχε η εξέγερση κατά τη διάρκεια του ΣΤ’ Βενετοτουρκικού Πολέμου όταν, μετά την απώλεια της Κρήτης, οι Βενετοί προσπάθησαν να καταλάβουν τη Δ. Στερεά και την Πελοπόννησο για αντιστάθμισμα. Στην πρόσκληση των Βενετών ανταποκρίθηκαν ο Πάνος Μεϊντάνης από την Κατούνα, ο Αγγέλης Σουμίλας ή Βλάχος από τα Ιωάννινα και ο Χορμόπουλος («Μικρό Χορμόπουλο») από τα Άγραφα, στο πλευρό του Μοροζίνι. Τότε, έσπευσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους Βενετούς και αρκετοί από τους «εξορίστους» που είχαν παλαιότερα, επικηρυχθεί για πειρατική δραστηριότητα από τις αρχές της Κέρκυρας. Όλοι αυτοί, μαζί με τους προαναφερθέντες αρματολούς αποβιβάστηκαν στις ακαρνανικές ακτές απέναντι από τη Λευκάδα, για να αποθαρρύνουν ενδεχόμενες προσπάθειες των Τούρκων της Πράβεζας να διασπάσουν τον χριστιανικό κλοιό γύρω από το νησί και, τελικά, η Λευκάδα παραδόθηκε στους Βενετούς (Αύγουστος 1684), ενώ αργότερα καταλήφθηκε και η Πρέβεζα (Σεπτέμβριος 1684).[38] Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Μοροζίνι σε Πελοπόννησο και Αττική, η Ακαρνανία εξακολουθούσε να αποτελεί επικίνδυνη εστία αντίστασης κατά των Τούρκων, οι οποίοι ωστόσο εξακολουθούσαν να ελέγχουν την περιοχή, εκτός από τη Βόνιτσα.[32]
Οι παραπάνω αρματολοί, μαζί με τους Χρήστο Βαλαωρίτη και Σπαθόγιαννη κατόρθωσαν να απελευθερωθεί όλη η Ακαρνανία που, μαζί με τη Λευκάδα, αποτελούσαν στήριγμα στην πολιτική της Βενετίας στο ανατολικό μέτωπο. Ο Μεϊντάνης με τον Σπαθόγιαννη μοιράστηκαν το αρματολίκι Ακαρνανίας, Αιτωλίας και Ναυπάκτου με έδρα την Κατούνα. Το 1694 η Ακαρνανία, αλλά και η Αιτωλία, υπέστησαν καταστροφές από επιδρομές του σύμμαχου των Τούρκων Λ. Γερακάρη, ο οποίος επεχείρησε να περάσει τον Αχελώο, αλλά τον απέκρουσαν οι αρματολοί της περιοχής και τον κατεδίωξαν μέχρι το Καρπενήσι.[37] Ωστόσο, με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699), όλη η Αιτωλοακαρνανία μαζί με την υπόλοιπη Στερεά περιήλθε ξανά στους Τούρκους. Τότε, πολλοί Ακαρνάνες πέρασαν σε βενετοκρατούμενες περιοχές, όπως στη Λευκάδα (1701).[32] Στον Ζ’ Βενετοτουρκικό Πόλεμο που άρχισε το 1714, δυστυχώς, πολλοί αρματολοί πήραν μέρος στη λαφυραγώγηση της Πελοποννήσου στο πλευρό των Τούρκων (περίοδος της Αλαμπάντας «αρπαγής»). Εξαίρεση αποτέλεσε ο Πάνος Μεϊντάνης, που αγωνίστηκε και μετά το 1715, έτος που οι Τούρκοι επανακατέλαβαν την Πελοπόννησο, αλλά βρήκε τον θάνατο το 1717, έξω από το Αγγελόκαστρο.[34] Πάντως, η σταθεροποίηση των βενετικών κτήσεων στο Ιόνιο με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) και η ειρηνική περίοδος που ακολούθησε, συνετέλεσε στην ανάπτυξη των παραλίων περιοχών και την αναπτέρωση του εθνικού φρονήματος.[32] Η Βόνιτσα και η Πρέβεζα πέρασαν στους Ενετούς και, έτσι τουλάχιστον, ένα κομμάτι της Ακαρνανίας ξέφυγε από τους Τούρκους.[30]
Κατά την εποχή αυτή, μυστικοί πράκτορες της Ρωσίας διέτρεχαν την Αιτωλοακαρνανία, μοίραζαν βαθμούς και αξιώματα και προσηλύτιζαν αυτούς που επιθυμούσαν να αποτινάξουν του τουρκικό ζυγό, αλλά και αυτούς που δυσπιστούσαν με τους Βενετούς.[39] Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1770, συμμετείχαν οι αρματολοί του Βάλτου Γεροδήμος Σταθάς και Βόνιτσας και Ξηρομέρου Χρήστος Γρίβας. Η ρωσική διπλωματία είχε προετοιμάσει ευρύτερο ξεσήκωμα με τον Παπάζωλη, ήδη από το 1765, με την υπόσχεση της ανασύστασης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Σταθάς επαναστάτησε τον Βάλτο, ενώ ο Γρίβας πολιόρκησε το Βραχώρι. Με τα ίδια αρματολίκια προγραμματίστηκε νέα εξέγερση από τον Λουδοβίκο (Λουίτζι) Σωτήρη. Ο Σωτήρης δρούσε στην Ήπειρο, ιδιαίτερα στην περιοχή του Σουλίου. Στρατολογούσε και ναυτικούς για τους ρωσικούς στολίσκους που θα δρούσαν στις ελληνικές θάλασσες και, όπως υπερβολικά υποστήριζε, ετοίμαζε στη Στερεά Ελλάδα δύναμη είκοσι χιλιάδων ανδρών.[40] Τελικά, η προσπάθειά του δεν ευδοκίμησε στη δυτική Στερεά και περιορίστηκε στη θάλασσα από τον Λάμπρο Κατσώνη[32] Ο Σταθάς επωφελούμενος από την αναστάτωση που δημιουργήθηκε κατέλαβε τα αρματολίκια Αγρινίου, καρπενησίου και Υπάτης, αλλά προτίμησε να συνθηκολογήσει με τους Αλβανούς, που κατέβαιναν να πνίξουν την επανάσταση στην Πελοπόννησο, για να μη του πειράξουν τα αρματολίκια.[39] Αντίθετα, ο Γρίβας δεν υποτάχθηκε, δίνοντας μάχη με 300 ακόμη συντρόφους του έξω από το Αγγελόκαστρο, μέχρι τελικής πτώσεως. Η θέση αυτή της περιοχής ονομάζεται ακόμη και σήμερα «των Γριβαίων τα κόκκκαλα».[41] Μετά την καταστροφή, ο τουρκοαλβανικός στρατός ερήμωσε την Αιτωλοακαρνανία, ιδιαίτερα την Αιτωλία, όπου επέδραμαν Δουλτσινιώτες πειρατές.[39] Γενικότερα, οι ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες βρέθηκε η περιοχή στα πρόθυρα της Επανάστασης του 1821, δεν επέτρεψαν την ανάπτυξη του απελευθερωτικού αγώνα, όσο στη Νότια Ελλάδα.[32]
Αλή Πασάς
Λίγα χρόνια μετά τα Ορλωφικά, η Ακαρνανία, όπως και ολόκληρη η Στερεά μέχρι τη Λειβαδιά, βρέθηκαν κάτω από τη δεσποτική κυριαρχία του Αλή Πασά. Από την αφάνεια, χωρίς φραγμούς και χρησιμοποιώντας αδίστακτα κάθε μέσο για να πετύχει τον σκοπό του, ο Αλή γίνεται Πασάς στα Ιωάννινα (1788) και απλώνει την επιρροή του στην Ακαρνανία και τη Στερεά, γενικότερα. Στο εξής φέρει τον τίτλο «Αλή Πασάς, διοικητής του Σαντζακίου Ιωαννίνων και αρχηγός της περιφερείας της Ρούμελης». Με την πρόφαση του προστάτη των στενών, προσπαθεί να εξουδετερώσει όχι μόνον τους αρματολούς, αλλά και τους κοτζαμπάσηδες. [ii] Οι αρματολοί αναζήτησαν άσυλο στη Λευκάδα και στα Επτάνησα, γενικότερα, αλλά αυτή η πολιτική του Αλή, αντί να καταστείλει φούντωσε ακόμη περισσότερο την αντίδραση των κλεφτών και αρματολών, με αποτέλεσμα αυτή η προεπαναστατική περίοδος να προετοιμάσει τους μαχητές του Αγώνα στην ευρύτερη περιοχή.[41] Το Κάρλελι, επί Αλή Πασά, είχε 65 χιλιάδες κατοίκους και υπαγόταν εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Ναυπάκτου και Άρτας, με έδρα την Άρτα.[39]
Η Βόνιτσα έμεινε κάτω από την ενετική κυριαρχία μέχρι το 1797, οπότε υπογράφηκε η Συνθήκη του Καμποφόρμιο. Πέρασε στα χέρια των Γάλλων, αλλά ο Αλή Πασάς την κυρίευσε το 1799, μαζί με την Πρέβεζα και το Βουθρωτό. Τον Μάρτιο του 1800 υπογράφηκε ρωσοτουρκική συνθήκη, βάσει της οποίας οι παραπάνω πόλεις μαζί με την Πάργα παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, αποτελώντας διοικητική περιφέρεια με διοικητή βοεβόδα και έδρα το Μιχαλίτσι. Η περιφέρεια ανήκε στις προνομιούχες κτήσεις του σουλτάνου. Αργότερα, το ίδιο έτος, με νέα συνθήκη μεταξύ του βοεβόδα των τεσσάρων πόλεων και των Επτανήσων καθορίστηκαν ειδικά προνόμια, που δεν παραχωρήθηκαν από τον σουλτάνο όπως γινόταν συνήθως. Το Γενικό Συμβούλιο κάθε πόλης και η Γερουσία αποτελούν ισχυρό δεσμό αυτοδιοίκησης και επανέρχεται το φορολογικό σύστημα που ήταν σε ισχύ πριν το 1797. Γενικά, η Βόνιτσα ακολούθησε την τύχη των Ιονίων Νήσων και ανέπτυξε σημαντικό εμπόριο με τη Δύση, σε αντίθεση με τους κατοίκους της ενδοχώρας, κυρίως Ξηρομερίτες και Βαλτινούς, οι οποίοι ζούσαν σχεδόν ληστρική ζωή και, πολλές φορές, αδιαφορούσαν εναντίον ποιών θα στρέψουν τα όπλα τους.[41]
Μόλις προς το τέλος του 18ου αιώνα, αρχίζει να διαφαίνεται στην Ακαρνανία κάποια υποτυπώδης μορφή παιδείας. Εκτός από τη Βόνιτσα, όπως είναι φυσικό, δημιουργούνται τα πρώτα σχολεία στην Κατούνα και στον Αστακό, αλλά φοιτούν ελάχιστα παιδιά, παρόλο που σε αυτά διδάσκουν απόφοιτοι της Παλαμαίας Σχολής του Μεσολογγίου. Ωστόσο, η γειτνίαση με τη Λευκάδα αλλά και με τα υπόλοιπα Επτάνησα, έδωσε την ευκαιρία σε αρκετούς Ακαρνάνες που το ήθελαν πραγματικά, να φύγουν προς αυτά ή προς άλλους προορισμούς του εξωτερικού και να σταδιοδρομήσουν. Μεταξύ αυτών ιδιαίτερη μνεία γίνεται για τον Νικόλαο Μαυρομμάτη από την Κατούνα, ο οποίος σπούδασε ιατρική στην Ιταλία, χρημάτισε προσωπικός γιατρός του Αλή Πασά και δίδαξε ως καθηγητής στη «Σχολή Τενέδου» της Κέρκυρας, από το 1805 μέχρι τον θάνατό του.[41]
Επανάσταση του 1821 και ανεξαρτησία
Νευραλγικός χώρος, από γεωγραφική άποψη μεταξύ Πελοποννήσου και Ιωαννίνων, η Ακαρνανία, εξελίχθηκε σε περιοχή με ιδιαίτερη σημασία. Η Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε στην Ακαρνανία στις 25 Μαρτίου με προκήρυξη του Βαρνακιώτη που εκδόθηκε στο Ξηρόμερο. Η πρώτη μεγάλη μάχη δόθηκε τον Ιούνιο, οπότε απελευθερώθηκε το Βραχώρι (Αγρίνιο) μέσα σε λίγες ημέρες. Ο Χουρσίτ Πασάς, ο οποίος πολιορκούσε τον Αλή στα Ιωάννινα, επιχείρησε δύο φορές να καταλάβει την Ακαρνανία, αλλά απέτυχε. Πολυπρόσωπη, όμως, ήταν η παρουσία αντιπροσώπων στη συνέλευση της «Δυτικής Χέρσου Ελλάδος», τον Νοέμβριο τους 1821. Από το Ξηρόμερο μετείχαν ο Ν. Θάνου «επίτροπος του καπετάν Γιωργάκη Βαρνακιώτη», οι Ε. Μαυρομάτης, Γ. Τζιτζώνης-Φαράντος, Π. Μπαμπίνης, Ι. Μπάλμπης, Π. Γουλιμής, Φ. καραπάνου και από τον Βάλτο οι Α. Καραγιάννης και Δ. Γεροθανάσης.[32]
Έτσι τον πρώτο χρόνο του Αγώνα η Ακαρνανία βρισκόταν σε ελληνικά χέρια. Ωστόσο, η κακή διαγωγή των καπεταναίων του Βάλτου, που ενδιαφέρονταν περισσότερο για λεηλασίες και λύτρα, δεν διασφάλιζαν τις πρώτες επιτυχίες. Δεν είναι τυχαίο ότι, πολλές φορές πέρασαν τα τουρκικά στρατεύματα από την περιοχή, αλλά την κατάσταση έσωζε ο βασικός έλεγχος της Ακαρνανίας από τους έλληνες επαναστάτες. Το 1822, η Ακαρνανία έζησε από κοντά τις προσπάθειες για ενίσχυση των Σουλιωτών που, όμως, είχαν ως τελική έκβαση την ήττα στη μάχη του Πέτα, Η συγκεκριμένη καταστροφή είχε σοβαρό αντίκτυπο σε όλη την περιοχή, καθώς πολλοί οπλαρχηγοί είτε αδιαφόρησαν είτε πήραν το μέρος των Τούρκων. Οπωσδήποτε, η γειτνίαση με τους Σουλιώτες συνετέλεσε στη διατήρηση σε υψηλό βαθμό της επαναστατικότητας σε ολόκληρη την Ακαρνανία. Η επαναστατικότητα αυτή δεν θα λήξει με το τέλος του Αγώνα, αλλά θα συνεχιστεί με εκδηλώσεις συγκεκριιμένης μορφής, οι οποίες θα βαρύνουν πολύ στις πολιτικές εξελίξεις του ελεύθερου ελληνικού κράτους.[42]
Παρόλο που το πρωτόκολλο του Μαρτίου 1829, όριζε ότι τα εδάφη που βρίσκονταν νότια της γραμμής Μακρυνόρους – Αμβρακικού θα αποτελούσαν επαρχίες του ελληνικού κράτους, με το Πρωτόκολλο του Φεβρουαρίου 1830, η Ακαρνανία έμεινε έξω από το ελληνικό κράτος «προς ικανοποίησιν της εκφρασθείσης επιθυμίας της Πύλης». Οι επαρχίες Βάλτου και Ξηρομέρου καθώς και άλλες που, αργότερα, θα δημιουργηθούν είχαν αποκλειστεί από το νέο ανεξάρτητο κράτος. Μόνο ύστερα από τις επίμονες προσπάθειες του Καποδίστρια οι Μεγάλες Δυνάμεις υποχώρησαν [32] και με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1832), η Ακαρνανία θα συμπεριληφθεί, αφού πρώτα καταβληθεί οικονομική αποζημίωση στην Τουρκία (30 εκετομμύρια πιάστρα).[43] Μόνο το φρούριο του Ακτίου παρέμεινε στους Οθωμανούς, διότι οι Τούρκοι επέμεναν να το κρατήσουν για να ελέγχουν την άμυνα της Πρέβεζας.[42] Η Ακαρνανία ενώθηκε με την Αιτωλία σε νομό με πρωτεύουσα το Βραχώρι και, αργότερα, το Μεσολόγγι (Σεπτέμβριος 1833).[43]
Νεότερη ιστορία
Περίοδος των στάσεων
Η περίοδος του Όθωνα για την Ακαρνανία είναι πολυτάραχη, γεμάτη από στάσεις και κινήματα. Αυτό οφείλεται στον «στρατιωτικού» τύπου χαρακτήρα της περιοχής, και κυρίως την παράδοση των αρματολικιών που άφησαν βαθιά τα ίχνη τους. Οι Βαλτινοί, οι Ξηρομερίτες, οι Κραβαρίτες αλλά και οι Ευρυτάνες με τους Σουλιώτες, είχαν αποτελέσει τους πυρήνες μονίμων και καλά οργανωμένων στρατιωτικών σωμάτων, που πολέμησαν σκληρά πριν και μετά την έναρξη του Αγώνα. Η απόφαση της Αντιβασιλείας να διαλύσει όλα τα «άτακτα» στρατιωτικά σώματα, δηλαδή όλα εκείνα τα σώματα που δεν ανήκαν στον υπό οργάνωση στρατό, προκάλεσε σοβαρά προβλήματα σε Ακαρνάνες και Σουλιώτες, στους οποίους, κυρίως, αφορούσε έμμεσα το διάταγμα. Υπήρχε, βέβαια, πρόσκληση προς όλους για ένταξή τους στον «τακτικό» στρατό, αλλά οι σκληροτράχηλοι κάτοικοι της περιοχής, μαθημένοι αλλιώς, δεν μπορούσαν να δέχονται διαταγές από τρίτους και στην πλειονότητά τους αρνήθηκαν να συμμετάσχουν, συγκροτώντας δικά τους στρατιωτικά σώματα.
Η στάση του 1835
Το 1835 η Οθωνική κεντρική εξουσία βρέθηκε μπροστά στο πρώτο σοβαρό της εμπόδιο. Σε όλη την Ακαρνανία, αλλά και σε αρκετές περιοχές της υπόλοιπης Ρούμελης, είχαν δημιουργηθεί ανταρτικά σώματα με καπεταναίους τους Χοσιάδα, Ρουπάκη (Ρουπακιά), Ζέρβα, Τσέλιο, Στράτο, Πεσλή και άλλους πολλούς. Οι ομάδες αυτές είχαν συγκεντρωθεί στα ελληνοτουρκικά σύνορα και ασκούσαν την εξουσία έχοντας καταλάβει τις ορεινές περιοχές. Στις περιοχές εκείνες το κράτος δεν υφίστατο ως έννοια ενώ, όπως ήταν φυσικό, ανάμεσα στους αντάρτες με σαφές ιδεολογικό υπόβαθρο είχαν παρεισφρήσει και ληστές που μοναδικός τους στόχος ήταν οι λεηλασίες. Οι αντάρτες κινούνταν ελεύθερα, πήγαιναν στις γιορτές και τα πανηγύρια και δεν αναγνώριζαν εξουσία άλλη εκτός από τη δική τους. Επειδή στη συντριπτική τους πλειονότητα οι χωρικοί ζούσαν στη φτώχεια, ήταν με το μέρος τους, και μόνο οι «έχοντες» υπέφεραν επειδή τους υποχρέωναν να δίνουν τρόφιμα, ρουχισμό, ζώα και χρήματα. Γι αυτό ήρθαν σε επαφή με τους κυβερνώντες ζητώντας να τους απαλλάξουν από τις ταλαιπωρίες.[42]
Τον Ιούνιο του 1835, μικρή βαυαρική ομάδα Μηχανικού στάλθηκε στο Αιτωλικό, όπου σώμα εβδομήντα ανταρτών είχε καταλάβει τη θέση «Σκαλί». Η ομάδα έπεσε σε ενέδρα και ο αρχηγός της, λοχαγός Κράους, εκτός από τη ζωή του έχασε και τα αυτιά και τη μύτη του που κόπηκαν ως λάφυρα.[42] Οι αντάρτες, κατόπιν, ενώθηκαν με άλλες ομάδες και έκαναν επιδρομές στο Αγρίνιο και το Μεσολόγγι, ενώ αργότερα έβγαλαν προκήρυξη όπου διατύπωναν τους λόγους για τους οποίους είχαν ξεσηκωθεί. Επίσης, ζητούσαν να συγκληθεί η Εθνική Συνέλευση και να εκδιωχθούν από την Ελλάδα οι βαυαροί στρατιώτες και υπάλληλοι.[43] Τέλος, ερμήνευσαν ως ασύμφορη για τα συμφέροντα του ελληνικού κράτους τη δημιουργία αυτοκέφαλης ελληνικής εκκλησίας και τον χωρισμό της από το οικουμενικό πατριαρχείο. Προς το τέλος του 1835 οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Οι αντάρτες στρατολογούσαν μέσα στα χωριά και, άλλοι ακολουθούσαν εκουσίως άλλοι αναγκαστικά λόγω φτώχειας.[42] Η κυβέρνηση έστειλε δύο χιλιάδες εθνοφύλακες για τη φύλαξη των συνόρων, καθώς και τον σύμβουλο επικρατείας Μπενιζέλο Ρούφο για να εξετάσει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και να πάρει μέτρα για την παγίωση της τάξης. Τελικά, απέστειλε τους Γρίβα, Τζαβέλα, Τσόγκα υπό την ηγεσία του Γκόρντον. Θα ακολουθήσουν συγκρούσεις σε πολλά χωριά Κουροκάτες, Τατάρνα, Μαραθιάς).[43] Σκληρές μάχες θα γίνουν και τον Φεβρουάριο του 1836 στον Αχινό όταν ο βαυαρός συνταγματάρχης Γέσμαν επιχείρησε να καταδιώξει ληστές που φορολογούσαν πλούσιους κατοίκους της περιοχής. Θα πέσουν νεκροί ένας βαυαρός λοχαγός, εφτά στρατιώτες και δύο χωροφύλακες.[42] Η πιο αποφασιστική μάχη έγινε στο Δραγομέστι (Δραγαμέστο), όπου ο Γρίβας τράπηκε σε φυγή και κατέφυγε στην Κατοχή. Οι στασιαστές νικήθηκαν και διαλύθηκαν τα στρατιωτικά τους σώματα.[43] Η κυβέρνηση για να κατευνάσει την κατάσταση χορήγησε γενική αμνηστία, εκτός από τους Στράτο και Πεσλή που καταδικάστηκαν σε θάνατο από το στρατοδικείο Χαλκίδας, αλλά κι αυτοί πήραν χάρη αργότερα.[42]
Το κίνημα του Γρίβα
Νέες ταραχές ξέσπασαν στην Ακαρνανία στα χρόνια που ακολούθησαν με την ψήφιση συντάγματος και τον σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Επικεφαλής ήταν ο Θεόδωρος Γρίβας που είχε συμμετάσχει στο πλευρό των βαυαρών για την καταστολή των ανταρτικών ομάδων της περιόδου 1835-6. Μέλος πια του γαλλικού κόμματος και αντίπαλος του Μαυροκορδάτου, οχυρώθηκε στο Αβαρίκο με δύο χιλιάδες πιστούς οπαδούς του.[44] Στην Αθήνα η κυβέρνηση διέδιδε ψευδώς ότι στις ομάδες του Γρίβα υπήρχαν και τάγματα Τουρκαλβανών που θα πολεμούσαν ευχαρίστως μαζί του και έστειλε επειγόντως τον Τζαβέλλα που πολιόρκησε το Αβαρίκο. Ο Γρίβας αντιλήφθηκε ότι το κίνημα θα αποτύγχανε, διέλυσε το στρατόπεδό του και πήγε στην Αθήνα, όπου ζήτησε προστασία στη γαλλική πρεσβεία. Η προστασία του δόθηκε και, μάλιστα, με πλοίο («Papin») μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια.[43] Στο μεταξύ, κατά τη συνήθειά της, η ελληνική κυβέρνηση χορήγησε γενική αμνηστία στους στασιαστές (19/6/1844), όχι όμως στον Γρίβα και πολλά πρωτοπαλλήκαρά του (Γ. Πρωτόπαππα, Ν, Τσέλιο, Κ. Χασάπη, Κ. Καραγεωργάκη, κ.α.). Ωστόσο, η συνέχεια ήταν ανατρεπτική καθώς, στις εκλογές που ακολούθησαν, βγήκε άνετα βουλευτής και ο πρωθυπουργός Κωλέττης τον διόρισε γενικό επιθεωρητή του στρατού.[44]
Η στάση του 1847
Το 1847, διαφωνίες ανάμεσα στον Γρίβα και τον Κωλέττη για στρατιωτικά θέματα, οδήγησαν τον πρώτο σε παραίτηση. Ο Γρίβας, πρωταγωνιστής στο ίδιο έργο, επιστρέφει στην Ακαρνανία και, στρατολογώντας ομάδες, περιφέρεται στα χωριά διακηρύττοντας ότι ο Κωλέττης «επιβουλεύεται το σύνταγμα», και καλεί τον λαό σε εξέγερση.[45] Η κυβέρνηση, χωρίς χρονοτριβή αυτή τη φορά, στέλνει στρατό κατά του Γρίβα που είχε στήσει το στρατηγείο του στην Παλιοχαλιά Ξηρομέρου. Μάλιστα, ζήτησε από τον αρμοστή των Ιονίων Νήσων την άδεια να πολιορκήσει τον Γρίβα και από τη θάλασσα, αλλά η άδεια δεν του δόθηκε. Ο Γρίβας πρόλαβε να φύγει πριν τον χτυπήσει ο κυβερνητικός στρατός, περνώντας στη Λευκάδα με αγγλικό πλοίο. Από εκεί πήγε στα -υπό τουρκική κατοχή- Ιωάννινα και, ένα χρόνο μετά όταν του παραχωρήθηκε αμνηστία, επέστρεψε στην Ελλάδα.[45] Επίσης, αναστάτωση προκλήθηκε το 1948 όταν ο Ανδρέας Ίσκου, παλαιός βαλτινός αρματολός, στρατολογούσε κατά της κυβέρνησης άτακτα σώματα στον Βάλτο.[43]
Τα γεγονότα του 1854
Τα όσα συνέβησαν στην Ακαρνανία το 1854 εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των γεγονότων σε όλη την ελεύθερη Ελλάδα κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Η αναγκαστική στρατολογία στην περιοχή για την απελευθέρωση της Ηπείρου κόστισε πολύ ακριβά. Της επιχείρησης ηγείτο ο Ανδρέας Ίσκου και ο ίδιος ο Γρίβας, τον οποίο είχε πολεμήσει ο Ίσκου στα γεγονότα του 1844.[45] Για τη στρατολόγηση δαπανήθηκαν τεράστια ποσά, μεγάλο μέρος των οποίων καταχράστηκαν οι οργανωτές. Τα στρατιωτικά σώματα που δημιουργήθηκαν πέρασαν στην Ήπειρο και, αφού έδωσαν σκληρές μάχες στο Πέτα, στα Πέντε Πηγάδια και στο Κουτσελιό, πολιόρκησαν την Άρτα και έφτασαν στο Μέτσοβο. Τελικά, η επέμβαση τουρκικού στρατού ανάγκασε τους ακαρνάνες αντάρτες να επιστρέψουν σε ελληνικό έδαφος.[45]
Η Επανάσταση του 1862
Οι αντιπολιτευόμενοι τον Όθωνα και οργανωτές της επανάστασης δεν λησμόνησαν τις ικανότητες του Γρίβα στη στρατολόγηση ανταρτικών σωμάτων ούτε, βέβαια, τη μεγάλη του δημοφιλία στην ακαρνανική επικράτεια και τον είχαν υπ’ όψιν από τους πρώτους για την επιτυχία των σχεδίων τους. Οι βασιλείς επρόκειτο να περιηγηθούν την Ακαρνανία και, μάλιστα, η βασίλισσα Αμαλία είχε μαζί της πανάκριβα κοσμήματα για να τα προσφέρει στη σύζυγο του Γρίβα. Ο Γρίβας, αντιλαμβανόμενος τον σκοπό της επίσκεψης και, έχοντας ως παράτολμο σχέδιο να αιχμαλωτίσει τον Όθωνα, επέσπευσε τα γεγονότα καταλαμβάνοντας το φρούριο της Βόνιτσας τον Οκτώβριο του 1862.[43] Επικεφαλής του σώματος που είχε μαζί του ήταν ο Δημοσθένης Στάικος, συγγενής του Γρίβα, αλλά άνθρωπος του Βούλγαρη, τοποθετημένος για να περιορίζει την ισχύ του τοπάρχη της Ακαρνανίας. Οι βασιλείς πληροφορήθηκαν τη στάση και επέστρεψαν με πλοίο στον Πειραιά. Ο Γρίβας μετέβη επειγόντως στον Βάλτο, όπου υπήρχαν πολλοί οπαδοί του Όθωνα για να προλάβει συγκέντρωση που θα γινόταν εκεί. Πράγματι, με την καταλυτική του παρουσία ξεπέρασε τα εκεί εμπόδια και έγινε κύριος της κατάστασης, αφού οι τάξεις του πυκνώνονταν συνεχώς από πολέμαρχους των γύρω περιοχών. Τελικά, μπήκε στο Βραχώρι (Αγρίνιο) επικεφαλής πέντε χιλιάδων, περίπου, ατάκτων τους οποίους οργάνωσε σε τακτικό στρατό και, αφού τους παρέδωσε σε εκεί αξιωματικούς, έφυγε για το επαναστατημένο Μεσολόγγι.[43][46]
Ο Γρίβας έχοντας ως έδρα το Μεσολόγγι σκόπευε να πάει στην Αθήνα και να καταλάβει την εξουσία. Οι ειδήσεις έφθασαν στην πρωτεύουσα και θορύβησαν την επαναστατική κυβέρνηση – ο Όθωνας είχε ήδη αποχωρήσει. Γι’ αυτό στάλθηκαν στο Μεσολόγγι ο Αθανάσιος Ρούφος -άλλες πηγές αναφέρουν τον Μπενιζέλο Ρούφο)- και ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης, οι οποίοι του προσέφεραν χρήματα και το βαθμό του στρατάρχη για τις υπηρεσίες του στη Επανάσταση. Τότε ο Γρίβας λέγεται πως έδειξε το σπαθί του και είπε: «Αυτό θα με κάνει στρατάρχη». Στην πραγματικότητα, ο Γρίβας ήταν ήδη ετοιμοθάνατος όταν τον συνάντησε η κυβερνητική αποστολή στις 23 Οκτωβρίου 1862 και απεβίωσε την επόμενη ημέρα. Υποστηρίχθηκε ότι δηλητηριάστηκε από Άγγλους πράκτορες, ενώ ο Γιάννης Κορδάτος αναφέρει την πληροφορία, μνημονεύοντας ως πηγή χειρόγραφο που του έδωσε το 1933 ο στρατηγός Αναστάσιος Παπούλας. Κατά τον Κορδάτο, ο Γρίβας επέσυρε την ανησυχία των Άγγλων, επειδή πληροφορήθηκαν πως θα κατέλυε τη μοναρχία και θα ανακηρυσσόταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Με το θάνατο του Γρίβα κλείνει ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο για τα ιστορικά δρώμενα της Ακαρνανίας, καθώς το όνομά του ήταν άρρηκτα δεμένο μ’ αυτήν.[46]
Ιστορικές και σημαίνουσες προσωπικότητες Ακαρνανίας
i.^ «Ρογέριος...Ακαρνάνας τε και Αιτωλούς τους νυν λεγομένους Αρτινούς, και όσα πάραλα αμαυρών τον Κορινθιακόν κόλπον εισέπλευσε»
ii.^ «...εξεδίωξεν από την επίζηλον θέσιν του προκρίτου του Ξηρομέρου τον Μήτσον Μαυρομάτην, αφωσιωμένον εις τα συμφέροντά μας, ο οποίος εξηναγκάσθη να καταφύγη εις την Ιθάκην. Εξεδίωξεν ομοίως από το καπετανάτον εκείνο τον Κατσικόγιαννην, όστις επί κεφαλής των φυλάκων των ονομαζομένων αρματολών, εφύλαττε τους δρόμους και εμερίμνα δια την ησυχίαν των συνόρων μας. Τον αντικατέστησεν με τον γνωστότατον από πολλών ετών κακοποιόν ονόματι Δράκον Γρίβαν, όστις είχεν καταδικασθή εις θάνατον δια τα εγκλήματα, που είχε διαπράξει εντός της Πρεβέζης. Ο Κατσικογιάννης με τους οπαδούς του κατέφυγεν εντός των ημετέρων κτήσεων της Πρεβέζης και Βονίτσης. Τώρα μοι έφθασαν γράμματα διαμαρτυρίας εκ μέρους του Αλή...κατά του Κατσικογιάννη και ζητούν να μη τω παραχωρήσωμεν άσυλον. Τας ιδίας κατηγορίας εγκλημάτων διατυπώνουν και κατά του Μαυρομάτη...» [47]