Το Μεσαιωνικό Βασίλειο της Αλβανίας ήταν βασίλειο που ίδρυσε ο Κάρολος ο Ανδεγαυός σε περιοχές της Αλβανίας που κατέκτησε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία (1271), με τη βοήθεια της τοπικής Αλβανικής αριστοκρατίας. Το βασίλειο ιδρύθηκε στα τέλη Φεβρουαρίου 1272, επεκτεινόταν σε όλη την αλβανική ακτή από το Δυρράχιο μέχρι το Βουθρωτό. Ακολούθησε προσπάθεια του Καρόλου να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη αλλά απέτυχε στην Πολιορκία του Βερατίου (1280-1281). Μετά την πολιορκία οι Βυζαντινοί κατέλαβαν πολλά από τα εδάφη του (1281), όταν ξέσπασε ο Σικελικός Εσπερινός οι Ανδεγαυοί εξασθένησαν ακόμα περισσότερο και περιορίστηκαν μονάχα στο Δυρράχιο. Ο Οίκος των Καπετιδών-Ανζού κράτησε το Δυρράχιο μέχρι την εποχή που το κατέλαβε ο Κάρολος Τόπια (1368), ο γιος του Τόπια παρέδωσε την πόλη στη Δημοκρατία της Βενετίας (1392).
Ιστορία
Η κατάκτηση του Μανφρέδου
Στη σύγκρουση που ξέσπασε ανάμεσα στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και την Αυτοκρατορία της Νίκαιας ο Γκολέμ ντε Κρούγια υποστήριξε τους Ηπειρώτες. Τα στρατεύματα του Γκολέμ ντε Κρούγια κατέλαβαν την Καστοριά με στόχο να εμποδίσoυν τα στρατεύματα του Ιωάννη Βατάτζη να εισέλθουν στη Δεάβολη. Ο Ιωάννης Βατάτζης πλησίασε τον ντε Κρούγια και τον έπεισε να αλλάξει υποστήριξη, με τη νέα συνθήκη ο Βατάτζης του υποσχέθηκε την αυτονομία του. Την ίδια χρονιά ο Δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Κομνηνός Δούκας υπέγραψε συνθήκη με τους Νικαιώτες, αναγνώρισε την κυριαρχία τους στη Μακεδονία και την Αλβανία. Το κάστρο των Κρούγια παραδόθηκε στη Νίκαια που αναγνώρισε τα παλιά προνόμια, τα ίδια προνόμια επικύρωσε ο διάδοχος του Ιωάννη Βατάτζη Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρης.[1] Οι Νικαιώτες ανέλαβαν τον έλεγχο από τον Μιχαήλ Β΄ (1256), τον χειμώνα ο Γεώργιος Ακροπολίτης προσπάθησε να εγκαταστήσει ξανά τη Βυζαντινή κυριαρχία στο Πριγκιπάτο της Αλβανίας. Η αυτονομία έπαψε να υπάρχει όπως είχαν υποσχεθεί οι Νικαιώτες στους κατοίκους, η Αλβανική αριστοκρατία επαναστάτησε. Ο Μιχαήλ Β΄ έσπασε την ειρήνη με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, με την υποστήριξη της Αλβανικής αριστοκρατίας επιτέθηκε στη Δίβρη, την Οχρίδα και το Πρίλεπ. Ο Μανφρέδος της Σικελίας εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση και επιτέθηκε στην Αλβανία με τον Φιλίπ Σινάρ, κυρίευσε το Δυρράχιο, το Μπεράτ, τον Αυλώνα και όλη τη νότια ακτή της Αλβανίας μέχρι το Βουθρωτό.[2] Ο Μιχαήλ Β΄ βρέθηκε σε δύσκολη θέση και έκλεισε ειρήνη με τον Μανφρέδο, αναγνώρισε την αυτονομία του και του έδωσε σύζυγο την κόρη του Ελένη Αγγελίνα της Ηπείρου.[2][3] Μετά την ήττα του Μιχαήλ Β΄ και του Μανφρέδου στη Μάχη της Πελαγονίας οι Νικαιώτες προχώρησαν στο μεσαιωνικό βασίλειο της Αλβανίας και το κατέλαβαν ολόκληρο εκτός από το Βουθρωτό. Τον Σεπτέμβριο του 1261 ο Μανφρέδος ανασυγκροτήθηκε και ανακατέλαβε το Αλβανικό του βασίλειο, το κράτησε μέχρι τον θάνατο του (1266).[4] Ο Μανφρέδος επανέφερε την παλιά αυτονομία, διόρισε σε αξιώματα τοπικούς Αλβανούς ευγενείς, ο Ανδρέας Βρανάς διορίστηκε διοικητής του Δυρραχίου. Ο Φιλίπ Σινάρ διορίστηκε διοικητής-αρχιστράτηγος του Αλβανικού βασιλείου, αρχικά είχε έδρα την Κέρκυρα, αργότερα μετακινήθηκε στο Κάστρο της Κανίνε της Αυλώνας όπου παντρεύτηκε μια συγγενή του Μιχαήλ Β΄.[5]
Δημιουργία του βασιλείου από τον Κάρολο τον Ανδεγαυό
Μετά την ήττα του Μανφρέδου στη Μάχη του Μπενεβέντο (1266) υπεγράφη η Συνθήκη του Βιτέρμπο (1267) με την οποία ο Κάρολος ο Ανδεγαυός έγινε κύριος του βασιλείου του Μανφρέδου στην Αλβανία.[6][7] Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός κέρδισε επιπλέον όλα τα Λατινικά δικαιώματα στο Δεσποτάτο της Ηπείρου και την Πελοπόννησο.[8] Ο Μιχαήλ Β΄ έμαθε τα νέα για τον θάνατο του Μανφρέδου στη μάχη, σχεδίασε με επιτυχία τη δολοφονία του διαδόχου του Φιλίπ Σινάρ με τη βοήθεια της συζύγου του, δεν μπόρεσε ωστόσο να καταλάβει το βασίλειο επειδή οι Αλβανοί ευγενείς αρνήθηκαν να του το παραδώσουν. Την ίδια απάντηση έδωσαν οι Αλβανοί ευγενείς και στον απεσταλμένο του Καρόλου του Ανδεγαβού Γκάζο Σινάρ (1267) που διεκδικούσε σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βιτέρμπο τον τίτλο του βασιλιά της Αλβανίας.[9] Μετά την αποτυχία της Η΄ Σταυροφορίας ο Κάρολος ο Ανδεγαυός έστρεψε την προσοχή του στην Αλβανία, προσπάθησε να προσεγγίσει τους αρχηγούς των Αλβανών με Καθολικούς ιερείς. Οι τοπικοί Καθολικοί ιερείς Ιωάννης του Δυρραχίου και Νικόλαος του Άρβανου ξεκίνησαν τις διαπραγματεύσεις με τους οπλαρχηγούς των Αλβανών για λογαριασμό του Καρόλου. Μετά από μερικά ταξίδια στην Αλβανία ο Κάρολος ο Ανδεγαυός πέτυχε τον στόχο του, Αλβανοί ευγενείς ταξίδευσαν από το Δυρράχιο στην αυλή του Καρόλου για να του δηλώσουν την υποταγή τους (21 Φεβρουαρίου 1272).[6][10] Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός ανακηρύχτηκε βασιλιάς της Αλβανίας "με τη σύμφωνη γνώμη των επισκόπων, των κόμητων, των βαρόνων, των στρατιωτών και των πολιτών", υποσχέθηκε να προστατεύσει τα προνόμια τους και την ανεξαρτησία τους από τους Βυζαντινούς.[11] Η Συνθήκη καθιέρωσε την ένωση του βασιλείου της Αλβανίας με το Βασίλειο της Σικελίας υπό τον Κάρολο τον Ανδεγαυό.[10] Ο Γκάζο Σινάρ διορίστηκε αντιβασιλιάς της Αλβανίας με στόχο να συγκεντρώσει στρατεύματα εναντίον των Βυζαντινών, ο Κάρολος έστειλε δύο αποστολές στο Δυρράχιο και την Αυλώνα (1272, 1273). Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος, έμαθε τις κινήσεις αυτές και έστειλε επιστολές στους ευγενείς της Αλβανίας να σταματήσουν να υποστηρίζουν τον Κάρολο. Οι ευγενείς Αλβανοί πήραν τις επιστολές και τις έδειξαν στον Κάρολο τον Ανδεγαυό αυτοπροσώπως, ο ίδιος τους θαύμασε για τη βαθιά τους πίστη απέναντι του. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος στράφηκε στον πάπα Γρηγόριο Ι΄ που ήθελε την ενότητα του χριστιανισμό και κήρυξε στη Β΄ Σύνοδο της Λυών Σταυροφορία. Ο πάπας Γρηγόριος Ι΄ έδωσε εντολή στον Κάρολο τον Ανδεγαυό να διακόψει τα σχέδια του για εκστρατεία στην Κωνσταντινούπολη (1274).[12]
Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός καθιέρωση μια σκληρή στρατιωτική βασιλεία στο βασίλειο της Αλβανίας, όλα τα προνόμια της αυτονομίας χάθηκαν και αυξήθηκαν οι φόροι. Η γη των ευγενών κατασχέθηκε, αποκλείστηκαν από όλα τα αξιώματα επιπλέον ο Κάρολος ο Ανδεγαυός πήρε τους πρωτότοκους γιους των ευγενών όμηρους για να εξασφαλίσει με τη βία την υποστήριξη τους. Οι ευγενείς της Αλβανίας σε κατάσταση απελπισίας σκέφτηκαν να ζητήσουν ξανά υποστήριξη από τον Μιχαήλ Παλαιολόγο που τους υποσχέθηκε να επαναφέρει τα παλιά τους προνόμια.[13]
Σχέδια του Καρόλου του Ανδεγαυού για κατάληψη της Κωνσταντινούπολης
Οι φιλοδοξίες του Καρόλου σταμάτησαν στην άρνηση του πάπα και στη δυσαρέσκεια των ευγενών, ο Μιχαήλ Η΄ εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να προχωρήσει στα τέλη του 1274 σε εκστρατεία στην Αλβανία. Οι Βυζαντινοί με τη βοήθεια των τοπικών Αλβανών πολέμαρχων κατέλαβαν το Μπεράτ και το Βουθρωτό. Τον Νοέμβριο του 1274 οι Βυζαντινοί και οι τοπικοί Αλβανοί ευγενείς ξεκίνησαν την πολιορκία του Δυρραχίου. Το Δυρράχιο, η Κρουγιέ και η Αυλώνα ήταν οι μοναδικές πόλεις που παρέμειναν στα χέρια του Καρόλου, δεν μπορούσαν να έχουν επικοινωνία μεταξύ τους από ξηρά, οι Βυζαντινοί πειρατές τους ρήμαζαν και απαγόρευαν την επικοινωνία. Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός κατάφερε ωστόσο να κρατήσει το νησί της Κέρκυρας.[14][15] Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος πέτυχε άλλη μια μεγάλη διπλωματική νίκη με την ένωση των δυο εκκλησιών στη Β΄ Σύνοδο της Λυών (1274). Ο πάπας απαγόρευσε στον Κάρολο τον Ανδεγαυό οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια στον Μιχαήλ, ο Κάρολος ο Ανδεγαυός χωρίς καμιά άλλη επιλογή αποφάσισε να κλείσει ειρήνη με τον Μιχαήλ Η΄ (1276).[14] Ο Δούκας της Ηπείρου Νικηφόρος Α΄ Κομνηνός Δούκας ενοχλήθηκε από τη Βυζαντινή παρουσία στο Βουθρωτό, επικοινώνησε με τον Κάρολο τον Ανδεγαυό και τον υποτελή του δούκα της Αχαίας Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο. Ο Νικηφόρος Α΄ υποσχέθηκε όρκο υποτέλειας στον Κάρολο τον Ανδεγαυό με αντάλλαγμα να πάρει μερικά εδάφη στην Αχαΐα, τα στρατεύματα του κατέλαβαν κατόπιν την πόλη του Βουθρωτού (1278). Τον Μάρτιο του 1279 ο Νικηφόρος Α΄ κήρυξε τον εαυτό του υποτελή του Καρόλου του Ανδεγαυού, του παρέδωσε τα κάστρα του Σόποτ και του Βουθρωτού και τον γιο του στο Ανδεγαυικό κάστρο της Αυλώνας σαν όμηρο. Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός ήταν ωστόσο εξαιρετικά ανυπόμονος, διέταξε τον αρχιστράτηγο του να καταλάβει όχι μόνο το Βουθρωτό αλλά όλες τις περιοχές του Μανφρέδου που ανήκαν στο Δεσποτάτο της Ηπείρου.[16]
Την ίδια εποχή ο Κάρολος ο Ανδεγαυός δημιούργησε έναν κύκλο συμμαχιών με τους βασιλείς της Σερβίας και της Βουλγαρίας, ο στόχος του ήταν να καταλάβει πρώτα τη Θεσσαλονίκη και κατόπιν την Κωνσταντινούπολη.[17] Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός προσπάθησε ταυτόχρονα να κερδίσει την υποστήριξη της Αλβανικής αριστοκρατίας, απελευθέρωσε μια σειρά από αιχμαλώτους, το Σόποτ του ήταν πολύ απαραίτητο αλλά η Οικογένεια Μουζάκα κατείχε εκτάσεις γύρω από το Μπεράτ. Οι ευγενείς ελευθερώθηκαν αλλά πήραν εντολή να στείλουν τους γιους τους όμηρους στη Νάπολη.[18] Τον Αύγουστο του 1279 ο Ούγος του Συλί διορίστηκε από τον Κάρολο τον Ανδεγαυό αρχιστράτηγο της Αλβανίας, του Δυρραχίου, της Αυλώνας, του Σοπότ, του Βουθρωτού και της Κέρκυρας, προετοίμασε μια μεγάλη αντεπίθεση.[17] Ο στρατός του ντε Συλί περιείχε πολλούς Σαρακηνούς τοξότες και μισθοφόρους, άρχισε να καταλαμβάνει κάστρα γύρω από την Αυλώνα.[19] Ο βασικός στόχος της εκστρατείας ήταν η ανακατάληψη του Μπεράτ που βρισκόταν από το 1274 υπό Βυζαντινό έλεγχο. Τις προετοιμασίες διέκοψε ο Πάπας Νικόλαος Γ΄ που διέταξε τον Κάρολο τον Ανδεγαυό να διακόψει τις προσπάθειες του να επιτεθεί στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο πάπας πέθανε ωστόσο τον Αύγουστο του 1280 και η θέση του έμεινε κενή για έξι μήνες, αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Κάρολο τον Ανδεγαυό να προετοιμάσει την αντεπίθεση του, το φθινόπωρο του 1280 έδωσε εντολή στον Ούγο του Σιλύ να επιτεθεί.[20] Τον Δεκέμβριο του 1280 οι δυνάμεις των Ανδεγαυών έφτασαν στο Μπεράτ και πολιόρκησαν το κάστρο του.[19]
Η αντεπίθεση του Μιχαήλ Παλαιολόγου
Ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος ωστόσο που ήθελε την Ένωση των Δύο Εκκλησιών είχε πάντα την παπική στήριξη από την εποχή του πάπα Γρηγορίου Ι΄, όταν πέθανε (1276) ακολούθησαν και οι διάδοχοι του την ίδια τακτική. Ο Κάρολος πέτυχε τη μεγάλη νίκη όταν ανέβηκε στον παπικό θρόνο ένας Γάλλος ο Πάπας Μαρτίνος Δ΄, με φανατική στήριξε στον Κάρολο τον Ανδεγαυό κήρυξε την εκστρατεία απέναντι στον Μιχαήλ Παλαιολόγο ως Σταυροφορία.[17]
Η θέση ήταν δύσκολη για τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο αλλά έστειλε ενισχύσεις στην πολιορκημένη φρουρά, ο Βυζαντινός στρατός έφτασε τον Μάρτιο του 1281 στο Μπεράτ με Τούρκους μισθοφόρους. Η διαταγή που πήραν ήταν να αποφύγουν την ανοιχτή μάχη, να περιοριστούν μόνο σε ενέδρες και επιδρομές.[21] Αιχμαλώτισαν τον διοικητή των Ανδεγαυών Ούγο του Συλί και λεηλάτησαν την περιοχή. Το μεγαλύτερο τμήμα του Ανδεγαυικού στρατού οχυρώθηκε στο Κάστρο της Κανίνε που βρισκόταν ακόμα στα χέρια τους.[22] Οι Βυζαντινοί προχώρησαν σε μεγάλη προέλαση, πολιόρκησαν το Δυρράχιο, το Κανίνε και την Αυλώνα αλλά δεν μπόρεσαν να τα καταλάβουν. Οι Αλβανοί ευγενείς του Κρούγιε συμμάχησαν με τον Βυζαντινό αυτοκράτορα που τους παραχώρησε μια σειρά από προνόμια για την πόλη και την επισκοπή τους.[22] Οι αποτυχίες του Ούγου του Συλί τον έπεισαν ότι οι χερσαίες επιχειρήσεις με τους Βυζαντινούς ήταν αδύνατο να συνεχιστούν και αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει από τη θάλασσα. Τον Ιούλιο του 1281 με τη "Συνθήκη του Ορβιέτο" προχώρησε σε συμμαχία με τη Δημοκρατία της Βενετίας για να αποκτήσει τον απαιτούμενο στόλο. Ο στόχος του ήταν η ανατροπή του Μιχαήλ Παλαιολόγου, στη θέση του θα έμπαινε ο έκπτωτος Λατίνος αυτοκράτορας Φίλιππος Α΄ του Κουρτεναί, θα ακολουθούσε η Ένωση των Δύο Εκκλησιών, η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία θα δήλωνε υποταγή στον πάπα. Οι κινήσεις αυτές θα δημιουργούσαν ξανά τη Λατινική Αυτοκρατορία, τα προνόμια που είχε χάσει η Βενετία στην Κωνσταντινούπολη θα επανέρχονταν.[23]
Ο Σικελικός Εσπερινός
Με τους όρους της Συνθήκης ο Φίλιππος και ο Κάρολος θα έπρεπε να εξοπλίσουν 8.000 στρατιώτες, ιππείς και τον ικανό αριθμό πλοίων για να τους μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Φίλιππος, ο Δόγης της ΒενετίαςΤζοβάνι Ντάντολο και ο ίδιος ο Κάρολος αυτοπροσώπως ή ο γιος του ο μετέπειτα Κάρολος Β΄ της Νεαπόλεως θα συμμετείχαν προσωπικά στην εκστρατεία. Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός ήταν υποχρεωμένος να εξοπλίσει τον στρατό αφού ο Φίλιππος δεν είχε πόρους, οι Βενετοί παρείχαν 40 γαλέρες σαν συνοδούς του στόλου που απέπλευσε τον Απρίλιο του 1283 από το Μπρίντιζι. Ο Φίλιππος με τη σειρά του θα ήταν υποχρεωμένος όταν επανέλθει στον Λατινικό θρόνο να επαναφέρει τη "Συνθήκη του Βιτέρμπο" παραχωρώντας στη Βενετία τα προνόμια που είχε αποκτήσει με τον Δόγη της Βενετίας κύριο του "ενός τετάρτου και του ενός ογδόου της Λατινικής αυτοκρατορίας".[24] Ένα δεύτερο έγγραφο σχετικά με την εκστρατεία του 1283 αναφέρει ότι ο Κάρολος και ο Φίλιππος ήταν υποχρεωμένοι να εξοπλίσουν 15 πλοία και 10 μεταφορικά με 300 άνδρες και άλογα, οι Βενετοί με τη σειρά τους θα παρείχαν 15 πολεμικά πλοία για επτά μήνες τον χρόνο. Οι δυνάμεις αυτές συγκεντρώθηκαν στην Κέρκυρα (1 Μαίου 1282) με εντολή να προχωρήσουν την επόμενη χρονιά σε εκστρατεία εναντίον του Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και των υπόλοιπων "καταπατητών" της Λατινικής αυτοκρατορίας.[24] Τις δύο συνθήκες υπέγραψαν ο Κάρολος και ο Φίλιππος (3 Ιουλίου 1281) και επικύρωσε ο Δόγης της Βενετίας (2 Αυγούστου 1281).[24]
Τη Δευτέρα του Πάσχα (30 Μαρτίου 1282) ο Σικελικός λαός εξεγέρθηκε εναντίον των Ανδεγαυών, η επανάσταση έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Σικελικός Εσπερινός. Η σφαγή των Ανδεγαυών από τους ντόπιους συνεχίστηκε για τρεις βδομάδες, ο Ανδεγαυικός στόλος που ήταν αγκυροβολημένος στη Μεσσήνη καταστράφηκε και ο Κάρολος ανέβαλε τα σχέδια του για επίθεση στην Κωνσταντινούπολη.[25] Ο Κάρολος ο Ανδεγαυός ήταν έτοιμος για αντεπίθεση αλλά ο Πέτρος Γ΄ της Αραγωνίας και ο στόλος του αποβιβάστηκαν στη Σικελία (30 Αυγούστου 1282), όλα τα σχέδια του Καρόλου για επίθεση στην Κωνσταντινούπολη ακυρώθηκαν οριστικά.[25] Τον Σεπτέμβριο του 1282 οι Ανδεγαυοί έχασαν οριστικά τη Σικελία, ο γιος του Καρόλου του Ανδεγαυού Κάρολος ο Χωλός συνελήφθη στη "μάχη του κόλπου της Νάπολης" αιχμάλωτος και παρέμεινε φυλακισμένος μέχρι τον θάνατο του πατέρα του (7 Ιανουαρίου 1285). Όλες τις περιοχές που ανήκαν στον Κάρολο τον Χωλό κατείχαν οι Καταλανοί, κρατήθηκε πολλά χρόνια ακόμα αιχμάλωτος μέχρι την απελευθέρωση του (1289).[26]
Ανακατάληψη από τους Ανδεγαυούς
Η Ανδεγαυική αντίσταση συνεχίστηκε στην Αυλώνα και το Δυρράχιο μέχρι που έπεσε και αυτό σε Βυζαντινά χέρια (1288), την ίδια χρονιά ο Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος επικύρωσε τα προνόμια των Αλβανών ευγενών για το κάστρο του Κρούγιε.[27] Το κάστρο του Κανίνε ήταν το τελευταίο που έπεσε στους Βυζαντινούς (1294), μόλις πριν (1292) έπεσαν το Βουθρωτό και η Κέρκυρα.[28] Ο Σέρβος βασιλιάς Στέφανος Ούρος Β΄ Μιλούτιν κατέλαβε το Δυρράχιο, ο Ανδρόνικος Β΄ τον αναγνώρισε σαν κυβερνήτη αφού τον πάντρεψε με την κόρη του Σιμωνίς Παλαιολογίνα (1229) και του έδωσε προίκα την πόλη.[23] Το Βασίλειο της Αλβανίας εξακολουθούσε να διεκδικεί ο Οίκος των Ανδεγαυών πολλά χρόνια ακόμα μετά τον θάνατο του Καρόλου (1285). Τα κληρονομικά δικαιώματα πέρασαν στον γιο του Κάρολο τον Χωλό, τον Αύγουστο του 1294 τα μεταβίβασε στον δικό του γιο Φίλιππο Α΄ του Τάραντα. Τον Νοέμβριο του 1294 ο Φίλιππος του Τάραντα παντρεύτηκε την κόρη του Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Α΄ Θαμάρ της Ηπείρου ανανεώνοντας τη συμμαχία ανάμεσα στα δύο κράτη.[29] Τα σχέδια για την ανασύσταση της Ανδεγαυικής αυτοκρατορίας διαπόπησαν προσωρινά όταν ο Φρειδερίκος Β΄ της Σικελίας αιχμαλώτισε τον Φίλιππο στη "μάχη της Φαλκονάρα". Με την απελευθέρωση του (1302) διεκδίκησε ξανά το Αλβανικό βασίλειο και ξεκίνησε εκστρατεία να το ανακτήσει. Οι τοπικοί Καθολικοί Αλβανοί τον υποστήριξαν θερμά, αναζητούσαν την προστασία του πάπα Βενέδικτου ΙΑ΄ απέναντι στην Ορθόδοξη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τους Έλληνες. Το καλοκαίρι του 1304 οι Αλβανοί επίσκοποι και ευγενείς εξόρισαν τους Σέρβους και δήλωσαν την υποταγή τους στους Ανδεγαυούς. Ο Κάρολος ο Χωλός και ο γιος του Φίλιππος ανανέωσαν τα προνόμια που είχε υποσχεθεί παλιότερα ο Κάρολος ο Ανδεγαυός στους κατοίκους του Δυρραχίου. Ο Κάρολος ο Χωλός προχώρησε σε νέα προνόμια και φοροαπαλλαγές για τους κατοίκους του Δυρραχίου (1305).[30] Η περιοχή του Βασιλείου της Αλβανίας με τον Φίλιππο του Τάραντα περιορίστηκε στην περιοχή γύρω από το σημερινό Δυρράχιο. Σε μια προσπάθεια να συμφιλιωθούν οι Ανδεγαυοί με τους Αραγωνέζους ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ώστε να παραχωρηθεί το βασίλειο της Τρινακρίας στον Φρειδερίκο Β΄, ωστόσο οι προσπάθειες απέτυχαν (1316).[31]
Η άνοδος του Καρόλου Τόπια και η παράδοση του Δυρραχίου στη Βενετία
Με τον θάνατο του Φιλίππου του Τάραντα εμφανίστηκαν πολλοί διεκδικητές από την Οικογένεια των Ανδεγαυών για το Βασίλειο της Αλβανίας και το Δουκάτο του Δυρραχίου. Τα κληρονομικά δικαιώματα αγόρασε ο Ιωάννης της Γραβίνας με 5.000 χρυσές λίρες, όταν πέθανε (1336) τα κληρονόμησε ο γιος του Κάρολος του Δυρραχίου.[32] Την περίοδο αυτή εμφανίστηκαν πολλές μεγάλες οικογένειες Αλβανών ευγενών, μια από αυτές ήταν η Οικογένεια Τόπια που κατείχε μεγάλες εκτάσεις στην κεντρική Αλβανία. Οι Σέρβοι τους πίεζαν έντονα, αυτό ανάγκασε τους Αλβανούς ευγενείς να αναζητήσουν έναν ισχυρό σύμμαχο στους Ανδεγαυούς.[33] Η συμμαχία των Ανδεγαυών με τους Αλβανούς ευγενείς ήταν κρίσιμη για την ασφάλεια του βασιλείου της Αλβανίας ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1320 μέχρι τη δεκαετία του 1330. Πολλές εξέχοντες Αλβανικές οικογένειες είχαν μοιράσει τις εκτάσεις, οι Τόπια κατείχαν τις περιοχές ανάμεσα στους ποταμούς Ματ και Σκούμπιν, η οικογένεια Μουζάκα τις περιοχές ανάμεσα στους ποταμούς Σκούμπιν και Σούσιτσα.[34] Οι Αλβανοί ευγενείς είδαν τους Ανδεγαυούς σαν σύμμαχους και προστάτες, τη διετία 1336-1337 ο Κάρολος είχε πολλές επιτυχίες εναντίον των Σέρβων στην κεντρική Αλβανία.[35]
Η πίεση των Σέρβων έγινε έντονη όταν ανέβηκε στον θρόνο ο Στέφανος Δουσάν, είχε καταλάβει ολόκληρη την Αλβανία (1346) αν και η τύχη του Δυρραχίου παραμένει άγνωστη.[33] Ο Φίλιππος Β΄ του Τάραντα αποκεφάλισε τον ξάδελφο του Κάρολο του Δυρραχίου (1348) και πήρε τα κληρονομικά του δικαιώματα στο Βασίλειο της Αλβανίας. Με τον θάνατο του Δουσάν η Σερβική κυριαρχία άρχισε να καταρρέει, ο Κάρολος Τόπια από την Οικογένεια Τόπια ανέλαβε τα κληρονομικά δικαιώματα στο βασίλειο. Ο Στέφανος Ούρος Α΄ είχε παντρευτεί την Έλενα των Ανζού αλλά αναγνώρισε τον Κάρολο Τόπια ως κόμη της Αλβανίας.[36] Ο Κάρολος Τόπια κατέλαβε οριστικά το Δυρράχιο από τους Ανδεγαυούς με τη σύμφωνη γνώμη των κατοίκων. Ο Λουδοβίκος του Δυρραχίου που είχε αποκτήσει τα κληρονομικά δικαιώματα στο βασίλειο της Αλβανίας από τη σύζυγο του και κόρη του Καρόλου Ιωάννα του Δυρραχίου επιτέθηκε και κατέλαβε το Δυρράχιο (1376) αλλά ο Κάρολος Τόπια το ανακατέλαβε (1383).[37] Ο Μπάλσα Β΄ κατέλαβε το Δυρράχιο (1385), ο Τόπια ζήτησε τη βοήθεια των Οθωμανών που νίκησαν τον Μπάλσα στη "μάχη της Σάβρας" με αποτέλεσμα να χάσει την πόλη. Ο Κάρολος Τόπια διατήρησε το Δυρράχιο μέχρι τον θάνατο του (1388), τον κληρονόμησε ο γιος του Γεώργιος Β΄ Τόπια που παρέδωσε την πόλη στη Δημοκρατία της Βενετίας (1392).[38]
Διοίκηση
Το Βασίλειο της Αλβανίας παρέμεινε μια διακριτή εθνική οντότητα μέσα στο βασίλειο της Νεαπόλεως, είχε δικά του διοικητικά όργανα και κυβέρνηση με πρωτεύουσα το Δυρράχιο.[39] Ο κυβερνήτης του Δυρραχίου κατείχε τον τίτλο του αρχιστράτηγου ή Καπετάνιου, στις τοπικές κυβερνητικές έδρες συμμετείχαν Αλβανοί.[39] Ο βασιλικός θησαυρός στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στην παραγωγή άλατος και το εμπόριο, το βασικό σημείο ήταν το λιμάνι του Δυρραχίου που βρισκόταν υπό τη διοίκηση ενός "Προθόντιου", τους υπόλοιπους αξιωματούχους διόριζε η αντιβασιλεία.[39] Σταδιακά τα πρόσωπα που διορίστηκαν σαν αντιστράτηγοι έχασαν την εξουσία τους, εμφανίστηκαν περισσότερο σαν κυβερνήτες του Δυρραχίου παρά σαν αντιπρόσωποι του βασιλιά.[39] Ο ρόλος των τοπικών Αλβανών αρχόντων έγινε περισσότερο σημαντικός στα τελευταία χρόνια του βασιλείου, οι Ανδεγαυοί στήριξαν τη στρατιωτική τους διοίκηση σε γηγενείς. Ο Φίλιππος του Τάραντα διόρισε αρχιστράτηγο του βασιλείου έναν γηγενή Αλβανό από την οικογένεια Μπλινίστι, τον διαδέχθηκε ο Ανδρέα Α΄ Μουζάκα (1318).[40] Μετά το 1304 οι Ανδεγαυοί αποφάσισαν να δίνονται όλοι οι τίτλοι στην Αλβανική αριστοκρατία.[41][42] Οι Ανδεγαυοί αν και είχαν δημιουργήσει ισχυρό κεντρικό κράτος παραχώρησαν πλήρη αυτονομία στις Αλβανικές πόλεις, ο ίδιος ο Κάρολος ο Ανδεγαυός αναγνώρισε τα προνόμια του Δυρραχίου (1272).
Θρησκεία
Η περιοχή του βασιλείου της Αλβανίας ανήκε ιστορικά σε διαφορετικά Μητροπολιτικά κέντρα όπως το Δυρράχιο, η Οχρίδα και η Αρχαία Νικόπολη όπου οι Καθολικές, Σέρβικες και Βουλγαρικές εκκλησίες είχαν την εξουσία ανάλογα με την περίσταση. Η δημιουργία του Αλβανικού βασιλείου ενίσχυσε σημαντικά την Καθολική εκκλησία, όχι μόνο στην πόλη του Δυρραχίου αλλά σε ολόκληρη τη χώρα.[43] Η αρχιεπισκοπή του Δυρραχίου ήταν η κύρια στην Αλβανία πριν το μεγάλο Σχίσμα του 1054 με 15 θυγατρικές επισκοπές. Μετά το Σχίσμα παρέμεινε στην Ορθόδοξη Βυζαντινή διοίκηση παρά τις συνεχείς προσπάθειες του πάπα να την εντάξει στην Καθολική εκκλησία χωρίς αποτέλεσμα. Μετά την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και τη δημιουργία της Λατινικής αυτοκρατορίας (1204) τοποθετήθηκε Καθολικός αρχιεπίσκοπος στο Δυρράχιο (1208), με την ανακατάκτηση της Αλβανίας από το Δεσποτάτο της Ηπείρου αντικαταστάθηκε από Ορθόδοξο (1214). Με τον θάνατο του Ορθόδοξου αρχιεπίσκοπου πολλοί προσπάθησαν να τον αντικαταστήσουν, η αρχιεπισκοπή της Νίκαιας διόρισε επίσκοπο (1256) αλλά σύντομα η Αλβανία κατακτήθηκε από τον Μανφρέδο (1258).[44] Μετά τη δημιουργία του Αλβανικού βασιλείου η περιοχή (1272) έγινε το επίκεντρο στα σχέδια του πάπα να διαδοθεί η Καθολική εκκλησία στα Βαλκάνια. Το σχέδιο είχε τη στήριξη της Έλενας του Ανζού που ήταν ξαδέλφη του Καρόλου του Ανδεγαυού και σύζυγος του Στέφανου Ούρος Α΄ βασιλιά στη βόρειο Αλβανία.
Με τη συμβολή της Έλενας του Ανζού ιδρύθηκαν περίπου 30 Καθολικές εκκλησίες και μοναστήρια στη βόρειο Αλβανία και τη Σερβία.[45][46] Το Δυρράχιο έγινε Καθολική επισκοπή (1272), ακολούθησαν πολλές άλλες Αλβανικές πόλεις. Το Βουθρωτό στα νότια έγινε Καθολική επισκοπή και παρέμεινε μέχρι τον 14ο αιώνα αν και ήταν άμεσα εξαρτημένο από τη γειτονική Ορθόδοξη Κέρκυρα. Η Αυλώνα και η Κρουγιέ έγιναν Καθολικές επισκοπές όταν δημιουργήθηκε το Βασίλειο της Αλβανίας.[47] Οι παπικοί απεσταλμένοι έφτασαν στη βόρεια και κεντρική Αλβανία, προσηλύτισαν τους περισσότερους κληρικούς και μοναχούς στο Δαλματικό Καθολικό δόγμα.[48] Το τελετουργικό των Βυζαντινών εξακολουθούσε να υπάρχει ωστόσο στο Δυρράχιο ακόμα και μετά την κατάκτηση του Καρόλου του Ανδεγαυού, οποιοσδήποτε επισκέπτης εκείνη την εποχή στην Αλβανία βρισκόταν σε σύγχυση σχετικά με τη θρησκεία. Ο Πάπας Βενέδικτος ΙΑ΄ διέταξε το Τάγμα των Δομινικανών να διδάξει στους Αλβανούς το Λατινικό τελετουργικό (1304), Δομινικανοί ιερείς διορίστηκαν ως επίσκοποι στην Αυλώνα και το Βουθρωτό.[49] Ανάμεσα στα Καθολικά τάγματα εκείνη την εποχή στην Αλβανία ήταν το Τάγμα των Φραγκισκανών, οι Καρμελίτες και το Τάγμα των Κιστερκιανών. Οι τοπικοί επίσκοποι διορίστηκαν με διαφορετικές Παπικές Βούλες αφού τους υποστήριζαν διαφορετικοί πάπες.[50] Η Κρουγιέ έγινε το σημαντικότερο κέντρο διάδοσης της Καθολικής εκκλησίας, ο επίσκοπος ήταν Καθολικός από το 1167 και είχε άμεση επικοινωνία με τον πάπα.[51] Οι τοπικοί Αλβανοί ευγενείς είχαν καλές σχέσεις με τον πάπα, σε τέτοιο βαθμό που πήραν άδεια να διορίζουν οι ίδιοι τους επισκόπους. O Στέφανος Δουσάν θεώρησε τον Καθολικισμό σαν αίρεση και ξεκίνησε διωγμό στους Καθολικούς της Αλβανίας, εκείνοι με τη σειρά τους αντέδρασαν και ζήτησαν την προστασία του πάπα.[52] Την περίοδο 1350-1370 η Καθολική εκκλησία στην Αλβανία έφτασε στο μέγιστο της ακμής της, ιδρύθηκαν 17 νέες Καθολικές επισκοπές με εντολή από τον πάπα να διαδώσουν το δόγμα σε όλες τις γύρω περιοχές.[48]
Abulafia, David (1996), "Intercultural contacts in the medieval Mediterranean", in Arbel, Benjamin (ed.), Intercultural contacts in the medieval Mediterranean, Psychology Press.
Abulafia, David (2000). "The Italian South". In Jones, Michael (ed.). The New Cambridge Medieval History, Volume 6, c.1300–c.1415. Cambridge: Cambridge University Press.
Anamali, Skënder; Prifti, Kristaq (2002). Historia e popullit shqiptar në katër vëllime (in Albanian). Botimet Toena.
Bartusis, Mark C. (1997), The Late Byzantine Army: Arms and Society 1204–1453, University of Pennsylvania Press.
Castellan, Georges (2002), Histoire de l'Albanie et des albanais, Editions ARMELINE.
Ducellier, Alain (1999). "Albania, Serbia and Bulgaria". In Abulafia, David (ed.). The New Cambridge Medieval History, Volume 5, c.1198–c.1300. Cambridge: Cambridge University Press.
Fine, John Van Antwerp (1994) [1987]. The Late Medieval Balkans: A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest. Ann Arbor, Michigan: University of Michigan Press.
Frachery, Thomas (2005), Le règne de la Maison d'Anjou en Albanie (1272–1350), Rev. Akademos, pp. 7–26
Jacobi, David (1999). "The Latin empire of Constantinople and the Frankish states in Greece". In Abulafia, David (ed.). The New Cambridge Medieval History, Volume 5, c.1198–c.1300. Cambridge: Cambridge University Press.
Lala, Etleva (2008), Regnum Albaniae, the Papal Curia, and the Western Visions of a Borderline Nobility (PDF), Central European University, Department of Medieval Studies
Nicol, Donald M. (1988). Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations. Cambridge: Cambridge University Press.
Nicol, Donald MacGillivray (2010), The Despotate of Epiros 1267–1479: A Contribution to the History of Greece in the Middle Ages, Cambridge University Press.
Nicolle, David (1988), Hungary and the fall of Eastern Europe 1000-1568, Osprey Publishing.
Norris, H. T. (1993), Islam in the Balkans: religion and society between Europe and the Arab world, University of South Carolina Press.
O'Connell, Monique (2009), Men of empire: power and negotiation in Venice's maritime state, Johns Hopkins University Press.
Pollo, Stefanaq (1974), Histoire de l'Albanie, des origines à nos jours Volume 5 of Histoire des nations Collection Histoire des nations européennes Histoire des nations européennes, Horvath.
Setton, Kenneth M. (1976). The Papacy and the Levant (1204–1571), Volume I: The Thirteenth and Fourteenth Centuries. Philadelphia: The American Philosophical Society.
Thallóczy, Ludovicus; Jireček, Constantinus; Sufflay, Emilianus, eds. (1913). Acta et diplomata res Albaniae mediae aetatis illustrantia. Vol. 1. Vindobonae: Typis Adolphi Holzhausen.
Thallóczy, Ludovicus; Jireček, Constantinus; Sufflay, Emilianus, eds. (1918). Acta et diplomata res Albaniae mediae aetatis illustrantia. Vol. 2. Vindobonae: Typis Adolphi Holzhausen.
Strategi Solo vs Squad di Free Fire: Cara Menang Mudah!