Ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (ιστορικά Romanorum Imperator, «Αυτοκράτορας των Ρωμαίων», απαντάται και Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας) ήταν ο ηγεμόνας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Από την απολυταρχία την εποχή της δυναστείας των Καρολιδών, ο τίτλος εξελίχθηκε σε εκλεγμένη μοναρχία από τους πρίγκιπες-εκλέκτορες. Μέχρι τον 15ο αιώνα ήταν απαραίτητο ο εκλεγμένος αυτοκράτορας να στεφθεί από τον Πάπα πριν αναλάβει τον αυτοκρατορικό τίτλο. Ο κάτοχος του τίτλου είχε την ηγεμονία του Βασιλείου της Γερμανίας και του Βασιλείου της Ιταλίας (Αυτοκρατορική Βόρεια Ιταλία)[1][2][3]. Θεωρητικά, ο Αυτοκράτορας ήταν primus inter pares, πρώτος μεταξύ ίσων, αλλά πρακτικά ήταν τόσο ισχυρός όσο ο στρατός και οι συμμαχίες του.
Τίτλος
Από την εποχή του Μέγα Κωνσταντίνου, δηλαδή τον 4ο μετά Χριστόν αιώνα, οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες είχαν, με λίγες εξαιρέσεις, λάβει τον ρόλο του υπερασπιστή του Χριστιανισμού. Μετά την εκθρόνιση του Ρωμύλου το 476 μ.Χ. ο τίτλος του Αυτοκράτορα κατέστη ανενεργός στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και ο τίτλος και η σύνδεση του Αυτοκράτορα και της Εκκλησίας παρέμεινε στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι την πτώση της το 1453 στους Οθωμανούς. Στη Δύση, ο τίτλος του Αυτοκράτορα (λατινικά: «Imperator») αναβίωσε το 800 μ.Χ., όταν και αναβίωσαν και ιδέες της αυτοκρατορικής – παπικής συνεργασίας. Καθώς η παπική εξουσία αυξανόταν κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, πάπες και αυτοκράτορες ήρθαν σε σύγκρουση για τη διοίκηση της Εκκλησίας. Η πιο γνωστή και σθεναρή διαμάχη ήταν κατά τον 11ο αιώνα μεταξύ του Ερρίκου Δ΄ και του Πάπα Γρηγόριου Ζ΄, γνωστή ως Έριδα Περιβολής.
Μετά τη στέψη του Καρλομάγνου ως Αυτοκράτορα των Ρωμαίων (λατινικά: Imperator Romanorum) από τον Πάπα, οι διάδοχοί του διατήρησαν τον τίτλο μέχρι τον θάνατο του Βερεγγάριου Α΄ το 924. Κανένας Πάπας δεν διόρισε ξανά αυτοκράτορα μέχρι τη στέψη του Όθωνα Α΄ το 962. Με τον Όθωνα και τους διαδόχους του το μεγαλύτερο μέρος του πρώην βασιλείου των Καρολιδών της ανατολικής Φραγκίας παραήρθε μέσα στα σύνορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι διάφοροι Γερμανοί πρίγκιπες εξέλεγαν έναν από αυτούς ως Βασιλιά των Γερμανών, μετά το οποίο μπορούσε να στεφθεί αυτοκράτορας από τον Πάπα. Μετά τη στέψη του Καρόλου Ε΄ όλοι οι επόμενοι αυτοκράτορες ήταν τυπικά αυτοκράτορες-εκλέκτορες λόγω της έλλειψης στέψης από τον Πάπα, αλλά για πρακτικούς λόγους ονομάζονταν απλά αυτοκράτορες[εκκρεμεί παραπομπή].
Ο όρος «sacrum» («Άγιος») σε σχέση με τη μεσαιωνική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1157 υπό τον Φρειδερίκο Α΄ Βαρβαρόσσα[4]. Ο Κάρολος Ε΄ ήταν ο τελευταίος Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας που στέφτηκε από τον Πάπα, το 1530. Ο τελευταίος Αυτοκράτορας (-εκλέκτορας) της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φραγκίσκος Β´ παραιτήθηκε το 1806 κατά τους Ναπολεόντειους Πολέμους, οι οποίοι και είχαν, μεταξύ άλλων, ως αποτέλεσμα την τελική διάλυση της Αυτοκρατορίας.
Ο επίσημος τίτλος του Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν «Αύγουστος Αυτοκράτορας των Ρωμαίων» (Romanorum Imperator Augustus). Όταν στέφτηκε ο Καρλομάγνος το 800 η προσφώνησή του ήταν «γαληνότατος Αύγουστος, εστεμμένος από τον Θεό, μέγας και ειρηνικός αυτοκράτορας, κυβερνών τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία» καταλείποντας έτσι τα «Άγιος» και «Ρωμαίος» στον αυτοκρατορικό τίτλο. Η λέξη Άγιος δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ ως μέρος αυτού του τίτλου σε επίσημα έγγραφα[5].
Η λέξη Roman αντανακλούσε την αρχή του translatio imperii, μεταφορά της εξουσίας, που αφορούσε τους (Γερμανούς) Άγιους Ρωμαίους Αυτοκράτορες ως κληρονόμους του τίτλου του Αυτοκράτορα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, παρά τη συνεχιζόμενη ύπαρξη και της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Διαδοχή στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Η διαδοχή ήταν ελεγχόμενη από μια σειρά πολύπλοκων παραγόντων. Οι εκλογή σήμαινε ότι η βασιλεία της Γερμανίας ήταν εν μέρει μόνο κληρονομική, αντίθετα από τη βασιλεία της Γαλλίας, αν και η εξουσία συχνά έμενε σε μία δυναστεία μέχρις ότου δεν υπήρχαν άρρενες διάδοχοι. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι εκλογές ήταν στην πραγματικότητα μια λύση μόνο για να λυθούν οι διαμάχες όταν η δυναστική εξουσία ήταν ασαφής, όμως η διαδικασία σήμαινε ότι ο υποψήφιος έπρεπε να κάνει παραχωρήσεις, με τις οποίες οι εκλέκτορες παρέμειναν με το μέρος του, γνωστές ως Wahlkapitulationen, υποχωρήσεις εκλογής.
Το Συμβούλιο των Πριγκίπων-Εκλεκτόρων οριζόταν σε επτά πρίγκιπες, τρεις αρχιεπισκόπους και τέσσερεις λαϊκούς πρίγκιπες, με το Χρυσόβουλο του 1356. Έτσι και παρέμεινε ως το 1648, όταν και ο διακανονισμός του Τριακονταετούς Πολέμου έθεσε ως προσθήκη ενός ακόμα εκλέκτορα, για να διατηρήσει την ασταθή ισορροπία μεταξύ των Προτεσταντών και Καθολικών της Αυτοκρατορίας. Ακόμα ένας εκλέκτορας προστέθηκε το 1690, και όλο το κολλέγιο των εκλεκτόρων αναδιοργανώθηκε το 1803, μόλις τρία χρόνια πριν τη διάλυση της Αυτοκρατορίας.
Μετά το 1438, η Βασιλεία παρέμεινε στον Οίκο των Αψβούργων και της Λωρραίνης, με μια σύντομη εξαίρεση του Καρόλου Ζ΄, των Βίττελσμπαχ. Ο Μαξιμιλιανός Α΄ (αυτοκράτορας 1508-1519) και οι διάδοχοί του δεν πήγαιναν πια στη Ρώμη για να στεφτούν από τον Πάπα. Συνεπώς, ο Μαξιμιλιανός αυτοαποκαλέστηκε Εκλεγμένος Ρωμαίος Αυτοκράτορας (Erwählter Römischer Kaiser) το 1508 με την παπική έγκριση. Ο τίτλος αυτός ήταν σε χρήση από όλους τους διαδόχους του, που δεν είχαν στεφτεί. Από αυτούς, μόνο ο Κάρολος Κουίντος στέφτηκε από τον Πάπα.
Κατάλογος Αυτοκρατόρων
Ο κατάλογος περιλαμβάνει όλους τους Αυτοκράτορες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από το αν αυτοί χρησιμοποιούσαν για τον εαυτό τους τον τίτλο Άγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Υπάρχουν κάποια κενά στη λίστα, για παράδειγμα, ο Ερρίκος Α΄ ήταν βασιλιάς της Γερμανίας αλλά όχι Αυτοκράτορας, ωστόσο αριθμείται ως διάδοχός του ο Ερρίκος Β΄ ως βασιλιάς της Γερμανίας. Η Δυναστεία των Γουίδων ακολουθεί την αρίθμηση για το Δουκάτο του Σπολέτο.
Αυτοκράτορες πριν τον Όθωνα τον Μέγα
Η κλασσική ιστοριογραφία θεωρεί τη συνέχεια μεταξύ της Αυτοκρατορίας των Καρολιδών και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτό απορρίπτουν σύγχρονοι ιστορικοί, που χρονολογούν την ίδρυση της Αυτοκρατορίας το 962. Η ηγεμόνες που στέφθηκαν Αυτοκράτορες στη Δύση πριν το 962 έχουν ως εξής:
↑ή Λοθάριος Γ΄ αν στην αρίθμηση προσμετρηθεί ο Λοθάριος Β΄ βασιλιάς της Λοθαριγγίας, αλλά όχι αυτοκράτορας ή ο Λοθάριος Β΄ της Ιταλίας, μια και ο Λοθέριος ήταν και βασιλιάς της.