Αμωρί Β΄ της Ιερουσαλήμ

Αμωρί / Αιμερύ
+ AIMERICVS DEI GRA[TIA] REX IER[VSA]L'M ET CIPRI
Περίοδος1194-1205
ΠροκάτοχοςΓκυ των Λουζινιάν
ΔιάδοχοςΟύγος Α΄ της Κύπρου
Περίοδος1198-1205 (με τη σύζυγό του Ισαβέλα)
ΠροκάτοχοςΕρρίκος Β΄ της Καμπανίας
ΔιάδοχοςΜαρία του Μομφεράτου
Γέννηση1145
Θάνατος1205
ΣύζυγοςΕσίβα του Ιμπελέν (απεβ. 1196)
Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ
ΕπίγονοιΒουργουνδία
Ελβίς
Ούγος Α΄ της Κύπρου
Σιβύλλα των Λουζινιάν
Μελισσάνθη των Λουζινιάν
ΟίκοςΟίκος των Λουζινιάν
ΠατέραςΟύγος Η΄ του Λουζινιάν
ΜητέραΒουργουνδία του Ρανκόν
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Αμωρί, γαλλ. Aimery και λανθασμένα Αμαλρίκ από παλαιότερους λογίους (Πουατιέ, περί το 1145 - 1 Απριλίου 1205) ήταν βασιλιάς της Κύπρου (1194-1205) και ένεκα του γάμου του Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ ως Αμωρί Β΄ (1197-1205).[1][2][3]

Βιογραφία

Ο Αμωρί ήταν τέταρτος γιος του Ούγου Η΄ κυρίου του Λουζινιάν & κόμη του Λα Μαρς και της Βουργουνδίας του Ρανκόν. Επόμενος αδελφός του ήταν ο Γκυ ιδρυτής του βασιλείου της Κύπρου.

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Πουατιέ, τμήμα του Δουκάτου της Ακουιτανίας που κυβερνούσε ο Ερρίκος Β΄ της Αγγλίας. Ο Αμωρί, μετά τη συμμετοχή του σε επανάσταση εναντίον του Άγγλου βασιλιά (1168), διέφυγε για τους Αγίους Τόπους και εγκαταστάθηκε στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ.

Ο Αμωρί νυμφεύτηκε την Εσίβα του Ιμπελέν επεκτείνοντας σημαντικά τις εκτάσεις του, ενώ ο αδελφός του Γκυ νυμφεύτηκε τη Σιβύλλα των Ανζού, αδελφή και διάδοχο του Βαλδουίνου Δ΄ της Ιερουσαλήμ. Ο Βαλδουίνος Δ΄ διόρισε τον Αμωρί κοντόσταυλο των Ιεροσολύμων (1180) και ήταν ένας από τους στρατηγούς των Σταυροφόρων στη μάχη του Χαττίν που συνετρίβησαν από τον Αγιουβίδη σουλτάνο της Αιγύπτου και της Συρίας Σαλαντίν (4 Ιουλίου 1187). Ο Αμωρί υποστήριξε τον αδελφό του στη διεκδίκηση της Ιερουσαλήμ, ακόμη και όταν οι βαρώνοι του βασιλείου αποφάνθηκαν ότι έχασε την αξίωση στον θρόνο, όταν απεβίωσαν η σύζυγος και οι δύο τους κόρες. Ο νέος βασιλιάς Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας τον φυλάκισε για σύντομο χρόνο· όταν ελευθερώθηκε, αποσύρθηκε στη Γιάφα δώρο του μεγαλύτερου αδελφού του Γοδεφρείδου των Λουζινιάν που είχε επιστρέψει στην πατρίδα του. Μετά το τέλος του Γκυ (1194) οι βαρόνοι της Κύπρου εξέλεξαν νέο βασιλιά τον Αμωρί: στέφθηκε βασιλιάς της Κύπρου τον Σεπτέμβριο του 1197, μετά την αναγνώριση του από τον Ερρίκο ΣΤ΄ της Γερμανίας. Η Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ, μετά το τέλος του Ερρίκου Β΄ της Καμπανίας, τον παντρεύτηκε σε τέταρτο γάμο και τον Ιανουάριο του 1198 στέφτηκε συμβασιλέας των Ιεροσολύμων. Ο Αμωρί υπέγραψε ειρήνη με τον Αγιουβίδη σουλτάνο της Αιγύπτου Αλ-Αντίλ Α΄, όπου με τους όρους της συνθήκης οι χριστιανοί διατηρούσαν όλη την παραλιακή λωρίδα από την Άκρα μέχρι την Ασκελόν. Την εποχή που κυβέρνησε, επικρατούσε ειρήνη και σταθερότητα ανάμεσα στα δύο βασίλεια.

Πρώτα χρόνια

Μετάβαση στους Αγίους Τόπους

Ο Αμωρί Β΄ καταγόταν από οικογένεια Σταυροφόρων, η οποία ζούσε πολλές γενεές στο Πουατιέ.[4] Ο προπάππος του Ούγος ΣΤ΄ του Λουζινιάν έπεσε στη μάχη της Ράμλα (1192), ο παππούς του Ούγος Ζ΄ του Λουζινιάν συμμετείχε στη Β΄ Σταυροφορία και ο πατέρας του απεβίωσε αιχμάλωτος σε μουσουλμανική φυλακή στους Αγίους Τόπους, τη δεκαετία του 1160.[4][5] Οι μεσαιωνικοί συγγραφείς τον καταγράφουν σαν "Αμαλρίκ" ή "Αμωρί", αλλά σε μερικά έγγραφα εμφανίζεται εκλατινισμένα σαν "Αμαλάριχος".[6][7] Οι σύγχρονοι συγγραφείς, όπως ο Στήβεν Ράνσιμαν, τον καταγράφουν ως Αμωρί Β΄ της Ιερουσαλήμ, έπειτα από τον Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ.[6][7][8]

Ο Αμωρί, σύμφωνα με τον Ρομπέρ ντε Τορινί, ενώθηκε σε επανάσταση εναντίον του Ερρίκου Β΄ της Αγγλίας (1168), αλλά ο Άγγλος βασιλιάς τη συνέτριψε. Τότε ο Αμωρί διέφυγε στους Αγίους Τόπους και εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ, όπου συνελήφθη και φυλακίστηκε στη Δαμασκό.[2][4] Η λαϊκή παράδοση αναφέρει ότι ελευθερώθηκε με δική του πρωτοβουλία.[2][4]

Ο Έρνουλ, που η αξιοπιστία του αμφισβητείται, αναφέρει ότι ο Αμωρί Β΄ είχε ερωτευτεί τη χήρα του Αμωρί Α΄ Αγνή του Κουρτεναί.[9] Ο Αμωρί Β΄ νυμφεύτηκε την Εσίβα του Κουρτεναί, κόρη του ισχυρού ευγενή Βαλδουίνου του Ιμπελέν.[10] Ο Αμωρί Α΄ πέθανε στις 11 Ιουλίου 1174 και τον διαδέχθηκε ο 13χρονος -βαριά ασθενής από λέπρα- γιος του Βαλδουίνος Δ΄ της Ιερουσαλήμ.[11] Ο Αμωρί με την υποστήριξη του πεθερού του διορίστηκε στην αντιβασιλεία.[12] Ο αδελφός του, Γκυ, νυμφεύτηκε τον Απρίλιο του 1180 τη χήρα αδελφή του Βαλδουίνου Δ΄, Σιβύλλα.[13] Ο Έρνουλ έγραψε ότι ο Αμωρί έπεισε τη μητέρα της και τον αδελφό της να της επιτρέψουν να παντρευτεί τον Γκυ, που τον είχε περιγράψει σαν ωραίο και χαριτωμένο νεαρό άντρα.[14][15] Ο Αμωρί επέστρεψε στο Πουατιέ και πίεσε τον αδελφό του να παντρευτεί τη Σιβύλλα, την οποία είχαν υποσχεθεί στον πεθερό του.[15] Ο Γουλιέλμος της Τύρου από την άλλη αναφέρει ότι ο Αμωρί δεν έπαιξε κανέναν ρόλο στον γάμο του αδελφού του με την αδελφή του βασιλιά, συνεπώς πολλές πληροφορίες του Έρνουλ αμφισβητούνται.[14][16]

Κοντόσταυλος της Ιερουσαλήμ

Γάμος του Γκυ των Λουζινιάν με τη Σιβύλλα της Ιερουσαλήμ

Ο Αμωρί αναφέρεται για πρώτη φορά σαν κοντόσταυλος της Ιερουσαλήμ στις 24 Φεβρουαρίου 1182.[17] Οι ιστορικοί Στήβεν Ράνσιμαν και Μάλκολμ Μπάρμπερ (γενν. το 1943) γράφουν, ότι διορίστηκε τον Απρίλιο του 1179, αμέσως μετά τον θάνατο του προκατόχου του Χάμφρεϋ Β΄ του Τορόν.[18][19] Ο ιστορικός Μπέρναρντ Χάμιλτον (γεν. το 1932) από την άλλη γράφει, ότι ο διορισμός του Αμωρί έγινε γύρω στο 1181, χάρη του αδελφού του.[17]

Ο Αγιουβίδης Σουλτάνος Σαλαντίν ξεκίνησε εκστρατεία εναντίον του βασιλείου της Ιερουσαλήμ (29 Σεπτεμβρίου 1183).[20] Ο Αμωρί τον νίκησε με την υποστήριξη του πεθερού του και του αδελφού εκείνου Μπαλιάν του Ιμπελέν.[21] Ο Σταυροφορικός στρατός μετά τη νίκη ανάγκασε τον Σαλαντίν να οπισθοχωρήσει σε εννιά μέρες.[21] Οι περισσότεροι βαρόνοι ήταν απρόθυμοι να στηρίξουν τον αδελφό του Αμωρί, που εμφανιζόταν σαν διάδοχος του θρόνου των Ιεροσολύμων.[22] Ο ασθενής βασιλιάς απέρριψε τον Γκυ και όρισε συμβασιλέα και διάδοχο τον 5χρονο ανιψιό του και θετό γιο του Γκυ Βαλδουίνο Ε΄ (20 Νοεμβρίου 1183).[23]

Ο Βαλδουίνος Δ΄ συμφώνησε ότι ο πάπας, ο Γερμανός αυτοκράτορας και οι βασιλείς της Αγγλίας και της Γαλλίας θα αποφάσιζαν για τον διάδοχο ανάμεσα στις δυο αδελφές του, αν ο μικρός Βαλδουίνος Ε΄ πέθαινε πρόωρα.[23] Ο λεπρός βασιλιάς πέθανε την άνοιξη του 1185 και ο ανιψιός του το καλοκαίρι του 1186.[24] Ο Γκυ και η Σιβύλλη ανακηρύχτηκαν αμέσως βασιλείς αγνοώντας τη διαθήκη του Βαλδουίνου Δ΄· ο Αμωρί δεν βρέθηκε στη στέψη του αδελφού του, αλλά είναι προφανές ότι τον υποστήριξε.[25] Ο Αμωρί οργάνωσε τον Σταυροφορικό στρατό, αλλά όταν συνετρίβη στη μάχη του Χαττίν (4 Ιουλίου 1187) αιχμαλωτίστηκε μαζί με τους υπόλοιπους Σταυροφόρους.[26][27] Στην πολιορκία της Ασκελόν ο Σαλαντίν υποσχέθηκε να ελευθερώσει δέκα πρόσωπα που θα επιλέξουν οι πολιορκημένοι αν παραδοθούν οικειοθελώς και ο Αμωρί και ο Γκυ ήταν ανάμεσά τους, αλλά ο Σαλαντίν ανέλαβε την απελευθέρωση τους μέχρι την άνοιξη του 1188.[28]

Αγορά της Κύπρου από τον Γκυ

Ο Αμωρί έμεινε πιστός στον αδελφό του ακόμη και όταν πέθανε η οικογένεια του από επιδημία και έχασε όλα τα δικαιώματά του στον θρόνο των Ιεροσολύμων (1190) και οι περισσότεροι βαρόνοι τον κήρυξαν ανεπιθύμητο.[29][30] Οι αντίπαλοι του Γκυ υποστήριξαν τον Κορράδο του Μομφερράτου, που είχε νυμφευτεί στα τέλη Νοεμβρίου σε δεύτερο γάμο την ετεροθαλή αδελφή της Σιβύλλας, Ισαβέλλα Α΄.[31] Η συνέλευση των ευγενών ανακήρυξε ομόφωνα τον Κορράδο νέο βασιλιά (16 Απριλίου 1192).[32] Ο Κορράδος του Μομφερράτου δολοφονήθηκε σε δώδεκα μέρες και οι ευγενείς εξέλεξαν νέο βασιλιά τον τρίτο σύζυγο της Ισαβέλλας Α΄, Ερρίκο Β΄ της Καμπανίας.[33] Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, για να αποζημιώσει τον Γκυ για την απώλεια τού θρόνου, τού έδωσε την άδεια να αγοράσει την Κύπρο από τους Ναΐτες Ιππότες· η Κύπρος είχε κατακτηθεί από τον Ριχάρδο τον Μάιο του 1191.[34] Έπρεπε να πληρώσει επίσης 40.000 μπεζάντια στον Ριχάρδο, που έδωσε τον δικαίωμα στον Ερρίκο Β΄ της Καμπανίας να συγκεντρώσει το ποσό για λογαριασμό του Γκυ.[35] Ο Γκυ εγκαταστάθηκε στην Κύπρο στις αρχές Μαΐου.[36]

Ο Αμωρί παρέμεινε στο βασίλειο των Ιεροσολύμων και κυβέρνησε μία παραλιακή περιοχή από τη Γιάφα μέχρι την Τύρο.[36][37] Ο Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας ζήτησε την εκδίωξη των εμπόρων από την Πίζα, με κατηγορίες για συνωμοσία με τον Γκυ.[38] Όταν ο Αμωρί υποστήριξε τους εμπόρους της Πίζας, ο Ερρίκος τον φυλάκισε, όμως αργότερα ελευθερώθηκε χάρη σε αίτημα των Ναϊτών και των Ιωαννιτών.[39] Αποσύρθηκε στη Γιάφα, που έδωσε ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος δώρο στον μεγαλύτερο αδελφό του Γοδεφρείδο των Λουζινιάν.[39]

Τον Μάιο του 1194 πέθανε ο Γκυ, ο οποίος κληροδότησε την Κύπρο στον μεγαλύτερο αδελφό του Γοδεφρείδο των Λουζινιάν. Αυτός όμως είχε αποσυρθεί στην πατρίδα του και αρνήθηκε να επιστρέψει, έτσι οι ευγενείς εξέλεξαν νέον ηγεμόνα τον Αμωρί.[40] Ο Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας διεκδίκησε και αυτός τα δικαιώματά του στο νησί της Κύπρου, αλλά οι βαρόνοι τον αγνόησαν.[39] Ο Ιωάννης Α΄ της Βηρυτού αντικατέστησε τον Αμωρί στη θέση του κοντόσταυλου των Ιεροσολύμων.[39]

Ο Αμωρί αντιλήφθηκε ότι τα θησαυροφυλάκια της Κύπρου ήταν άδεια, επειδή ο Γκυ είχε δωρίσει τα εδάφη σε υποτελείς του· σύμφωνα με τον Έρνουλ ο Αμωρί συγκάλεσε τους βαρόνους του νησιού σε συνέλευση.[41] Οι βαρόνοι επέστρεψαν πολλά εδάφη τους "είτε με τη βία, είτε με φιλικό τρόπο, είτε με συμφωνία".[41]

Πρώτος βασιλιάς της Κύπρου

Τα Σταυροφορικά κράτη το 1165

Ο Αμωρί έστειλε αποστολή στον πάπα Κελεστίνο Γ΄ και του ζήτησε να ιδρύσει Καθολικές επισκοπές στην Κύπρο.[40] Έστειλε τον αντιπρόσωπό του στον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ΄, δέχτηκε να τον αναγνωρίσει σαν επικυρίαρχό του και σε αντάλλαγμα να του προσφέρει το στέμμα.[42] Οι στόχοι του Αμωρί ήταν διπλοί: ήθελε να εξασφαλίσει την Κύπρο από επίθεση των Ρωμαίων (Βυζαντινών) και να νομιμοποιηθεί ο ίδιος σαν βασιλιάς.[41][43] Ο εκπρόσωπος του Αμωρί δήλωσε τον Οκτώβριο του 1196 στο Γκέλχαουζεν την υποταγή του στον αυτοκράτορα.[44] Ο αυτοκράτορας υποσχέθηκε Σταυροφορία στους Αγίους Τόπους και ότι θα στέψει ο ίδιος τον Αμωρί· έστειλε τους αρχιεπισκόπους του Μπρίντιζι και του Τράνι να του μεταφέρουν ένα χρυσό σκήπτρο, σαν ένδειξη της εξουσίας του στην Κύπρο.[45]

Οι απεσταλμένοι του Ερρίκου ΣΤ΄ έφθασαν στην Κύπρο τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 1196.[43] Ο Αμωρί δέχτηκε τον τίτλο του βασιλιά, ύστερα από μια επιστολή αναγνώρισης από τον πάπα Κελεστίνο τον Δεκέμβριο του 1196.[43][46] Τον ίδιο μήνα ιδρύθηκε Ρωμαϊκή Καθολική αρχιεπισκοπή στη Λευκωσία, ενώ η Αμμόχωστος, η Λεμεσός και η Πάφος έγιναν έδρες νέων επισκοπών.[43] Οι Έλληνες Ορθόδοξοι επίσκοποι δεν διώχθηκαν, αλλά κατασχέθηκαν τα έσοδα και τα εδάφη τους από τους Καθολικούς ιερείς.[47] Ο καγκελάριος του αυτοκράτορα Κορράδου, επίσκοπος του Χίλντεσχαϊμ έστεψε επίσημα τον Σεπτέμβριο του 1197 τον Αμωρί βασιλιά στη Λευκωσία και ο βασιλιάς έδωσε όρκο υποτέλειας στον καγκελάριο.[42] Οι ευγενείς που είχαν εδάφη, τόσο στην Κύπρο όσο και στα Ιεροσόλυμα, προσπάθησαν να συμφιλιώσουν τον Αμωρί με τον Ερρίκο Β΄ της Καμπανίας.[48] Ο κοντόσταυλος της Κύπρου Βαλδουίνος του Μπειζάν πίεσε τον Ερρίκο Β΄ να επισκεφτεί στις αρχές του 1197 την Κύπρο.[39][49] Οι δύο βασιλείς έκλεισαν ειρήνη, με όρο οι τρεις γιοι του Αμωρί να νυμφευτούν τις τρεις κόρες του Ερρίκου Β΄ της Καμπανίας.[49] Ο Ερρίκος Β΄ χάρισε επίσης όλα τα χρέη στον Αμωρί και του επέτρεψε να διατηρήσει φρουρά στη Γιάφα, έτσι ο Αμωρί έστειλε στη Γιάφα τον Ραϋνάλδο Μπαρλαί.[49] Τον Νοέμβριο του 1197 ο Αμωρί πήρε ξανά τον τίτλο του κοντόσταυλου του βασιλείου των Ιεροσολύμων, κάτι που επιβεβαιώνει ότι αποκαταστάθηκαν πλήρως οι σχέσεις του με τον Ερρίκο Β΄.[49]

Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ

Εκλογή

Ο Ερρίκος Β΄ της Καμπανίας τραυματίστηκε θανάσιμα σε ατύχημα μετά την πτώση του από παράθυρο και απεβίωσε στην Άκρα (10 Σεπτεμβρίου 1197).[50] Η αριστοκρατία του βασιλείου πρότεινε διάδοχο τον Ραούλ του Σαιντ-Ομέρ, αλλά οι ιππότες και τα στρατιωτικά τάγματα αντιτάχθηκαν. Σε λίγες μέρες ο Αγιουβίδης Σουλτάνος της Αιγύπτου Αλ-Αντίλ Α΄ κατέλαβε τη Γιάφα. Ο αρχιεπίσκοπος του Μάιντς Κορράδος του Βίττελσμπαχ έφτασε στην Άκρα (20 Σεπτεμβρίου 1197) και πρότεινε νέο βασιλιά τον Αμωρί· η πρώτη σύζυγος του Αμωρί είχε πεθάνει και ήταν ελεύθερος να νυμφευτεί την Ισαβέλλα Α΄ στον τέταρτο γάμο της.[51] Ο πατριάρχης της Ιερουσαλήμ Αϊμάρ διαμαρτυρήθηκε ότι ο γάμος θα ήταν αντικανονικός, αλλά ο αρχιεπίσκοπος της Τύρου τον αγνόησε και ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τον Αμωρί για τον γάμο· ο Αμωρί δέχτηκε.[52] Ο πατριάρχης Αϊμάρ απέσυρε τις διαμαρτυρίες του και δέχτηκε να στέψει τον Ιανουάριο του 1198 στην Τύρο νέους βασιλείς τον Αμωρί και την Ισαβέλλα Α΄.[52][53]

Η επίθεση των Γερμανών ιπποτών

Ο στρατός της Κύπρου πολεμούσε για την Ιερουσαλήμ, αλλά τα δυο βασίλεια είχαν ξεχωριστή διοίκηση.[52] Μετά τη στέψη του ο Αμωρί ενώθηκε σε εκστρατεία εναντίον των Αγιουβιδών με Γερμανούς Σταυροφόρους υπό την ηγεσία του Ερρίκου Α΄ της Βραβάντης, έτσι ανάγκασαν τον Αλ-Αντίλ να οπισθοχωρήσει και κυρίευσαν στις 21 Οκτωβρίου τη Βηρυτό.[54] Ξεκίνησαν την πολιορκία του Τορόν, αλλά οι Γερμανοί Σταυροφόροι -όταν έμαθαν ότι πέθανε ο αυτοκράτορας Ερρίκος ΣΤ΄- επέστρεψαν στη Γερμανία.[54] Τον Μάρτιο του 1198, ενώ ο Αμωρί έκανε ιππασία στην Τύρο, δέχτηκε επίθεση από τέσσερις Γερμανούς ιππότες· οι οπαδοί του τον ελευθέρωσαν και φυλάκισαν τους ιππότες.[55][56] Ο Αμωρί κατηγόρησε τον Ραούλ του Σαιντ Ομέρ ότι βρισκόταν πίσω από την επίθεση και τον εξόρισε χωρίς δίκη από τους ευγενείς. Ο Ραούλ, που διεκδικούσε την αθωότητά του, έκανε αίτημα να δικαστεί από τη Συνέλευση των βαρόνων (Haut Court) υπό την προεδρία του ίδιου του Αμωρί.[56] Τελικά ο Ραούλ αποσύρθηκε με τη θέληση του στην Τρίπολη, επειδή αναγνώρισε ότι έχασε οριστικά τη στήριξη του Αμωρί.[56]

Σχέσεις με τον Αλ-Αντίλ

Ο Αμωρί υπέγραψε ειρήνη με τον Αλ-Αντίλ για πέντε χρόνια και οκτώ μήνες (1 Ιουλίου 1198)· με τους όρους της θα μπορούσε να κρατήσει ολόκληρη την παραλιακή ακτή από την Άκρα μέχρι την Αντιόχεια.[57][58] Ο Αλέξιος Γ´ Άγγελος δεν εγκατέλειψε ποτέ την ιδέα να κατακτήσει την Κύπρο.[59] Υποσχέθηκε στον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ ότι θα τον βοηθήσει σε νέα Σταυροφορία αν αφόριζε τον Αμωρί και επέτρεπε Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) εισβολή στην Κύπρο (1201). Ο πάπας του απάντησε ότι έχασε τα δικαιώματα του στο νησί μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο (1191).[59]

Ο Αμωρί διατήρησε την ειρήνη με τους Μουσουλμάνους, ακόμη και όταν έφτασε στις αρχές του 1202 ο Ραϋνάλδος της Νταμπιέρ με 300 Γάλλους Σταυροφόρους και του ζήτησε να ενωθούν εναντίον των Μουσουλμάνων.[60] Ο Αμωρί του υπενθύμισε ότι οι 300 ιππότες είναι μικρή δύναμη για να συγκρουστεί με τους Αγιουβίδες, έτσι ο Ραϋνάλδος αποσύρθηκε στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας.[60] Ένας Αιγύπτιος εμίρης κυρίευσε ένα κάστρο κοντά στη Σιδώνα και ξεκίνησε επιδρομές σε γειτονικές περιοχές.[60] Επειδή ο Αλ-Αντίλ δεν μπόρεσε να διακόψει τη δράση του εμίρη, ο Αμωρί συνέλαβε 20 Αιγυπτιακά πλοία και επιτέθηκε στο βασίλειο του Αλ-Αντίλ.[60][61] Ο γιος του Αλ-Αντίλ για αντίποινα, λεηλάτησε την περιοχή της Άκρας· τον Μάιο του 1204 ο στόλος του Αμωρί λεηλάτησε μία μικρή πόλη στο Δέλτα του Νείλου.[61][62] Τον Σεπτέμβριο του 1204 οι εκπρόσωποι του Αμωρί και του Άλ-Αντίλ έκλεισαν νέα ειρήνη για έξι χρόνια: η Γιάφα και η Ράμλα παραχωρήθηκαν στα Ιεροσόλυμα, κάτι που διευκόλυνε την πορεία των προσκυνητών για την Ιερουσαλήμ και τη Ναζαρέτ.[1][61][62]

Το τέλος του

Ο Αμωρί ασθένησε έπειτα από ένα γεύμα, όπου κατανάλωσε υπερβολικά λευκό μπαρμπούνι. Μετά από τη σύντομη ασθένεια απεβίωσε (1 Απριλίου 1205).[1][63] Ο εξαετής γιος του Ούγος Α΄ τον διαδέχθηκε στην Κύπρο, ενώ η χήρα του εξακολουθούσε να είναι βασίλισσα της Ιερουσαλήμ.[63]

Υστεροφημία

Η ιστορικός Μαρία Νίκερσον Χάρντγουικ περιγράφει τον Αμωρί σαν "άνθρωπο με αυτοπεποίθηση, πολιτικά ενεργό, μερικές φορές σκληρό και σπάνια επιεική στα συναισθήματα".[64] Η βασιλεία του ήταν περίοδος ειρήνης και σταθερότητας, οι νομικοί του βασιλείου τον εκτιμούσαν εξαιρετικά.[65] Αναθεώρησε τους νόμους του βασιλείου της Ιερουσαλήμ για να κάνει εμφανή τα βασιλικά προνόμια.[66] Ο Ιωάννης του Ιμπελέν τονίζει ότι διοικούσε ταυτόχρονα τα δύο βασίλεια "επιτυχώς και σοφά μέχρι το τέλος του".[67]

Οικογένεια

Νυμφεύτηκε σε πρώτο γάμο (1174) την Εσίβα του Ιμπελέν, κόρη του Βαλδουίνου κυρίου της Ράμλα, με την οποία απέκτησε:[68][69]

Με τη δεύτερη σύζυγό του Ισαβέλλα Α΄ των Ανζού βασίλισσα της Ιερουσαλήμ, κόρη του Αμωρί Α΄ της Ιερουσαλήμ και της Μαρίας Κομνηνής, απέκτησε:

Πινακοθήκη

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Runciman 1989b, p. 103.
  2. 2,0 2,1 2,2 Edbury 1994, p. 23.
  3. Painter 1957, pp. 39–40.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Hamilton 2000, p. 97.
  5. Painter 1957, p. 41.
  6. 6,0 6,1 Hill 2010, pp. 32 (note 3), 45 (note 1).
  7. 7,0 7,1 Hazard 1975, p. 108 (note 125).
  8. Runciman 1989b, p. 506.
  9. Hamilton 2000, pp. 9, 97–98.
  10. Hamilton 2000, pp. 35, 98.
  11. Lock 2006, p. 61.
  12. Hamilton 2000, p. 99.
  13. Lock 2006, p. 66.
  14. 14,0 14,1 Hamilton 2000, p. 152.
  15. 15,0 15,1 Runciman 1989a, p. 424.
  16. Hamilton 2000, pp. 152, 157.
  17. 17,0 17,1 Hamilton 2000, p. 167.
  18. Runciman 1989a, pp. 419, 424.
  19. Barber 2012, p. 274.
  20. Barber 2012, p. 281.
  21. 21,0 21,1 Hamilton 2000, p. 190.
  22. Hamilton 2000, p. 191.
  23. 23,0 23,1 Lock 2006, p. 68.
  24. Lock 2006, p. 70.
  25. Hamilton 2000, p. 218.
  26. Barber 2012, pp. 303–304, 365.
  27. Barber 2012, p. 304.
  28. Painter 1969, p. 55.
  29. Runciman 1989b, p. 30.
  30. Edbury 1994, pp. 26–27.
  31. Runciman 1989b, p. 31.
  32. Runciman 1989b, p. 64.
  33. Lock 2006, pp. 77–78.
  34. Runciman 1989b, pp. 66–67.
  35. Edbury 1994, p. 28.
  36. 36,0 36,1 Runciman 1989b, p. 67.
  37. Lock 2006, p. 78.
  38. Runciman 1989b, p. 83.
  39. 39,0 39,1 39,2 39,3 39,4 39,5 39,6 Runciman 1989b, p. 84.
  40. 40,0 40,1 Edbury 1994, p. 29.
  41. 41,0 41,1 41,2 Furber 1969, p. 604.
  42. 42,0 42,1 Runciman 1989b, p. 85.
  43. 43,0 43,1 43,2 43,3 Edbury 1994, p. 31.
  44. Lock 2006, p. 80.
  45. Johnson 1969, p. 119.
  46. Hardwicke 1969, p. 528.
  47. Runciman 1989b, p. 86.
  48. Hardwicke 1969, p. 525.
  49. 49,0 49,1 49,2 49,3 Edbury 1994, p. 32.
  50. Runciman 1989b, p. 93.
  51. Runciman 1989b, p. 94.
  52. 52,0 52,1 52,2 Edbury 1994, p. 33.
  53. Runciman 1989b, pp. 94–95.
  54. 54,0 54,1 Hardwicke 1969, p. 530.
  55. Runciman 1989b, pp. 95–96.
  56. 56,0 56,1 56,2 Runciman 1989b, p. 96.
  57. Lock 2006, p. 81.
  58. Runciman 1989b, p. 98.
  59. 59,0 59,1 Furber 1969, p. 608.
  60. 60,0 60,1 60,2 60,3 Hardwicke 1969, p. 531.
  61. 61,0 61,1 61,2 Runciman 1989b, p. 102.
  62. 62,0 62,1 Lock 2006, p. 86.
  63. 63,0 63,1 Lock 2006, p. 87.
  64. Hardwicke 1969, p. 532.
  65. Edbury 1994, p. 34.
  66. Runciman 1989b, p. 95.
  67. Furber 1969, p. 605.
  68. Hamilton 2000, p. 35.
  69. Runciman 1989a, p. 423, Appendix III: Genealogical trees, Number 4.
  70. Runciman 1989b, p. 134, Appendix III: Genealogical trees, Number 1.
  71. Runciman 1989b, p. 138, Appendix III: Genealogical trees, Number 1.
  72. Runciman 1989b, p. 95, Appendix III: Genealogical trees, Number 1. and 4
  73. Runciman 1989b, p. 95, Appendix III: Genealogical trees, Number 1-2.

Πηγές

  • Barber, Malcolm (2012). The Crusader States. Yale University Press.
  • Edbury, Peter W. (1994). Kingdom of Cyprus and the Crusades. Cambridge University Press.
  • Furber, Elizabeth Chapin (1969). "The Kingdom of Cyprus, 1191–1291". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry. A History of the Crusades, Volume II: *The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press. pp. 599–629.
  • Hamilton, Bernard (2000). The Leper King and His Heirs: Baldwin IV and the Crusader Kingdom of Jerusalem. Cambridge University Press.
  • Hazard, Harry W. (1975). "Caesarea and the Crusades". Bulletin of the American Schools of Oriental Research. Supplementary Studies. 1
  • Hill, George Francis (2010). A History of Cyprus, Volume II. Cambridge University Press.
  • Hardwicke, Mary Nickerson (1969). "The Crusader States, 1192–1243". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry. A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press. pp. 522–554.
  • Johnson, Edgar N. (1969). "The Crusades of Frederick Barbarossan and Henry VI". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry. A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press. pp. 87–122.
  • Lock, Peter (2006). The Routledge Companion to the Crusades. Routledge.
  • Painter, Sidney (1957). "The Lords of Lusignan in the Eleventh and Twelfth Centuries". Speculum. The University of Chicago Press.
  • Painter, Sidney (1969). "The Third Crusade: Richard the Lionhearted and Philip Augustus". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry. A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311. The University of Wisconsin Press.
  • Runciman, Steven (1989a). A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100–1187. Cambridge University Press.
  • Runciman, Steven (1989b). A History of the Crusades, Volume III: The Kingdom of Acre and the Later Crusades. Cambridge University Press.
  • Gerish, Deborah (2006). "Aimery of Lusignan". In Murray, Alan V. The Crusades: An Encyclopedia. 1. ABC-CLIO. p. 24.
Αμωρί Β΄ της Ιερουσαλήμ
Γέννηση: 1145 Θάνατος: 5 Απριλίου 1205
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ
1192 - 1197
με τον 3ο σύζυγό της Ερρίκο Β΄ της Καμπανίας
Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ

1197 - 1205
με τη σύζυγό του Ισαβέλλα Α΄ της Ιερουσαλήμ
Διάδοχος
Μαρία του Μομφερράτου
1205 - 1212
μόνη της (1205-10),
με τον σύζυγό της Ιωάννη του Μπριέν (1210-12)
Προκάτοχος
Γκυ των Λουζινιάν
Κύριος της Κύπρου

1194 - 1196
Διάδοχος
Δημιουργία του βασιλείου της Κύπρου από τον αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ΄
Προκάτοχος
Δημιουργία του βασιλείου της Κύπρου από τον αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ΄
Βασιλιάς της Κύπρου

1196 - 1205
Διάδοχος
Ούγος Α΄

Strategi Solo vs Squad di Free Fire: Cara Menang Mudah!