Το 1932 το Αυτοκρατορικό Ναυτικό εξέφρασε την πρόθεση απόκτησης νέου τορπιλοπλάνου-βομβαρδιστικού για τα αεροπλανοφόρα του. Προτάσεις υπέβαλλαν οι εταιρείες Aichi, Mitsubishi και Nakajima, που κατασκεύασαν από ένα πρωτότυπο έκαστη. Καμία από τις προτάσεις αυτές δεν κρίθηκε ικανοποιητική και έτσι ακολούθησε νέος διαγωνισμός το 1934 προκειμένου να αντικατασταθούν τα παρωχημένα Yokosuka B3Y από πιο σύγχρονα αεροσκάφη.
Το Ναυτικό θεωρούσε τα B4Y ως «ενδιάμεση λύση» καθώς επιθυμούσε να αποκτήσει ένα τορπιλοπλάνο-βομβαρδιστικό που θα είχε επιδόσεις συγκρίσιμες με του μονοπλάνουμαχητικούMitsubishi A5M. Το B4Y ήταν ένα διπλάνο με σταθερό σύστημα προσγείωσης, ολομεταλλικής κατασκευής που είχε μεταλλική ή υφασμάτινη επικάλυψη. Προκειμένου να επιταχυνθεί ο κύκλος ανάπτυξης και να ενταχθεί συντομότερα σε παραγωγή, το B4Y είχε πτέρυγες ίδιες με του Kawanishi E7K. Επίσης ήταν το πρώτο τορπιλοπλάνο-βομβαρδιστικό για τα αεροπλανοφόρα του Ναυτικού με αερόψυκτο κινητήρα, συγκεκριμένα τον Nakajima Hikari 2 χάρη στον οποίο είχε ανώτερες επιδόσεις σε σύγκριση με τις ανταγωνιστικές προτάσεις.[2]
Το πλήρωμα των B4Y ήταν τριμελές, ο πιλότος κάθονταν σε ανοικτό κόκπιτ μπροστά ενώ ο πλοηγός και ο ασυρματιστής/πολυβολητής σε δεύτερο κλειστό κόκπιτ πιο πίσω.
Επιχειρησιακή ιστορία
Τα B4Y εξόπλισαν σμήνη των αεροπλανοφόρων Akagi, Hōshō, Kaga, Ryūjō, Sōryū και Unyō καθώς και ορισμένους ακόμα αεροπορικούς σχηματισμούς.[3]
Παρόλο που είχαν σχεδιαστεί για να επιχειρούν από αεροπλανοφόρα, τα B4Y ενίοτε επιχειρούσαν και από αεροδρόμια. Το 1940 άρχισε η αντικατάστασή τους από τα Nakajima B5N, παρέμειναν όμως σε χρήση μέχρι και το 1943 ως αεροσκάφη προκεχωρημένης εκπαίδευσης στα αεροπλανοφόρα Hōshō και Unyō. Ορισμένα B4Y του αεροπλανοφόρου Hōshō έδρασαν επίσης στη ναυμαχία του Μίντγουεϊ. Μάλιστα ήταν ένα από αυτά τα αεροσκάφη που φωτογράφησε το φλεγόμενο Hiryū στις 5 Ιουνίου 1942.[4]